30/6/08

Σταμάτης Κραουνάκης, Ξύπνα μου το παρελθόν


Τι ζητάνε στο Ηρώδειο η Ζωζώ Σαπουντζάκη με το Γιώργο Μαρίνο, ο Λάκης Λαζόπουλος με την Άννα Καλουτά, η Μάρθα Βούρτση και η Μάρθα Φριντζήλα, η Σόνια Θεοδωρίδου και η Άννα Παναγιωτοπούλου; Συμμετέχουν σε μια παράσταση του μουσικού που του αρέσει να ανακατεύει πρόσωπα και συστατικά από διαφορετικές κουλτούρες. Γιατί; Πώς; Διαβάστε παρακάτω…

Από τον Ηλία Κανέλλη

Ο Σταμάτης Κραουνάκης είναι ένα πληθωρικό πρόσωπο. Γράφει τραγούδια που κάνουν επιτυχία, μουσική για θέατρο, για κινηματογράφο, ακόμα και για σίριαλ, ηγείται μιας μουσικοθεατρικής ομάδας, της Σπείρα Σπείρα, που χρόνια τώρα προσπαθεί να ανανεώσει τις φόρμες του σατιρικού μουσικού θεάτρου (χωρίς να κάνει επιθεώρηση), κατά καιρούς έχει πάρει μέρος ως κριτής σε talent-show, ένα διάστημα έκανε εκπομπή στο ραδιόφωνο κι ένα άλλο διάστημα είχε την ευθύνη για μια μουσική εκπομπή στην τηλεόραση… Μουσικός αλλά και θεατρίνος, και περφόρμερ, και ολίγον αναλυτής, κριτικός, ιστορικός του τραγουδιού, κατάφερε ωστόσο να μην είναι από τους τύπους που απλώς τσαλαβουτάνε σε ένα χώρο, επιβιώνοντας σε αυτόν. Κάθε άλλο. Ο Κραουνάκης είναι δεσποτικά επιβλητικός και παρεμβατικός στα πράγματα της μουσικής-ως-μαζικό-φαινόμενο – έστω κι αν δεν χρησιμοποιεί περίτεχνα διανοήματα για να το πετύχει, έστω κι αν δεν αντλεί τα επιχειρήματά του από κάποια δεξαμενή συλλογικής, δηλαδή κομματικής ή «εθνικής» κουλτούρας.

Μερικοί λένε ότι είναι περισσότερο βιωματικός από ό,τι έντεχνος. Αλλά γιατί το βίωμα είναι κακό πράγμα, όταν μάλιστα είναι χωνεμένο και επαναποδοσμένο στην εποχή του; Άλλοι πάλι λένε ότι προτάσσει τη συγκίνηση από την εμπεριστατωμένη γνώση, την ανάλυση, την παρέμβαση – αλλά ο καλλιτέχνης σε αυτό ακριβώς διαφέρει από τον πολιτικό, συγκινεί και συγκινείται (ενώ ο πολιτικός οφείλει να σκέφτεται και να αναλύει, όταν μόνο συγκινεί έχουμε φαινόμενα λαϊκισμού και δημοκρατίας της συγκίνησης). Τέλος πάντων…

Ούτως ή άλλως, το βίωμα και η συγκίνηση, συν η επαφή του με το θέατρο και οι παρέες του Σταμάτη Κραουνάκη, όλα αυτά μαζί, συνείργησαν στο αποτέλεσμα της μουσικής παράστασης «Χ ΣΚΗΝΗΣ – Αυτά που κάψαν το σανίδι», μια σύγχρονη σύνθεση με υλικό σημαντικά (τα σημαντικότερα κατά την άποψή του) τραγούδια του ελληνικού μουσικού θεάτρου, τον 20ό αιώνα. Γι’ αυτό το φιλόδοξο πείραμα συναντηθήκαμε ένα πρωί στον Κεραμεικό με το συνθέτη. Ο Κραουνάκης δεν έχει αντίρρηση, στην αρχή, να πει ορισμένα στοιχεία του βιογραφικού του. Τότε, ανοίγω το μαγνητόφωνο…

Τι ζητάτε στο θέατρο, εσείς, ένας συνθέτης τραγουδιών, με τόσα και τόσα σουξέ στο ενεργητικό σας;

Είμαι στο θέατρο 30 χρόνια. Από τη γενιά μου, ενδεχομένως, εγώ είμαι αυτός που έχει σκουπίσει με ιδρώτα σκηνή και καμαρίνια, περισσότερο από όλους. Μου αρέσει να λέω ότι έχω κάνει καθαρίστρια σε περισσότερα από 70 έργα. Δεν είναι ότι έχω γράψει πάρα πολλές μουσικές μόνο για το θέατρο. Έχω βρεθεί στο θέατρο σε πολλές περιπτώσεις, την ώρα που γεννιόταν κάτι. Και έχω δουλέψει με πολλούς σκηνοθέτες πριν ακόμα αρχίσω να φτιάχνω τις δικές μου παραστάσεις. Έχω κάνει τη θητεία μου. Μόνο δέκα χρόνια δίπλα στον Ανδρέα Βουτσινά να κρατάω σημειώσεις, φτάνει. Αλλά και από τον Μίνω Βολανάκη έως τους νεότερους, τον Νίκο Χατζόπουλο, ας πούμε, που έχουμε μία εσωτερική σχέση πολύ δυνατή, έχω κερδίσει πολλά.

Μ’ αυτές τις εμπειρίες μπλέξατε με την ομάδα μουσικού θεάτρου που συστήσατε, τη Σπείρα Σπείρα, που μάλιστα τα πηγαίνει πολύ καλά;

Εντάξει, εκεί, στο πλαίσιο αυτής της ομάδας, κατάλαβα ότι μπορώ και να σκηνοθετήσω. Αλλά τη Σπείρα τη δημιούργησα εκ του μηδενός, σε ένα χώρο όπου δεν υπήρχε προηγούμενο. Είναι παράξενο ότι αυτό το έκανε ένας συνθέτης, ε; Σας απαντώ ότι μόνο ένας συνθέτης θα μπορούσε να το κάνει. Στην ουσία να κάνει τι; Να επαναφέρει το γουσταριλίκι για το μουσικό θέατρο, χρησιμοποιώντας σε μεικτούς ρόλους ηθοποιούς και τραγουδιστές.

Ε, εντάξει, εσείς δεν είστε ένας συνθέτης. Είστε ένας τρελός…

(διακόπτοντας)…είμαι ένας τρελός συνθέτης. Θυμάμαι τον Βολανάκη. Όταν, μια φορά, τον ρώτησα σε ένα έργο: «εγώ πού θα παίξω;», μου είχε πει: «εσύ είσαι μουσικός ηθοποιός».

Εννοούσα ότι, στη ζωή σας, έχετε κάνει πολύ περισσότερες τρέλες από όσες κάνει συνήθως ένας τυπικός, έστω και πληθωρικός, συνθέτης.

Από το συνθέτης, όμως, βγαίνουν αυτά. Ξέρετε. Την ευκολία που έχει ο μουσικός, ο οποίος μπορεί να αρθρώσει λόγο, δεν την έχει ο τραγουδιστής που δεν έχει μελοποιήσει.

Ένα βλαμμένο

στις πρόβες του Κουν

Έχω ακούσει κριτικές γι’ αυτό, για την ταυτότητά σας και ως συνθέτη. Λένε ότι στη μουσική σας, συχνά, συμπυκνώνονται παλαιότερα ιδιώματα του ελληνικού τραγουδιού. Όντως, βλέπετε το ελληνικό τραγούδι και σαν, ας το πούμε λίγο αυθαίρετα, και σαν ιστορικός;

Ναι, γιατί το αγαπούσα σαν παιδί. Η σχέση μου με το ελληνικό τραγούδι και με το θέατρο (γιατί και θέατρο βλέπω όσο πιο πολύ μπορώ), ήτανε καταρχάς ανθρώπου που θαύμαζε. Στα 17-18 μου, ήμουν μονίμως (με καινούργιους τρόπους που κάθε φορά επινοούσα απ’ την αρχή) παρατηρητής στις πρόβες του Κουν. Βλέπανε ένα βλαμμένο που πήγαινε με μια τσάντα εκεί, παρακαθήμενο – επειδή κάποιον γνωστό είχα πάντα. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι η μεγάλη μου σχολή ήταν ο Χατζιδάκις. Πηγαίνοντας στο θέατρο, ανακαλύπτοντας, δηλαδή, στην εφηβεία μαζί με τα soul που ήταν η αγάπη μου η μεγάλη και τον Κάρλος Σαντάνα και τον Τζέιμς Μπράουν, ξαφνικά, σε μια εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη, ανακάλυψα τον Χατζιδάκι των «Reflections», όπως είχαν παιχθεί από τους New York Rock ’n’ Roll Ensemble. Από αυτό το άκουσμα, ανακάλυψα μετά όλο τον Χατζιδάκι. Κι όταν, 12 χρόνια μετά, μου εμπεδώθηκε ότι οι «Αδελφές Τατά», ένα τραγούδι γραμμένο το 1963, ήταν τόσο προχωρημένο και ροκ-παράξενο τραγούδι, τότε μπήκα μέσα σε ένα παραμύθι. Ποια κατάληξη είχε το παραμύθι εκείνο; Ξαναπήγα στο Θέατρο Τέχνης, ο Χατζιδάκις με ξανάριξε στο Τέχνης. Δηλαδή, η έρευνα για το πού και το πώς γράφτηκαν αυτά, με οδήγησε ξανά εκεί πέρα. Ε, ύστερα, με αυτές τις ιδέες στον εξοπλισμό μου, μεγάλωνα σιγά σιγά, το 1980 με βρήκε στη ραδιοφωνία, να δουλεύω παιδικές εκπομπές, να βγάζω μεροκάματο. Από εκείνες τις εκπομπές γνώρισα το μισό ελληνικό θέατρο. Έπεσε κατευθείαν σήμα ότι είναι ένας πιτσιρικάς που τα καταφέρνει, τα κάνει γρήγορα, τα κάνει καλά κι είναι φτηνός. Έτσι μπήκε για τα καλά η μουσική στη ζωή μου…

Ο τρόπος που έχετε εμπεδώσει τη μουσική, όπως και το θέατρο, σας έκανε τον κατάλληλο άνθρωπο για να αναβιώσετε την ιστορία του ελληνικού θεάτρου, το καταλαβαίνετε ε;

Κοιτάξτε. Όταν μου το πρότεινε ο πρόεδρος του Φεστιβάλ είπα «ναι, μπορεί να γίνει, τους έχουμε τους ανθρώπους που μπορούν να το κάνουν». Από εκεί και πέρα, όμως, για μένα άρχισε μια πολύ μεγάλη περιπέτεια. Κυρίως για να βρεθεί η φόρμα σύνθεσης όλης αυτής της ύλης. Η πρώτη κουβέντα ήταν να βρούμε τις μεγάλες πρωταγωνίστριες του θεάτρου μας και να εμφανιστούν όλες μια βραδιά. Η δεύτερη, πιο σύνθετη σκέψη ήταν να κλείσουμε όλη αυτή την ενότητα, να δείξουμε δηλαδή ό,τι έχει περάσει από τη θεατρική ζωή τα 100 τελευταία χρόνια και από το σανίδι έμεινε να τραγουδιέται από τους Έλληνες. Κατά περίεργο τρόπο, έχει πολύ καλοκαίρι μέσα αυτή η υπόθεση. Δηλαδή, ανακαλύπτεις ξαφνικά πόσο βαθύτατα ερωτικό τραγούδι είναι το «Στρώσε το στρώμα σου για δυο». Την ώρα που το ακούς απενοχοποιημένο από την εποχή του και το χρόνο του, αποδίδοντάς το σαν πολύ ήσυχη λαϊκή μπαλάντα, ξαφνικά αναδύεται ένα βαθύτατα σύγχρονο τραγούδι, απ’ το οποίο αναδίδονται οι σημερινές εκδοχές του ερωτισμού.

Ανασύρετε και επιλέγετε. Με ποια μέθοδο;

Με οδηγεί το αίσθημα. Αυτό προσπαθώ να διακρίνω και να προσαρμόσω τις διασκευές. Επιλέξαμε, π.χ., ένα τραγούδι του Λεοντή, «Το στρείδι και το μαργαριτάρι», από ένα έργο του Ντάριο Φο. Ο χρόνος που πρωτοτραγουδήθηκε αλλά και το πώς αποτυπώθηκε στο δίσκο, από την παράσταση με τις φωνές των λαϊκών τραγουδιστών, είχε αποδυναμώσει τη θεατρικότητά του. Ξαφνικά, ξαναβάζοντάς το στην πρόβα σαν κομμάτι από το θέατρο πήρε άλλη διάσταση. Πρέπει να σας πω ότι από το 1970 και ύστερα τις έχω δει τις παραστάσεις, έχω προσωπικές μνήμες. Θυμάμαι, ας πούμε, «Το μεγάλο μας τσίρκο», στη δικτατορία. Ήξερα πολύ καλά τι γινόταν την ώρα που έβγαινε ο Ξυλούρης στο σανίδι με το τραγούδι του Ξαρχάκου και τι σήμαινε αυτό το πράγμα – αλλά σήμερα προέχει η συγκίνηση, όχι η αντιγραφή του επικού ύφους του Ξυλούρη. Κι όταν η Μάρθα Βούρτση θα πει κομμάτια του Θεοδωράκη από την παράσταση «Ένας όμηρος», θα προκαλέσει συγκίνηση σε όσους θυμούνται, αλλά πρέπει να συγκινήσει και όσους δεν έχουν μνήμες της εποχής. Έτσι πορευόμαστε. Θυμόμαστε και προσπαθούμενα φέρουμε στο σήμερα τις μουσικές του τότε. Διαφόρων τότε. Με τους ανθρώπους που έχω και φιλική σχέση, όπως με την Άννα Παναγιωτοπούλου, τον Γιώργο Μαρίνο, την Κατιάνα Μπαλανίκα, που έχουμε φάει μαζί ψωμί κι αλάτι 20 χρόνια, οι συγκινήσεις και τα κλάματα ήταν καθημερινό γεγονός στην πρόβα.

Πώς καταλήξατε στις επιλογές και στην τελική φόρμα της συγκεκριμένης παράστασης;

Η πρώτη σκέψη ήταν το ρεπερτόριο. Σ’ αυτό μας βοήθησε πολύ ο Γιώργος Παπαστεφάνου, γιατί προσωπικά ως το 1960 δεν το κατείχα καθόλου. Με τον Χρήστο Στέργιογλου κάνουμε την προπολεμική εποχή. Η Κατιάνα Μπαλανίκα κάνει το μεταπολεμικό θέατρο – ξέρετε τώρα, επιθεώρηση, Κοτοπούλη, Βέμπο. Ύστερα, περνάμε στην έντεχνη σκηνή. Είναι η πρώτη στιγμή που έχουμε στη σκηνή έναν άγγελο, ακούγεται δηλαδή ο Χορν, η τοτινή και μοναδική ερμηνεία του, την οποία συνοδεύει η αληθινή ορχήστρα. Φυσικά, έχουμε πειράξει αρκετά. Η πάροδος των Ορνίθων, π.χ., τουλάχιστον στο πρώτο μέρος, έχει γίνει κανονικό ραπ, με έναν μαύρο ράπερ στη μέση, ένα καταπληκτικό ελληνόπουλο - που μάλιστα, όλως περιέργως, το επίθετό του είναι πασίγνωστο στο μουσικό θέατρο: Καλουτά.

Την Άννα Καλουτά θα την έχετε στην παράσταση, θα έχετε κι άλλες όμως. Πώς τις πείσατε;

Με τη Ζωζώ [Σαπουντζάκη] είμαστε φίλοι. Ήταν το σίγουρο και το δεδομένο. Την Καλουτά την πήρα τηλέφωνο με μεγάλο δισταγμό, γιατί μου είχαν πει όλοι ότι δεν θα δεχθεί. Την πήρα για να κλείσουμε ένα ραντεβού και μου είπε: «Δεν μπορώ, αγάπη μου. Είμαι πάρα πολύ κουρασμένη, είμαι άρρωστη». Λέω: «Καλά, δεν πειράζει. Ας έρθω ένα βράδυ από το σπίτι να τα πούμε από κοντά». Πριν περάσει ο χρόνος που είχαμε δώσει ραντεβού, ήρθε στην παράσταση. Εκείνο το βράδυ δέχτηκε. Ενθουσιάστηκε, έκλαιγε. Αυτή και τη Σπεράντζα Βρανά τις κράτησα για το τέλος, για να μπορέσουμε να τις τιμήσουμε, όπως πρέπει. Είναι οι δύο παλαιότερες.

Μήπως το παρακάνετε με τη νοσταλγία;

Καθόλου. Θα συγκινηθούν όλοι. Και η γιαγιά θα ευχαριστηθεί αλλά και τα τεκνά νομίζω θα περάσουν μια χαρά. Δεν γέρνει το άκουσμα στη νοσταλγία, ο τρόπος με τον οποίο έχουν ενορχηστρωθεί τα κάνει όλα φρέσκα. Όταν υπάρχει ένα οργανωμένο σύνολο και έρχεται ο guest, αναγκαστικά μπαίνει στο τριπάκι της δουλειάς που έχει ήδη γίνει. Είμαι πολύ ευτυχής για τη δουλειά αυτή. Έχω πολύ καλή ορχήστρα και τέλειους μουσικούς. Έχουν τη δυνατότητα να μετατρέψουν το παλιό αίσθημα σε κάτι φρέσκο, χωρίς να πειραχτεί το άρωμα του παρελθόντος. Η σκέψη ήταν να κάνουμε μια ορχήστρα θεάτρου που θα μπορούσε να παίξει σε ένα παγκόσμιο κλαμπ.

Γκομενιλίκι

Ποιες είναι οι μεγάλες ενότητες στις οποίες, κατά τη γνώμη σας, η μουσική ανταμώνει το θέατρο;

Οι «Όρνιθες», το «Τσίρκο», η Ελεύθερη Σκηνή. Αυτό ίσως είναι πολύ προσωπικό βίωμα, αλλά πρέπει να σας πω ακόμα ότι ένιωσα πολύ μεγάλη συγκίνηση την ώρα που άκουσα την Άννα Καλουτά να τραγουδά. Μου θυμίζει μια εποχή που υπήρχε ένα γκομενιλίκι στις σχέσεις των ανθρώπων. Που κάναμε γκομενικά ραντεβού στο Άλσος για να πηγαίνουμε να δούμε την πρόβα.

Έχω την εντύπωση ότι λείπει μια από τις μεγαλύτερες συγκρούσεις κατευθύνσεων στο ελληνικό τραγούδι και στο θέατρο. Η σύγκρουση Θεοδωράκη-Χατζιδάκι, της αριστερόστροφης λαϊκότητας με την αστική κομψότητα (για να το πω σχηματικά) στις αρχές της δεκαετίας του 1960...

Υπάρχει η «Οδός Ονείρων», εκπροσωπημένη από τον Γιώργο Μαρίνο και από τη Μάρω Κοντού. Ο αληθινός αντίποδας, όμως, στο «Φέρτε μου ένα μαντολίνο», ήταν το «Στρώσε το στρώμα σου για δυο».

Το θέατρο ή το τραγούδι είναι σε καλή κατάσταση αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα;

Ίσως το θέατρο, αλλά δεν έχει κάτι που υπήρχε παλιά. Δεν αφιερώνουν χρόνο. Δεν δουλεύουν στα έργα, όπως δούλευαν παλιά. Λένε όλοι τρελό τον Βογιατζή που δουλεύει 6 μήνες. Δεν ανεβαίνει τραγωδία, όμως, σε δύο μήνες. Το μεγάλο έγκλημα στα ανεβάσματα ξεκινάει από τις μεταφράσεις. Η πρώτη παραφθορά των νοημάτων και της ουσίας γίνονται από τις μεταφράσεις, όπου ο κάθε μεταφραστής φέρνει τη γλώσσα στο χωριό του. Σχεδόν κανείς δεν κάθεται να κοιτάξει το γράμμα και, κυρίως, το ρυθμό. Το βασικότερο πράγμα που πρέπει να σεβαστεί ο μεταφραστής στα αρχαία έργα είναι ο ρυθμός, γιατί αυτά ήταν καθαρόαιμα ενεργειακά, μουσικά κείμενα. Ο ρυθμός στη μετάφραση γίνεται συχνά λεκτικό καλαμπούρι. Ξεχνάμε επίσης ότι η κωμωδία καταγράφει την παρακμή μιας πόλης.

Τώρα σε ποια φάση είναι η σύγχρονη Αθήνα;

Μεταπαρακμή. Όπως λέμε μεταμοντέρνο.

Το τραγούδι λένε ότι περνάει κρίση. Λένε ότι το έχει αλλάξει το Ίντερνετ, και αισθητικά αλλά και την αγορά του. Τι λέτε εσείς;

Ένα πράγμα που σου τρυπάει τα αυτιά, από όποια μεριά και να το ακούσεις, αν σ’ αρέσει θα ψάξεις να το βρεις. Σήμερα άκουγα Εν λευκώ και έπαιζε ένα κομμάτι που δεν είχε λόγια. Μπήκα κατευθείαν στο Ίντερνετ, χτύπησα στο σταθμό και μου έδωσαν αμέσως το όνομα του κομματιού που έπαιζε εκείνη την ώρα. Την ώρα που θες να βρεις αυτό που σ’ αρέσει, το βρίσκεις και το αγοράζεις από οπουδήποτε. Έκανα 20.000 cd με το «Πόσο σ’ αγαπώ», νούμερο πολύ μεγάλο για τις μέρες αυτές, με δύο σημεία πώλησης και το Ίντερνετ. Το πρόβλημα είναι στο προϊόν. Η κρίση βασίζεται σε αυτό κατά τη γνώμη μου. Στον απαίσιο χειρισμό από τις εταιρείες, στο πώς διαμορφώθηκε η εποχή, στο πώς έμπλεξαν τα σκυλάδικα φούστες μπλούζες όλα μαζί. Ανάθεμα την ώρα, γιατί ο Θεοδωράκης έβαλε τον όρο έντεχνο σε μια εποχή που χρειαζόταν ο διαχωρισμός, αλλά απέμεινε αυτός ο όρος σαν αρρώστια. Αυτός, βέβαια, είναι και ένας χειρισμός της πιάτσας που διαμορφώθηκε για να χαρακτηρίσει πράγματα που δεν θέλουμε. Φτάσαμε, όμως, στην πολύ περίεργη στιγμή αυτό το περιβόητο κυνηγημένο έντεχνο να είναι ξανά η γέφυρα. Αυτή τη στιγμή, αν κοιτάξεις γύρω δεν παίζει κανένας τον κυρίαρχο ρόλο. Αυτό δεν αφορά τις δισκογραφικές, αφορά τους καλλιτέχνες.

«Δεν πιστεύω στην Ελλάδα»

Υπό ποιες προϋποθέσεις ένας καλλιτέχνης στην Ελλάδα μπορεί στο μέλλον να αποβεί δημιουργικά πρωτότυπος, αληθινά πρωτοποριακός;

Δεν πιστεύω στην Ελλάδα. Καθόλου. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κανένα μέλλον. Το καθετί γίνεται για να κοπούν χέρια και πόδια από όσους ανθρώπους ακόμα τα καταφέρνουμε να κάνουμε αυτό που αισθανόμαστε ή αυτό που πιστεύουμε ότι είναι η δουλειά μας. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, γιατί κανείς δεν θέλει την τέχνη για κανένα άλλο λόγο πέρα από το να τη χρησιμοποιεί, όπως βλέπουμε στους γάμους, που χρειάζεται μια ορχήστρα για να χορέψει το ζευγάρι στο τέλος. Από την άλλη, επειδή είμαστε μια χώρα με πολλές ονομαστικές εορτές, λόγω θρησκείας, αυτό το πράγμα συντηρεί και την παράδοση. Δεν με νοιάζει αν η παράδοση συντηρείται από την Έφη Θώδη, μεταλλαγμένα. Με έναν τρόπο, όταν είναι η ώρα να παίξει το «Μωρή κοντούλα λεμονιά» ή το «Χριστός Ανέστη», το πράγμα είναι στη θέση του. Βέβαια, πάλι, βλέπω πέντε κοντούλες πολύ ευχαριστημένες με τη θέση που έχουν στο πάνελ, με προδιαγεγραμμένο το διάλογο και την αντιπαράθεση.


Info

Σταμάτης Κραουνάκης

x ΣΚΗΝΗΣ - Αυτά που κάψαν το σανίδι

Σύνθεση μουσικού σεναρίου:

Σταμάτης Κραουνάκης

Σύμβουλος Μουσικού σεναρίου:

Γιώργος Παπαστεφάνου

Επιμέλεια προγράμματος:

Λίνα Νικολακοπούλου & Σταμάτης Κραουνάκης

Κείμενα – Παρλάτες: Λίνα Νικολακοπούλου

Σκηνοθεσία – Βίντεο: Κώστας Αυγέρης

Σκηνικά – Κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ

Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ

Μουσική προετοιμασία:

Χρίστος Θεοδώρου, Άρης Βλάχος

Ενορχηστρώσεις – Διεύθυνση ορχήστρας:

Γιώργος Ζαχαρίου

Παρουσίαση:

Σταμάτης Κραουνάκης & Ελένη Ουζουνίδου

Συμμετέχουν: Γρηγόρης Βαλτινός, Μάρθα Βούρτση, Σπεράντζα Βρανά, Σόνια Θεοδωρίδου, Άννα Καλουτά, Μάρω Κοντού, Λάκης Λαζόπουλος, Γιώργος Μαρίνος, Κατιάνα Μπαλανίκα, Δημήτρης Μπάσης, Άννα Παναγιωτοπούλου, Ζωζώ Σαπουντζάκη, Χρήστος Στέργιογλου, Μελίνα Τανάγρη, Μάρθα Φριντζήλα, Ζωή Φυτούση, Γιάννης Χαρούλης

Στο ρόλο της χορωδίας η Ομάδα Ελληνικού Μουσικού Θεάτρου Σπείρα Σπείρα: Αργυρώ Καπαρού, Ελεάννα Καραντίνου, Στέλιος Καρπαθάκης, Δάφνη Λέμπερου, Βασίλης Μοσχονάς, Χρήστος Μουστάκας, Κώστας Μπουγιώτης, Γιώργος Νανούρης, Γιώργος Στιβανάκης, Παρθένα Χοροζίδου

Ωδείο Ηρώδου Αττικού | 27 & 28 Ιουνίου 2008, 21:00

“Θα είμαι κι εγώ Χ ΣΚΗΝΗΣ”

Έξι κυρίες που συμμετέχουν στη μουσικοθεατρική παράσταση του Σταμάτη Κραουνάκη εξηγούνται

Από την Κατερίνα Κόμητα

Μάρω Κοντού

«Σαν να έλειπα ταξίδι…»

Ποια ήταν η πρώτη σας αντίδραση, όταν σας πρότειναν να πάρετε μέρος σε αυτή την παράσταση;

Το πρώτο πράγμα που είπα στο Σταμάτη ήταν ότι από αυτή τη βραδιά δεν πρέπει να λείπει ο Χορν και ότι έπρεπε να βρει έναν τρόπο για να τον εμφανίσει να λέει το «Ηθοποιός σημαίνει φως». Όντως, ο πολυμήχανος Κραουνάκης βρήκε τον τρόπο...

Πώς ήταν το κλίμα στις πρόβες;

Ήμαστε όλοι μια ωραία ομάδα. Ο ίδιος ο Σταμάτης λέει ότι δεν αντιμετώπισε ούτε μισή γκρίνια. Φαίνεται πως όλοι πήγαμε με χαρά, σαν για να κάνουμε μια παιδική σκανταλιά. Με χιούμορ με αγάπη.

Πώς είδατε την ιδέα για μια τέτοια παράσταση;

Ήταν ωραία έμπνευση. Ο συνδυασμός ήταν περίεργος αλλά, όπως λέει και ο ίδιος ο Κραουνάκης, «αυτό είναι ροκ»...

Θα τραγουδήσετε τη «Μαύρη Φορντ» του Μάνου Χατζιδάκι από την «Οδό Ονείρων». Τι θυμάστε από εκείνη τη θρυλική παράσταση;

Θυμάμαι πως όταν μου είχαν δώσει να πω τη «Μαύρη Φορντ», σχεδόν έκλαιγα. Πίστεψαν ότι με είχαν «ξεπετάξει». Ο Χορν με στήριξε, λέγοντάς μου ότι η «…Φορντ» ήταν ένα τραγούδι που θα έμενε. Και έμεινε.

Επιστρέφετε μπροστά στο κοινό ύστερ από πολλά χρόνια. Πώς είναι;

Νιώθω τρακ και μεγάλη χαρά που θα ξαναβρεθώ με τόσο αγαπημένους συναδέλφους που τους είχα στερηθεί απομακρυνόμενη από το θέατρο και ασχολούμενη με τα κοινωνικοπολιτικά. Νοιώθω σαν να έλειπα χρόνια ταξίδι και τώρα πια γυρνώξανά πίσω, στα χωράφια μου.

Ζωζώ Σαπουντζάκη

«Η ζωή μου όλη, ένα θέατρο κι ένας καθρέφτης»

Αυτή θα είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεστε στο Ηρώδειο. Πώς το πήρατε;

Πολύ όμορφα. Δεν μπορώ να πω ότι έχω τρακ. Νοιώθω συγκίνηση, μεγάλη χαρά, γιατί θα είναι μια μοναδική παράσταση. Νομίζω ότι ο κάθε Έλληνας που μπαίνει μέσα σε αυτόν τον ιερό χώρο πρέπει να νιώθει συγκίνηση.

Θεωρείτε ότι το μουσικό θέατρο είναι δύσκολο είδος;

Είναι το δυσκολότερο. Γιατί στο μουσικό θέατρο μέσα σε δυο-τρία λεπτά πρέπει να έχεις αρπάξει τον κόσμο, με την εμφάνιση, με την ομορφιά, με το ταλέντο σου, με τη φωνή σου, με το χορό σου, και να έχει πέσει χειροκρότημα. Ενώ στην πρόζα έχεις μεγαλύτερη άνεση χρόνου. Μπορεί η πρώτη σκηνή σου να είναι πιο χαλαρή και να γίνεις καλύτερος μετά. Έχεις μεγάλα περιθώρια να φτιάξεις το ρόλο σου μέχρι το τέλος της παράστασης.

Παλιότερα, υπήρχαν πολύ αστραφτερές παρουσίες στο θέατρο, γυναίκες που τις αποκαλούσαν θεές. Σήμερα αυτό δεν συμβαίνει εύκολα. Γιατί;

Πίσω από αυτές τις θεές που λες εσύ, δεν μπορείς να φανταστείς πόσες θυσίες κρύβονται. Ας μιλήσω για τον εαυτό μου. Εγώ έδωσα τη ζωή μου σ’ αυτή τη δουλειά. Στερήθηκα τα παιδικά μου χρόνια, δεν έπαιξα με κούκλες –γιατί έπρεπε να παίζω στη σκηνή– δεν γνώρισα εφηβεία, δεν είχα χρόνο για φλερτ, δεν πήγα σε πάρτι. Αντί για όλα αυτά, έζησα ένα θέατρο, κι έναν καθρέφτη. Να στέκομαι μπροστά και να προβάρω αυτό που θα έπαιζα, αυτό που θα φορούσα, τον τρόπο που θα χτένιζα τα μαλλιά μου. Κι αυτός ο καθρέφτης έγινε η ζωή μου. Όμως δεν μετανιώνω, γιατί αυτό αγάπησα κι αυτό αγαπώ.

Άννα Καλουτά

«Ό,τι είμαι με έκανε το τρακ»

Κυρία Καλουτά, ποια τραγούδια θα πείτε στην παράσταση;

Θα πω τέσσερα τραγούδια: Το «Ευζωνάκι», μια παρλάτα, το «Μ’ αρέσεις», και το «Εδώ είμαι ακόμα, ζω» του Κραουνάκη.

Το «Ευζωνάκι» είναι το σήμα κατατεθέν σας…

Μια ζωή με κυνήγαγαν μια φουστανέλα και δυο τσαρούχια. Δεν υπήρχε παράσταση που να μην ντυθώ τσολιαδάκι. Άσε στον πόλεμο… Ξέρετε, έδρασα στον πόλεμο κι εγώ.

Έχουν περάσει 14 χρόνια από την τελευταία σας εμφάνιση. Σας έχει λείψει το θέατρο;

Όχι, γιατί το έχω στην ψυχή μου. Και όταν βλέπω σημερινούς ηθοποιούς να στέκουν καλά και με αξιοπρέπεια, καμαρώνω.

Βλέπετε παραστάσεις;

Σπάνια, γιατί δεν αντέχω τις βωμολοχίες, με στενοχωρούν. Δεν σας κρύβω ότι μια από τις τελευταίες φορές που παρακολούθησα επιθεώρηση πήγα και ήθελα να φύγω – αλλά δεν μπόρεσα, γιατί στο διάλειμμα κάποιος με ανήγγειλε. Έτσι έγινε αισθητή η παρουσία μου με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην μπορώ να φύγω αλλά τελικά πήγα και μέσα για να τους συγχαρώ… Σας ορκίζομαι ότι δεν κοιμήθηκα τη νύχτα κι έλεγα: το καημένο το μουσικό θέατρο, πώς κατάντησε έτσι… Μιλώ πάντοτε για το μουσικό θέατρο, γιατί η πρόζα, ευτυχώς, μας βγάζει ασπροπρόσωπους.

Μήπως οι σημερινοί συγγραφείς είναι ανεπαρκείς σε σχέση με τους παλαιότερους;

Τρεις έχουν καταστρέψει το μουσικό θέατρο. Ο συγγραφέας που τα γράφει, ο ηθοποιός που δέχεται να τα παίξει και το κοινό που τα χειροκροτεί.

Νιώθετε αγωνία για την παράσταση;

Πάντα, στην αρχή, όταν βγαίνω, έχω ένα ψιλό τρακ.

Ακόμα και τώρα;

Βεβαίως. Αυτό με έκανε αυτή που είμαι.

Μάρθα Βούρτση

«Για μένα, το τραγούδι είναι ρόλος»

Ποια τραγούδια θα ερμηνεύσετε;

Θα πω τρία κομμάτια από την παράσταση «Ένας Όμηρος», το θεατρικό έργο του Ιρλανδού Μπέρτραν Μπίαν, στην οποία είχα πάρει μέρος το 1964 παίζοντας το ρόλο της Μεγκ. Τότε, ο Μίκης Θεοδωράκης είχε γράψει μουσική για την παράσταση σε στίχους που ο ίδιος ο συγγραφέας έχει περιλάβει στο έργο [σ.σ. αναφέρεται στο αίτημα της Ιρλανδίας για αυτοδιάθεση και εθνική ανεξαρτηρία, που πολύ συγκινούσε εκείνο τον καιρό]. Από τα τραγούδια αυτά, το πιο γνωστό είναι το «Γελαστό παιδί».

Τι είναι για σας η ερμηνεία ενός τραγουδιού;

Εγώ δεν είμαι τραγουδίστρια· μπορώ να τραγουδήσω μόνο ως ηθοποιός. Δηλαδή το τραγούδι μου πρέπει να λειτουργεί ως προέκταση του ρόλου που έχω μέσα σε ένα έργο. Για μένα το τραγούδι είναι ρόλος.

Πότε γνωριστήκατε για πρώτη φορά με τον Σταμάτη Κραουνάκη;

Το 1981, έπαιζα την «Άννι», ένα πασίγνωστο αμερικάνικο μιούζικαλ. Την εποχή εκείνη ο Ντίνος Κατσουρίδης γύριζε την ταινίας «Ο Θανάσης και το καταραμένο φίδι», με τον Θανάση Βέγγο. Ο Σταμάτης είχε αναλάβει να γράψει μουσική για την ταινία και μου ζήτησε να τραγουδήσω το τραγούδι των τίτλων. Εξεπλάγην, όμως ο Σταμάτης ήξερε πολύ καλά τι ζητούσε, δεν χτύπησε έτσι την πόρτα μου.

Όταν σας πρότεινε να λάβετε μέρος στην τωρινή παράσταση πώς αντιδράσατε;

Είχα ενδοιασμούς. Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να είμαι σωστή στο τραγούδι. Το δράμα μου είναι ότι είμαι και μουσικός· μέχρι τα δεκάξι μου είχα φτάσει στην Ανωτέρα στο πιάνο, έτσι ξέρω καλά τις αδυναμίες μου αλλά και τους τρόπους να τις καλύπτω.

Σπεράντζα Βρανά

«Αν ήμουν 18 θα γινόμουν τηλεπαρουσιάστρια»

Πώς αντιδράσατε στην πρόταση να πάρετε μέρος στην παράσταση αυτή;

Είναι γνωστό ότι έχω σοβαρό πρόβλημα με τα πόδια μου, κι αυτό είναι κάτι που μου δημιουργεί πολλές δυσκολίες. Αλλά Ηρώδειο είναι αυτό, ο Κραουνάκης βρήκε ένα τρόπο να με βγάλει που μου άρεσε πολύ, «Το τραμ το τελευταίο», το τραγούδι που θα πω, είναι το τραγούδι με το οποίο ξεκίνησα τα θεατρικά μου βήματα – για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, είπα το «ναι».

Αν ξεκινάγατε σήμερα τι καριέρα θα ακολουθούσατε;

Πριν από 5-6 χρόνια έλεγα ότι, αν ήμουν 18 χρονώ, θα γινόμουν τηλεπαρουσιάστρια. Όμως όταν είδα από «μέσα» την τηλεόραση και το πόσο δύσκολο πράγμα είναι να παίρνεις συνεχώς οδηγίες από πάνω, δηλαδή από το κοντρόλ, κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσα να το κάνω. Γι’ αυτό και θαυμάζω τους ανθρώπους που τα έχουν καταφέρει σε αυτή τη δουλειά.

Σας έλκουν τα επαγγέλματα που έχουν προβολή, ε;

Όταν ξεκινάς αυτού τους είδους τις καριέρες, για παράδειγμα του ηθοποιού, του δημοσιογράφου, του πολιτικού, ο σκοπός σου είναι να εισπράξεις το «μπράβο». Στο βιβλίο μου «Ο οργασμός του μπράβο», γράφω ότι ο μεγαλύτερος οργασμός που μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος είναι όταν στέκεται πάνω στη σκηνή και ο κόσμος τον χειροκροτεί, όρθιος, με ενθουσιασμό. Δεν μπορείς να φανταστείς τι οργασμός είναι αυτός. Και εγώ, δόξα σοι ο θεός, τον έχω νιώσει πάρα πολλές φορές.

Σόνια Θεοδωρίδου

«Θέλω να τραγουδήσω για το σινεμά»

Πώς νιώθετε ως η μόνη εκπρόσωπος του λυρικού τραγουδιού σε αυτή τη βραδιά;

Μου αρέσει πολύ το ότι θα βρίσκομαι ανάμεσα σε τόσους ηθοποιούς. Ακόμα, μου αρέσει το ότι, μέσα σε ένα βράδυ, θα ξετυλιχθεί η ιστορία του ελληνικού θεάτρου μέσα από το τραγούδι.

Με τον Σταμάτη Κραουνάκη ποια είναι η σχέση σας;

Ερωτική. Τον αγαπώ πάρα πολύ. Τον Νοέμβριο θα δώσουμε ένα κοντσέρτο στο Μέγαρο Μουσικής, βασισμένο στο μέχρι τώρα έργο του και σε κάποια καινούργια τραγούδια που έχει γράψει ειδικά για μένα.

Η επιστροφή σας στην Ελλάδα θα σηματοδοτήσει ίσως και μια αλλαγή στην καριέρα σας;

Στο εξωτερικό, πολλοί σημαντικοί συνάδελφοί μου πήραν τη λαϊκή μουσική τους και την ανέδειξαν. Τώρα που γύρισα, λοιπόν, έχω τη φιλοδοξία να κάνω κάτι αντίστοιχο. Δεν έχω κανένα φόβο μην τσαλακωθώ προκειμένου να προβάλω τη μουσική της πατρίδας μου.

Θα βλέπατε τον εαυτό σας σε μια θεατρική παράσταση εκτός όπερας;

Αν και δεν μου λείπει η εμπειρία, πιστεύω ότι δεν διαχειρίζομαι τόσο καλά την πρόζα, όπως θα το έκανε ένας ηθοποιός. Το δυνατό μου σημείο ήταν και συνεχίζει να είναι το τραγούδι, μέσα από το οποίο μπορώ και εκφράζομαι. Αλλά ναι, θα ήθελα πολύ να παίξω σε μια τραγωδία. Είναι κάτι που το έχω μέσα μου. Κι ακόμα, θέλω πολύ να τραγουδήσω για τον κινηματογράφο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: