5/6/08

Μιχαήλ Μαρμαρινός, «Ελλάδα; Το χάος!»


Με το «Πεθαίνω σαν χώρα» πέτυχε να συσπειρώσει κοντά 200 εθελοντές που συμμετείχαν στην παράσταση. Συσπείρωσε ακόμα τους θεατές, η προσέλευση των οποίων την έκανε επιτυχημένη. Και κίνησε το ενδιαφέρον πολλών διευθυντών ξένων φεστιβάλ, που τον προσκάλεσαν σε μια παγκόσμια περιοδεία, από τη Βιέννη ως το Μόντρεαλ. Λίγο πριν το έργο ξανανεβεί στην Πειραιώς 260, για τις δυο τελευταίες (και sold out) παραστάσεις, αναζητήσαμε το σκηνοθέτη στις πρόβες. Ήταν κουρασμένος. Αλλά στη συνομιλία μας μαζί του, η κούραση δεν τον εμπόδισε και να γελάσει και να οργιστεί.

Aπο την Έλια Αποστολοπούλου

«Θέατρο είναι η τέχνη πάνω στην ιστορία των ανθρώπων. Δεν υπάρχει στιγμή στην καθημερινότητα που να μην είναι θέατρο μόλις υπάρξει το κατάλληλο βλέμμα». Αυτά πιστεύει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, νευροβιολόγος και άνθρωπος του θεάτρου, που από το 1983-84, οπότε και ίδρυσε το θεατρικό σχήμα «διπλούς Έρως εταιρεία Θεάτρου» έως σήμερα, που συνεχίζει με το ίδιο πάνω-κάτω σχήμα ως «Theseum Ensemble», ποτέ δεν πέρασε απαρατήρητος. Είτε με τη «Μηχανή Άμλετ» είτε με τον πρόσφατο «Εθνικό ύμνο», το θέατρό του καταφέρνει και βρίσκεται στην αιχμή του δόρατος της καλλιτεχνικής και της κοινωνικής πραγματικότητας.

Ο άνθρωπος που επιχορηγήθηκε αμέσως μετά την πρώτη του παράσταση, συνεχίζει με τον ίδιο δυναμισμό να αναζητεί τους τρόπους να εκφράσει την πραγματικότητα, τη δική μας πραγματικότητα, με τρόπο που να μη μένει απλώς στην ελληνική αυτοαναφορικότητα, αυτό τον καιρό, είναι πολύ απασχολημένος. Η επιτυχία του έργου του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σαν χώρα», που ανέβηκε πέρυσι στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, είχε συνέπειες και εδώ και έξω. Έξω, ήδη, το έργο παίχτηκε στις Βρυξέλλες, ακολουθούν λίαν συντόμως παραστάσεις στη Βιέννη, στη Βαρσοβία, στο Παρίσι, στο Μόντρεαλ… Μέσα, υπάρχουν ακόμα δυο παραστάσεις για το Ελληνικό Φεστιβάλ. Και οι πρόβες εντείνονται. Ήδη 200 εθελοντές, μερικοί παλιοί, ορισμένοι καινουργιοφερμένοι, είναι έτοιμοι να σχηματίσουν τη γνωστή τεράστια ουρά έξω από την είσοδο του θεάτρου Πειραιώς 260 έως το δρόμο. Μια κάμερα θα ακολουθεί και φέτος τη μετακινούμενη ουρά. Η συνταγή είναι κατακτημένη από πέρυσι, αλλά οι πρόβες είναι πρόβες και κρύβουν ανθρώπινο κόπο.
Στο περιθώριο μιας τέτοιας κοπιαστικής πρόβας συναντήσαμε το σκηνοθέτη. Ήταν ευχαριστημένος γιατί είχε «ξεπουλήσει» και, παρά την κούραση, συμμετείχε με ιδιαίτερη εγρήγορση στη συζήτηση που κάναμε – τη συζήτηση που ακολουθεί.

Πού βρήκατε τόσους εθελοντές, κύριε Μαρμαρινέ;


Κι όμως… Σε μια κοινωνία που είναι δύσκολη, σε μια δύσκολη εποχή, υπάρχει κόσμος που με ευχαρίστηση συμμετέχει σε μια δημιουργική διαδικασία. Βεβαίως, οι εθελοντές είναι μέρος της οργάνωσης της πολυπλοκότητας που έχει αυτή η παράσταση. Είναι μεγάλη δουλειά να βρούμε αυτούς τους ανθρώπους και να συναντηθούμε μαζί τους. Αλλά μέσα στην πόλη βρεθήκαμε με αυτούς τους δημιουργικούς ανθρώπους. Φαίνεται πως έγιναν οι σωστές κινήσεις, ώστε να συναντηθούμε μαζί τους. Στην τέχνη φαίνεται τίποτε δεν είναι αδύνατο.

Γιατί χρειαζόσασταν τόσο πολύ κόσμο;

Το απαντάει η ίδια η παράσταση. Αυτό το πλήθος των ανθρώπων συναντά τον ουσιαστικό πυρήνα του έργου του Δημήτρη Δημητριάδη. Αυτός ο πληθυντικός ήταν απαραίτητος. Μοιάζει με υπερβολή για τα δεδομένα του θεάτρου, αλλά ακριβώς αυτή η υπερβολή ανταποκρίνεται στην υπερβολή της αξίας αυτού του κειμένου: στην υπερβολή των συγκινήσεων και της εξαιρετικής λογοτεχνίας. Μου είναι δύσκολο να περιγράψω κάτι, μέσα στο οποίο βρίσκομαι βαθιά. Δεν θα μπορούσα, όμως, να φανταστώ με κανέναν άλλο τρόπο αυτή την παράσταση. Και να σας πω κάτι ακόμα; Σε κάθε χώρα που ταξιδεύουμε, βρίσκουμε νέους εθελοντές εκεί, γιατί έχει ιδιαίτερη σημασία να είναι άνθρωποι μιας συγκεκριμένης πραγματικότητας, μιας συγκεκριμένης χώρας, μιας συγκεκριμένης πόλης.

Η παράσταση ήδη εξάγεται. Πώς συνέβη, τι σημαίνει για εσάς;

Χαίρομαι γι’ αυτό, γιατί στα ξένα φεστιβάλ βρήκαν ενδιαφέρουσα την πρότασή μας. Από την άλλη, με συγκινεί το γεγονός ότι πρόκειται για ένα προϊόν πολιτισμού αμιγώς ελληνικό προϊόν: και το κείμενο και η σκηνοθεσία. Πρόκειται για ένα νεοελληνικό κείμενο, βεβαίως, όχι για αρχαίο δράμα. Κι είναι σημαντικό πως, καθώς φαίνεται, αναγνώρισαν σε αυτό στοιχεία που τους αφορούν άμεσα, αισθητικά, πολιτικά, ως πρόταση για τη συγκεκριμένη ιστορική φάση και για τη συγκεκριμένη κοινωνία. Οτιδήποτε είναι βαθιά προσωπικό είναι ταυτόχρονα συλλογικό και διεθνές. Όλη η σύνθεση έχει στοιχεία κλασικού έργου, και στο κλασικό συναρθρώνονται όλες οι κοινωνίες. Απευθύνεσαι σε εκείνο το στρώμα που ξεφεύγει από το στενά προσωπικό ή το τοπικό και αναπτύσσεσαι σε βάθη που αφορούν πολύ περισσότερο κόσμο, πέρα από τα συγκεκριμένα σύνορα. Με έναν τρόπο, πραγματοποιούμε αυτά που ευαγγελίζονται ως ευχολόγια οι πολιτικοί μας, όταν λένε να εξάγουμε τον πολιτισμό μας, χωρίς όμως να κάνουν πολλά πράγματα επ’ αυτού. Κάνουμε πράξη κάποιες ευχές των πολιτικών. Αυτό θα μπορούσαν να το εκμεταλλευθούν οι πολιτικοί και να το αναπτύξουν λίγο περισσότερο, γιατί στην ουσία κάνουμε πράξη την πολιτική τους ουτοπία.

Θεωρείτε ότι η συμμετοχή σας στο Ελληνικό Φεστιβάλ βοήθησε στην εξαγωγή της παράστασης;

Δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς τη συμμετοχή αυτή. Το Ελληνικό Φεστιβάλ, μέσα από την πολιτιστική πολιτική που ασκεί, έχει καταφέρει αυτό που θα έπρεπε να έχει συμβεί εδώ και πολλά χρόνια, να αποτελέσει φόρουμ πολιτιστικών προϊόντων, ελληνικών και ξένων. Δίνεται με αυτό τον τρόπο η δυνατότητα να παρακολουθήσουν παραστάσεις κάποιοι άνθρωποι από το εξωτερικό και να τις επιλέξουν αν τους ενδιαφέρουν. Αυτή ήταν μάλιστα μία από τις προγραμματικές δηλώσεις του Γιώργου Λούκου. Πέρσι, αυτό έγινε πράξη μέσα από τη δική μας παράσταση. Αυτή την παράσταση που αν δεν υπήρχε το Φεστιβάλ, δεν θα μπορούσαμε καν να σκεφτούμε να την ανεβάσουμε. Η παράσταση που είχα στο μυαλό μου, μόνο σε φεστιβάλ μπορεί να πραγματοποιηθεί και πουθενά αλλού. Σ’ αυτό το σημείο έχει σημασία να επισημάνω ότι αυτές οι δύο παραστάσεις στην Πειραιώς 260 είναι και οι τελευταίες στην Ελλάδα. Αυτό, βέβαια, δεν έχει νόημα τώρα που το λέω, γιατί αυτή τη στιγμή ξέρω ότι έχουν πουληθεί όλα τα εισιτήρια.

Πώς ήταν η εμπειρία της πρώτης παρουσίασης του «Πεθαίνω σαν χώρα» εκτός συνόρων, στις Βρυξέλλες;

Ευτυχώς, ήταν πάρα πολύ καλή, παρ’ ότι εξαιρετικά κουραστική. Μέσα σε πολύ λίγο χρόνο έπρεπε να στηθεί απ’ την αρχή, και μάλιστα στις συνθήκες των Βρυξελλών. Ήταν ουσιαστικά η φετινή μας πρεμιέρα. Αν εξαιρέσω την πρεμιέρα, που εμένα δεν μου άρεσε πολύ – υπήρχαν προβλήματα και τεχνικά και συνοχής –, οι άλλες δύο παραστάσεις ήταν σε πολύ καλό επίπεδο και είχαν και πολύ καλή υποδοχή.
Μαθαίνουμε ότι και οι κριτικές ήταν καλές.

Ναι, αυτό ήταν περίεργο, γιατί οι κριτικοί ήταν στην πρεμιέρα, που δεν ήταν στο επίπεδο των άλλων δύο. Παρ’ όλα αυτά, η κριτική τελείωνε με τη φράση «είδαμε ένα σχεδόν αριστούργημα». Αλλά νομίζω ότι αν έβλεπαν τη δεύτερη ή την τρίτη παράσταση μπορεί να έλειπε το «σχεδόν». Αστειεύομαι… (γελά)
Ποια είναι, πιστεύετε, η συνεισφορά σας στην ευρωπαϊκή θεατρική σκηνή;

Δεν είναι δουλειά μου να απαντήσω μια τέτοια ερώτηση. Αυτά ανήκουν στους θεατρολόγους και στους κριτικούς. Όταν, όμως, κάποιος προχωράει όσο πιο βαθιά προσωπικά γίνεται, συναντά φρέσκα στρώματα που ενδιαφέρουν αρκετό κόσμο. Από την άλλη, αυτή η εισβολή του πραγματικού χαρακτηρίζει γενικότερα τη δουλειά μου. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που περιμένουν στην ουρά είναι ένα είδος ντοκιμαντέρ μέσα στη δραματουργία, κάτι που με απασχολεί και σε άλλες περιπτώσεις. Η ουρά έχει τα χαρακτηριστικά του χορού στην αρχαία τραγωδία. Ίσως πάλι είναι και η ειδική μουσικότητα που κινεί το έργο. Το εξαιρετικό κείμενο του Δημητριάδη σε συνδυασμό με τον τρόπο που παρουσιάζεται. Το ντοκιμαντέρ αυτής της λάιβ κάμερας που παρακολουθεί συνεχώς την ουρά και τον τρόπο με τον οποίο ζει κανείς τόσες ώρες εκεί. Ο συνδυασμός όλων αυτών…

Ποια είναι η γνώμη σας για τη θεατρική πραγματικότητα στην Ελλάδα; Έχουμε αισθητικές και ιδεολογικές συγκρούσεις αντιμαχόμενων ρευμάτων, έτσι;

Καλό θα ήταν να είχαμε ακόμα πιο πολλά ρεύματα, περισσότερες συγκρούσεις. Και νομίζω ότι η κριτική εδώ παίζει κάποιο ρόλο. Έχει λειτουργήσει μερικές φορές λίγο σαν το κρεβάτι του Προκρούστη, ισοπεδώνοντας πράγματα, αντί να κάνει ακριβώς το ανάποδο. Θα έπρεπε να υποστηρίξει και να ενθαρρύνει τις όσο το δυνατόν πιο διαφορετικές και ακραίες τάσεις. Έχουμε πολλά θέατρα, αλλά δεν έχουμε πολλές τάσεις. Αν είχαμε καλύτερη εκπαίδευση μπορεί να είχαμε και πιο θαρραλέες τάσεις. Αλλά η εκπαίδευση ακόμα είναι λειψή στην Ελλάδα σε σχέση με το θέατρο, τουλάχιστον η ενεργητική. Το Ελληνικό Φεστιβάλ παίζει έναν πολύ κρίσιμο ρόλο σε αυτό που λέγεται παθητική εκπαίδευση. Αυτό αφορά και τους καλλιτέχνες, αλλά και το κοινό. Όταν έχει κανείς τη δυνατότητα να δει πράγματα, η φαντασία του διευρύνεται. Οπότε μπορεί να υποδεχθεί και να αποδεχθεί με μεγαλύτερη προπαίδεια κάποιες εξάρσεις, κάποιες καινούργιες τάσεις, αντί να τις απορρίψει από το φόβο του ανοίκειου.

Ποιοι θεωρείτε ότι είναι οι αισθητικώς συγγενείς σας;

Εκεί που προσπαθούμε να αρθρώσουμε την προσωπική μας ταυτότητα υπάρχουν εκλεκτικές συγγένειες, οι οποίες δεν έχουν απαραίτητα αισθητική συγγένεια. Είναι εκλεκτική και ποιοτική η συγγένεια αυτή με τους ανθρώπους, με τους οποίους αισθάνεται κανείς ότι ανήκει στην ίδια πλευρά. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στην Ελλάδα που πάντα με ενδιαφέρει τι κάνουν και θα ήθελα να βλέπω όλες τις παραστάσεις τους και στο θέατρο και στο χορό. Και στο εξωτερικό φυσικά υπάρχουν τέτοιες εκλεκτικές συγγένειες. Το Ελληνικό Φεστιβάλ έχει ήδη προσκαλέσει κάποιους από τους συγγενείς μου.

Τι ρόλο παίζουν οι συνεργάτες σας στη δουλειά σας;

Τον ίδιο που παίζω κι εγώ, έναν πολύ κρίσιμο ρόλο. Μία παράσταση είναι επιτυχής όταν τελικά έχει χαθεί η αίσθηση τίνος πρόταση είναι τι. Έχει γίνει, δηλαδή, ένα συμπαγές όλον. Έχω την τύχη να έχω τέτοιους συνεργάτες και σ’ αυτή την παράσταση είναι ορατό. Εκτός από τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζομαι χρόνια, γνωριζόμαστε πολύ καλά και ξέρουμε τι αναζητούμε, εδώ δούλεψα πρώτη φορά με καινούργιο κόσμο, με τους οποίους καταφέραμε να συνεννοηθούμε άριστα. Ξέρετε, μία ομάδα 39 συνεργατών κατάφερε να είναι ομοιογενής και συμπαγής. Είναι σπάνια συγκυρία, ευλογημένη στιγμή. Ό,τι ακτινοβολεί αυτός ο πυρήνας διαχέεται και στους υπόλοιπους ανθρώπους που έχουν γίνει συνεργάτες μας, γιατί κι αυτοί με τη σειρά τους κατάλαβαν πολύ καλά ποια είναι η σημασία της παρουσίας τους σ’ αυτή την παράσταση. Αυτή η βαθιά κατανόηση φαίνεται στην ίδια την παράσταση. Δίνουν από αυτό το εξαιρετικό δωρεάν υστέρημα ή περίσσευμα. Το πιο συγκινητικό είναι ότι το ίδιο συνέβη και στις Βρυξέλλες, που οι άνθρωποι είναι ξένοι και δεν ήξεραν ποιοι είμαστε και τι κάνουμε.

Τι είναι ηθοποιός για εσάς;

Ο ηθοποιός για μένα πρέπει να είναι ένας ακτιβιστής και ένα πρόσωπο πλήρες – ένα πραγματικό πρόσωπο, που ζει σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, σε μια συγκεκριμένη ιστορική και πολιτική περίοδο. Αυτά τα στοιχεία της προσωπικότητας του ηθοποιού με ενδιαφέρει να ενσωματώνονται στη δραματουργία. Με ενδιαφέρει ο ηθοποιός σαν ντοκουμέντο του εαυτού του και – σε έναν βαθμό και – ερήμην του και όχι απλώς οι όποιες υποκριτικές του ικανότητες. Οι ηθοποιοί, όπως και όλοι οι καλλιτέχνες, πρέπει να είναι κυνηγόσκυλα. Κυνηγόσκυλα του πραγματικού, των ανεπαίσθητων στιγμών στην καθημερινότητα. Μαζεύουν κάποιες λεπτομέρειες κι ύστερα μας τις ξαναφέρνουν λίγο ενθουσιασμένες.

Κάποτε θεωρούσαν ότι ήσασταν το αγαπημένο παιδί των επιχορηγήσεων. Τελικά, στην Ελλάδα, το θέατρο μπορεί να είναι μόνο επιχορηγούμενο;

Εγώ ήμουν το αγαπημένο παιδί των επιχορηγήσεων; Πρώτη φορά το ακούω. Το θεωρώ μύθο, ή και ανέκδοτο. Δεν θέλω βέβαια να πω ότι έχω παράπονο. Είμαι στην ίδια κατηγορία των παραπόνων που μπορεί να έχουν όλοι οι υπόλοιποι. Βεβαίως, το ποιοτικό θέατρο δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τις επιχορηγήσεις. Και είμαι απόλυτος σε αυτό. Φανταστείτε το Εθνικό Θέατρο να μην επιχορηγείται. Όταν απαντήσει κανείς σε αυτή την ερώτηση, θα καταλάβει αν το θέατρο χρειάζεται να είναι επιχορηγούμενο ή όχι.

Ποια είναι η σχέση του θεάτρου με τις άλλες τέχνες;

Σήμερα δεν μπορούμε πλέον να μιλήσουμε για θέατρο ακριβώς. Μιλάμε για μετα-θέατρο. Οι διαχωρισμοί έχουν υπερκερασθεί σε μεγάλο βαθμό. Η ανάπτυξη του θεάτρου τα τελευταία χρόνια οφείλει πολλά στον κινηματογράφο, στην περφόρμανς, στη θεατρική πλευρά των εικαστικών. Ο Ταντέους Καντόρ, ένας πολύ μεγάλος σκηνοθέτης και ποιητής του θεάτρου, ξεκίνησε ως εικαστικός και δημιουργός χάπενινγκ στη δεκαετία του 1950 στην Πολωνία. Όλα αυτά έχουν διευρύνει τον κώδικα του τι είναι θέατρο κι αυτό είναι εξαιρετικό. Έχει αρχίσει να ανακαλύπτεται η θεατρικότητα της πραγματικότητας, η θεατρικότητα στην καθημερινότητα. Αυτό μεταφέρεται με έναν τρόπο στη σκηνή. Από αυτή την πλευρά, το θέατρο είναι πιο πλούσιο, έχει περισσότερα δωμάτια.

Σας κατατάσσουν στην παράδοση του ευρωπαϊκού θεάτρου και του μοντερνισμού. Αν εξεταζόσασταν στο φετινό θέμα των πανελληνίων εξετάσεων στην έκθεση για την ελληνική παράδοση, πώς άραγε θα απαντούσατε;

Εμείς οι Έλληνες δεν έχουμε σχέση με την ιστορία, όχι με την παράδοση. Είναι αστείο να ζητάνε τα ρέστα από τους μαθητές όταν η ίδια η κοινωνία δεν έχει σχέση ούτε με την ελληνική ούτε με την παγκόσμια ιστορία. Δεν έχει σχέση ούτε με την ιστορία της πόλης. Η Αθήνα είναι μία πόλη που με εξαίρεση τον Παρθενώνα, που δεν μπορούσε να τον γκρεμίσει, έχει ισοπεδώσει το σύμπαν, δεν έχει αφήσει τίποτε από τις ηλικίες της πόλης της ίδιας. Κι όταν δεν έχεις σχέση με την ιστορία, δεν έχεις σχέση και με τη μνήμη. Και μένουν μόνο κάτι ποιητές και κάτι καλλιτέχνες να πασχίζουν γι’ αυτή την υπόμνηση των πραγμάτων. Από την άλλη, η ευρωπαϊκή παράδοση είναι και ελληνική παράδοση – και ανάποδα. Εγώ δεν θα μπορούσα να τα διαχωρίσω αυτά. Αυτό, βέβαια, μπορεί να ακουστεί ως εθνολατρεία, αλλά δεν έχει καμία υπόσταση. Πάρα πολλά πράγματα μ’ αρέσουν στην Ελλάδα και αλλά δεν μου αρέσουν και μ’ αρέσουν στην Ευρώπη. Φαίνεται ότι πλέον ζούμε σε ένα παγκόσμιο χωριό. Με τις ιδιαιτερότητες της δικής μας διαλέκτου ανήκουμε σε μια ευρύτερη χώρα. Εγώ πιστεύω ότι έχω σχέση με την παράδοση και την υπενθυμίζω, γιατί ο Δημητριάδης είναι παράδοση. Παράδοση, όμως, είναι και το αρχαίο δράμα και ο Σολωμός, με τον οποίο δεν έχουμε καμία σχέση οι Νεοέλληνες, αν εξαιρέσει κανείς τον Εθνικό Ύμνο, που ούτε κι αυτόν τον ξέρουμε καλά. Το ότι κάποιοι πιστεύουν ότι ο Σολωμός είναι ψάρι σχετίζεται με το ότι δεν γνωρίζουμε την ιστορία μας. Αυτά είναι κρίσιμα ζητήματα και είναι κατά βάθος θέματα πολιτικής. Αν κάποιοι από προσωπική λόξα ασχολούμαστε με τα στρώματα της ηλικίας της χώρας είναι προσωπική επιλογή. Θα έπρεπε όμως να είναι πολιτική επιλογή, στην εκπαίδευση. Το ότι η Αθήνα, για παράδειγμα, μοιάζει να ξεπετάχτηκε από το 1960 και μετά, είναι ντροπή και αμάρτημα.

Τέτοια λέτε – και σας έχουν κατηγορήσει ακόμη και ως ανθέλληνα. Χάζευα τις προάλλες ένα blog στο διαδίκτυο που σας περνούσε γενεές δεκατέσσερις. Πώς απαντάτε;

Αυτό είναι ανέκδοτο. Στα blog ο καθένας γράφει ό,τι θέλει. Θα πρότεινα όμως στον ανόητο που το έγραψε να διαβάσει Δημητριάδη. Βέβαια, αν ο άνθρωπος αυτός λέει αυτά τα πράγματα θα του είναι αδύνατο να διαβάσει Δημητριάδη. Ίσως πρέπει να του το μεταφράσει η κομμώτριά του. Κοιτάξτε… Απέναντι σε κάτι τέτοιους Έλληνες, είμαι σίγουρα ανθέλληνας και είναι και καμάρι μου.

Τι είναι η σύγχρονη Ελλάδα για εσάς;

(γελά) Το χάος. Το χάος, που είναι και θετικό και αρνητικό. Είναι λίγο μπερδεμένη, είναι λίγο χαμένη στα διάφορα πόδια της, αλλά προσπαθούμε. Γινόμαστε επικριτικοί, αλλά τελικά έτσι πρέπει να είμαστε για να βελτιώνονται τα πράγματα. Με πολύ σπρώξιμο, τελικά προχωράνε κάποια πράγματα. «Για να γυρίσει ο ήλιος ...». Αυτό που μ’ αρέσει, όμως, είναι ότι η Ελλάδα έχει αρκετές ανένταχτες, ίσως και «αναρχικές», φωνές δημιουργίας σε κάθε επίπεδο – μέχρι και στην πολιτική. Γιατί, άλλωστε, η ουτοπία σπρώχνει την ιστορία. Dum spiro, spero.

INFO:
Theseum Ensemble
Δημήτρη Δημητριάδη, «Πεθαίνω σαν χώρα»

Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός
Δραματουργική Επεξεργασία:
Μιχαήλ Μαρμαρινός, Μυρτώ Περβολαράκη
Σκηνικά: Kenny MacLellan
Κοστούμια: Ντόρα Λελούδα
Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός
Κίνηση: Βάλια Παπαχρήστου
Κινηματογραφική Σκηνοθεσία:
Στάθης Αναστασίου
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Ηχητικός σχεδιασμός: Studio 19
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Μυρτώ Περβολαράκη, Ελένη Καλαρά
Βοηθός Ενδυματολόγου:
Τατιάνα Σουχορούκωφ
Εκπαιδευόμενη βοηθός Σκηνοθέτη:
Σοφία Φίλωνος
Χειρισμός ήχου παράστασης:
Βασίλης Μπούκης
Drums: Γιάννης Λελούδας
Διεύθυνση Theseum Ensemble:
Ελένη Πετάση
Υπεύθυνη Θεάτρου: Ρένα Φουρτούνη
Διεύθυνση Παραγωγής:
Μανόλης Σάρδης-PRO4
Βοηθός Διευθυντή Παραγωγής:
Αφροδίτη Χριστοδούλου-PRO4

Μετέχουν: η κα. Μπέμπα Μπλανς, Νίκος Αλεξίου, Γιώργος Ζιόβας, Γιάννης Νταλιάνης, Θεοδώρα Τζήμου, η κα. Σμαρώ Γαϊτανίδου, Kim Soο-Jin, Adrian Frieling, Πέτρος Αλατζάς, Ilias Algaer, Ρένα Ανδρεαδάκη, Μελίνα Αποστολίδου, Μαρίσκα Αρβανιτίδη, Γιώργος Βρόντος, Αναστασία Έδεν, Μαργαρίτα Κάλκου, Ρόζα Καλούδη, Βιργινία Κατσούνα, Ιλάν Μανουάχ, Τηλέμαχος Μούσσας, Αλεξάνδρα Παυλίδου, Βασίλης Σπυρόπουλος, Άρης Τσαούσης, Λάμπρος Φιλίππου, Ρένα Φουρτούνη, και ο κ. Μιχάλης Χατίρης.
Με την συμμετοχή του συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη

Πειραιώς 260 (Χώρος Δ) | 6-7 Ιουνίου

Εξαγωγαί
Kunstenfestival des Arts Βρυξέλλες, 22-25 Μαΐου | Φεστιβάλ Βιέννης,
13-16 Ιουνίου | Βαρσοβία, Οκτώβριος 2008 | Παρίσι, Φεβρουάριος 2009 |
Μόντρεαλ, Μάιος 2009

Για την ουρά, εδώ περιμένουμε;


Θα σχηματίσουν μια ουρά σε σχήμα φιδιού, που θα εκτείνεται από τη σκηνή του θεάτρου έως έξω, στα ταμεία της Πειραιώς 260. Τραγουδούν, κινούνται και χτυπούν ρυθμικά παλαμάκια. Είναι οι 200 εθελοντές της παράστασης. Συναντήσαμε τέσσερις από αυτούς στις πρόβες και τους ρώτησαμε γιατί έγιναν εθελοντές για την τέχνη.

Μαρία Ευσταθιάδη
(συγγραφέας και μεταφράστρια)
«Είμαι ωτοβλεψίας με φωνή»
Πριν από 30 χρόνια διάβασα το κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη και με είχε συγκλονίσει. Είναι ένα επίκαιρο κείμενο, που εικονογραφεί το τέλμα αυτής της χώρας και τις διαψεύσεις της σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Σε αυτό το κείμενο μπορούν πολλές χώρες να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους. Η παράσταση αυτή είναι η συνάντηση ενός κορυφαίου κειμένου ενός συγγραφέα με ένα σκηνοθέτη που έχει ταράξει τα νερά του ελληνικού θεάτρου. Το κάλεσμα σε αυτή τη συνάντηση ήταν κάτι πολύ ερεθιστικό για μένα. Ήταν μία πρόσκληση να γίνω ωτοβλεψίας με φωνή. Ήθελα να ανιχνεύσω το είναι και το πώς αυτής της παράστασης. Πρόκειται για ένα θέατρο έκπληξη. Σου κάνει δώρο πράγματα και από τη φαντασιακή και από την πραγματική ζωή. Ήθελα να ζήσω από κοντά αυτή την απλότητα, που βγαίνει από το θέατρό του, μια απλότητα που τρομάζει. Η ουρά αντικατοπτρίζει το τι είμαστε εμείς σε αυτή τη χώρα. Αυτή η χώρα χωρίς τα αιτήματά μας δεν μπορεί να υπάρξει. «Είμαστε εδώ, σε κατάσταση αναμονής, δείτε μας. Ανά πάσα στιγμή μπορούμε να εκραγούμε», αυτό εκφράζει αυτή η ουρά. Είναι ένας τεράστιος χορός. Δεν είναι αγέλη, δεν είναι κομπάρσοι, δεν είναι ανώνυμο πλήθος. Είναι μία σύνθεση από ατομικότητες, από φωνές-μονάδες, ένα συνονθύλευμα από διαφορετικότητες.

Λητώ Ιωαννίδη
και Ιάνασσα Οτάκε
(θεατρολόγος-νηπιαγωγός)

«Είναι μια εμπειρία που ήθελα
να μοιραστώ με την κόρη μου »
Ήμουν έγκυος όταν έμαθα ότι ζητούνται εθελοντές για την παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Επεiδή με την εγκυμοσύνη, θεώρησα ότι ένα κομμάτι της ζωής μου έκλεινε, ένιωσα ότι αυτή ήταν η τελευταία ευκαιρία να κάνω κάτι δημιουργικό. Ήταν μια πιεστική ανάγκη, γιατί ένιωθα ότι ήταν κάτι που θα έκανα για τον εαυτό μου. Η περσινή εμπειρία άλλαξε την οπτική μου και αυτό με κάνει ιδιαίτερα χαρούμενη. Όταν βρισκόμαστε σε αδιέξοδο, η λύση είναι πολλές φορές απλώς θέμα μιας άλλης οπτικής. Με εντυπωσίασε η δουλειά του Μιχαήλ με την ομάδα. Έβγαλε πράγματα από μένα που δεν γνώριζα ότι είχα. Φέτος, λοιπόν, ήρθα μαζί με την κόρη μου την Ιάνασσα. Τραγουδάμε μαζί, χτυπάμε ρυθμικά τα χέρια μας, κουνάμε το κεφάλι μας και το σώμα μας. Σαφώς, δεν είναι εύκολο όταν έχεις ένα μωρό, αλλά βρίσκομαι και φέτος εδώ, για να αποδείξω στον εαυτό μου ότι δεν τελείωσε ένας κύκλος, αλλά άρχισε ένας άλλος. Το βλέπω και σαν μια εμπειρία που θέλω να μοιραστώ με την Ιάνασσα, αλλά περισσότερο σαν μία επιβράβευση στον εαυτό μου. Στην προηγούμενη πρόβα, βέβαια, πεινάσαμε κι αναγκαστήκαμε να θηλάσουμε, αλλά στην παράσταση πιστεύω ότι θα το αποφύγουμε.

Παύλος Λαουτάρης,
(συντονιστής στην Μονάδα Οικονομικής Διαχείρισης του ΚΠΣ)
«Αυτή η ουρά είναι προσομοίωση
της ελληνικής κοινωνίας»
Εργάζομαι σε μια καθαρά τεχνοκρατική θέση και όπως κάθε μέρα διαβάζω το πρωί κάποια έγκυρη οικονομική εφημερίδα. Διαβάζω και την καλλιτεχνική κίνηση και τον Μιχαήλ Μαρμαρινό τον είχα ήδη παρακολουθήσει και τον θαυμάζω – με κάποιες αντιρρήσεις βέβαια. Όταν διάβασα ότι θέλει εθελοντές, το είδα σαν απόδραση από τη γκρίζα καθημερινότητα. Έτσι βρέθηκα σ’ αυτή τη διαδικασία με αρκετά ερωτηματικά. Η παρουσία του Μιχαήλ ήταν καθοριστική. Με κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Είδα μία ομάδα ανθρώπων εντελώς ετερόκλητων, που με ενδιέφερε και επιστημονικά, γιατί με ομάδες ασχολούμαι κι εγώ. Ενώ στις πρώτες συναντήσεις το έβλεπα καθαρά από την πλευρά του μάνατζμεντ, στη συνέχεια άρχισα να ζω το ρόλο αυτής της ουράς. Το έργο το ήξερα, αλλά ως μέλος αυτής της ουράς μου δημιούργησε τόσο έντονα συναισθήματα, που πραγματικά άλλαξε και πράγματα σε μένα. Γι’ αυτό το λόγο βρίσκομαι και φέτος εδώ, παρά τις πολλές μου υποχρεώσεις. Η ουρά αυτή, για μένα, είναι κάτι που υπάρχει, υπήρχε και θα υπάρχει. Έχει την έννοια της συνέχειας και συμπυκνώνει μνήμες που έχουν περάσει στο DNA μας και συνολικά στον πολιτισμό μας. Τα συνθήματα που φωνάζουμε, η κριτική στάση απέναντι στην εκκλησία, στην πολιτεία, στο στρατό έχουν σαφέστατα πολιτική χροιά, που με βρίσκει αλληλέγγυο. Αυτή η διαδικασία είναι μια προσομοίωση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία στημένη περιμένει υπομονετικά χωρίς να ξέρει πού ακριβώς πηγαίνει, φωνάζει συνθήματα, ενθουσιάζεται, καταπέφτει, φέρεται παράλογα, χειροκροτεί στην ήττα.


Άννα Τσαπάρα
(φοιτήτρια θεατρικών σπουδών)

«Κάνουμε μια σιωπηλή διαμαρτυρία»
Είχα τη μεγάλη τύχη να έχω τον Μιχαήλ Μαρμαρινό καθηγητή και έτσι βρέθηκα εδώ. Για μένα αυτή είναι μια καθαρά βιωματική εμπειρία: προσωπική και ομαδική ταυτόχρονα. Σ’ αυτή την ουρά είμαστε όλοι μια ομάδα, αλλά ο καθένας έχει παράλληλα τη δυνατότητα να απομονωθεί. Εγώ έχω την τύχη να είμαι πολύ μπροστά στην ουρά. Ουσιαστικά είμαι δύο ώρες επί σκηνής ανάμεσα στους ηθοποιούς. Αυτό που με γοητεύει είναι ότι όλοι είμαστε ανακατεμένοι και δεν αποτελούμε ένα ξεχωριστό τσούρμο εθελοντών. Συμμετέχω σε όλες τις ομαδικές δράσεις, που είναι κυρίως σωματικές, αλλά και λεκτικές. Για μένα η ουρά είναι μια ομαδική διαμαρτυρία, κοινωνική και πολιτική, και αφορά σε όλες τις χώρες. Παρ’ ότι το κείμενο αναφέρεται στην Ελλάδα, δεν μπορώ να το περιορίσω. Είναι μία σιωπηλή, χρονοβόρα, βαθιά και ουσιαστική διαμαρτυρία. Όλες οι δράσεις είναι σαν εκρήξεις. Είναι μία παράσταση που αφήνει πάρα πολλά ανοιχτά σημεία να καταλάβεις ό,τι εσύ θέλεις να καταλάβεις.

1 σχόλιο:

greekgaylolita είπε...

Εξαιρετικη παρασταση το Πεθαινω!
Μπραβο στον κυριο Μαρμαρινο.
(Ελλαδα, το Χαος, σαφως!Δε το συζητω:-)