23/7/08

Νάνα Μούσχουρη, «Πέντε δεκαετίες ήμουν η καλή μαθήτρια»


Αυτό το κλείσιμο το είχε ονειρευτεί. Όταν θα αποφάσιζε να σταματήσει οικειοθελώς τις μεγάλες συναυλίες, το καλύτερο γι’ αυτήν θα ήταν να γίνει με μια μεγάλη, πανηγυρική συναυλία στο Ηρώδειο. Μόνο που όταν ήρθε η ώρα να πραγματοποιηθεί η επιθυμία της, το θέατρο αποδείχθηκε μικρό. Ο αποχαιρετισμός θα κρατήσει ακόμα μια βραδιά. Λίγο πριν το βαλς του αποχαιρετισμού, συναντήσαμε τη Νάνα Μούσχουρη και βαδίσαμε μαζί της τα βήματα της διαδρομής της. Πενήντα χρόνια, γεμάτα μουσική, επιτυχίες, σημαντικές συναντήσεις. Ας ακούσουμε τι έχει να μας πει.

Από τον Ηλία Κανέλλη

Στις 23 και 24 Ιουλίου 1984 βρέθηκε στο Ηρώδειο, προσκεκλημένη του Κωνσταντίνου Καραμανλή για τον εορτασμό των 10 χρόνων από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα. Ύστερα από 24 χρόνια, θα βρεθεί και πάλι τις ίδιες ακριβώς ημερομηνίες στον ίδιο χώρο, στις δυο αποχαιρετιστήριες συναυλίες της στην Ελλάδα. Τα φαν κλαμπ σε όλο τον κόσμο έχουν ξεσηκωθεί. Κάποια στιγμή, την ημέρα που άρχισε η προπώληση στο Internet, σε ένα μόνο δευτερόλεπτο αγοράστηκαν 151 εισιτήρια!

Δεν είναι κάτι ασυνήθιστο για τη Νάνα Μούσχουρη. Η διαδρομή της είναι συνυφασμένη με αριθμητικά ρεκόρ. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία έχει πουλήσει περισσότερα από 300 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως και έχει λάβει 350 χρυσούς και πλατινένιους δίσκους. Πληθωρική είναι, όμως, όχι μόνο στις απολαβές αλλά και στα προσόντα της. Μιλάει άπταιστα έξι γλώσσες: ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά και ισπανικά. Ξέρει, λέει, ακόμα και λίγα πορτογαλικά, ενώ κάτι καταφέρνει και με διάφορες εξωτικές διαλέκτους. Τελευταία αποπειράθηκε να μάθει κορεάτικα και κινεζικά – όχι άπταιστα, στοιχεία του λόγου της καθημερινότητας. «Το να μάθω έστω και λίγο τις γλώσσες των χωρών, όπου τραγουδώ είναι για μένα μια ευγενική χειρονομία», λέει χαρακτηριστικά.

Συναντήσαμε τη Νάνα Μούσχουρη με αφορμή την αποχαιρετιστήρια συναυλία της στο Ηρώδειο που, λόγω της εξάντλησης των εισιτηρίων, έγινε διπλός αποχαιρετισμός. Και συμφωνήσαμε να παρακολουθήσουμε τη διαδρομή της με οδηγούς πολλά από τα σημαντικά πρόσωπα που συνάντησε τα τελευταία 50 χρόνια – πρόσωπα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο καθόρισαν τη ζωή της, τις επιλογές της, την καριέρα της.

Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι το πρόσωπο που σας ανέδειξε. Πώς τον γνωρίσατε;

Έτυχε να γνωρίσω την ίδια μέρα τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Νίκο Γκάτσο, τον Ιάνη Ξενάκη, τη Μελίνα Μερκούρη, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Νίκο Κούνδουρο και τον Βασίλη Βασιλικό. Στην Αθήνα, στου Φλόκα. Ήταν εκεί μια φωλιά πνευματική κι εγώ είχα την τύχη να βρεθώ σ’ αυτό τον κύκλο.

Γιατί σας εμπιστεύτηκε δουλειά του ο Χατζιδάκις;

Έλεγε ότι με άκουσε να τραγουδώ, γύρω στα 1957, μια μέρα περνώντας μπροστά από το σπίτι μου στο Παγκράτι – αλλά αυτά είναι λίγο και λόγια που τα προκαλούσε ο ονειρεμένος τρόπος του. Με κάλεσε, πάντως, να τραγουδήσω μαζί του κι αυτό ήταν η αρχή. Μπήκα σ’ έναν κόσμο στον οποίο έμεινα όλη τη ζωή μου, προσπαθώντας να εκφράζομαι μέσα από τα τραγούδια. Αυτή τη γραμμή ακολούθησα σ’ όλη τη ζωή μου.

Τι κρατάτε από εκείνα τα χρόνια;

Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι ανακάλυπταν την ποίηση. Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Γιώργος Σεφέρης μελοποιήθηκαν και τα ποιήματά τους τα τραγουδούσαν μέχρι και οι εργάτες επάνω στις σκαλωσιές. Τα τραγούδια αυτά παρά τον ποιητικό τους στίχο, είχαν μια απλότητα στην κατανόηση και μπορούσε να τα αποστηθίσει ο καθένας.

«Αγάπησα τον Μάνο»

Τι αισθάνεστε σήμερα για τον Χατζιδάκι;

Τον αγάπησα πάρα πολύ. Είχε μια ευφυΐα και μια μεγαλοσύνη στον τρόπο με τον οποίο σκεφτόταν. Προσπαθούσα να μάθω από εκείνον όσα περισσότερα μπορούσα. Ήταν βέβαια πολύ προκλητικός, αλλά είχε και πολλές ιδέες που τις μοιραζόταν με τους άλλους με ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό που τον χαρακτήριζε. Το τραγούδι γι’ αυτόν ήταν ένα παιχνίδι, αλλά πάντα έψαχνε την πρωτοτυπία, δεν του άρεσαν οι πλαδαρές λύσεις.

Έχετε κάποιες έντονες εικόνες να θυμάστε από τη σχέση σας μαζί του;

Θυμάμαι, κάποτε που φεύγαμε από του Φλόκα, έλεγε ο Μάνος ότι τον κυνηγούσε ο Ζυλ Ντασσέν, γιατί δεν είχε τελειώσει ακόμα τη μουσική για το «Ποτέ την Κυριακή». Ο Γκάτσος μου βρήκε ταξί, πήγα σπίτι μου αλλά, με το που έφτασα, με περίμενε η μητέρα μου. «Σε ψάχνει ο Μάνος. Πού ήσουν;», μου λέει. «Μα, μόλις τον άφησα», της λέω. Του τηλεφώνησα και μου είπε: «Πάρε ένα ταξί κι έλα γρήγορα στο σπίτι». Ξαφνιάστηκα. Όταν έφτασα εκεί, μου είπε η κυρία Χατζιδάκι, η μητέρα του: «Δεν ξέρω τι έχει πάθει. Είναι εκνευρισμένος, δεν μπορώ ούτε να του μιλήσω». Ήταν καθισμένος στο πιάνο, κάπνιζε, έπινε καφέ και χτυπούσε το πιάνο. «Κάτσε εδώ», μου είπε αυστηρά –ή ταν πολύ ηγεμονικός. Άρχισε να παίζει και να τραγουδάει και μου ζητούσε να τραγουδήσω κι εγώ τα λόγια: «Απ’ το παράθυρό μου στέλνω, ένα, δύο και…». Εκείνη τη βραδιά έγραψε «Τα παιδιά του Πειραιά». Θυμάμαι ακόμα το 1960, που ηχογραφούσαμε το «Ελλάς, η χώρα των ονείρων», μια ελληνογερμανική παραγωγή, στην οποία τα κείμενα είχε γράψει ο Γκάτσος, ο Χατζιδάκις τη μουσική και στην οποία παρουσιάζονταν εικόνες από την Ελλάδα. Αυτή η παραγωγή ήταν και η αιτία της επιτυχίας μου στο εξωτερικό. Ήμασταν τότε στο στούντιο κι επρόκειτο να τραγουδήσουμε το «Αθήνα», που η εκτέλεσή του απαιτούσε μια μεγάλη χορωδία. Ο Χατζιδάκις είχε φέρει τη χορωδία της Λυρικής Σκηνής για να τραγουδήσει μαζί μας. Ο διευθυντής της Λυρικής αρνήθηκε, όμως, να αφήσει τη χορωδία, γιατί εγώ ήμουν μια απλή τραγουδίστρια κι όχι κλασική. Εντάξει, κλασικό τραγούδι είχα σπουδάσει αλλα δεν ήμουν κλασική τραγουδίστρια, άλλα τραγουδούσα. Την κρίση χειρίστηκε ο Χατζιδάκις.«Πήγαινε, σε παρακαλώ, μέσα στο κοντρόλ για λίγο», μου είπε, και βγήκε έξω για να μιλήσει με τους μουσικούς. Ο Νίκος [Γκάτσος] μου μετέφερε αργότερα ότι τους είπε: «Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Αν δεν θέλετε να τραγουδήσετε μαζί της, δεν θα λάβετε μέρος στο δίσκο». Και βεβαίως έμειναν. Αντιθέτως, μια άλλη φορά, όταν με είχε επιλέξει να τραγουδήσω για τη «Λυσιστράτη», αφού κάναμε όλες τις πρόβες, πήγαμε όλοι μαζί στην Επίδαυρο – αλλά εγώ γύρισα με το επόμενο τρένο μόνη μου πίσω (γελά). Ενώ ο Μάνος αντιστεκόταν στο διευθυντή της Λυρικής, του τηλεφώνησαν από κάποιον υπουργό και του είπαν: «Μην επιμένεις. Δεν μπορεί να τραγουδήσει». Και στο Ηρώδειο παρόμοια κατάσταση επικρατούσε. Δεν μπορούσε να περάσει μουσικός ελαφράς μουσικής. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι για να περάσει κανείς στο Ηρώδειο πρέπει να έχει έναν ορισμένο σεβασμό προς τη μουσική και πάνω στη σκηνή. Στη ζωή μου είχα την τύχη να τραγουδήσω στην Όπερα του Σίδνεϊ, στο Κάρνεγκι Χολ, στην Όπερα του Παρισιού, στο Ρόγιαλ Άλμπερτ Χολ, στη Φιλαρμονική του Βερολίνου, στο Ολυμπια – αλλά «έκανα τα χρόνια μου». Εργάστηκα πολύ και με πολύ σεβασμό, έτσι μου επέτρεπαν κάθε φορά να τραγουδήσω. Τότε, όμως, ήταν πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα, γιατί ήσαν οι κοινωνικές διαστρωματώσεις έντονες και στη μουσική.

Θεοδωράκης vs Χατζιδάκις

Υπήρχε αντιπαλότητα ανάμεσα στον κόσμο του Χατζιδάκι και σε αυτόν του Θεοδωράκη;

Γνώρισα τον Μίκη Θεοδωράκη την εποχή που γύρισε από τις σπουδές του στο Παρίσι. Με παρουσίασε σε αυτόν ο Μάνος Χατζιδάκις λέγοντάς μου ότι είναι πολύ μεγάλος συνθέτης και ότι έχει μελοποιήσει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου. Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν ήταν ακόμα γνωστός και ο Μάνος Χατζιδάκις, που είχε τότε επιτυχία, πρότεινε να κάνουμε ένα δίσκο με οκτώ τραγούδια από τον «Επιτάφιο». Μπήκαμε στο στούντιο όλοι μαζί: ο Μάνος Χατζιδάκις με την ορχήστρα του έκανε τις ενορχηστρώσεις, ο Μίκης Θεοδωράκης, έρχονταν κι ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Γιάννης Μόραλης έκανε το εξώφυλλο του δίσκου. Στο έκτο τραγούδι μπήκε στη μέση ο Τάκης Λαμπρόπουλος κι έβαλε το ζιζάνιο: το θέμα των χρημάτων. Ξαφνικά ο Μίκης Θεοδωράκης πήγε στην Κολούμπια κι έκανε σε μια βραδιά ηχογραφήσεις το ίδιο έργο με διάφορους τραγουδιστές. Εμείς τελειώσαμε τα τραγούδια χωρίς τον Μίκη Θεοδωράκη κι εκεί επήλθε το μεγάλο σχίσμα. Τσακώθηκαν κι ο καθένας πήρε το δρόμο του. Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν πάντα ένας πολιτικός συνθέτης, ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν συνθέτης ανοιχτός και δεν διάλεγε το κοινό του. Απευθυνόταν σε όλο τον κόσμο.

Γιατί δεν θα έπρεπε ο Μίκης Θεοδωράκης να γράψει μουσική σύμφωνα με τα ιδεολογικά του πιστεύω.

Προσωπικά. δεν ασχολήθηκα ποτέ με την ιδεολογία, γιατί είναι κάτι πολύ προσωπικό, σου ανήκει. Αν πεις ότι τραγουδάω για το λαό, για τον φτωχό, για τον αδικημένο, τότε πρέπει να ζεις εξίσου λιτά, να μοιραστείς την τύχη του. Η μουσική, όμως, απευθύνεται σε όλο τον κόσμο και ο καθένας έχει δικαίωμα να την ακούει. Ήταν μόδα, τότε, πάντως, ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να αριστερίζουν.

«Ο Νίκος Γκάτσος

μου έμαθε το ταξίδι»

Ο Νίκος Γκάτσος ήταν ένα πρόσωπο για πάντα πιστό σε σας, έτσι δεν είναι;

Ο Γκάτσος ήταν φίλος μου, με αγαπούσε πολύ και με προστάτευε. Όταν του έκανα ερωτήσεις, απαντούσε με τρόπο που σε βοηθούσε να σκεφτείς. Ήταν πολύ σπουδαίος άνθρωπος. Μου έμαθε ότι δεν υπάρχει προορισμός. Είναι ένα ταξίδι που κάνεις και σ’ αυτό το ταξίδι πρέπει να ψάξεις την αλήθεια. Αυτό κάνω εδώ και 50 χρόνια. Το 1958, όταν τραγούδησα για πρώτη φορά το «Χάρτινο το φεγγαράκι», χρησιμοποίησα έναν καινούργιο τρόπο στην έκφραση. Είχα κάνει κλασικό τραγούδι, τραγουδούσα τζαζ και υπήρχε μια φωνητική χροιά που δεν ήταν όπως οι άλλες. Ο Γκάτσος δεν συμφωνούσε με τον τρόπο που ερμήνευα και έλεγε στον Μάνο Χατζιδάκι: «Είσαι σίγουρος ότι το λέει σωστά;». Ήταν βέβαια συνηθισμένος με τη Μελίνα [Μερκούρη], που είχε το ύφος της καλλιτέχνιδος της σκηνής. Πέρασε ένας χρόνος, το μελέτησε πολύ καλά και μια μέρα ήρθε και μου είπε: «Μετά από πολλή σκέψη, νομίζω ότι δεν θα υπάρξει κάποιος που θα το πει πιο καλά από σένα». Δεν ξέρω αν το τραγουδάω καλύτερα από τους άλλους, αλλά την έννοια που είχε για μένα, δεν νομίζω ότι την είχε για κάποιον άλλο ερμηνευτή. Σ’ όλη μου τη ζωή τελειώνω σχεδόν πάντοτε τις συναυλίες μου λέγοντας δυο λόγια για το τραγούδι αυτό.

Σας είχε ποτέ διαβάσει ο Γκάτσος την «Αμοργό»;

Μου διάβαζε πάντα αυτά που έγραφε με πολύ ποιητική χροιά. Δεν τραγουδούσε σωστά, αλλά είχε τρόπο να βάζει τις λέξεις ώστε να τραγουδιούνται σωστά. Όταν τελείωνε τα γραπτά του και δεν είχε άλλες διορθώσεις να κάνει, έβαζε μία σφραγίδα πάνω κι έλεγε «εθεωρήθη». Λίγες μέρες πριν φύγει από τη ζωή, ταξίδεψα στην Αμερική γνωρίζοντας ότι ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Μιλούσα συνέχεια στο τηλέφωνο με την Αγαθή [Δημητρούκα] και όταν μπορούσε μιλούσα και μαζί του. Μια μέρα πριν πεθάνει, μιλήσαμε στο τηλέφωνο, όταν εγώ ήμουν στην Ατλάντα και μου είπε: «Δεν είσαι μακριά από τη χώρα. Είσαι κοντά στην Αθήνα». Αργότερα, έμαθα ότι υπάρχει 50 χλμ. μακριά η πόλη Αθήνα (Τζόρτζια). Ήταν πολύ «λογοπαίγνης». Και ήξερε τον κόσμο, ακόμα και μέρη στα οποία δεν είχε ταξιδέψει. Όταν κάποτε, στη Βαϊμάρη, επρόκειτο να επισκεφθώ το σπίτι του Γκαίτε, μου είπε: «Όταν θα βγεις από την πόρτα, θα πας αριστερά, μετά δεξιά, θα βρεθείς σε ένα δασάκι και θα ψάξεις να βρεις ένα παγκάκι. Όταν θα κάτσεις εκεί το απόγευμα, θα δεις ανάμεσα σε δύο δέντρα τον ήλιο να δύει». Ήταν πραγματικότητα, παρ’ όλο που δεν είχε πάει ποτέ. Το περιέγραφε, όμως, ο Γκαίτε και ήξερε ακριβώς πώς να με καθοδηγήσει.

«Ο Καραμανλής ήταν σύμβολο»

Ήσασταν η αγαπημένη του Κωνσταντίνου Καραμανλή, δεν το κρύβετε...

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν σύμβολο για μένα. Τον έβλεπα και στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της εξορίας του. Μου ενέπνευσε το σεβασμό και την αγάπη για τη χώρα μας. Όσα μου έλεγε, έχουν μείνει πολύ βαθιά χαραγμένα στην καρδιά μου.

Τι δεν θα ξεχάσετε ποτέ από τη γνωριμία σας;

Μια φράση του. Όταν κέρδισα το βραβείο στην Εβδομάδα Ελαφρού Τραγουδιού, το 1958, μου είπε: «Τώρα είσαι πρώτη, αλλά στη ζωή σου θα υπάρχει πάντα κάποιος καλύτερος από σένα. Να προσπαθείς πάντα να ξεπερνάς τον εαυτό σου». Οι σημαντικοί άνθρωποι που πέρασαν από τη ζωή μου μου έμαθαν πολλά, ακόμα κι αν δεν το ξέρουν. Η φιλία του Καραμανλή ήταν για μένα πολύ σημαντική. Κράτησα την ειλικρίνειά του σ’ όλη τη ζωή μου κι αυτός είναι ο λόγος που υπάρχω ακόμα. Κι επιπλέον, έμαθα να ζω μέσα στον κόσμο χωρίς σύνορα.

Σας προσάπτουν κομματική προσήλωση στον συντηρητικό χώρο...

Πίστευα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και την ομάδα του, τη Νέα Δημοκρατία, αλλά αυτό δεν θα πει ότι δεν εκτιμώ πρόσωπα από άλλα κόμματα. Θαυμάζω μεταξύ άλλων και τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Έχω έναν σεβασμό προς τον κόσμο που πιστεύει σε κάτι. Και ξέρετε, δεν μπορώ να πω ότι έχει άδικο, γιατί δεν έχουμε όλοι την ίδια ζωή ούτε τις ίδιες ιδέες. Αλλά αυτό είναι η ελευθερία. Από τη στιγμή που κάτι αντιπροσωπεύει μια αλήθεια για την κοινωνία, για μένα αυτό είναι σεβαστό.

Στους βασιλιάδες

και στην «Humanité»

Είναι αλήθεια ότι το 1962 ήσασταν στον φοβερό γάμο του Χουάν Κάρλος και της Σοφίας, ο οποίος ήταν μεγάλο κοσμικό γεγονός της εποχής;

Ο κόσμος τότε χαιρόταν με αυτά το γεγονότα. Σήμερα δεν μας ευχαριστεί τίποτε. Γενναιοδωρία, όμως, δεν θα πει μόνο να δίνεις κάτι, αλλά να μάθεις να αποδέχεσαι το καλό και το κακό. Ο γάμος αυτός ήταν πολύ σπουδαίο γεγονός, είχε πάει και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Οι άνθρωποι έρχονταν να μας ακούσουν να τραγουδάμε. Θυμάμαι, η Αμαλία Καραμανλή με προσκαλούσε στο σπίτι της για να τραγουδήσω για τους πρίγκιπες που δεν μπορούσαν να έρθουν στο κέντρο, ενώ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ερχόταν στο «Τζάκι» για να με ακούσει. Το 1963 (είχα ήδη αρχίσει να ταξιδεύω) με είχε προσκαλέσει ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος και η βασιλική οικογένεια στη Δανία να τραγουδήσω για το αποχαιρετιστήριο πάρτι της Άννας-Μαρίας, που θα γινόταν βασίλισσα της Ελλάδας. Εκεί ήταν προσκεκλημένοι πρίγκιπες από όλη την Ευρώπη. Ο Κωνσταντίνος μού ζητούσε να του πω όλα τα αγαπημένα του ελληνικά τραγούδια.

Απλός άνθρωπος, αλλά με πρίγκιπες συναναστρεφόσαστε...

Μπορώ να πω ότι μετά από τόσα χρόνια και παρά την εμπειρία που έχω, δεν έχω πάψει να έχω την ίδια συστολή, γιατί η καταγωγή του ανθρώπου δεν αλλάζει. Κι εκείνη την εποχή ήταν το ίδιο και ντρεπόμουν. Ο ιμπρεσάριός μου είχε κάνει λάθος στις ημερομηνίες και την επομένη έπρεπε να βρίσκομαι στο Παρίσι για να τραγουδήσω για το φεστιβάλ της εφημερίδας «L’Humanité», της εφημερίδας του κομμουνιστικού κόμματος. Εκεί, βέβαια, θα τραγουδούσα στο ύπαιθρο, στη συγκέντρωσή τους. Μου στείλανε ιδιωτικό αεροπλάνο να με μεταφέρει, για να είμαι στην ώρα μου να τραγουδήσω. Τη μια μέρα τραγουδούσα για τους πρίγκιπες και την άλλη στην «Humanité». Η αλήθεια είναι ότι ήμουν πολύ πιο άνετη στην «Humanité», γιατί βρισκόμουν με έναν κόσμο που τον ήξερα περισσότερο. Αλλά πάλι ήταν συγκινητικό και το να βλέπεις τους πρίγκιπες να κάθονται άλλοι στη μέση του σαλονιού, άλλοι κάτω και να με ακούν με την ίδια προσοχή που την άλλη μέρα, άλλοι άνθρωποι, με άκουγαν καθισμένοι πάνω στο χορτάρι. Οι άνθρωποι μπορεί να διαφέρουν στις ιδέες τους, αλλά βαθιά είναι ίδιοι.

Κουίνσι Τζόουνς, Μπελαφόντε,

Κοέν, Ντίλαν...

Θυμάμαι πάντα μια φωτογραφία σας με τον Κουίνσι Τζόουνς...

Το 1962 συναντήθηκα στο Παρίσι με τον Κουίνσι Τζόουνς και τραγουδήσαμε στην Αμερική. Τον θυμάμαι λίγο σαν τον Μάνο Χατζιδάκι να μου «ξεφωνίζει»: «Θέλω να με πείσεις ότι το τραγουδάς σωστά το τραγούδι». Με αγαπούσε πάρα πολύ. Σε λίγες μέρες θα πάω στο Φεστιβάλ της τζαζ στο Μόντρεαλ, όπου γίνεται μια γιορτή για τα 75 χρόνια του και με έχουν καλέσει να τραγουδήσω. Ήταν μεγάλος δάσκαλος, όπως και ο Χάρι Μπελαφόντε. Ο ένας στο στούντιο κι ο άλλος στη σκηνή.

Ο Μπελαφόντε σας ανακάλυψε, όπως έχουμε διαβάσει, στο διαγωνισμό της Eurovision;

Όντως, ο Χάρι Μπελαφόντε με ανακάλυψε το 1963 στη Eurovision, όπου συμμετείχα με το μεγάλο δουκάτο του Λουξεμβούργου. Παρ’ ότι δεν κέρδισα τον διαγωνισμό, κέρδισα, όμως, την προσοχή του. Όταν αργότερα πήγε στην Αμερική είπε στον Κούινσι [Τζόουνς]: «Μήπως ξέρεις μια Γαλλίδα με γυαλιά που τραγουδάει πολύ ωραία;». Εκείνος του απάντησε: «Δεν είναι Γαλλίδα, είναι Ελληνίδα και μόλις έκανα ένα δίσκο μαζί της». Η συμμετοχή μου στη Eurovision, εξάλλου, στάθηκε η αφορμή να μου προτείνουν να κάνω εκπομπές στην τηλεόραση. Έτσι, από το 1970 και για δέκα χρόνια έκανα προσωπικές εκπομπές στο BBC. Οι εκπομπές αυτές προβλήθηκαν κατόπιν παντού κι αυτό μου άνοιξε μια πόρτα στον κόσμο.

Πότε επιχειρήσατε να ερμηνεύσετε άριες της όπερας;

Την ίδια πάνω-κάτω περίοδο. Τότε έκανα την κλασική μου στροφή, όπως λέω, και τραγούδησα τη «Χαμπανέρα» από την «Κάρμεν» του Μπιζέ με τον Σερζ Λάμα. Πολλά χρόνια μετά, τo 1981, τραγούδησα και το «Ναμπούκο» του Βέρντι που έγινε διεθνής επιτυχία σε πέντε γλώσσες.

Γιατί νομίζετε τα καταφέρνατε με τόσα ανόμοια μεταξύ τους εγχειρήματα;

Γιατί και τις πέντε δεκαετίες της διαδρομής μου ήμουν η καλή μαθήτρια.

Θυμάμαι ακόμα μια φωτογραφία σας. Είστε με τον Μπομπ Ντίλαν κι έναν ακόμα που δεν τον γνωρίζω την περίοδο της «χριστιανικής στροφής» του μουσικού... Τι γνώμη έχετε για τον Ντίλαν;

Στον Μπομπ Ντίλαν με γνώρισε το 1979 ο Λέοναρντ Κοέν. Τα τραγούδια του τα τραγουδούσα ήδη πολλά χρόνια. Ο Κοέν του έλεγε ότι εγώ τραγουδούσα τα τραγούδια του κι ήρθε μια μέρα να με δει. Κι έπειτα, λίγο αργότερα, μου έγραψε τραγούδια, το «Every grain of sand» και το «Tomorrow is a long time». Ο Ντίλαν είναι ένα περίεργο φαινόμενο, πρωτίστως όμως είναι μεγάλος ποιητής. Κι είναι τραγουδιστής που στόχο έχει να εκφράσει από ριζοσπαστική πλευρά τα κοινωνικά προβλήματα. Δεν καταδικάζει, όμως, απλώς καταγράφει.

Πώς ήταν να είναι κανείς μαζί του;

Κοιτάξτε. Ο Ντίλαν είναι πολύ περίεργο πρόσωπο, δεν μπορείς να του μιλήσεις εύκολα. Είναι σαν να παίζεις μαζί του σκάκι.

«Κόσμος μου ήταν

και παραμένει η μουσική»

Μιλάτε συνεχώς με παραδείγματα από τη μουσική, τα πρόσωπα που συναντάτε προέρχονται κυρίως από τη μουσική... Μπορεί η ζωή ενός ανθρώπου να ταυτίζεται σε τόσο απόλυτο βαθμό με την τέχνη του;

Δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλος τρόπος. Πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος και να βλέπεις τα πάντα μέσα από τη μουσική. Ο κόσμος μου ήταν και παραμένει η τέχνη μου. Ποιος ξέρει, όμως... Όταν φύγω από τη σκηνή μπορεί να μάθω να ζω έξω από τη σκηνή.

Πώς εξηγείτε τη λατρεία, την αφοσίωση του κοινού σας;

Δεν μπορώ να το εξηγήσω, γιατί υπάρχουν πράγματα που δεν ψάχνω να τα εξηγήσω. Ένα μόνο μπορώ να σας πω. Μέσα από το τραγούδι προσπάθησα να βρω την αλήθεια, την αγάπη και τη δικαιοσύνη. Πιστεύω ότι όταν τραγουδάς με ειλικρίνεια υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν να βρουν τα ίδια πράγματα. Ίσως έτσι βρεθήκαμε όλοι σε ένα σημείο. Είμαι περήφανη, όχι μόνο γιατί έρχονται και με ακούν αυτοί οι άνθρωποι, αλλά και γιατί έχουν γίνει και φίλοι μεταξύ τους μέσω της μουσικής. Όταν τραγουδώ στην Κορέα ή στην Κίνα ή στη Νότιο Αμερική και οι άνθρωποι συγκινούνται με τα ίδια τραγούδια, αυτό θα πει ότι ο κόσμος έχει τις ίδιες ανάγκες. Πιστεύω ότι όταν κάνεις κάτι με ειλικρίνεια, ο κόσμος σ’ το ανταποδίδει. Η στιγμή που είσαι πάνω στη σκηνή είναι πολύ ευαίσθητη και εύθραυστη. Είναι σαν να βρίσκεσαι πάνω σε ένα σκοινί που πρέπει να διασχίσεις, για να φτάσεις μέχρι το τέλος της παράστασης. Όταν σ’ αυτή τη διαδρομή έχουμε βρεθεί κάπου όλοι μαζί, αυτή είναι η απόλυτη ευτυχία.

Πόσο σας προβλημάτισε η απόφαση να σταματήσετε; Δεν είναι σκληρό να έρχεται μια στιγμή που πρέπει να αποφασίσει κανείς να σταματήσει κανείς ό,τι έδινε νόημα στη ζωή του;

Το σκέφτηκα πάρα πολύ. Ταξιδεύω ασταμάτητα εδώ και 48 χρόνια και πλέον δεν ξέρω πού είναι το σπίτι μου. Είμαι συνέχεια με μια βαλίτσα μεταξύ ξενοδοχείων. Έκανα κάτι που αγαπούσα πάντοτε. Αλλά έρχεται μια στιγμή που φοβάσαι ότι δεν θα μπορείς πια να το κάνεις, γιατί τα χρόνια περνάνε και δεν το καταλαβαίνεις. Το 2000, όταν επρόκειτο να πάω στην Ασία για τρίτη φορά, έσπασα τον αστράγαλό μου και αναγκάστηκα να ακυρώσω όλες τις παραστάσεις. Μου τηλεφωνούσαν τότε από όλα τα μέρη και με ρωτούσαν: «Θα έρθετε σίγουρα όταν γίνετε καλά;». Άρχισα τότε να αναρωτιέμαι γιατί με ρωτούν και κατάλαβα ότι τα χρόνια είχαν περάσει και συνειδητοποίησα ότι ίσως να μην μπορέσω να τραγουδώ για πολύ καιρό ακόμα. Μπροστά στη δυστυχία που θα αισθανόμουν αν δεν μπορούσα ξαφνικά να τραγουδήσω για οποιονδήποτε λόγο, αποφάσισα να κάνω μια μεγάλη περιοδεία. Ήθελα να ευχαριστηθώ όλα αυτά που έζησα τα τελευταία 50 χρόνια, να πω ευχαριστώ στο κοινό και να ανταποδώσω κάτι σε όλο τον κόσμο που με άκουσε. Τώρα τραγουδώ ακόμα καλά, αλλά δεν ξέρω αν θα τραγουδώ κι αύριο καλά και δεν θα ήθελα να απογοητεύσω το κοινό μου. Δεν έχω αυτό το δικαίωμα. Έχουμε συμφωνήσει, όμως, με τους φανατικούς φίλους μου, να βρισκόμαστε μια φορά το χρόνο κάπου και να μιλάμε, χωρίς να τραγουδάω. Βεβαίως, δεν είπα ότι δεν θα ξανατραγουδήσω ποτέ στη ζωή μου, αλλά δεν έχω σκοπό να ηχογραφήσω εκτός αν υπάρχει μια εξαιρετική ιδέα. Κι όχι, δεν είναι σκληρό, γιατί δεν εγκαταλείπω. Σκληρό είναι να αποχωριστώ τη σκηνή ξαφνικά.

«Ποιες νέες μου αρέσουν»

Τους νεότερους τους παρακολουθείτε;

Παρακολουθώ τη μουσική, που αυτό το διάστημα είναι σε εξέλιξη, δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμα η μορφή που θα πάρει το επόμενο διάστημα, ούτε ως τέχνη ούτε ως βιομηχανία. Πρέπει να σας πω ότι δεν τα εμπιστεύομαι απόλυτα τα καινούργια ρεύματα, ξέρω όμως ότι μέσα από αυτά κάτι θα βγει. Σύμφωνοι. Όλα αυτά τα χρόνια έκανα τη δουλειά μου. Τώρα, όμως, αφήνω μια θέση. Και οι νεότεροι θα πάνε τη μουσική παραπέρα. Στην κατεύθυνση αυτή, είμαι πρόθυμη να βοηθήσω νέους καλλιτέχνες να συνυπάρξουν. Γιατί; Επειδή επέζησα τόσα χρόνια στη μουσική γιατί έμαθα από καθέναν με τον οποίο συνεργάστηκα.

Καινούργια πρόσωπα έχετε στο μυαλό σας;

Δεν μπορώ να πω ότι ξέρω όλο τον κόσμο. Αλλά από τους νέους μου αρέσουν η Έιμι Γουάινχαουζ, η Νόρα Τζόουνς, η Αλάνις Μόρισετ... Τελευταία έχω προσέξει την Ντάφι, άραγε θα αντέξει;

Τι πρέπει να αναμένει το κοινό από τις αποχαιρετιστήριες συναυλίες σας στο Ηρώδειο;

Αν μπορούσα να βάλω 50 χρόνια μέσα σε μια βραδιά, θα τα έβαζα. Έχω προσπαθήσει, όμως, να αντιπροσωπεύσω στιγμές από αυτές τις πέντε δεκαετίες στην παράσταση. Θέλω, βέβαια, να τραγουδήσω περισσότερα ελληνικά τραγούδια απ’ ό,τι στις συναυλίες μου στο εξωτερικό, όπου συνηθίζω να τραγουδώ κυρίως τραγούδια στη γλώσσα της χώρας που βρίσκομαι. Πρέπει να σας εξομολογηθώ κάτι έστω και αν δεν το βρείτε πρωτότυπο ή συγκλονιστικό. Η ζωή μου είναι η ιστορία της φωνής μου. Και το Ηρώδειο είναι για μένα το ωραιότερο θέατρο του κόσμου. Τραγούδησα εκεί το 1984 και όταν τελείωσε η παράσταση σκέφτηκα: «Μια τέτοια βραδιά θα ήθελα να εγκαταλείψω το τραγούδι». Δυστυχώς εκείνη τη βραδιά δεν είχα το κουράγιο να το κάνω. Από τότε, όμως, έζησα καταπληκτικά χρόνια. Τότε, όμως, πήρα την απόφαση ότι θα ήθελα να τελειώσω σε αυτό το θέατρο.

Editorial, Ιερά και ανίερα

Ακούω συχνά τη μομφή ότι πολλές από τις καλλιτεχνικές προσεγγίσεις που φιλοξενούνται στο Φεστιβάλ Αθηνών και στην Επίδαυρο δεν σέβονται την ιερότητα της τέχνης. Συχνά μάλιστα η μομφή επεκτείνεται και στον τρόπο με τον οποίο συντάσσεται αυτή η εφημερίδα, είναι λένε πολύ ελαφριά, πολύχρωμη, κάνει πλάκα με θέματα που είναι πολύ σοβαρά…

Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν έχεις πολλά να κάνεις. Συνήθως αντιπαρέρχεσαι στωικά τις (απαραίτητες σε κάθε διάλογο) επικρίσεις. Καμιά φορά, για να απαντήσεις στην κριτική, μπορεί και να χρειαστεί να επιστρατεύσεις επιχειρήματα, να υπερασπίσεις επιλογές που προφανώς δεν έγιναν τυχαία. Να πεις, ας πούμε, ότι η ελαφράδα δεν είναι υποχρεωτικά αρνητικό μέγεθος, ότι το χρώμα δεν σημαίνει απαραιτήτως παρδαλή χαζομάρα, ότι η πλάκα μπορεί να είναι ένας σοβαρός τρόπος να προσληφθεί ό,τι, εκφράζοντάς το με πομπώδη σοβαροφάνεια, δύσκολα θα βγει από τα τείχη του κάστρου των ειδικών, θα φτάσει στους κανονικούς ανθρώπους που δεν τραβάνε και κανένα μεγάλο ζόρι καλοκαιριάτικα για τέχνες και βαθυστόχαστα νοήματα, γούστο τους και καπέλο τους.

Να πεις, δηλαδή, ότι η τέχνη ή «ο πολιτισμός» (όπως βαθυστόχαστα αναβαθμίζεται στη χώρα μας η καλλιτεχνική πράξη, προσθέτοντας συχνά γαλόνια, επωμίδες και παράσημα που δεν της ανήκουν) δεν είναι a priori σπουδαία υπόθεση, ότι πρέπει το έργο να αναμετρηθεί με το κοινό και την πραγματικότητα πριν αναγνωρισθεί ή όχι η σπουδαιότητά του ή, έστω («τόσο που έκαμες λίγο δεν είναι»), η ακόμα και μικρή συμβολή του στις δημόσιες συζητήσεις, στην «αισθητική αγωγή», στην άνοδο του επιπέδου, βρε αδερφέ.

Αλλά ας μείνουμε στα περί της ιερότητας της τέχνης. Ας μείνουμε στα όσα περί ανίερων σαρκαστών και υπονομευτών τής (υποτιθέμενης ή μη) ιερότητας λέγονται και γράφονται, σε σχέση με καλλιτεχνικές εκφράσεις και προσεγγίσεις που επιλέγουν συχνά τρόπους οι οποίοι έχουν χαρακτηριστεί βέβηλοι.

Είναι βολικό, και θεμιτό βεβαίως, να μιλάμε για ιερές διαδικασίες, για την καλλιτεχνική πράξη ως εξέλιξη αρχέγονων θρησκευτικών τελετών – αλλά πόσο δικαιούται ο καλλιτέχνης να διεκδικεί σήμερα χρόνο από τον σύγχρονο άνθρωπο, τον πολίτη, τον καταναλωτή της τέχνης του, για να τον εισαγάγει στους αρχετυπικούς συμβολισμούς μιας τέχνης που επικοινωνεί με τις καλλιτεχνικές, τις θρησκευτικές, τις παγανιστικές, τις εθνικές, τις πανανθρώπινες ή δεν ξέρω ποιες άλλες πομπώδεις παραδόσεις αλλά δεν έχει μάτια να δει τι γίνεται στο απέναντι πεζοδρόμιο, στο διπλανό διαμέρισμα; Ποια αδιατάρακτη ιερότητα ταιριάζει σε μια κοινωνία όπως η σημερινή, ποια ιερότητα απηχεί τα σύγχρονα προβλήματα όπως μπορεί να τα βρει καταγεγραμμένα κανείς σε ένα φύλλο εφημερίδας; Και ποιον κανονικό άνθρωπο, πέραν ενός ιερατείου εντέλει, μπορεί να απασχολεί μια τέτοια προσέγγιση; Είναι, άραγε, ο καλλιτέχνης υπηρέτης τέτοιων ιερατείων; Ή μήπως είναι ελεύθερος, ανοιχτός άνθρωπος, με διάθεση να διαβάσει πρωτίστως τη ζωή για να μπορεί να σφραγίσει με τη ζωή, με πτυχές της, με αυτό που συμβαίνει εδώ και τώρα, την καλλιτεχνική του πρόταση;

Σαράντα χρόνια από τον Γαλλικό Μάη του 1968, σαράντα χρόνια δηλαδή από την εποχή που ο δυτικός κόσμος ακομπλεξάριστα προσέγγιζε με χαρά το ανίερο, πρότεινε μια νέα κουλτούρα της ανατροπής, διακήρυσσε την ελευθερία και, συχνά, ιδίως στο χώρο της τέχνης, προέκρινε βέβηλους τρόπους για όλα, ανακαλύψαμε ξαφνικά εκ νέου την ιερότητα, το «υψηλό», την «καθεστηκυία τέχνη». Προσέξτε. Δεν είναι τυχαίο ότι λέξεις όπως «ιερό», «υψηλό» και «κατεστημένο» πάνε μαζί. Ούτε αθώο.

Η εποχή μας, εκτός από αβέβαιη περίοδος υψηλής διακινδύνευσης και για τον Δυτικό άνθρωπο, υποχώρησης της ποιότητας ζωής και των δικαιωμάτων του, είναι και μια εποχή επιστροφής του ιερού όχι τόσο στην τέχνη αλλά πρωτίστως στην πολιτική.

Από την εποχή της περίφημης ισλαμικής επανάστασης του Ιράν έως τη σύγχρονη Αμερική των ευαγγελιστών, δείτε πόσα ιερατεία κυριάρχησαν και τι έχουν επιφυλάξει στους πολίτες που βρέθηκαν στο δρόμο τους. Από την μπούργκα και την κλειτοριδεκτομή στην 11η Σεπτεμβρίου, από τη φονταμενταλιστική τρομοκρατία εναντίον της ελεύθερης (μα άπιστης, φυσικά, βέβηλης και ανίερης) Δύσης μέχρι τα εγχώρια κηρύγματα να κρατήσουμε την ιδιοπροσωπία μας για να «μη μας κάνουν κιμά» αυτοί «που θέλουν να μας ισοπεδώσουν» στο πεδίο της παγκοσμιοποίησης, τα ιερατεία έχουν και μαστίγιο και καρότο. Με το μαστίγιο ποδηγετούν, επιβάλλουν. Το καρότο είναι το δέλεαρ – το ιερό, ο ιδεατός παράδεισος, ο δήθεν πνευματικός συμβολισμός μιας ανταπόδοσης επέκεινα σε αντάλλαγμα για την αποστράγγιση της ζωτικότητας εδώ και τώρα.

Κι η χαρά; Η χαρά είναι αλλού. Στην πραγματική ζωή. Και στην τέχνη που δεν μας υπόσχεται μαρτυρική «μέθεξη», που δεν οχυρώνεται πίσω από την πομπώδη ασάφεια. Που δεν είναι εξουσιαστική πράξη. Που είναι νευρική, σύγχρονη και μοντέρνα. Διεισδυτική. Που συνομιλεί με τη ζωή, έστω με όψεις της ζωής που υποπίπτουν στην αντίληψή της. Που διακινεί ιδέες, δεν τις φοβάται. Που συνεχίζει να προτείνει αλλά και να ανατρέπει. Και που δεν έχει δα και τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της. «Η τέχνη δεν είναι και τόσο σπουδαίο πράγμα», λέει ένας πολύ ζωηρός νέος καλλιτέχνης, ο Χαράλαμπος Γωγιός, καμιά τριανταριά σελίδες μετά.

Σωστός ο παίχτης. Κάνει ό,τι μπορεί για να τον μισήσουν οι συνάδελφοί του που «παράγουν πολιτισμό».

Μακάρι να τα καταφέρει.

Ηλίας Κανέλλης

Πίνα Μπάους, Εκείνη που επιμένει στο γιατί


Τι είναι αυτό που κάνει το έργο της Πίνα Μπάους πηγή έμπνευσης και δημιουργίας για τις νεότερες γενιές καλλιτεχνών; Η παράσταση «Ορφέας και Ευριδίκη», την οποία η Γερμανίδα χορογράφος παρουσιάζει φέτος στην Επίδαυρο, είναι από μόνη της μια εξήγηση.

Σε λίγες μέρες θα δούμε στην Επίδαυρο την όπερα «Ορφέας και Ευρυδίκη» του Κρίστοφ Βίλιμπαντ Γκλουκ (1714-1787) χορογραφημένη από την Πίνα Μπάους. Η ίδια η όπερα του Γκλουκ θεωρείται καινοτόμος, αφού το έργο τελειώνει με ένα χαρμόσυνο παιάνα, καθώς ο θεός Έρωτας συγκινείται από το θρήνο του Ορφέα και ξαναζωντανεύει την Ευρυδίκη αντί να αφήσει τον Άδη να την καταπιεί, κατά το μύθο. Η παράσταση αυτή του 1975 θεωρείται αντιπροσωπευτική της πρώτης περιόδου της Πίνα Μπάους.

Από τις κορυφαίες χορογράφους του καιρού μας, η Μπάους έχει αφήσει ανεξίτηλα το σημάδι της στο σώμα του σύγχρονου χορού δημιουργώντας μια νέα, δική της αισθητική και επεκτείνοντας τα όρια της τέχνης της. Παραμένοντας στο κέντρο των εξελίξεων επί σχεδόν τριάντα χρόνια, συνεχίζει να τροφοδοτεί και να εμπνέει όχι μόνο γενιές χορογράφων αλλά και ανθρώπους του θεάτρου, εικαστικούς και κινηματογραφιστές.

«Με ενδιαφέρει τι είναι αυτό

που κινεί τους ανθρώπους»

Η δουλειά της, τόσο προσωπική που συχνά θυμίζει κάποιου το όνειρο, είναι ταυτόχρονα βαθιά δημοκρατική: η Μπάους θέτει ερωτήματα στους χορευτές κι αυτοί προσφέρουν τις απαντήσεις τους· εκείνη επιλέγει και οργανώνει το υλικό, ώστε να απολαμβάνουμε εμείς, οι «απ’ έξω», τα πολυσυλλεκτικά της ποιήματα. Συχνά, δε, πρώτα παρουσιάζει ένα καινούργιο έργο κι έπειτα του δίνει τίτλο, επιτρέποντας στην επαφή με το κοινό να το καθορίσει.

Σταθερά της θέματα η αδυναμία επικοινωνίας, η μοναδικότητα του προσώπου και η ακάματη εσωτερική εξερεύνηση της μνήμης, του τραύματος, των ευχών, των ρόλων, των συμβόλων - ενώ η κοινωνική και πολιτική διάσταση του χοροθεάτρου είναι ένα σημείο όπου καινοτομεί. Τα όρια ανάμεσα στον ρόλο και το άτομο δείχνουν να λιώνουν στη δουλειά της, αφήνοντας τους ερμηνευτές της εκτεθειμένους επί σκηνής. Χαρακτηριστική είναι μια φράση που είχε πει το 1973, στην αρχή της καριέρας της: «Δεν με ενδιαφέρει πώς κινούνται οι άνθρωποι, αλλά τι είναι αυτό που τους κινεί».

Από τη Γερμανία

στην Αμερική - και πάλι πίσω

Η Πίνα Μπάους γεννήθηκε στο Ζόλινγκεν της Γερμανίας το 1940 και μεγάλωσε ανάμεσα στους πάγκους της ταβέρνας του πατέρα της (μια ανάμνηση εξερεύνησε στο έργο της «Καφέ Μύλλερ»). Ξεκίνησε σπουδές μπαλέτου στα 15 της, στη Σχολή Φόλκβανγκ του Έσεν, ως μαθήτρια του Κουρτ Γιόος, πρωτεργάτη του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Όταν έγινε δεκαεννέα ετών συνέχισε τις σπουδές της, με υποτροφία, στη Σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης, όπου συνεργάστηκε με σπουδαίους χορογράφους της αμερικανικής πρωτοπορίας, όπως ο Πολ Τέιλορ και ο Χοσέ Λιμόν. Το 1962, ύστερα από παράκληση του Γιόος επέστρεψε στη Γερμανία, για να γίνει μέλος του Μπαλέτου Φόλκβανγκ που εκείνος είχε μόλις ιδρύσει. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1968, παρουσίασε την πρώτη της χορογραφία με τον τίτλο «Θραύσματα», και την αμέσως επόμενη χρονιά γίνεται καλλιτεχνική διευθύντρια και χορογράφος του Στούντιο Χορού Φόλκβανγκ (πρώην Μπαλέτο Φόλκβανγκ).

Ουδείς προφήτης στον τόπο του;

Εντωμεταξύ, το 1973 δέχεται να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση της κρατικής σκηνής του μπαλέτου του Βούπερταλ, το οποίο μετατρέπει σε Χοροθέατρο και έναν χρόνο αργότερα κάνει πρεμιέρα με το έργο «Φριτς». Ακολουθούν τα «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα» και πολλά άλλα έργα που προκαλούν και ταράζουν: Χορευτές που χειρονομούν, αφηγούνται τα παιδικά τους όνειρα, καπνίζουν, δακρύζουν ή απλώς αναπνέουν επί σκηνής – πράγματα, έως τότε, ανήκουστα. Οι δημότες παραπονούνται ότι πάνε στράφι τα λεφτά των φορολογουμένων και η Μπάους δέχεται υβριστικά τηλεφωνήματα, αλλά και επιθέσεις – άγνωστοι φτάνουν στο θέατρο για να τη φτύσουν ή να ορμήξουν και να την πιάσουν από τα μαλλιά… Και ενώ σκεφτόταν να μεταφέρει την έδρα της στο Παρίσι, οι χορευτές της ήθελαν να παραμείνουν στο Βούπερταλ. Τελικά εκεί και παρέμεινε, μια απόφαση που ίσως τελικά ήταν σοφή. Καθώς τα έργα της βασίζονται στην καθημερινότητα, το Βούπερταλ αποτελεί ίσως το τέλειο παρατηρητήριο: μια συνηθισμένη μικρή πόλη.

Μια αριστοτελική Γερμανίδα

Κι ενώ η αναγνώριση ήρθε πρώτα από το διεθνές κοινό, τα έργα της είναι πλέον ανάρπαστα στο Βούπερταλ - το 2003 μάλιστα της απένειμαν το κλειδί της πόλης. Δίχως, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι η κριτική δεν την έχει κατακεραυνώσει κατά καιρούς και εκτός γερμανικών συνόρων. Η σκοτεινή ένταση των έργων της, η συναρπαστική αλλά θλιβερή θέα της τής ανθρωπότητας, η βία και η σκληρότητα των ανδρών απέναντι στις γυναίκες και η γυναικεία βαναυσότητα απέναντι στους άντρες, η σωματική και συναισθηματική κακοποίηση και η παγερή αδιαφορία του κοινωνικού περίγυρου, οδήγησαν κάποιους κριτικούς να μιλήσουν για «πορνογραφία του πόνου» στα έργα της (Arlene Croce, «The New Yorker»), ενώ άλλοι παρατηρούν: «Το ενοχλητικό με τη δουλειά της Μπάους, πέρα από την όποια πρωτοτυπία και αρτιότητα, είναι ότι δεν είναι κανείς σίγουρος για την δική της ηθική θέση» (Alan Kriegsman, «The Washington Post»). Ίσως, βέβαια, αυτό ακριβώς να είναι το στοιχείο που κάνει τη δουλειά της τόσο αγαπητή – το γεγονός ότι καταφέρνει, με τη νηφαλιότητα του παρατηρητή και την καθαρότητα βλέμματος ενός παιδιού, να καταθέτει ανθρώπινους μηχανισμούς και στιγμές εντελώς αριστοτελικά: εκείνη μας καθρεφτίζει δίχως να κρίνει ή να ποδηγετεί κι εμείς αναγνωρίζουμε το βαθύ μας εαυτό επί σκηνής, μια πράξη που από μόνη της δύναται, ίσως, να μας μετασχηματίσει. Όπως έχει πολλές φορές ειπωθεί, η Μπάους αναθέτει στο κοινό την απόδοση νοήματος των έργων της.

Συνταξιούχοι και ρομαντισμός

Ένα από τα πολλά ταμπού που έσπασε η Πίνα Μπάους ήταν το ιδανικό του ιδανικά ωραίου χορευτή. Οι γυναίκες στα έργα της συνήθως φορούν μακριές, πανέμορφες τουαλέτες κι έχουν τα μαλλιά τους λυτά, ενώ οι άντρες, με παντελόνια και πουκάμισα, κρατούν κι εκείνοι την αρχετυπική μορφή του φύλου τους, δίχως όμως να διστάσουν να την ανταλλάξουν με τη θηλυκή, γλιστρώντας ενίοτε σε γόβες και σατέν. Ανάμεσα στους χορευτές της βρίσκουμε άντρες και γυναίκες με σωματότυπους που υμνούν τη διαφορετικότητα: υπάρχουν κοντοί και ψηλοί, όμορφοι και άσχημοι, σφριγηλοί νεαροί ή συνταξιούχοι δίχως καμία σκηνική εμπειρία, που όμως κατορθώνουν να κατακτούν αξιοζήλευτη τεχνική αρτιότητα…

Άλλο ένα από τα φράγματα που έσπασε η Μπάους ήταν αυτό της θεματολογίας. Τα έργα της δεν αποπνέουν απαραιτήτως χαρά. Κάποτε αναδύουν σπαραγμό, φόβο ή απουσία, όχι όμως δίχως χιούμορ. Γνήσιο τέκνο της μεταπολεμικής Γερμανίας (όπως, αντίστοιχα, στην Ιαπωνία η γενιά που δημιούργησε το ωμά εξπρεσιονιστικό Μπούτο), η Μπάους θέτει δύσκολες ερωτήσεις. Η δουλειά της, συχνά εστιασμένη στο αίσθημα της ενοχής, της ηθικής ευθύνης και της σκοτεινής όψης της φύσης μας, φέρει μέσα της τόσο την δική της απογοήτευση, όσο και την ανάγκη της για υπαρξιακή ανακούφιση. Η ιδέα ότι μια παράσταση χορού πρέπει να είναι ευχάριστη αντικαταστάθηκε από την ανάγκη της Μπάους για ειλικρινή έκφραση, κάτι που συχνά την οδηγεί σε πένθιμα, αν και ολοζώντανα, έργα. Ταυτόχρονα, εκτιμώντας βαθύτατα την ελαφρότητα μέσα από το βάρος της, συχνά τη βλέπουμε να δημιουργεί στιγμές τόσο ρομαντικά τρυφερές, που θα μπορούσε να τις έχει ονειρευτεί ένα κορίτσι. Η Μπάους δημιουργεί κάτι μεγάλο από κάτι μικρό, χτίζοντας στη λεπτομέρεια, επαναλαμβάνοντας μια χειρονομία κι αντηχώντας ένα νέο νόημα κάθε φορά, χρησιμοποιώντας το μπαλετικό της παρελθόν, αυτοσχεδιαστικές τεχνικές και την κατά Στανισλάφσκι αισθητηριακή μνήμη για να αρθρώσει το μοναδικά δικό της λόγο.

Προσωπικές απώλειες

και σκηνογραφία

Αν και ελάχιστα είναι γνωστά για την προσωπική ζωή της Μπάους, υπήρξε σύζυγος του σκηνογράφου και ενδυματολόγου Ρολφ Μπόρζικ, που πέθανε το 1980. Ο Μπόρζικ επηρέασε δραστικά το εικαστικό κομμάτι της δουλειάς της και τη στήριξε στα κρίσιμα πρώτα χρόνια. Μαζί έκαναν ένα γιο, τον Ρολφ, που είναι μουσικός.

Εντωμεταξύ, η σχέση της με την σκηνογραφία έχει παραμείνει ξεχωριστή: η Μπάους έχει ανεβάσει στη σκηνή χιλιάδες γαρίφαλα, ένα μικρό βουνό, πολύ νερό, ακόμη κι έναν ιπποπόταμο! Σήμερα, ταξιδεύει διαρκώς ανά τον κόσμο παρουσιάζοντας τις δουλειές της, με μικρά διαλείμματα στη βάση της, το Βούπερταλ, ενώ οι παραστάσεις της συνεχίζουν να ξαφνιάζουν και να ενθουσιάζουν.

Η Μπίνα Μπάους για...

...την παράσταση «Ορφέας και Ευρυδίκη»

«Ο δικός μου Ορφέας [στον «Ορφέα και Ευρυδίκη» του Γκλουκ] δεν είναι ήρωας, αλλά ένας άντρας που η αγάπη τον έχει κάνει απόλυτα ευάλωτο.»

«Με το Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού μοιραζόμαστε αμοιβαίο θαυμασμό. Πρόκειται για μια ιστορία έρωτα με αυτούς τους χορευτές που ξεκίνησε με την “Ιεροτελεστία της Άνοιξης” που χορογράφησα μαζί τους. Το πόσο ανοιχτοί ήταν πνευματικά και η όρεξή τους για μια βαθιά εμπειρία, με έκανε να θέλω να δουλέψω ξανά μαζί τους. Και τώρα, μετά τον “Ορφέα και Ευρυδίκη”, εξακολουθώ να έχω την έντονη επιθυμία να επιστρέψω και πάλι.»

(Συνέντευξη στη «Figaro»)

...την αρχή και το τέλος

«Η πορεία μου ως τώρα έχει υπάρξει υπέροχη και είμαι πάρα πολύ ευτυχής. Αλλά όταν φτιάχνω ένα καινούργιο κομμάτι αυτό δεν με βοηθά. Τίποτε δεν με βοηθά – τουλάχιστον όχι ό,τι έχω ήδη κάνει. Αυτά έγιναν, πάει. Κάθε φορά είσαι και πάλι πρωτάρης.»

«Σκέφτομαι υπερβολικά πολύ. Είναι σαν το κεφάλι μου να μου κόβει το δρόμο. Κάτι μπορεί να μοιάζει απλό, αλλά εγώ το κάνω τόσο περίπλοκο. Κι αυτό χειροτερεύει όταν ολοκληρώνω ένα έργο. Υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι “αυτή είναι η τελευταία φορά. Δεν πρόκειται να το ξανακάνω ποτέ αυτό.” Κι έπειτα σκέφτομαι “Δεν πρέπει να σταματήσω τώρα. Πρέπει να κάνω ένα καινούργιο έργο αμέσως.” Πηγαίνω από το ένα απόλυτο άκρο στο άλλο… Είναι τρομερό, βυθίζεσαι ολοένα και περισσότερο, αλλά δεν μπορείς να το βάλεις κάτω, επειδή οι χορευτές είναι διαρκώς εκεί και περιμένουν από σένα να κάνεις κάτι.»

(Συνέντευξη στη Valerie Lawson, για το Ballet Μagazine)

...το κοινό της

«Σχεδόν δεν έχει καμία σημασία αν ένα έργο θα βρει ένα κοινό που θα το καταλάβει. Πρέπει κανείς να κάνει το συγκεκριμένο έργο, επειδή πιστεύει ότι αυτό είναι σωστό να κάνει. Δεν είμαστε εδώ μόνον για να ευχαριστούμε, δεν μπορούμε παρά να προκαλούμε το θεατή.»

Κριστόφ Βαρλικόφσκι, «Η ομορφιά βρίσκεται στο νόημα»


Το τρομερό παιδί της πολωνικής σκηνής, με σπουδές στην Κρακοβία και στη Σορβόννη, έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα με την πρωτοποριακή ομάδα του TR Warszawa, για να παρουσιάσει το έργο «Κρουμ» του Ισραηλινού Χανόχ Λεβίν. Πώς όμως κατάφερε να κάνει τη θεατρική κοινότητα να υποκλίνεται στις δεξιότητές του; Ας παρακολουθήσουμε τη διαδρομή του, ας δούμε τις απόψεις του.

Επιμέλεια: Τηλέμαχος Αναγνώστου

Το 1992 σκηνοθετεί τα πρώτα έργα του: τις «Λευκές νύχτες» του Ντοστογιέφσκι και το «Autodafe» του Ελίας Κανέτι. Έκτοτε έχει σκηνοθετήσει περισσότερες από 30 παραγωγές και έχει συνεργαστεί με τον Πίτερ Μπρουκ, τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, τον Τζόρτζιο Στρέλερ και τον Κρίστιαν Λούπα, όχι μόνο στην Πολωνία, αλλά και στην Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία. Ανάμεσα σε άλλα, έχει σκηνοθετήσει δέκα θεατρικά έργα του Σαίξπηρ, αρχαίες τραγωδίες αλλά και όπερες. Η πιο γνωστή του σκηνοθεσία είναι αυτή της «Δίκης» του Φραντς Κάφκα. Φέτος τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου, ενώ η εφημερίδα «Village Voice» του απένειμε το βραβείο Obie για τη σκηνοθεσία του έργου «Κρουμ» - που θα έχουν την ευκαιρία να δουν και οι θεατές του Φεστιβάλ Αθηνών.

Έχει εργαστεί σε πολλές πόλεις στην Πολωνία και σε θέατρα όλης της Ευρώπης μεταξύ των οποίων το Bouffes du Nord στο Παρίσι, το Piccolo Teatro του Μιλάνου, το Kammerspiele του Αμβούργου, το Staatstheater της Στοκχόλμης, ενώ επίσης έχει εργαστεί και στην Κροατία και στο Ισραήλ.

Αναζητώντας τρόπους να γνωρίσουμε, από πρώτο χέρι, τις απόψεις του για το θέατρο αλλά και τον τρόπο με τον οποίο σκηνοθέτησε τον «Κρουμ», το «έπος της ασήμαντης καθημερινότητας» όπως έχει χαρακτηριστεί, προσφύγαμε σε παλαιότερη συνέντευξή του, που παραχώρησε στην εφημερίδα του φεστιβάλ της Αβινιόν το 2007. Απ’ αυτήν και τα αποσπάσματα που παρατίθενται:

Σε μια συνέντευξή σας είπατε κάποτε ότι το θέατρο δεν πρέπει να είναι όμορφο και ότι η ομορφιά στο θέατρο αποκοιμίζει …

Είναι κάπως προκλητικό, σίγουρα… Πιστεύω ότι αν η ομορφιά έρχεται μόνη της, τότε εντάξει, αλλά δεν πρέπει να είναι ο πρώτος στόχος της δουλειάς. Η ομορφιά βγαίνει από το βάθος του θέματος που πραγματεύεται το έργο, από το νόημα, απ’ αυτό που καταλαβαίνουμε.

Η ομορφιά, δηλαδή, ως κενή φόρμα, θα ήταν σαν να κολακεύει κανείς το θεατή;

Η πιο όμορφη σκηνή που έχω κάνει στο θέατρο ήταν στην «Καταιγίδα» του Σαίξπηρ. Για το γάμο της Μιράντας και του Φέρντιναντ, ο Πρόσπερο καλεί τρεις ηλικιωμένες γυναίκες, τρεις γυναίκες του λαού που έρχονται για να φέρουν δώρα. Στην Πολωνία έχουμε αρχαία ρητά που χρησιμοποιούμε στους γάμους, σαν ξόρκια, μαγικές επικλήσεις που σώζονται στην λαϊκή σοφία, πολύ ισχυρά αφού συνεχίζουν να επιβιώνουν. Αυτά έβαλα τις τρεις ηθοποιούς να πουν στους νεόνυμφους. Στην αρχή το κοινό γελούσε γιατί η σκηνή τους θύμιζε την παλιά Πολωνία, έμοιαζε ξεπερασμένη, γελοία… Μετά, σιγά σιγά, όλοι δάκρυσαν… Ορίστε μια σκηνή αγνής ομορφιάς που δεν είναι καθόλου βολική και που μόνο στο θέατρο μπορεί να βρει κανείς.

Το θέατρο πρέπει να είναι τελετουργία;

Είναι μια τελετουργία, όπως τελετουργία είναι η διαδικασία στη Βουλή όπου ανταλλάσσονται απόψεις, ή όπως στην εκκλησία. Το αληθινό ερώτημα όμως είναι άλλο: τι είναι το θέατρο; Είναι ένας χώρος όπου σβήνουν τα φώτα και το κοινό παρακολουθεί κάτι που δεν είναι αληθινό, όπου απαγορεύεται να σκοτώσεις τους ηθοποιούς ακόμα κι αν παίζουν το ρόλο του κακού, να φιλήσεις μια γυναίκα ακόμα κι αν βρίσκεται γυμνή στα πόδια σου, κ.λπ.; Είναι μια τελετή που πρέπει ν’ ακολουθήσεις και που ανταποκρίνεται σε μια αφηρημένη ανάγκη του κοινού να έρθει να κλειστεί σε μια σκοτεινή αίθουσα για να παραληρήσει, να παραλογιστεί… Δεν είναι περίεργο; Ένας εξωτερικός παρατηρητής, ένας Εσκιμώος, για παράδειγμα, θα μπορούσε να αναρωτηθεί για την ανάγκη αυτή να μένει κανείς κλεισμένος για ώρες, καμιά φορά για δώδεκα ή και παραπάνω, με ανθρώπους που δεν γνωρίζει, και να ενθουσιάζονται όλοι μαζί ακούγοντας Κλοντέλ…

Οι ρίζες και το παρόν

Πώς σας ήρθε η επιθυμία να ανεβάσετε τον «Κρουμ»;

Αφού δούλεψα με πολλά μεγάλα κείμενα, είχα την αίσθηση ότι έφθασα σε κάποιο τέρμα, ένιωθα λίγο κουρασμένος από την πολλή δουλειά με τα μεγάλα θέματα του θεάτρου και την προσπάθεια να μιλήσω για την πολωνική μας ιστορία, κυρίως σε σχέση με την εβραϊκή κοινότητα. Στην ηλικία μου, είχα ήδη θέσει στον εαυτό μου διάφορα ερωτήματα: τι με ικανοποιεί, ποιες είναι οι επιθυμίες μου, ποια είναι η θέση μου στην κοινωνία, τι με δυσαρεστεί… Τι μου έμενε τώρα να κάνω; Το ερώτημα που μου φάνηκε πιο προφανές από όλα ήταν η σχέση μου με το παρελθόν μου, με τους γονείς μου, τη μητέρα μου πιο συγκεκριμένα. Αισθάνθηκα μέσα μου κάτι σαν καρκίνο, μια ανήσυχη ύλη, όχι εμφανή, και έπρεπε να τολμήσω να εμφανιστώ μ’ αυτή μπροστά στο κοινό.

Στον «Κρουμ», θεωρείτε ότι αυτή η σχέση μητέρας-γιου είναι το κεντρικό νόημα του έργου;

Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι αυτή η σχέση, αλλά μια σχέση που βάζει σε κίνδυνο και τις ρίζες, τις παραδόσεις, την πατρίδα… Στο μέτρο που αισθάνομαι ζωντανός σε μια πόλη όπου είμαι ξεριζωμένος, σε μια κοινωνία που ξεριζώθηκε εξαιτίας του πολέμου, αφού το πολωνικό έθνος έχασε ένα μέρος των ανθρώπων του που δεν ήταν όλοι πολωνικής καταγωγής, και έγινε έτσι στο τέλος καθαρά πολωνικό. Μου ήταν δύσκολο να ταυτιστώ με την καινούργια αυτή χώρα, και πάνω απ’ όλα δυσκολεύτηκα να ξαναβρώ τις ρίζες μου μέσω της μητέρας μου.

Στο έργο κυριαρχούν άλλα δύο θέματα: η αρρώστια και ο έρωτας. Σας τράβηξαν κι αυτά το ενδιαφέρον;

Είναι η ίδια αρρώστια που βρίσκουμε και στο έργο της Σάρα Κέιν… Είναι δυο δυνάμεις, η μία καταστροφική, η άλλη δημιουργική. Έχω την εντύπωση ότι ο έρωτας, η σωματική επιθυμία, είναι η ενέργεια της τέχνης μου. Η ενέργεια του Κρουμ είναι αυτή η μη υγιής σχέση με τη μητέρα του. Αν μια μέρα γίνει καλλιτέχνης, θα είναι χάρη σ’ αυτή τη σχέση, κάπως σαν την Ελφρίντε Γέλινεκ που βρίσκει στη σχέση με τη μητέρα της τη δύναμη της γραφής της. Ο Χανόχ Λεβίν ήταν στην ίδια κατάσταση με τον Κρουμ… Επομένως ίσως δεν πρέπει να λέμε πια ότι αυτή η σχέση μητέρας-γιου δεν είναι υγιής, αλλά να αναρωτηθούμε αν είναι δυνατόν να έχουμε μια υγιή σχέση με το πρόσωπο που μας έφερε στη ζωή.

Ήταν και κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το Ισραήλ που σας έστρεψε στον Χανόχ Λεβίν;

Έχω ζήσει στη Γαλλία και θεωρώ τη γαλλική κοινωνία πολύ τυπική και πολύ επιτηδευμένη. Στο Ισραήλ δεν το βρήκα αυτό. Οι σχέσεις είναι λιγότερο δομημένες, λιγότερο λογοκριμένες, λιγότερο συγκεκριμένες, λιγότερο καθορισμένες, υπάρχει κάτι λιγότερο τυπικό μεταξύ των ανθρώπων. Είναι μια καινούργια χώρα, κάτι σαν την νέα μας Πολωνία μετά την πτώση του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Έχω την εντύπωση ότι αισθάνομαι πολύ πιο κοντά στη χώρα μου όταν είμαι στο Ισραήλ παρά στη Γαλλία. Μάλλον οφείλεται στην έλλειψη τυπικότητας. Στη δουλειά μου προσπάθησα να προβάλω εικόνες από τους δρόμους του Ισραήλ και τις γυναίκες που κυκλοφορούν – μητέρες με τα παιδιά τους ή ηλικιωμένες γυναίκες. Τόσο πολύ με έχουν αιχμαλωτίσει τα πρόσωπά τους.

Αυτοσχεδιασμοί και σύστημα

Πώς δουλεύετε με τους ηθοποιούς;

Για το συγκεκριμένο έργο, είπα πριν απ’ όλα στους ηθοποιούς ότι δεν πρόκειται για «μεγάλο κείμενο» όπως τα σαιξπηρικά, αλλά ότι η ιστορία που πραγματεύεται μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα. Αλλά δεν άλλαξα κάτι στον τρόπο με τον οποίο δουλεύω μαζί τους. Συνυπάρχουν ταυτόχρονα αυτοσχεδιασμοί των ηθοποιών και προτάσεις του σκηνοθέτη. Προσπαθούμε να βρίσκουμε τις λύσεις από κοινού. Εκείνοι πρέπει πάνω απ’ όλα να δουλέψουν με τον εαυτό τους και με τη θέση τους στην κοινωνία. Δουλεύω με τους ίδιους καλλιτεχνικούς συνεργάτες εδώ και πολύ καιρό, είναι πια φίλοι μου.

Ορνιθοσκαλίσματα, Η επικαιρότητα των «Ορνίθων» 49 χρόνια μετά


Προσπαθώντας να αναλύσουμε το «ιπτάμενο φαινόμενο», ζητήσαμε ενισχύσεις. Ένας θεατρολόγος, ένας σκηνοθέτης-συγγραφέας κι ένας ηθοποιός, μαζί με συντελεστές των «Ορνίθων» του Θεάτρου Τέχνης, μας μιλούν για μια παράσταση που, όπως φαίνεται, έχει ακόμα ανοιχτούς λογαριασμούς με το κοινό.

Από τη Νατάσα Διαμαντοπούλου

Το 1959 ήταν η χρονιά που το Θέατρο Τέχνης για πρώτη φορά θα συμμετείχε στο Φεστιβάλ Αθηνών. Οι «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν θα εμφανίζονταν στο Θέατρο Ηρώδου του Αττικού. Οι συντελεστές της παράστασης, ένας κι ένας: Ο Χατζιδάκις υπογράφει την μουσική, ο Τσαρούχης τα κοστούμια και τα σκηνικά. Η πρεμιέρα δίνεται στις 30 Αυγούστου. Με το τέλος της παράστασης, το θέατρο διχάζεται. Ένα μέρος του κοινού χειροκροτεί όρθιο, οι υπόλοιποι αποδοκιμάζουν. Ακολουθεί η απαγόρευση της συνέχισης των παραστάσεων διά στόματος του τότε υπουργού Προεδρίας Κωνσταντίνου Τσάτσου, με την αιτιολογία ότι προσβάλλεται το θρησκευτικό αίσθημα του λαού. Από τότε έχουν μεσολαβήσει σχεδόν 50 χρόνια, συνεχή ανεβάσματα, βραβεύσεις κι ένας κατάλογος στο πρόγραμμα της παράστασης, που φιλοξενεί σχεδόν το μισό ελληνικό θέατρο.

Η παράσταση του Κουν έχει χαρακτηριστεί, σχεδόν ομόφωνα, ιστορική, πρωτοποριακή, μυθική. Ύστερα από 50 χρόνια, όμως, οι άνωθεν διαπιστεύσεις έχουν αντίκρισμα στη σύγχρονη θεατρική πραγματικότητα; Καταφέρνει να διατηρηθεί η αρχική σκηνοθετική φόρμα, όταν το έμψυχο υλικό της επαναπροσδιορίζεται; Πρόκειται για ένα ζωντανό οργανισμό που βρίσκει τις αναφορές του στο σήμερα ή για μια μουσειακή παράσταση, που στόχο έχει να αποτίσει φόρο τιμής στον Κάρολο Κουν, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του; Τι συμβαίνει μ’ αυτά τα πουλιά και μας απασχολούν μέχρι και σήμερα; Οι ειδικοί αναλαμβάνουν να λύσουν τις απορίες μας.

Μιχάλης Ρέππας

Σεναριογράφος, ηθοποιός

«Ιστορικό γεγονός»

Την παράσταση την είδα το ’75, όταν ήμουν ακόμα στο Λύκειο. Είναι μια από τις πρώτες παραστάσεις που έχω δει στην Επίδαυρο με συνειδητή μου επιλογή. Δεν θέλω να πω το τετριμμένο ότι έγινα ηθοποιός εξαιτίας των «Ορνίθων», αλλά, εφόσον είχα και την έφεση να βγω στο θέατρο, μου γεννήθηκε η ανάγκη να βρεθώ στο χορό. Αυτό που κυρίως θυμάμαι είναι η μουσική του Χατζιδάκι. Ξέρω όλο το δίσκο απ’ έξω. Μετά τα ιστορικά ανεβάσματα του Σολωμού, στον οποίο οφείλουμε την αριστοφανική αναβίωση, νομίζω ότι το επόμενο βήμα, το οποίο δεν έχει ξεπεραστεί ποτέ μέχρι σήμερα, είναι οι παραστάσεις του Κουν. Διάβασε τον Αριστοφάνη χωρίς «φολκλοριές» και εύκολες αναγωγές στο λαϊκισμό. Σ’ αυτό συνετέλεσε τρομερά και ο Τσαρούχης. Δεν μπορώ να φανταστώ ωραιότερο κοστούμι. Τόσο μίνιμαλ και τόσο ουσιαστικό και τόσο λαϊκό. Αυτή η συνεύρεση, η σύμπτωση, ήταν οριακή ως προς την αντίληψή μας για τον Αριστοφάνη. Δεν έχω δει μέχρι σήμερα κάτι άλλο να μου ανανεώνει εκ βάθρων την αντιμετώπιση της αρχαίας κωμωδίας. Ο πολιτικός σχολιασμός εκείνης της παράστασης δεν έχει να κάνει με την επιθεωρησιακή επικαιρικότητα. Το σημείο με τον παπά, που τότε ενόχλησε, είναι μεν μια κοινωνική θέση, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι κυρίως μια βαθύτατα θεατρική θέση. Δεν νομίζω ότι ο Κουν επεδίωξε μια φτηνή αντιπαράθεση, ούτε ότι η πρόθεσή του ήταν να σοκάρει. Αναγνώρισε στο κείμενο ένα νεοελληνικό ύφος που αξιοποίησε θεατρικά.

Οι ουσιαστικές καλλιτεχνικές ανανεώσεις δεν γίνονται κάθε σεζόν. Ας γίνονται λοιπόν πράγματα που τα έχουμε ξαναδεί αν είναι σημαντικά και έχουν αλήθεια. Είναι ιστορικό γεγονός αυτή η παράσταση. Αλλά δεν είναι μουσειακό πράγμα. Την Ακρόπολη μπορείς να τη βλέπεις συνέχεια, αλλά κάθε φορά να σου γεννά το αίσθημα της μοναδικότητας.

Πιστεύω ότι και το Φεστιβάλ Αθηνών και το Εθνικό Θέατρο θα έπρεπε να φροντίζουν να βλέπουμε παραστάσεις τόσο οριακές για τη θεατρική πραγματικότητα. Δηλαδή στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας δεν ανεβάζουν κάθε τόσο σκηνοθεσίες του Στανισλάφσκι; Με νευριάζει η ανόητη δίψα για καινούργιο. Το καινούργιο στις μέρες μας έχει καταντήσει ο πιο πολυκαιρισμένος νεκρός που περιφέρεται στο ελληνικό θέατρο.

Η πρότασή μου βεβαίως δεν είναι να παίζονται συνεχώς αναβιώσεις παλαιότερων παραστάσεων γιατί κι εμείς πρέπει να ζήσουμε...

Διαγόρας

Χρονόπουλος

διευθυντής του Θεάτρου Τέχνης

«Για τον σύγχρονο θεατή»

Η παράσταση μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορική ή καλύτερα μυθική, σίγουρα όμως δεν ανεβαίνει εξυπηρετώντας μνημειακούς σκοπούς. Αυτό που επιδιώκουμε είναι, σεβόμενοι πρωτίστως τη φόρμα του Κουν, να δημιουργήσουμε κάτι ζωντανό, που θα αφορά τον σύγχρονο θεατή.

Κωστής Καπελώνης

ηθοποιός - σκηνοθέτης

Σαν να μην πέρασε μια μέρα

Aυτή η παράσταση έχει επηρεάσει δραστικά το ελληνικό θέατρο, γιατί το έφερε πιο κοντά στον κανονικό άνθρωπο. Μέχρι τότε το θέατρο ήταν λίγο μεγαλύτερο, λίγο σπουδαιότερο, λίγο πιο απόμακρο. Οι ήρωες που ενσαρκώνονταν ήταν λίγο πιο έξω από τα ανθρώπινα μέτρα. Ο Κουν προσπάθησε να επεκταθεί σε πιο λαϊκά στρώματα.

Είναι μια παράσταση που ισχύει όπως ίσχυε τότε. Δεν έχει παλιώσει. Υπάρχει βεβαίως προσθήκη πολιτικών σχολίων από τότε, αλλά με ιδιαίτερη διακριτικότητα. Η Ελλάδα δεν έχει αλλάξει πολύ. Το βλέπω και από το πώς λειτουργεί το έργο στους νέους ηθοποιούς. Οι ηθοποιοί του χορού της φετινής παράστασης είναι αρκετά νέοι. Λειτουργούν με τον ίδιο ζήλο και το ίδιο κέφι, όπως λειτουργούσαμε κι εμείς το 1975 και το ‘86. Αυτό σημαίνει ότι αν ο ηθοποιός λειτουργεί καλά μέσα σε μια παράσταση κάτι τον αφορά. Αυτό βρίσκει την ανταπόκρισή του και στο κοινό. Κάτι που ενισχύει αυτή μου την πεποίθηση, είναι αυτό που έζησα πριν απο 2-3 χρόνια. Σ’ ένα φεστιβάλ με συμμετοχές από διάφορες βαλκανικές χώρες, το Θέατρο Τέχνης είχε ένα περίπτερο με υλικό κυρίως από αρχαίο ελληνικό ρεπερτόριο. Πρόσεξα ότι στο τέταρτο που παρουσιάζονταν οι «Όρνιθες» όλοι οι διερχόμενοι στέκονταν και παρατηρούσαν

Δημήτρης Πιατάς

ηθοποιός

«Ένα πανηγύρι»

Αυτή η παράσταση με έχει στοιχειώσει. Θεωρώ ότι είναι η καλύτερη παράσταση αριστοφανικού έργου που έχει γίνει ποτέ στον κόσμο και το λέω αυτό γιατί έχω δει διάφορα ανεβάσματα από θιάσους του εξωτερικού. Ήμουν μικρό παιδί τότε και πίστευα ότι τα σύνεργα είναι παλιά και κατά κάποιο τρόπο ξεπερασμένα, λόγω θεματολογίας, εποχής, σκηνοθέτη. Μετά από αυτή την παράσταση κατάλαβα πόσο σημερινός και σύγχρονος και δικός μας στο παρόν και στο μέλλον είναι ο Αριστοφάνης. Ο μεγάλος δάσκαλος Κουν δούλεψε πάνω σ’ αυτό που είναι πραγματικά το θέατρο - ένα παιχνίδι, ένα πανηγύρι. Η ιστορία της χαράς και του παιχνιδιού είναι πολύ σημαντικό στοιχείο στο θέατρο. Συνήθως όλα τα έργα και ιδίως των τραγικών, είναι έργα που έχουν πολλή σκέψη και, μοιραία, η προσέγγιση που πιθανώς εμείς μπορούμε και κάνουμε αφορά τα λόγια. Ο Κουν βρήκε τους χυμούς, την αλήθεια, βρήκε αυτό που είναι τα θεμέλια του θεάτρου, το παιχνίδι.

Την εποχή που παίχτηκαν οι «Όρνιθες» αντιμετωπίστηκαν με προκατάληψη, αλλά πολύ αργότερα επηρέασαν τους μεταγενέστερους δημιουργούς. Έβαλαν τις βάσεις αυτού που σήμερα είναι η προσέγγιση σε σχέση με τον αριστοφανικό λόγο, που πολλές φορές κινδυνεύουμε να ξεπερνάμε τα όρια, στο όνομα του μοντέρνου και του μη συμβατικού, με φόβο να χαθεί η αισθητική και το καλό γούστο. Μην ξεχνάμε πως σ’ εκείνη την παράσταση είχαν μαζευτεί ένας κι ένας. Σήμερα οι σημαντικοί άνθρωποι δυσκολεύονται να βρεθούν μεταξύ τους.

***

Προσπαθώντας να αναλύσω το φαινόμενο των «Ορνίθων», με αφορμή την φετινή παρουσία τους στο Φεστιβάλ Αθηνών και ενώ οι αρχικές μου απορίες βρήκαν τις απαντήσεις τους, στην πορεία μού γεννήθηκε ένα καινούργιο ερώτημα: τι παραπάνω έχει το «Μamma Μia» από τον δικό μας τον Αριστοφάνη;

«Ο χρόνος προσέθεσε »

Η παράσταση των «Ορνίθων» του Καρόλου Κουν αποτέλεσε τη σαφέστερη έκφραση μιας νέας στάσης απέναντι στο έργο του Αριστοφάνη, που μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα αντιμετωπιζόταν με καχυποψία τόσο λόγω της αθυροστομίας του, όσο και γιατί παρουσίαζε μια εικόνα του αρχαίου κόσμου με αρνητικά χαρακτηριστικά που απέχει πολύ από τη θετική διάσταση με την οποία τον είχε περιβάλει η αρχαιολατρία που εδραιώθηκε στη νεοελληνική συνείδηση. Με τους «Όρνιθες» ο Κουν ανέδειξε την επικαιρότητα του αριστοφανικού λόγου. Παράλληλα η παράσταση των «Ορνίθων» ανέδειξε το στοιχείο της λαϊκότητας του Αριστοφάνη, προσδίδοντας χαρακτηριστικά που τον έκαναν προσιτό στο ευρύτερο κοινό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η λαϊκότητα τροφοδότησε και ένα νέο ενδιαφέρον για το σύνολο των σωζόμενων έργων του αρχαίου ελληνικού δράματος. Η φόρμα που χρησιμοποίησε ο Κάρολος Κουν το 1959 ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, εντάσσεται στη διερεύνηση των ελληνικών χαρακτηριστικών, που αποτέλεσε το ζητούμενο της σκηνικής του πρακτικής, και βέβαια για τα δεδομένα της εποχής που πρωτοπαρουσιάστηκε ήταν όχι μόνο εντυπωσιακή αλλά και ριζοσπαστική. Η παράσταση συνδέθηκε με μια ωμή παρέμβαση του κρατικού μηχανισμού.

Είναι μια παράσταση που εξελίχθηκε σε όλη την διάρκεια των συχνών επαναλήψεων της. Βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Εθνών το 1962 και είχε αποτέλεσμα να ανανεωθεί το ενδιαφέρον του διεθνούς κοινού για τον Αριστοφάνη. Ήταν η παράσταση με την οποία το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν μπήκε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου μετά τη μεταπολίτευση, αφού μέχρι τότε την αποκλειστική χρήση του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου κατείχε το Εθνικό Θέατρο. Από μια άλλη πλευρά δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι στις αριστοφανικές σκηνοθεσίες, κυρίως του Καρόλου Κουν και εκείνες του Αλέξη Σολωμού στο Εθνικό Θέατρο, οφείλεται η απαλλαγή της παρουσίας του Αριστοφάνη στην ελληνική σκηνή από τον άσεμνο και τον ανήθικο χαρακτήρα που τον ακολουθούσε. Το αριστοφανικό έργο εντάχθηκε τελεσίδικα στον κύκλο των θεατρικών κειμένων που προέρχονται από την αρχαιότητα, τα οποία παίζονται μέχρι σήμερα. Πέρα όμως από τη σκηνοθεσία, η μουσική του Χατζιδάκι είναι εξαιρετική, οι χορογραφίες, είναι μέχρι σήμερα αξεπέραστες.

Όλα αυτά μαζί αποτελούν στοιχεία που μας κάνουν να θεωρούμε αυτή την παράσταση μια από τις σημαντικότερες παραστάσεις αριστοφανικών έργων, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε διεθνές επίπεδο, μια ιστορική παράσταση.Οι «Όρνιθες» παραμένουν ένα απολαυστικό θέαμα. Είναι στο πλαίσιο μιας πρακτικής που υπάρχει στην διεθνή σκηνή και επιτρέπει σε αυτούς που δεν έζησαν τη στιγμή της παράστασης να τη δουν, να τη γευτούν, να αντιληφθούν το ρόλο που μπορεί να έπαιξε η παράσταση κατά την εποχή της πρώτης παρουσίασης της και προφανώς να έχουν δυνατότητα να τη συγκρίνουν με το σήμερα. Ανεβάζουμε παλαιότερα έργα γιατί έχουμε να σκεφτούμε κάτι για το σήμερα. Το θέατρο έχει την ιδιότητα ενώ αναφέρεται στο παρελθόν να μιλάει στον παρόντα χρόνο. Επομένως, εάν ανεβάζουμε πάλι ένα έργο είναι γιατί θέλουμε να πούμε κάτι σήμερα. Η σχεδόν πενηντάχρονη διαδρομή αυτής της παράστασης τής έχει προσδώσει εξωπαραστασιακά στοιχεία. Ο χρόνος προσέθεσε μία ειδική φόρτιση στην παράσταση των «Ορνίθων», που ανακαλεί στη συνείδηση του θεατή την ιστορία της μεταπολεμικής μας πραγματικότητας.Το ερώτημα είναι, όταν ξαναβλέπουμε αυτή την παράσταση, αν έχει πραγματικά παλιώσει, αν δείχνει την ηλικία της, δηλαδή αν έχει να πει κάτι στους θεατές της σήμερα. Νομίζω ότι παρά τα τόσα χρόνια που πέρασαν από το πρώτο ανέβασμα, οι «Όρνιθες» πάντα διατηρούν ακμαία την εκπληκτική τους αρτιότητα και την εντυπωσιακά απολαυστική δροσιά τους.

Μπούικα, Η «καπνισμένη» φωνή


Φωνή ρυθμική, βαθιά, βραχνή. Γεννημένη στην Ισπανία, με γονείς μετανάστες από τη Γουινέα, είναι η νέα σταρ ενός μουσικού είδους που αποδίδεται ως «αφρο-φλαμένκο» - μολονότι εκείνη δεν θέλει να χρησιμοποιεί όρους που ταξινομώντας εγκλωβίζουν. Τα ακούσματά της θυμίζουν μείγμα τζαζ, σόουλ, ρούμπας και λάτιν. Η παρουσία της είναι εκρηκτική. Και ο λόγος της, μαρτυρία μιας ζωής γεμάτης εμπειρίες, όχι πάντα ευχάριστες.

Από τον Αντώνη Σακελλάρη

Χρειάζεται να ξέρεις ισπανικά για να καταλάβεις το πάθος του φλαμένκο; Χρειάζεται να είσαι «πολίτης του κόσμου» για να καταλάβεις τη φλόγα μιας ψυχής που την τρέφουν η αφροκουβανική καταγωγή, η ισπανική ιθαγένεια και η συμβίωση με τους Τσιγγάνους; Πρέπει να έχεις ανοιχτούς ορίζοντες για να απολαύσεις τις μουσικές επιμειξίες της Μπούικα; Χρειάζεται κάποιου είδους «εκπαίδευση» για να αφεθείς στη μοναδική εμπειρία να παρακολουθείς ζωντανά μια από τις πιο καυτές ερμηνεύτριες της σύγχρονης ισπανικής μουσικής;

Απαντήστε μόνοι σας. Αλλά μη χάσετε με τίποτα την Μπούικα. Και ώς την ώρα που θα μπορέσουμε να την ακούσουμε, live, στο Σχολείον, ας τη γνωρίσουμε με τα δικά της λόγια.

Πώς θα χαρακτηρίζατε τη μουσική σας;

Δεν μπορώ να χαρακτηρίσω τη μουσική μου… Δεν μπορώ να βάζω ετικέτες γιατί αυτό θα μείωνε την ελευθερία μου. Δεν μου αρέσουν ούτε οι τίτλοι ούτε οι ταξινομήσεις, σε καμιά έκφανση της ζωής μου. Δεν μου αρέσει να χαρακτηρίζομαι. Μου αρέσει να υπηρετώ κάθε φορά διαφορετικά προτάγματα, για να μη χάνω την ευκαιρία να βρίσκομαι σε όλα τα μέρη, να βιώνω κάθε τύπο συναισθήματος. Τους χαρακτηρισμούς τους φτιάχνουν άλλοι. Η μουσική μου είναι κομμάτι των βιωμάτων μου. Ο τρόπος που τραγουδάω και συνθέτω είναι κομμάτι αυτού που ζω κάθε στιγμή, αυτού που αισθάνομαι. Και αυτό είναι πολύ δύσκολο να το χαρακτηρίσεις.

Όπως μπορεί να δει κανείς στην ιστοσελίδα σας έχετε μπροστά σας ένα πολύ φορτωμένο πρόγραμμα περιοδειών και συναυλιών μέχρι και τον Δεκέμβριο. Δεν σας κουράζει αυτό;

Αυτό που είναι κουραστικό είναι τα ταξίδια, τα αεροδρόμια, οι ώρες αναμονής… Ευτυχώς όμως, κάποτε έρχεται η ώρα να βγω στη σκηνή – και αυτή είναι η ανταμοιβή μου για τις ατέλειωτες ώρες ταξιδιών (που πραγματικά με κουράζουν και με κάνουν να βαριέμαι). Η ζωή μου είναι το τραγούδι… Πώς θα μπορούσε να με κουράζει; Αν κουραστώ να τραγουδάω, τι θα κάνω; Οι περιοδείες είναι σούπερ. Μπορείς να έρχεσαι συνεχώς σε επαφή με το κοινό. Μόνο με το κοινό επικοινωνώ. Δεν είμαι βλέπετε πολύ κοινωνικός άνθρωπος. Δεν βγαίνω σχεδόν καθόλου. Δεν βλέπω κανέναν. Όταν όμως έρχεται η ώρα της συναυλίας, κάνω αυτό που ξέρω να κάνω. Αυτό είναι μια ευλογία. Και οι ευλογίες δεν κουράζουν.

Ο εθνικός ύμνος των γυναικών

Από πού προέρχεται ο (παρεξηγήσιμος στην Ελλάδα) τίτλος «jodida pero contenta» ( «γαμημένη αλλά χαρούμενη») του πιο δημοφιλούς ίσως ώς τώρα κύκλου συναυλιών σας;

Για τον τίτλο αυτό, έμπνευσή μου αποτέλεσε ένας σωρός από μη ικανοποιητικές σχέσεις. Φτάνει όμως μια στιγμή που λες «φτάνει πια»! Από δω και στο εξής θα είμαι ελεύθερη. Θα αφήσω τα πράγματα να κυλήσουν όπως πρέπει. Θα είμαι πνευματικά ανεξάρτητη. Θέλω να γευτώ νέες περιπέτειες. Κοιτάξτε τώρα… «Είμαι γαμημένη» στα ισπανικά θα πει «είμαι πολύ άσχημα». Αλλά στο βάθος, προσωπικά, όταν είμαι άσχημα, είμαι χαρούμενη. Πάντα βγαίνει κάτι θετικό από όλα, ακόμα και από τις άσχημες καταστάσεις. Είναι μια αντίφαση να λες «είμαι άσχημα και, την ίδια στιγμή, είμαι χαρούμενη», αλλά όχι στη δική μου περίπτωση. Υπάρχουν πολλές γυναίκες που είναι χάλια, αλλά την ίδια στιγμή χαρούμενες, μόνο που δεν το ξέρουν. Όταν στις συναυλίες μου αφιερώνω το κομμάτι σε όλες τις «γαμημένες αλλά χαρούμενες» που υπάρχουν στην αίθουσα, εισπράττω τόσο πολύ χειροκρότημα από τις γυναίκες… Νομίζω πως πάρα πολλές μπορούν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους σε αυτό το κομμάτι.

Θα θέλατε να μας εξηγήσετε τι σημαίνει το τατουάζ που έχετε στο μπράτσο σας;

Το τατουάζ αυτό γράφει τα ονόματα όλων των μουσών μου, όλων των γυναικών της οικογένειάς μου: της προγιαγιάς μου, της γιαγιάς μου, της θείας μου της Βιρτζίνια, των αδελφών μου, των ανιψιών μου… Όλων. Γράφει ακόμα και το όνομά μου στη γλώσσα της φυλής μου. Και περισσεύει χώρος ακόμα για όλες τις γυναίκες που θα έρθουν στην οικογένεια. Ελπίζω να γεμίσω το μπράτσο μου με ονόματα νέων κοριτσιών που πρόκειται να γεννηθούν.

Ποιο είναι το συνδετικό στοιχείο ανάμεσα στα τόσα διαφορετικά είδη μουσικής που ερμηνεύετε και συνθέτετε;

Το συνδετικό στοιχείο είμαι εγώ – έτσι τουλάχιστον μου φαίνεται. Το να μην έχω περιορισμούς στην επιλογή των ειδών της μουσικής μου επιτρέπει να πηδάω από το ένα στο άλλο, χωρίς να χρειάζεται να ψάχνω δικαιολογίες γι’ αυτό.

Στο παιδί σας αρέσει η μουσική σας; Τι σας λέει όταν σας βλέπει να δίνετε συναυλίες;

Έχω πράγματι ένα αγόρι, τον Τζόελ, που είναι 8 χρονών… Και του αρέσει πολύ η μουσική, γενικά. Και, ναι, του αρέσει να έρχεται να με παρακολουθεί όταν δίνω συναυλίες. Μάλιστα, άρχισε ήδη να συνθέτει κομμάτια και ο ίδιος. Να, τις προάλλες μου τραγούδησε απ’ το τηλέφωνο μια δική του μελωδία - και με έκανε να κλάψω.

«Τραγουδάω την αλήθεια μου»

Για ποια θέματα μιλούν οι στίχοι σας;

Για μένα και για αυτά που ζω. Τραγουδάω την αλήθεια. Τη δική μου αλήθεια, εννοείται, την αλήθεια που έχω δημιουργήσει εγώ. Μιλάνε για την αγάπη, για την απουσία αγάπης, για πράγματα που μου συμβαίνουν. Μιλάνε για τα χτυποκάρδια μου. Συνθέτω όλη την ημέρα, ακόμα και αυτή τη στιγμή. Ενώ απαντάω στις ερωτήσεις σας, προσθέτω μουσική. Κάποτε πήγα να δω το γιατρό μου, γιατί όλη μέρα άκουγα μουσική, ακόμα και τις νύχτες, μέσα στο κεφάλι μου. Μου έγραψε χάπια και τα σχετικά. Ευτυχώς, ήρθε στο σπίτι ένα βράδυ η γιαγιά μου. Κι όταν της είπα τι συμβαίνει μου απάντησε: «Είσαι χαζή. Μουσική ακούς! Γιατί να θες να τη σταματήσεις;»

Τι σημαίνει να παίζεις τη μουσική σου μπροστά σε ένα μη ισπανόφωνο κοινό; Πιστεύετε ότι καταλαβαίνουν όλα τα συναισθήματα που προσπαθείτε να επικοινωνήσετε μέσω των στίχων και της μουσικής σας;

Ακριβώς για αυτό το λόγο, τα πιο εντυπωσιακά μέρη που έπαιξα, κατά την περσινή μου περιοδεία ήταν η Ιαπωνία και η Θεσσαλονίκη. Γιατί στις ΗΠΑ ξέρεις ότι υπάρχουν ισπανόφωνοι, επομένως υποθέτεις ότι στο κοινό θα είναι αρκετοί. Αλλά στην Ιαπωνία; Ή στη Θεσσαλονίκη; Πόσοι μπορεί να είναι; Το πρώτο πράγμα που μου πέρασε από το μυαλό όταν έφτασα στην Ιαπωνία ή και στην Ελλάδα, την προηγούμενη χρονιά, ήταν: δε θα έρθει κανείς. Αν δεν υπάρχει κανείς που να με καταλαβαίνει, γιατί να έρθουν; Σίγουρα θα είμαστε μόνοι μας στην αίθουσα. Και όμως… Ήταν σχεδόν γεμάτη. Και η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω αν καταλάβαιναν τα λόγια, αλλά είμαι σίγουρη πως κατάλαβαν τη μουσική μου και τον τρόπο μου να εκφράζομαι. Αλλιώς θα έφευγαν και θα τελείωνα τη συναυλία ολομόναχη. Αλλά όχι! Έμειναν και χειροκροτούσαν και ζητούσαν και άλλα τραγούδια. Πιστεύω πως η μουσική, σαν κομμάτι της μόνης αληθινής θρησκείας, της τέχνης, είναι παγκόσμια – και όλος ο κόσμος την καταλαβαίνει, αν βγαίνει αυθεντική από μέσα σου.

Τι άλλο σας εντυπώθηκε από τη συναυλία σας στην Ελλάδα πέρυσι;

Εκτός από όσα σας είπα πριν, θυμάμαι πως παίξαμε σε έναν πολύ όμορφο χώρο, πως ο κόσμος ήταν πολύ ευχαριστημένος και πως για μένα ήταν μια πολύ όμορφη εμπειρία, καθώς ήταν εκεί και ο γιος μου. Ερχόμουν από μια πάρα πολύ μεγάλη περιοδεία στη Λατινική Αμερική, στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία, που είχε κρατήσει πάνω από ένα μήνα, και είχα να τον δω πολύ καιρό. Γι αυτό ήρθε και με βρήκε στη Θεσσαλονίκη…

Μια περιπέτεια στο Λας Βέγκας

Έχω διαβάσει για μια μυθιστορηματική περιπέτειά σας, στο Λας Βέγκας. Τότε που καταλήξατε να μιμείστε την Τίνα Τάρνερ και τις Supremes; Τι ακριβώς σας συνέβη;

Ήταν απλά άλλη μια εμπειρία στη ζωή μου. Πέρασα όμως πολύ δύσκολα. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα πώς είναι μια πόλη σαν το Λας Βέγκας. Το πρώτο σοκ ήταν πάρα πολύ δυνατό, καθώς πίστευα πως, αφού έχω ισπανικό διαβατήριο, είμαι νόμιμη παντού στον κόσμο. Πίστευα πως είμαι μια γυναίκα που προέρχεται από ένα προάστιο της Πάλμα δε Μαγιόρκα. Βεβαίως, το νησί μου είναι πολύ μικρό και σχετικά άγνωστο και αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Από μικρή, όμως, πίστευα ότι παράνομοι ήταν οι Αφρικανοί που έρχονταν λαθραία εκεί. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσα να θεωρηθώ, κάποια στιγμή, κι εγώ, με τη σειρά μου, λαθρομετανάστρια, παρότι είχα ισπανικά χαρτιά. Για φαντάσου… Να φτάνεις στην Αμερική με τέτοιο βαθμό άγνοιας. Τέλος πάντων. Ερεύνησαν όλη τη ζωή μου. Και με πλήρωναν λιγότερα ακριβώς επειδή ήμουν παράνομη. Έπρεπε να δουλεύω το τριπλάσιο για να μπορέσω να εξασφαλίσω ένα πιάτο φαΐ για το γιο μου και το σύζυγό μου. Γιατί και για το σύζυγό μου; Διότι ούτε εκείνος μπόρεσε να βρει δουλειά. Αυτό τον μπλόκαρε και τον τρόμαξε. Εγώ, πάλι, όμως δεν μπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό μου την πολυτέλεια του τρόμου, γιατί ο Τζόελ μου έπρεπε να φάει. Καταλαβαίνεις πως η παραμονή μου εκεί δεν ήταν περίπατος, αλλά επιβίωσα. Όπως θα συνεχίσω να επιβιώνω ό,τι και να μου συμβεί.