14/7/08

Αλέν Μπιφάρ, Ο άνθρωπος που δηλητηριάζει το μιούζικαλ


Στην πρωτοπορία του παγκόσμιου χορού, ο έντονα πολιτικοποιημένος Αλέν Μπιφάρ αποφάσισε αυτή τη φορά να τα βάλει με το μιούζικαλ, με την ελαφρότητα του χολιγουντιανού, κατά βάσιν, ιδιαίτερα δημοφιλούς είδους. Πώς; Ανατρέποντας τα κλισέ της χαράς, μεταμορφώνοντας μια ελαφρά, χαρούμενη αφήγηση σε τραγωδία. Κάτι πολύ βαθύτερο από απλή άσκηση ύφους.

Από τη Νίκη Ορφανού

Τρεις χορευτές διεθνούς φήμης με αξιόλογο υποκριτικό ταλέντο και φωνές που συναρπάζουν και ξαφνιάζουν, δίνουν σάρκα και οστά στο μουσικοχορευτικό θέαμα του Αλέν Μπιφάρ με τον περιπαικτικά διφορούμενο τίτλο «(Not) a love song». Ο Μιγκέλ Γκουτιέρες, η Βέρα Μαντέρο και η Κλαούντια Τριότσι (ντυμένοι με εντυπωσιακά ρούχα υψηλής ραπτικής των Γιαμαμότο, Σανέλ και Λακρουά) πλέκουν έναν αιθέριο ιστό από ανθρώπινες σχέσεις: έρωτα, πάθος, ενοχή, ντροπή, εξάρτηση, μοναξιά, βία, φιλία. Ο διάσημος Γάλλος χορογράφος δημιουργεί, πάνω σε ψυχρό, κατάλευκο φόντο, έναν ολόκληρο κόσμο από ήχους και κινήσεις, που φέρνουν στο μυαλό γνωστές ταινίες του σινεμά. Πάνω στον κόσμο αυτό της ελαφρότητας και της ανεμελιάς απλώνει την υποψία μιας αδηφάγας βιομηχανίας του θεάματος τύπου Χόλιγουντ. Ο Αλαίν Μπιφάρ, από τους πρωτοπόρους του κινήματος των conseptual Γάλλων χορογράφων, παίζει εδώ με το είδος του μιούζικαλ κάνοντας στα κρυφά… ενέσεις κυνισμού σε ένα είδος ο αφηγηματικός ιστός του οποίου συνήθως εξυμνεί την αφέλεια. «Όλοι θέλουν να πάρουν μια γεύση από τον αστραφτερό κόσμο της σόουμπιζ. Εγώ την προσφέρω άφθονα… Κι αν μείνει σε κάποιους μια πικρή γεύση στο στόμα, τότε θα ξέρω ότι η παράσταση πήγε καλά», μας είπε ο ίδιος. Ολόκληρη η συζήτηση που είχαμε μαζί του, στις αράδες που ακολουθούν.

Με το «(Not) a love song» επιχειρείτε να δημι-

ουργήσετε ένα νέο είδος, το «τραγικό μιούζι-

καλ». Μπορείτε να μας εξηγήσετε το κόνσεπτ

του;

Το να ασχοληθώ με το μιούζικαλ ήταν κάτι που ήθελα να κάνω από παλιά. Γιατί είχα πάντα μια παράξενη σχέση έρωτα – μίσους μαζί του. Από τη μια με γοήτευε η ελαφρότητά του και η ζωντάνια του, από την άλλη με απωθούσε η προβλεψιμότητά του, τα άπειρα κλισέ του. Έτσι, σκεφτόμουν πώς θα ήταν να έβρισκα τρόπο να μπολιάσω το μιούζικαλ με την τραγωδία, να το δηλητηριάσω με ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, πιο σκοτεινό από το πρώτο, πιο διφορούμενο, πιο πολιτικό. Νομίζω ότι το κατάφερα με το «(Not) a love song»: το έργο μπορείς να το διαβάσεις με δύο τρόπους, είτε ως μιούζικαλ είτε ως τραγωδία.

Η λεωφόρος της Δύσης

Υπάρχει αφηγηματικό νήμα στο έργο;

Και ναι και όχι. Είναι η ιστορία τριών χαρακτήρων: δύο γυναικών, που θα μπορούσαν να είναι ηθοποιοί του Χόλιγουντ, και μιας ανδρικής αινιγματικής φιγούρας, που θα μπορούσε να είναι πολλά πράγματα. Φωτογράφος, γείτονας, εραστής, απλός φίλος, ή τίποτα απ’ όλα αυτά. Δεν είμαστε βέβαιοι για τίποτα, μπορούμε μόνο να εικάζουμε. Οι χαρακτήρες έχουν αναφορές στις συλλογικές κινηματογραφικές μας εμπειρίες. Πυξίδα μου ήταν, αν θέλετε, το «Sunset Boulevard» (ελληνικός τίτλος: «Η λεωφόρος της Δύσης», 1950) του Μπίλι Γουάιλντερ (με την Γκλόρια Σουάνσον πλάι στον παλαίμαχο κινηματογραφιστή Έριχ φον Στροχάιμ, συμπρωταγωνίστρια του Ουίλιαμ Χόλντεν) και η «Βερόνικα Φος» του Φασμπίντερ (1982). Από αυτά παίρνω διάφορα στοιχεία, και αφηγηματικά και αισθητικά. Πρόκειται ουσιαστικά για μια μείξη που κάνω βασισμένη, περισσότερο απ’ όλα ίσως, στο προσωπικό μου γούστο. Το ίδιο κάνω και στο επίπεδο της μουσικής.

Ο τίτλος κάνει αναφορά μήπως στο γνωστό τραγούδι…

This is not a love song, ναι. Είναι ένα πολύ γνωστό κομμάτι των αρχών της δεκαετίας του 1980. Έχει γέλιο να μιλάς για τον έρωτα λέγοντας ότι δεν μιλάς για τον έρωτα. Έχει, ταυτόχρονα, και κάτι το τραγικό…

Είναι, λοιπόν, η δουλειά σας αυτή μια αναφορά στην πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων;

Βέβαια. Είναι σχέσεις άλλοτε αγνές και αυθεντικές, άλλοτε εξαρτημένες, παρακμιακές, ακόμα και σαδιστικές. Ποτέ δεν μπορείς να ορίσεις μια σχέση –ή έναν άνθρωπο– απλώς με ένα αρνητικό ή θετικό πρόσημο. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου – αν και, όπως είπα, δεν μου αρέσουν καθόλου τα κλισέ! Επίσης, το έργο ασχολείται και με τη διαδικασία της γήρανσης, της παρακμής. Αν μιλάμε για ένα σταρ σύστεμ, όπου οι άνθρωποι εκλαμβάνονται ως προϊόντα και τα πάντα ορίζονται με το χρήμα, τη δόξα και τα… νιάτα, είναι εύκολο να δούμε την φυσική διαδικασία τού να μεγαλώνουμε ως την απόλυτη φρίκη. Το Χόλιγουντ δεν συγχωρεί τα γηρατιά

Υπάρχει, πιστεύετε, αντιστοιχία ανάμεσα σ’ αυτόν τον γυαλιστερό κόσμο του Χόλιγουντ και εκείνον του χορού;

Υπάρχουν κάποιες αντιστοιχίες, ιδιαίτερα στην εποχή μας. Ωστόσο, ο χορός απαιτεί πολλή δουλειά, σκληρή δουλειά – και σ’ αυτό διαφέρει από την κενότητα των σταρ τύπου Χόλιγουντ. Για να είσαι χορευτής πρέπει να ξέρεις τι θέλεις και γιατί το θέλεις, πρέπει να είσαι διατεθειμένος να αφιερωθείς σ’ αυτό. Πρέπει να αφιερωθείς στην τέχνη σου. Δεν μπορείς να… κλέψεις με μια καλή εμφάνιση, για παράδειγμα. Αλλά, στο Χόλιγουντ, το να γερνάς δεν σημαίνει ότι απλώς μπορεί να χάσεις μια καριέρα αλλά ότι μπορεί να χάσεις ακόμα και την ταυτότητά σου. Και μπορεί να χάσεις και την αγάπη.

Στις σχέσεις που εξετάζονται στο «(Not) a love song» περιλαμβάνονται και οι ομοφυλοφιλικές;

Όλη μου η δουλειά έχει να κάνει και με το θέμα της ομοφυλοφιλίας, όπως και με τις σχέσεις ανάμεσα στα φύλα – με όλων των ειδών τις σχέσεις. Θέλω να μιλάω γι’ αυτά τα πράγματα.

Πιστεύετε ότι γινόμαστε όλο και πιο συντηρητικοί;

Ναι, αυτό νομίζω. Είναι λες και έχουμε επιστρέψει στη δεκαετία του 1950, με τις αξίες του 1950. Τις οικογενειακές αξίες – και μαζί μ’ αυτές και την αξία του χρήματος. Προσπαθήσαμε να το αποφύγουμε αυτό το 1970 και να στραφούμε σε πιο ουσιαστικά πράγματα. Αλλά αντί να πηγαίνουμε μπροστά, πηγαίνουμε πίσω. Στον ψεύτικο κόσμο της σόουμπιζ αλλά και στα… family values, στις περιβόητες οικογενειακές αξίες! Το βλέπει κανείς και στο πολιτικό πεδίο αυτό…

Εννοείτε τον Σαρκοζί και την Κάρλα Μπρούνι;

Βέβαια. Η πολιτική ζωή της Γαλλίας μοιάζει αυτόν τον καιρό περισσότερο με την αμερικανική σόουμπιζ, παρά με οτιδήποτε άλλο θα πιστεύαμε ότι είναι η πολιτική. Και αυτό δεν το εννοώ επιφανειακά, δεν αναφέρομαι στις φωτογραφήσεις, στα πάρτι και τις άλλες σαχλαμάρες. Αναφέρομαι στην ουσία του πράγματος: η πολιτική που ανακοίνωσε ότι θα ακολουθήσει για τις τέχνες η κυβέρνηση του Σαρκοζί στόχο έχει να ελέγξει τις τέχνες, μέσα από τον έλεγχο της γαλλικής τηλεόρασης, ενθαρρύνοντας τα μεγάλα, κακόγουστα και ηλίθια θεάματα. Να τους κάνει όλους ευτυχισμένους ανόητους… και να προχωρήσει με το ίδιο στυλ και σ’ όλους τους υπόλοιπους τομείς, όπως στην εκπαίδευση, ακόμα και στη δικαιοσύνη. Να μοιάζουν τα πάντα με ένα ατέλειωτο τηλεπαιχνίδι… Νομίζω ότι βρισκόμαστε σε χειρότερη κατάσταση και από τις ΗΠΑ αυτή τη στιγμή. Η κυβέρνηση του Σαρκοζί είναι μια δεξιά κυβέρνηση του χειρότερου είδους, το χάσμα ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους όλο και βαθαίνει, οι δημοκρατικοί θεσμοί καταντούν ένα αστείο.

Με δεδομένο ότι η δική σας δουλειά διαβάζεται με δυο τρόπους, μπορεί και να τον ξεγελούσε…

Μπορεί. Μπορείς να δεις το έργο μόνο σαν ένα διασκεδαστικό μιούζικαλ, που αφήνει τους πάντες ευχαριστημένους, ή να το διαβάσεις πολιτικά. Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι στην προσέγγιση αυτής της δουλειάς, διαφορετικές αναγνώσεις. Το ποια ανάγνωση θα διαλέξεις έχει ίσως να κάνει με το ποιος είσαι. Απ’ αυτή την άποψη, ναι, μπορεί ο Σαρκοζύ να ευχαριστιόταν με τη δουλειά μου! «Να ψάχνεις. Τι άλλο;»

Σας θεωρούν στο τιμόνι της πρωτοπορίας του σύγχρονου χορού. Πώς θα ορίζατε το πρωτοποριακό σήμερα;

Δεν ξέρω, στ’ αλήθεια δεν μπορώ να απαντήσω σ’ αυτό. Το αβαν- γκάρντ μου θυμίζει κάτι από το παρελθόν, από τις αρχές του 20ού αιώνα. Δεν μ’ αρέσει σαν τίτλος. Δεν ξέρω… Εγώ προσπαθώ να αμφισβητώ πράγματα, να θέτω δύσκολες ερωτήσεις, δύσκολες για μένα εννοώ, να μεταφράζω σε χορογραφίες τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς μου. Τα άγχη μου και τους φόβους μου. Κυρίως τους φόβους μου, όπως έκανα με το «Mauvais Genre», πριν από δέκα χρόνια, που ασχολήθηκα με το θέμα του AIDS, βάζοντας μπόλικα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Τώρα, δεν ξέρω τι λένε για μένα όλα αυτά. Το σίγουρο είναι ότι είμαι σε μια διαρκή διαδικασία να ανακαλύπτω νέα μονοπάτια, νέους τρόπους σκέψεις και αντίληψης.

Για το «(Not) a love song» χρησιμοποιείτε πολύ γνωστούς καλλιτέχνες…

Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να πραγματοποιήσω αυτή την παραγωγή χωρίς αυτούς. Δεν είναι απλά ταλαντούχοι χορευτές, έχουν και εξαίρετα φωνητικά προσόντα – κάτι πολύ σημαντικό για το έργο. Ο Μιγκέλ Γκουτιέρες ήταν αυτονόητη επιλογή για το ρόλο: είναι απίστευτα δημιουργικός χορευτής αλά και ηθοποιός. Τη Βέρα Μαντέρο την ήξερα ως ιδιαίτερα ταλαντούχα χορεύτρια και χορογράφο, έχει όμως και μια υπέροχη φωνή. Τραγουδά τζαζ, με μεγάλη επιτυχία μάλιστα. Εκπληκτική φωνή έχει και η Κλαούντια Τριότσι, που είναι επίσης performance artist. Νιώθω πολύ τυχερός που τους έχω.

Μιλώντας γενικώς, θεωρείτε ότι ο χορευτής υποτάσσεται στη θεωρητική σύλληψη του χορογράφου;

Σίγουρα όχι στα δικά μου έργα. Χωρίς τους χορευτές είμαι ένα τίποτα. Είμαι μόνο ένα ζευγάρι εξωτερικά μάτια… Σχεδιάζω γραμμές, σχήματα. Αλλά η αληθινή δουλειά γίνεται μαζί τους, με τον καθένα προσωπικά και όλους μαζί. Έτσι, αυτό που έχεις ίσως αρχικά στο κεφάλι σου, καταφέρνεις να το φωτίσεις με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, να το κάνεις να πάρει ζωή και στη σκηνή. Ο χορός είναι μια συλλογική εργασία, δεν είναι, όπως κάποιοι προσπαθούν να δείξουν, προϊόν σούπερ εγκεφάλων!

Δεν υπάρχουν σχόλια: