18/6/09

Πλανόδιοι στο Τροχόσπιτο: Ιστορίες του Δρόμου




Μοιάζει περισσότερο με πάρτι, ακόμα και με μικρό πανηγυράκι, παρά με οντισιόν για μουσικούς. Οι μπάντες του δρόμου, με κέφι και κάθε λογής νταούλια, κάνουν πρόβα τα τραγούδια τους λίγο πριν ανεβούν στη σκηνή του Τροχόσπιτου στην Κορεάτικη Αγορά. Στο διάλειμμα μοιράζονται μαζί μας ορισμένες από τις ιστορίες τους.


Από τη Γεωργία Γεωργακαράκου
Φωτογραφίες: Βίκυ Γεωργοπούλου


Σάββατο, 6 Ιουνίου, παραμονή των ευρωεκλογών. Σε έναν από τους χώρους της Πειραιώς 260 έχουν αρχίσει να έρχονται μερικοί περίεργοι τύποι (και μερικές τύπισσες). Ορισμένους απ’ αυτούς ίσως τους έχετε τρακάρει στους δρόμους. Πλανόδιοι μουσικοί, συχνά τους συναντάμε στις βόλτες στο κέντρο της Αθήνας, στημένους στο πεζοδρόμιο μετά το σινεμά ή το θέατρο, ευέλικτους ανάμεσα από τα «τραπεζάκια έξω» των καφέ. Αλλά τι δουλειά έχουν στο Φεστιβάλ Αθηνών;
Έχουν και παραέχουν. Παίζουν. Ετοιμάζουν το προσωπικό τους μουσικό πρόγραμμα, από το ρεπερτόριό τους, και θα το παρουσιάσουν όχι στο δρόμο αλλά μπροστά σε κοινό. Στη σκηνή του Τροχόσπιτου, που φέτος θα στηθεί στην Κορεάτικη Αγορά, κοντά στο σταθμό στο Μοναστηράκι.
Βρεθήκαμε στην πρόβα των μουσικών που θα ανεβούν στο Τροχόσπιτο. Γνωρίσαμε πολλές και πολλούς, μιλήσαμε μαζί τους, μας εμπιστεύτηκαν τις ιστορίες τους. Ανάμεσά τους, ο Γιώργος Γαβαλάς, ο Μπόρις, ο Όλεκ, το δίδυμο της Νάνσυς με τη Φραντζέσκα... Όλες και όλοι έχουν πατρίδα τη μουσική και τον κόσμο – και εμπειρίες που έχει νόημα να τις μοιραστούν μαζί μας.
Σώπα κι άκου, λοιπόν.



Γιώργος Γαβαλάς
Προβοκάτσιες με τον Άσιμο

Τον φωνάζουν «άνθρωπο ορχήστρα». Και δικαίως, αφού τραγουδάει και παίζει ταυτόχρονα δυο ντέφια στα πόδια, κρουστά, κιθάρα και καζού. Στην ιστορία που διηγείται μιλά και για νταούλια, εκτός των άλλων.
«Από φάσεις στη ζωή μου που έρχονταν και μας μαζεύανε άλλο τίποτα. Πριν καμιά εικοσιπενταριά χρόνια ξεκινήσαμε από τα Εξάρχεια, εγώ με ένα νταούλι, ο Νικόλας ο Άσιμος με ένα μπουζούκι και ο ποιητής Σαββίδης για παρέα. Είχαμε και ένα καροτσάκι με ένα στειλιάρι πάνω που είχε κρεμασμένο ένα γυναικείο εσώρουχο. Όλο αυτό μαζί με κάτι κούκλες που κουβαλούσαμε και κάτι τεντζερέδες λεγόταν magic theater. Αφού τελειώνουμε τη φάση στην πλατεία Εξαρχείων, παίζοντας μουσική και με ένα αυτοκινητάκι πλαστικό που τραβούσαμε, βγαίνουμε κανονικά στο δρόμο. Τα αμάξια κορνάρανε, χαμός γινόταν. Εγώ τους έπαιρνα στο ψιλό και τους έλεγα: “Τι φωνάζετε; Κι εγώ αυτοκίνητο είμαι”. Βγαίνουμε στη Θεμιστοκλέους, ανεβαίνουμε κόντρα στα αμάξια την Πανεπιστημίου και καταλήγουμε στο άγαλμα του Αγνώστου Στρατιώτη για κατάθεση στεφάνου. Δεν μας έφτανε μόνο αυτό, αλλά πάμε να παίξουμε και έξω από τη Μητρόπολη. Μέσα είχε λειτουργία, αλλά εμείς απ’ έξω ακάθεκτοι με τα νταούλια μας. Ο Σαββίδης πάλι διάβαζε την Καινή Διαθήκη. Σου λέω, ο καθένας έκανε ό,τι του κατέβαινε. Όπως, όμως, ο ποιητής τη διάβαζε, κάνει το λάθος και βροντοφωνάζει κάτι που ακούστηκε σαν βλασφημία. Το ακούει αυτό ο παπάς και άρχισε να μας λέει αλήτες και άλλα τέτοια ωραία. “Στον περίβολο της εκκλησίας γίνονταν πάντα γιορτές στην Αναγέννηση” του λέω εγώ για να δικαιολογηθώ κάπως και κατσαδιάζω τον ποιητή που το παρατράβηξε. Ξαναρχίζουμε μετά από λίγο με τα νταούλια και τα μπουζούκια, αλλά εκείνος ξανακάνει την προβοκάτσιά του. Ο κόσμος βέβαια άρχισε να καταλαβαίνει τι γίνεται και το διασκέδαζε. Στο τέλος φωνάζουν το ‟100” να μας μαζέψει και τα όργανα λύθηκαν στα γέλια μέχρι να βάλουμε όλα τα τεντζερέδια στο περιπολικό. Μας πήγαν τελικά στο Τμήμα Ακροπόλεως, που ήταν τότε στου Μακρυγιάννη. Επειδή ο Άσιμος δεν ήταν ποτέ διπλωμάτης, ζητάω να δω εγώ το διοικητή του Τμήματος. “Θέατρο δρόμου κάνουμε, κύριε διοικητά, τίποτα περίεργο” του λέω. Με τα πολλά τον καλμάρω και μου λέει ότι είμαι ελεύθερος να φύγω. Τους άλλους δυο όμως που δεν μιλούσαν τους κράτησαν μέχρι το βράδυ».


Όλεκ
Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια

Δηλώνει μουσικός, παραγωγός και γενικός διευθυντής του εαυτού του, αφού και όλα τα κάνει μόνος του και τα λεφτά δεν τα μοιράζεται με κανέναν. Αν τον πετύχεις στην Ερμού, ευχαρίστως θα σου πει με σπαστά ελληνικά την ιστορία του, από την Ουκρανία στην Πολωνία κι από κει στην δική μας οδό Ζήνωνος.
«Ξεκίνησα να παίζω μουσική στην πατρίδα μου την Ουκρανία από μικρός. Κατάλαβα όμως γρήγορα ότι δεν είχα κανένα οικονομικό μέλλον εκεί. Πήγα Γερμανία και Αυστρία για να δοκιμάσω την τύχη μου, αλλά τελικά κατέληξα να δουλεύω σε θέατρο στην Πολωνία. Ούτε εκεί φυσικά έβγαζα αρκετά και τότε ήταν που πήρα την απόφαση να βγω στο δρόμο. Γύρισα πάνω από εκατό πόλεις της Πολωνίας και έγινα πολύ γνωστός από τα τραγούδια μου στο ραδιόφωνο. Μια φορά μάλιστα πήγα σε ένα παζάρι για να πάρω δώρο στην κόρη μου και ο υπάλληλος με αναγνώρισε μόνο από τη χροιά της φωνής μου. Ήξερε όλο το βιογραφικό μου και τα τραγούδια μου από το ραδιόφωνο. Έπαθα σοκ. Μετά την Πολωνία ήρθα στην Ελλάδα. Έχω και την αδελφή μου εδώ, που έχει παντρευτεί Έλληνα. Τον πρώτο καιρό έμενα στη Σαλαμίνα μαζί τους και δούλευα με το γαμπρό μου. Μαζεύαμε κυδώνια από τη θάλασσα, αλλά δεν μου άρεσε η δουλειά και ήθελα να κατέβω στην Αθήνα. “H Αθήνα είναι ζούγκλα. Πού θα πας εκεί;” μου έλεγε ο γαμπρός μου, αλλά εγώ δεν έδινα σημασία. Είχα μάθει βλέπεις να παίζω σε μεγάλες πόλεις. Όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα δεν γνώριζα τίποτα γι’ αυτή. Μόνο για την Ομόνοια είχα ακούσει. Πήγα κι εγώ εκεί και άρχισα να παίζω τρομπέτα στη Ζήνωνος. Έβλεπα τον κόσμο να γελάει μαζί μου, αλλά δεν καταλάβαινα το λόγο. Δεν άργησα να καταλάβω ότι δεν είναι και το καταλληλότερο μέρος για τη μουσική μου η γειτονιά με τα κόκκινα φανάρια. Όταν άλλαξα πόστο και πήγα στην Ερμού ήταν καλύτερα. Εκεί γνώρισα έναν από τους αστυνομικούς που έκαναν περιπολίες και του χάρισα το CD με τα τραγούδια μου. Από τότε, όταν με βλέπει, μου λέει πως για να χαλαρώσει μετά τη δουλειά ακούει τη μουσική μου».


Μπόρις
Έλα να μάθεις στην πλατεία Βάθης

Για σπουδές φιλολογίας βρέθηκε το χειμώνα του 1981 στη Ζυρίχη, αλλά τελικά τον κέρδισε μια μπάντα του δρόμου και οι σπουδές πήγαν περίπατο. Από τότε μέχρι σήμερα η ιστορία στο Παρίσι αλλά και στο αστυνομικό τμήμα Ομονοίας είναι μερικές από αυτές που εξακολουθούν να τον κάνουν να γελά.
«Νομίζω πρέπει να ήταν το 1986 όταν με μπουζούριασαν μαζί με κάτι ξένους μουσικούς του δρόμου στο Τμήμα Ομονοίας. Μας απειλούσαν ότι θα πάρουν τα κέρδη μας και ότι θα κρατήσουν τα όργανά μας. Ίσχυαν ακόμα κάτι περίεργοι νόμοι περί επαιτείας, βλέπεις. Θυμάμαι, τους άλλους τους κράτησαν για να κάνουν εξακρίβωση στοιχείων από την Interpol αφού ήταν ξένοι, ενώ εμένα με άφησαν ελεύθερο γιατί ήμουν Έλληνας. Όταν ήρθε η ώρα να φύγω με πιάνουν και μου λένε να φέρω τα διαβατήριά τους και ό,τι άλλα χαρτιά είχαν για να βγουν μια ώρα αρχύτερα. Μαζεύω ένα πάκο από διευθύνσεις και τηλέφωνα και παίρνω σβάρνα όλα τα ξενοδοχεία της κακιάς συμφοράς γύρω από την Ομόνοια και την πλατεία Βάθης. Φαντάσου τι πρόβλημα είχα να πείσω τους ρεσεψιονίστ να μου δώσουν τα χαρτιά των παιδιών. Ευτυχώς τα κατάφερα και όταν τελικά βγήκαν όλοι από το κρατητήριο αρχίσαμε να παίζουμε μέσα στο Τμήμα με τα όργανα για εκδίκηση. Και οι αστυνομικοί το διασκέδαζαν, μέχρι την ώρα που ο διοικητής τούς κατσάδιασε γιατί είχαν αφήσει τα γραφεία τους. Στο Παρίσι, μια άλλη φορά, έζησα σκηνικό που με τρόμαξε. Έπαιζα μάλλον σε μια κακόφημη γειτονιά –τότε δεν είχα ιδέα– και κάποια στιγμή βλέπω μια παρέα Παριζιάνους να με στραβοκοιτάνε. Δεν τους έλεγες και φίλους της καλλιτεχνίας… Περισσότερο κοιτούσαν πώς θα μου πάρουν το τενεκεδάκι με τα κέρματα παρά άκουγαν τη μουσική μου. Εκεί λοιπόν που έπαιζα τάχα μου αδιάφορος, περνάει ένα μπουκάλι μπίρας πάνω απ’ το κεφάλι μου και σκάει στο κεφάλι ενός απ’ αυτούς. Ξαφνικά βλέπω να έρχονται κάτι τύποι, Λιβανέζοι νομίζω ήταν, και να τους κάνουν μαύρους στο ξύλο. Είναι η ώρα που λέω από μέσα μου “the show must go on”, διαφορετικά θα πλακώσουν κι εμένα. Συνεχίζω να παίζω ατάραχος. Έλα όμως που κόσμος πολύς άρχισε να μαζεύεται νομίζοντας ότι ήταν χάπενινγκ. Όταν τελικά σταμάτησε η φασαρία, οι Λιβανέζοι σαν να μην τρέχει τίποτα μου αφήνουν μερικά φράγκα στο κεσεδάκι και την κάνουν σαν κύριοι».


Νάνσυ και Φραντζέσκα
Ένα ταξίδι στην Επίδαυρο που δεν έγινε

Παίζουν στους δρόμους της Αθήνας από το Σεπτέμβριο του 2007. Και από τη σύντομη μέχρι στιγμής πορεία τους δεν έχουν να θυμούνται τίποτα άσχημο πέρα από τις αστείες γκάφες της Φραντζέσκας!
«Ήρθα πρώτη φορά στην Ελλάδα από την Ιταλία πριν από 13 χρόνια. Ήθελα πολύ να κάνω διακοπές στην Επίδαυρο, αλλά όταν το κανόνιζα την τελευταία στιγμή άλλαζαν τα σχέδια. Όταν τελικά τα κατάφερα μου άρεσε τόσο πολύ που ύστερα από έξι μήνες αποφάσισα να έρθω μόνιμα για να ασχοληθώ με το θέατρο και τη μουσική. Δεν ήξερα όμως καθόλου ελληνικά και αυτό ήταν πρόβλημα. Αποφάσισα να πιάσω δουλειά σε κατάστημα με τουριστικά είδη για να μάθω πιο γρήγορα τη γλώσσα. Απέναντι από το μαγαζί όπου δούλευα εργαζόταν μια κοπέλα που με συμπαθούσε πολύ και τελικά γίναμε φίλες. Όταν πέθανε μάλιστα ένας θείος της, αν θυμάμαι καλά, ήθελα να της συμπαρασταθώ και να πάω και στην κηδεία. Είχα μάθει την έκφραση ‟τα συλλυπητήριά μου”, παρ’ όλο που δεν μιλούσα καλά ελληνικά ακόμα, και πήρα τηλέφωνο στο σπίτι του μακαρίτη. Σηκώνει το τηλέφωνο ο αδελφός του και αφού του συστήνομαι του ζητάω να μου δώσει τη διεύθυνση του ‟πεθανοτροφείου”, αντί για νεκροταφείου. Τώρα που το σκέφτομαι ακόμα γελάω. Το πιο αστείο όμως ήταν ότι ο άνθρωπος κατάλαβε τι εννοούσα και μου έδωσε τη διεύθυνση κανονικά χωρίς να με διορθώσει. Τέτοιες γκάφες έκανα συνέχεια τα πρώτα χρόνια».

Δεν υπάρχουν σχόλια: