23/7/08

Κριστόφ Βαρλικόφσκι, «Η ομορφιά βρίσκεται στο νόημα»


Το τρομερό παιδί της πολωνικής σκηνής, με σπουδές στην Κρακοβία και στη Σορβόννη, έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα με την πρωτοποριακή ομάδα του TR Warszawa, για να παρουσιάσει το έργο «Κρουμ» του Ισραηλινού Χανόχ Λεβίν. Πώς όμως κατάφερε να κάνει τη θεατρική κοινότητα να υποκλίνεται στις δεξιότητές του; Ας παρακολουθήσουμε τη διαδρομή του, ας δούμε τις απόψεις του.

Επιμέλεια: Τηλέμαχος Αναγνώστου

Το 1992 σκηνοθετεί τα πρώτα έργα του: τις «Λευκές νύχτες» του Ντοστογιέφσκι και το «Autodafe» του Ελίας Κανέτι. Έκτοτε έχει σκηνοθετήσει περισσότερες από 30 παραγωγές και έχει συνεργαστεί με τον Πίτερ Μπρουκ, τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, τον Τζόρτζιο Στρέλερ και τον Κρίστιαν Λούπα, όχι μόνο στην Πολωνία, αλλά και στην Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία. Ανάμεσα σε άλλα, έχει σκηνοθετήσει δέκα θεατρικά έργα του Σαίξπηρ, αρχαίες τραγωδίες αλλά και όπερες. Η πιο γνωστή του σκηνοθεσία είναι αυτή της «Δίκης» του Φραντς Κάφκα. Φέτος τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου, ενώ η εφημερίδα «Village Voice» του απένειμε το βραβείο Obie για τη σκηνοθεσία του έργου «Κρουμ» - που θα έχουν την ευκαιρία να δουν και οι θεατές του Φεστιβάλ Αθηνών.

Έχει εργαστεί σε πολλές πόλεις στην Πολωνία και σε θέατρα όλης της Ευρώπης μεταξύ των οποίων το Bouffes du Nord στο Παρίσι, το Piccolo Teatro του Μιλάνου, το Kammerspiele του Αμβούργου, το Staatstheater της Στοκχόλμης, ενώ επίσης έχει εργαστεί και στην Κροατία και στο Ισραήλ.

Αναζητώντας τρόπους να γνωρίσουμε, από πρώτο χέρι, τις απόψεις του για το θέατρο αλλά και τον τρόπο με τον οποίο σκηνοθέτησε τον «Κρουμ», το «έπος της ασήμαντης καθημερινότητας» όπως έχει χαρακτηριστεί, προσφύγαμε σε παλαιότερη συνέντευξή του, που παραχώρησε στην εφημερίδα του φεστιβάλ της Αβινιόν το 2007. Απ’ αυτήν και τα αποσπάσματα που παρατίθενται:

Σε μια συνέντευξή σας είπατε κάποτε ότι το θέατρο δεν πρέπει να είναι όμορφο και ότι η ομορφιά στο θέατρο αποκοιμίζει …

Είναι κάπως προκλητικό, σίγουρα… Πιστεύω ότι αν η ομορφιά έρχεται μόνη της, τότε εντάξει, αλλά δεν πρέπει να είναι ο πρώτος στόχος της δουλειάς. Η ομορφιά βγαίνει από το βάθος του θέματος που πραγματεύεται το έργο, από το νόημα, απ’ αυτό που καταλαβαίνουμε.

Η ομορφιά, δηλαδή, ως κενή φόρμα, θα ήταν σαν να κολακεύει κανείς το θεατή;

Η πιο όμορφη σκηνή που έχω κάνει στο θέατρο ήταν στην «Καταιγίδα» του Σαίξπηρ. Για το γάμο της Μιράντας και του Φέρντιναντ, ο Πρόσπερο καλεί τρεις ηλικιωμένες γυναίκες, τρεις γυναίκες του λαού που έρχονται για να φέρουν δώρα. Στην Πολωνία έχουμε αρχαία ρητά που χρησιμοποιούμε στους γάμους, σαν ξόρκια, μαγικές επικλήσεις που σώζονται στην λαϊκή σοφία, πολύ ισχυρά αφού συνεχίζουν να επιβιώνουν. Αυτά έβαλα τις τρεις ηθοποιούς να πουν στους νεόνυμφους. Στην αρχή το κοινό γελούσε γιατί η σκηνή τους θύμιζε την παλιά Πολωνία, έμοιαζε ξεπερασμένη, γελοία… Μετά, σιγά σιγά, όλοι δάκρυσαν… Ορίστε μια σκηνή αγνής ομορφιάς που δεν είναι καθόλου βολική και που μόνο στο θέατρο μπορεί να βρει κανείς.

Το θέατρο πρέπει να είναι τελετουργία;

Είναι μια τελετουργία, όπως τελετουργία είναι η διαδικασία στη Βουλή όπου ανταλλάσσονται απόψεις, ή όπως στην εκκλησία. Το αληθινό ερώτημα όμως είναι άλλο: τι είναι το θέατρο; Είναι ένας χώρος όπου σβήνουν τα φώτα και το κοινό παρακολουθεί κάτι που δεν είναι αληθινό, όπου απαγορεύεται να σκοτώσεις τους ηθοποιούς ακόμα κι αν παίζουν το ρόλο του κακού, να φιλήσεις μια γυναίκα ακόμα κι αν βρίσκεται γυμνή στα πόδια σου, κ.λπ.; Είναι μια τελετή που πρέπει ν’ ακολουθήσεις και που ανταποκρίνεται σε μια αφηρημένη ανάγκη του κοινού να έρθει να κλειστεί σε μια σκοτεινή αίθουσα για να παραληρήσει, να παραλογιστεί… Δεν είναι περίεργο; Ένας εξωτερικός παρατηρητής, ένας Εσκιμώος, για παράδειγμα, θα μπορούσε να αναρωτηθεί για την ανάγκη αυτή να μένει κανείς κλεισμένος για ώρες, καμιά φορά για δώδεκα ή και παραπάνω, με ανθρώπους που δεν γνωρίζει, και να ενθουσιάζονται όλοι μαζί ακούγοντας Κλοντέλ…

Οι ρίζες και το παρόν

Πώς σας ήρθε η επιθυμία να ανεβάσετε τον «Κρουμ»;

Αφού δούλεψα με πολλά μεγάλα κείμενα, είχα την αίσθηση ότι έφθασα σε κάποιο τέρμα, ένιωθα λίγο κουρασμένος από την πολλή δουλειά με τα μεγάλα θέματα του θεάτρου και την προσπάθεια να μιλήσω για την πολωνική μας ιστορία, κυρίως σε σχέση με την εβραϊκή κοινότητα. Στην ηλικία μου, είχα ήδη θέσει στον εαυτό μου διάφορα ερωτήματα: τι με ικανοποιεί, ποιες είναι οι επιθυμίες μου, ποια είναι η θέση μου στην κοινωνία, τι με δυσαρεστεί… Τι μου έμενε τώρα να κάνω; Το ερώτημα που μου φάνηκε πιο προφανές από όλα ήταν η σχέση μου με το παρελθόν μου, με τους γονείς μου, τη μητέρα μου πιο συγκεκριμένα. Αισθάνθηκα μέσα μου κάτι σαν καρκίνο, μια ανήσυχη ύλη, όχι εμφανή, και έπρεπε να τολμήσω να εμφανιστώ μ’ αυτή μπροστά στο κοινό.

Στον «Κρουμ», θεωρείτε ότι αυτή η σχέση μητέρας-γιου είναι το κεντρικό νόημα του έργου;

Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι αυτή η σχέση, αλλά μια σχέση που βάζει σε κίνδυνο και τις ρίζες, τις παραδόσεις, την πατρίδα… Στο μέτρο που αισθάνομαι ζωντανός σε μια πόλη όπου είμαι ξεριζωμένος, σε μια κοινωνία που ξεριζώθηκε εξαιτίας του πολέμου, αφού το πολωνικό έθνος έχασε ένα μέρος των ανθρώπων του που δεν ήταν όλοι πολωνικής καταγωγής, και έγινε έτσι στο τέλος καθαρά πολωνικό. Μου ήταν δύσκολο να ταυτιστώ με την καινούργια αυτή χώρα, και πάνω απ’ όλα δυσκολεύτηκα να ξαναβρώ τις ρίζες μου μέσω της μητέρας μου.

Στο έργο κυριαρχούν άλλα δύο θέματα: η αρρώστια και ο έρωτας. Σας τράβηξαν κι αυτά το ενδιαφέρον;

Είναι η ίδια αρρώστια που βρίσκουμε και στο έργο της Σάρα Κέιν… Είναι δυο δυνάμεις, η μία καταστροφική, η άλλη δημιουργική. Έχω την εντύπωση ότι ο έρωτας, η σωματική επιθυμία, είναι η ενέργεια της τέχνης μου. Η ενέργεια του Κρουμ είναι αυτή η μη υγιής σχέση με τη μητέρα του. Αν μια μέρα γίνει καλλιτέχνης, θα είναι χάρη σ’ αυτή τη σχέση, κάπως σαν την Ελφρίντε Γέλινεκ που βρίσκει στη σχέση με τη μητέρα της τη δύναμη της γραφής της. Ο Χανόχ Λεβίν ήταν στην ίδια κατάσταση με τον Κρουμ… Επομένως ίσως δεν πρέπει να λέμε πια ότι αυτή η σχέση μητέρας-γιου δεν είναι υγιής, αλλά να αναρωτηθούμε αν είναι δυνατόν να έχουμε μια υγιή σχέση με το πρόσωπο που μας έφερε στη ζωή.

Ήταν και κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το Ισραήλ που σας έστρεψε στον Χανόχ Λεβίν;

Έχω ζήσει στη Γαλλία και θεωρώ τη γαλλική κοινωνία πολύ τυπική και πολύ επιτηδευμένη. Στο Ισραήλ δεν το βρήκα αυτό. Οι σχέσεις είναι λιγότερο δομημένες, λιγότερο λογοκριμένες, λιγότερο συγκεκριμένες, λιγότερο καθορισμένες, υπάρχει κάτι λιγότερο τυπικό μεταξύ των ανθρώπων. Είναι μια καινούργια χώρα, κάτι σαν την νέα μας Πολωνία μετά την πτώση του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Έχω την εντύπωση ότι αισθάνομαι πολύ πιο κοντά στη χώρα μου όταν είμαι στο Ισραήλ παρά στη Γαλλία. Μάλλον οφείλεται στην έλλειψη τυπικότητας. Στη δουλειά μου προσπάθησα να προβάλω εικόνες από τους δρόμους του Ισραήλ και τις γυναίκες που κυκλοφορούν – μητέρες με τα παιδιά τους ή ηλικιωμένες γυναίκες. Τόσο πολύ με έχουν αιχμαλωτίσει τα πρόσωπά τους.

Αυτοσχεδιασμοί και σύστημα

Πώς δουλεύετε με τους ηθοποιούς;

Για το συγκεκριμένο έργο, είπα πριν απ’ όλα στους ηθοποιούς ότι δεν πρόκειται για «μεγάλο κείμενο» όπως τα σαιξπηρικά, αλλά ότι η ιστορία που πραγματεύεται μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα. Αλλά δεν άλλαξα κάτι στον τρόπο με τον οποίο δουλεύω μαζί τους. Συνυπάρχουν ταυτόχρονα αυτοσχεδιασμοί των ηθοποιών και προτάσεις του σκηνοθέτη. Προσπαθούμε να βρίσκουμε τις λύσεις από κοινού. Εκείνοι πρέπει πάνω απ’ όλα να δουλέψουν με τον εαυτό τους και με τη θέση τους στην κοινωνία. Δουλεύω με τους ίδιους καλλιτεχνικούς συνεργάτες εδώ και πολύ καιρό, είναι πια φίλοι μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: