2/8/09

Λήδα Πρωτοψάλτη: Ο λαός ξέρει τους σκυλάδες αλλά αγνοεί τους πνευματικούς του ηγέτες





Από την Κατερίνα Κόμητα


Απλώνει το χέρι και δείχνει τον κάμπο των Δελφών μέχρι την Ιτέα. «Κοίτα ομορφιά» μας λέει. «Αυτό να πάρετε φωτογραφία». Για τις επόμενες δύο ώρες, καθώς της μιλώ, αυτό θα είναι το φόντο της: ο αρχαιολογικός χώρος των Δελφών. Τούτη η γυναίκα με τη μακό μπλούζα και το φαρδύ παντελόνι που έχω απέναντί μου το βράδυ θα έπαιζε… λάθος μου, το βράδυ θα γινόταν η Εκάβη στο αρχαίο θέατρο των Δελφών και σε λίγες μέρες θα κάνει το ίδιο στην Επίδαυρο. Στα μεσοδιαστήματα επιστρέφει στη σάρκα της και γίνεται μια γυναίκα καθημερινή, που κάνει τις δουλειές του σπιτιού, ψωνίζει, κυκλοφορεί με τις συγκοινωνίες. «Τούτη η γυναίκα που έχω απέναντί μου έκανε στη ζωή της αυτό για το οποίο γεννήθηκε, αυτό είναι σίγουρο» σκέφτομαι. Κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να το πω με σιγουριά για άλλον άνθρωπο.
Αυλαία!


Η Επίδαυρος απαιτεί ιδιαίτερη προετοιμασία;
Πενήντα χρόνια. Δεν σας φτάνουν;

Τι σημαίνει για εσάς η Εκάβη;
Είναι η χαροκαμένη μάνα, η βασίλισσα, η εξουσία που στο τέλος τα χάνει όλα. Η Εκάβη είναι σαν τον ενανθρωπισμένο Χριστό, με τη μόνη διαφορά πως ο Χριστός δεν ήταν εξουσία. Σκοτώνουν ακόμα και το εγγόνι της, τον Αστυάνακτα. Ήταν το άκρον άωτον μιας γενοκτονίας. Ο Ευριπίδης πριν τόσες χιλιάδες χρόνια τολμάει να καταγγέλλει τους Έλληνες για γενοκτονία. Ας τολμούσε σήμερα ένας Έλληνας θεατρικός συγγραφέας να έκανε κάτι ανάλογο για κάποια αδικία…

Τι θα γινόταν;
Θα τον κατακρεουργούσαν. Θα τον ξέσκιζαν.

Έχουμε και σήμερα στην Ελλάδα ένα θέμα με τους ξένους μετανάστες. Πώς τους βλέπετε;
Ανθρώπους ξεριζωμένους τους βλέπω• τους λυπάται η ψυχή μου. Ξέρετε τι σημαίνει να σε διώχνει από τον τόπο σου η φτώχεια και η δυστυχία; Να ξεριζώνεσαι; Ο Ευριπίδης το λέει κι αυτό με τα λόγια της Εκάβης: «Μας μεταφέρουν, μας φορτώνουν. Στη δουλεία, σε ξένα σπίτια μας πάνε». Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Ότι το ξένο σπίτι δεν θα γίνει ποτέ σπίτι σου. Και η εστία σου θα παραμένει πάντα ξένο σπίτι.

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Όποιος σας έχει δει να παίζετε αντιλαμβάνεται ότι επιτυγχάνετε τη μέγιστη συμπύκνωση ενέργειας επί σκηνής. Πώς το καταφέρνετε;
Έτσι παίζεται το θέατρο, αυτό είναι το ζητούμενο: να ανεβείς πάνω στη σκηνή, να ταυτιστείς, και για δυο ώρες να είσαι η Άννα, η Μαρία, η Ιουλιέτα. Με την τηλεόραση έχει χαθεί αυτό το πράγμα. Γιατί η τηλεόραση μπορεί να σε πάει αλλού, μπορεί να σε κάνει να πιστέψεις ότι οι άνθρωποι πρέπει να παίζουν χωρίς συσπάσεις του προσώπου… Όμως, πάνω στη σκηνή γίνεται κατάθεση της ζωής σου, των εμπειριών, της ψυχής σου. Για μένα, το θέατρο δεν είναι παιχνίδι. Αλλά ακόμα κι αν είναι παιχνίδι, όπως π.χ. ήταν στη Μήδεια του Μποστ, και πάλι είναι πολύ σοβαρή υπόθεση.

Η Μήδεια… Μια ακόμα πολύ ωραία παράσταση της Στοάς.
Στην πρεμιέρα της Μήδειας στη Στοά ο συγχωρεμένος ο Μποστ έπαθε το πρώτο επεισόδιο και δεν μπόρεσε να παρευρεθεί. Όταν του τηλεφώνησα στο νοσοκομείο για να του πω πώς πήγαμε, το πρώτο που με ρώτησε ήταν: «Γελάνε;». Η δεύτερη ερώτησή του ήταν: «Καταλαβαίνουνε;». Αυτό με ρώτησε το πουλάκι μου. Ήθελε να καταλαβαίνουνε τη σάτιρα που έκανε. Γιατί ο Μποστ ήτανε σοβαρός ποιητής, όπως κι ο Αριστοφάνης. Και γιατί οι μεγάλες αλήθειες λέγονται μέσα από δήθεν αστεία.

Είστε στη Στοά 36 χρόνια. Γιατί;
Πιστεύω ότι μέσα στον ίδιο χώρο ανθίζει ο ηθοποιός. Με τους ίδιους συνεργάτες, με τα φιλαράκια, τους ηθοποιούς. Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν συνεργαζόταν με τους ίδιους ανθρώπους μια ζωή. Γιατί λέτε; Θα σας πω εγώ: Γιατί μιλούσαν την ίδια γλώσσα, γιατί όταν ο Μπέργκμαν έγραφε ένα σενάριο οι ηθοποιοί του ήξεραν τι θέλει. Κοιταζόντουσαν και δεν χρειαζόταν να μιλήσουνε. Καταλάβαινε ο ένας τον άλλον. Κι αυτό είναι μέγα κέρδος για τη δουλειά μας. Το να φτάνεις να γίνεσαι συγγενής, να μιλάς την ίδια γλώσσα. Αυτό το χρειάζεται η τέχνη.

Δεν σας πέρασε ποτέ από το μυαλό έστω μια τρελή ιδέα να μπείτε στον χορό των εμπορικών σχημάτων;

Εγώ; Τι είναι αυτά που λέτε; Εγώ δεν έγινα ηθοποιός για να πέσουν προβολείς πάνω μου. Ούτε για να φορέσω πούπουλα και φτερά. Στα δεκαέξι μου χρόνια είπα στη μητέρα μου: «Όταν θα γίνω ηθοποιός θέλω να με σέβονται πάνω στη σκηνή». Κι έμεινε η μανούλα μου με ανοιχτό το στόμα. Θέλω να πω, ήξερα από τα γεννοφάσκια μου τι θέλω από τη δουλειά αυτή. Γι’ αυτό και έκατσα τόσα χρόνια στη Στοά κι έδινα κάθε φορά τη μάχη μου πάνω στη σκηνή, προσπαθώντας πάντα να γίνομαι καλύτερη.

Επιλέξατε να παίξετε πολύ ελληνικό θέατρο κι έτσι χάσατε την ευκαιρία να παίξετε τους μεγάλους ρόλους του διεθνούς ρεπερτορίου. Μετανιώνετε γι’ αυτό;
Όχι. Αυτό πιστεύαμε κι αυτό κάναμε. Υπηρετήσαμε το ελληνικό έργο. Άσχετο αν δεν μας λένε ούτε «καλημέρα» οι συγγραφείς που ανεβάσαμε. Αυτό είναι άλλο καπέλο. Εμείς πιστεύαμε ότι πρέπει να μιληθεί η ελληνική γλώσσα πάνω στη σκηνή. Τόπος χωρίς ιθαγενές θέατρο είναι για πέταμα.

ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΙΣ ΣΕΙΡΗΝΕΣ

Πώς μπήκε το θέατρο στη ζωή σας;
Η μητέρα μου ήταν μουσικός. Με έτρεχε από μικρό παιδί στη Θεία Λένα, στην εκπομπή της Αντιγόνης Μεταξά, κι έλεγα τραγουδάκια και ποιηματάκια. Κι ύστερα, στα έξι μου χρόνια έγινε ένας διαγωνισμός για κοριτσάκια στο πρότυπο μιας μικρούλας σταρ της εποχής, της Μάργκαρετ Ο’Μπράιαν. Εκεί αποφασίστηκε οριστικά ότι έχω έφεση γι’ αυτή τη δουλειά. Παράλληλα έκανα χορό, μια τέχνη που την αγαπούσα και την αγαπώ. Όμως, ο χορός είναι πιο δύσκολος ακόμα κι από το θέατρο.

Γεννηθήκατε το 1940, μέσα στον πόλεμο. Τι θυμάστε από εκείνη την εποχή.
Θυμάμαι τη συσκότιση –τα μικρά παιδιά φοβούνται το σκοτάδι– και τις σειρήνες. Κι η Νικαίτη Κοντούρη τις σειρήνες τις έβαλε στην παράσταση.

Πείτε μου δυο λόγια για την οικογένειά σας.
Γεννήθηκα στον Πειραιά. Ο πατέρας μου ήταν απ’ τη Σμύρνη κι η μητέρα μου από τη Ρωσία. Ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία 12 ετών μετά την Επανάσταση. Έχω και μια αδερφή. Είναι τραγουδίστρια της όπερας, με μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό – μην κοιτάτε που δεν την ξέρουν εδώ. Φυσικά υπήρχε και η Ρωσίδα γιαγιά μου.

Η Ρωσίδα γιαγιά σας;
Ναι. Η γιαγιά μου έζησε την Επανάσταση για τα καλά. Την εποχή που τα κάρα ήταν γεμάτα πτώματα και έσταζε το αίμα. Εκείνη την εποχή, που λέτε, ο παππούς μου που ήταν έμπορος είχε αναλάβει να προμηθεύει τον ρωσικό στρατό με ζώα. Μεγάλη δουλειά. Ζούσαν σε δίπατο σπίτι και τα παιδιά είχαν νταντάδες. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση ο παππούς μου το έσκασε με εγγλέζικο υποβρύχιο. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, όμως έφυγε πρώτος για την Ελλάδα. Κι η γιαγιά έμεινε εκεί με τα δυο παιδιά. Μια μέρα πήγε στο σπίτι μια Επιτροπή. Όταν η γιαγιά τους είδε να πλησιάζουν φόρεσε ένα κόκκινο τσεμπέρι στα μαλλιά, για να μοιάζει με εργάτρια, πήρε μια τσάπα κι έκανε πως σκάλιζε τον κήπο. Οι άντρες την πλησίασαν κι ένας από αυτούς τη ρωτάει: «Μανούλα, πού είναι τα αφεντικά;». «Φύγανε όλοι» του απαντά εκείνη. «Κι εσύ τι κάνεις εδώ;» την ξαναρωτάει. «Εμένα θα μου πεις;» του λέει. «Δεν βλέπεις τα χέρια μου πώς είναι από τη δουλειά;». «Δική μας είναι αυτή» είπαν τότε και σηκώθηκαν κι έφυγαν. Κι έτσι η γιαγιά γλίτωσε τη ζωή της και τη ζωή των παιδιών της.

Σκέφτομαι πως η γιαγιά σας εκείνη τη μέρα έπαιξε θέατρο. Έπαιξε ένα ρόλο για να σώσει τη ζωή της και τη ζωή των παιδιών της. Κι ίσως το καλό θέατρο προκύπτει όταν ο ηθοποιός παίζει σαν να πρόκειται να κριθεί η ζωή του από το παίξιμό του. Τι λέτε;
Ναι. Σαν να πρόκειται να σώσεις τη δική σου ζωή, αλλά και τις ζωές των άλλων, των θεατών. Η τέχνη είναι αγάπη για τον άνθρωπο. Όλα τα άλλα είναι εμπόριο.

ΟΤΑΝ ΑΝΕΒΑΣΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ

Πείτε μου μια από τις καλύτερες επαφές που είχατε ποτέ με το κοινό.
Όταν έπαιζα το «Σωτηρία με λένε» (σ.σ.: υποδυόταν τη Σωτηρία Μπέλλου) είχα την ευτυχία να ανεβεί το κοινό στη σκηνή. Πέντε-έξι γυναίκες ανέβηκαν χειροκροτώντας και με αγκάλιασαν. Αυτή ήταν σπουδαία εμπειρία. Ξέρετε, είναι πολύ δύσκολο να ανεβάσεις τον κόσμο στη σκηνή.

Σπουδάσατε στο Θέατρο Τέχνης. Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας από τον Κάρολο Κουν;
Εγώ να μιλήσω για τον Κουν; Και τι να πω; Πως ήταν κορυφή; Θα πω πως το θλιβερό είναι ότι σιγά σιγά ξεχνιέται. Γιατί σ’ αυτόν τον τόπο ό,τι και να κάνεις, όσο σπουδαίο και να ’ναι, θα ξεχαστείς. Όταν τον θάβαμε, κι όλοι εμείς οι μαθητές του ακολουθούσαμε το ξόδι του, κάπου εκεί στη Μητροπόλεως ο κόσμος κοντοστεκόταν και μας ρωτούσε: «Ποιος είναι, παιδιά;». Εμείς απαντούσαμε: «Ο Κουν». «Και ποιος είναι ο αυτός;» μας ξαναρωτούσαν. «ΠΟΙΟΣ-ΕΙΝΑΙ-ΑΥΤΟΣ;» είπε ο λαός για τον Κουν! Ο ελληνικός λαός ξέρει όλους τους ποδοσφαιριστές, όλους τους σκυλάδες και δεν ξέρει τους πνευματικούς του ηγέτες. Γι’ αυτό είμαστε τόσο χαμηλά.

Ταλέντο τι είναι τελικά;
Να σε απασχολεί η τέχνη σου. Κάποτε έκαναν συνεντεύξεις σε γνωστούς ηθοποιούς που είχαν παίξει τον ρόλο του Άμλετ. Όταν ρώτησαν τον Ρίτσαρντ Μπάρτον τους είπε ότι με τους μεγάλους ρόλους δεν ξεμπερδεύεις ποτέ και πως μετά από τόσα χρόνια ξυπνά ακόμα μέσα στη νύχτα και σκέφτεται πως κάποιες φράσεις θα μπορούσε να τις είχε πει διαφορετικά. Σήμερα υπάρχει η εντύπωση ότι όλα είναι εύκολα, όμως τίποτα δεν είναι εύκολο. Στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» υπάρχει μια σκηνή που η Ιουλιέτα, πριν να πάρει το φαρμάκι, αποχαιρετά την παραμάνα και τη μάνα της. Όταν ο Κουν μου δίδαξε αυτή τη σκηνή είχε πει αυτό το «έχετε γεια» με τέτοιο συναισθηματικό βάρος που μετά το μάθημα πήγα στη μαμά και της είπα ότι αφήνω το θέατρο γιατί ήταν πολύ δύσκολα όλα αυτά που μου γύρευε ο Κουν. Αυτή η συναίσθηση της δυσκολίας έχει χαθεί. Κι όμως, η τέχνη είναι δύσκολη.

Ευτυχώς για όλους μας δεν αποχαιρετήσατε το θέατρο.
Ο Κουν μας έλεγε δυο πράγματα: «Διαβάστε» και «Πάθος για το θέατρο». Ο ίδιος το έκανε πράξη, έζησε για το θέατρο και μόνο. Εμείς δεν μπορέσαμε να το φτάσουμε αυτό. Βλέπετε, θέλαμε να έχουμε και την προσωπική μας ζωή. Και το γεγονός ότι έκανα το παιδάκι μου, που είναι ένα παλικάρι μέχρι εκεί πάνω, είναι η κορυφαία στιγμή της ζωής μου.

ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΔΕΝ ΣΩΖΟΥΝ

Σήμερα βλέπετε να υπάρχει πάθος για το θέατρο;
Το πάθος είναι μόνο για το παραδάκι. Να γίνουμε κάποιοι μέσα από τα χρήματα. Όμως, με τα λεφτά δεν γίνεσαι κάποιος, δεν σώνεσαι. Η πλουσιότερη γυναίκα του κόσμου πέθανε στα σαράντα της χρόνια ολομόναχη. Η κόρη του Ωνάση μπορούσε να αγοράσει όλο τον κόσμο, να αγοράσει εσένα, να σου πει: «Πόσο κάνεις παιδί μου; Πάρ’ τα»… Τι θυμήθηκα! Να σας πω μια ακόμα ιστορία; Ο αδερφός της μητέρας μου στη δεκαετία του 1940 πήγε στην Αργεντινή και πλούτισε. Όταν ερχόταν στην Ελλάδα μας έλεγε: «Πες μου πόσα ντόλαρς βγάζεις να σου πω ποιος είσαι». Εγώ ήμουν κοριτσάκι τότε, γελούσα. «Α, τον βλάκα», έλεγα κι έφευγα για να παίξω. Αλλά εκείνος δεν σταμάτησε ποτέ να λέει: «Τι νομίζεις, ρε; Πόσο θες, ρε; Είκοσι, τριάντα εκατομμύρια; Πάρ’ τα, ρε!». Αυτοί είναι σήμερα οι άνθρωποι. Νομίζουν ότι είναι ευτυχισμένοι κι έχουν ξεχάσει την ψυχή τους και το πνεύμα τους. Ο άνθρωπος, άμα του πάρεις αυτά τα δυο, πεθαίνει. Ο Μάικλ Τζάκσον, θεός σχωρέστον, πέθανε από αυτό, παιδιά. Δυο μέτρα γης παιδιά, για όλους μας. Κι αυτό είναι που δεν αντέχει ο άνθρωπος και νομίζει ότι μπορεί κι αυτό να το αγοράσει όπως ο θείος μου: «Άμα έχεις λεφτά είσαι δυνατός. Άμα έχεις λεφτά μπορείς να τα αγοράσεις όλα». Τι να αγοράσεις; Πουλιέται η ψυχή; Αγοράζεται;

Φοβάστε τον θάνατο; Σας απασχολεί;
Δεν είμαι πια κοριτσάκι, δεν έχω ζωή μπροστά μου. Αρχίζει η δύση μου. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι πρέπει να προετοιμαστώ. Να τακτοποιήσω τα πράγματα μέσα μου, για να φύγω ήρεμη.

Τι έχει μείνει ατακτοποίητο;
Ακόμα και τις σχέσεις με τους συνανθρώπους μας, αν υπάρχουν λογαριασμοί που δεν έχουν κλείσει, πράγματα που δεν έχουν ειπωθεί και στέκουν σκληρά μέσα σου, πρέπει να εξομαλυνθούν. Τα σκληρά κομμάτια πρέπει να μαλακώσουν. Βλέπεις, ο θάνατος είναι το μόνο πράγμα που δεν μπορείς να διορθώσεις. Όταν έχασα τους γονείς μου, σχετικά νέα, έπαθα ένα τρομερό σοκ. Κι εκεί ο θάνατος απέκτησε τρομερή σημασία για μένα. Εκεί είπα ότι εδώ κάτι γίνεται που είναι πολύ σκληρό. Κάτι που πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Κι αν κάνουμε τον βλάκα είναι χειρότερα, γιατί ο θάνατος δεν σκαμπάζει από τέτοια. Α, εμείς οι άνθρωποι… Αν σκεφτόμασταν πιο συχνά πόσο εύθραυστοι είμαστε, αν μια φορά την ημέρα σκεφτόμασταν τον θάνατο, θα ήταν αλλιώς τα πράγματα• να το ξέρεις, θα φερόμασταν αλλιώς. Όμως, ο άνθρωπος δεν αντέχει τον θάνατο και τον κάνει στην άκρη. Φέρεται σαν αθάνατος, ενώ θα έπρεπε να φέρεται σαν θνητός.

Κι η φθορά του χρόνου στο πρόσωπο και στο σώμα σας; Τι νιώθετε γι’ αυτό;
Είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Όταν ήμουν είκοσι χρονών, ήμουν ένα λουλούδι. Τώρα το λουλούδι έβγαλε αγκάθια, ρυτίδες στο πρόσωπο, σκάφτηκε. Ωραία είναι, γιατί όχι; Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Άλλωστε εγώ ποτέ δεν είχα ιδιαίτερη μανία με την ομορφιά. Δεν φοβόμουν να τσαλακωθώ στους ρόλους μου. Καλώς να ’ρθουν τα γεράματα.

ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΣΤΕ ΝΑ ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Γυρνάτε συχνά προς τα πίσω; Βασανίζεστε από νοσταλγία;
Ναι, πολλές φορές θυμάμαι τα νιάτα μου. Την εποχή που όλοι ήμασταν νέοι και παθιασμένοι. Τις ατέλειωτες συζητήσεις μας για το θέατρο… Δεν με βασανίζει όμως το παρελθόν. Τα θυμάμαι όλα αυτά με μια γλύκα γιατί ήταν αλλιώς τότε η ζωή. Ονειρευόμαστε να αλλάξουμε τον κόσμο. Το πιστεύεις;

Τα βράδια το θέατρο εισχωρεί στα όνειρά σας;

Πολύ συχνά βλέπω ότι ανεβαίνει ένα έργο, κι εγώ λίγο πριν ανοίξει η αυλαία δεν έχω ιδέα τι έργο ανεβάζουμε. Και τα βάζω πάντα με τον Παπαγεωργίου. Κι άλλες φορές βλέπω πως δεν ξέρω τα λόγια. Αυτοί είναι οι δυο πιο κοινοί εφιάλτες των ηθοποιών. Δυστυχισμένοι ηθοποιοί…

Μοιάζουν λίγο με τους κοινούς εφιάλτες των μαθητών που συνήθως βλέπουν ότι ο δάσκαλος τους σηκώνει για εξέταση και δεν θυμούνται το μάθημα.

Τα παιδιά είναι ανυπεράσπιστα και εκτεθειμένα όπως και οι ηθοποιοί επί σκηνής. Η έκθεση του εαυτού μας είναι που δημιουργεί αυτού του είδους την αγωνία.

Είναι κοινότοπη η ερώτηση, αλλά προκύπτει εκ των πραγμάτων. Πιστεύετε στον Θεό;
Όχι, με την εκκλησιαστική έννοια. Ή μέσα μας ή πουθενά, που είπε κι ο Μπρεχτ. Πιστεύω στον άνθρωπο και στις τρομερές δυνατότητές του προς το καλό και το κακό. Μόνο που στις μέρες μας οι δυνάμεις του προσανατολίζονται προς το κακό.

Μήπως είναι πολύ σκληρή μια τέτοια άποψη;

Κάποτε συζητούσαμε με τον φίλο μου τον Θοδωρή Καλλιφατίδη και λέγαμε: Άραγε, αν δει κανείς έναν άνθρωπο να προσπαθεί να πέσει από μια γέφυρα, να αυτοκτονήσει, η πρώτη αντίδρασή του ποια θα είναι; Να πάει να τον τραβήξει για να τον σώσει ή να του δώσει μια να τον πετάξει μέσα; Ποιος, αλήθεια, μπορεί να δώσει ειλικρινή απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα;

Στην πολιτική πιστεύετε;
Όχι. Οι πολιτικοί είναι ψεύτες. Όλοι. Ελάχιστοι αγάπησαν αυτόν τον τρόπο, κι αυτούς τους εξοντώσανε. Όπως τον Λαμπράκη που του κόψανε το κεφάλι σαν κοτόπουλο. Πιστεύω μόνο στον άνθρωπο και στην ιδιωτική πρωτοβουλία.

Υπάρχει περίπτωση η τέχνη να σου αλλάξει τη ζωή;
Αμέ! Ο Δημήτρης Κεχαΐδης έγινε συγγραφέας βλέποντας μια παράσταση στο Θέατρο Τέχνης. Μου το ’χει εξομολογηθεί ο ίδιος. Ήταν φίλος μου.

Δεν εννοώ να σε εμπλέξει στον ιστό της. Εννοώ αν μπορεί να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο.
Ανάλογα με τη στόφα του ανθρώπου. Αν έχει «ντουβαροποιηθεί» δεν υπάρχει ελπίδα.

Ως θεατής κλαίτε;
Με λυγμούς. Στον Πιανίστα του Πολάνσκι έκλαιγα από την αρχή μέχρι το τέλος. Γύριζε ο κόσμος και με κοίταζε.

Και στη ζωή σας; Κλαίτε εύκολα;
Ναι, κλαίω. Δυστυχώς, κλαίω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: