10/6/09

A P O Y P A I O I από το Deutsches Theater Berlin



Μιάμιση ώρα το πολύ

Πώς οι «Αρουραίοι» του Γκέρχαρντ Χάουπτμαν, ένα έργο για την πάλη των τάξεων, για την ηθική έκπτωση της αστικής τάξης και για τη Γερμανία των αρχών του 20ού αιώνα που ετοιμαζόταν για τις μεγάλες πολεμικές περιπέτειες που άλλαξαν τον κόσμο, μεταμορφώνεται σε μια σύγχρονη ιστορία έντονων συναισθημάτων; Υπεύθυνος για τη σύγχρονη ανάγνωση ενός έργου που, ακόμα κι όταν πρωτοανέβηκε, θεωρήθηκε ξεπερασμένο και γκροτέσκο, ο σκηνοθέτης Μίχαελ Τάλχαϊμερ, για λογαριασμό του Γερμανικού Θεάτρου, μιας από τις πιο ζωντανές σύγχρονες θεατρικές σκηνές. Τις κατευθύνσεις της σκηνοθεσίας αλλά και τους προσανατολισμούς του συγκεκριμένου θεάτρου, αναλύει ο δραματουργός και καλλιτενικός διευθυντής του θεάτρου, τη φετινή περίοδο, Όλιβερ Ρεζέ.


Από τη Νίκη Ορφανού



Η σύγκρουση στο πλαίσιο αυτού του έργου είναι πολύ συμβατική – και ορίζεται από μια παλαιική ανάγνωση των κοινωνικών σχέσεων. Κι όμως. Ο συγγραφέας της δεν θεωρούνταν επιρρεπής στα κλισέ. Αλλά, φυσικά, μπορούν να την πατήσουν ακόμα και οι χειρότερες οικογένειες.
Μίζεροι, μοχθηροί, δολοπλόκοι, με αρπακτικές διαθέσεις και δολοφονικές μανίες, ίδιοι με πεινασμένα τρωκτικά: οι ήρωες των «Αρουραίων» του Γκέρχαρτ Χάουπτμαν (1862-1946) είναι (μα το θεό!) βουτηγμένοι στα σκατά. Αλλά ακόμα και σ’ αυτό το νοσηρό περιβάλλον (ένα ετοιμόρροπο οίκημα στο εξαθλιωμένο Βερολίνο των αρχών του 20ού αιώνα, από το οποίο δεν λείπουν ούτε οι πραγματικοί αρουραίοι αλλά ούτε και το φάντασμα ενός αυτόχειρα στρατιώτη), η κοινωνική ιεραρχία είναι επιβεβλημένη και αυτονόητη.
Στον κάτω όροφο, ο εξαθλιωμένος λαός. Η κυρία Γιον και ο σοβατζής σύζυγός της, το ρεμάλι ο αδερφός της, μια ναρκομανής πόρνη με την κόρη της και η κακότυχη πολωνή υπηρέτρια Παολίνα είναι οι πρωταγωνιστές του δράματος. Γιατί η κυρία Γιον πείθει τη νεαρή Παολίνα να της πουλήσει το νεογέννητο μωρό της, για να το παρουσιάσει σαν δικό της. Και το καταφέρνει, μόνο που η ευτυχία της δεν θα κρατήσει πολύ: η κοπέλα θα διεκδικήσει να ξαναπάρει το μωρό της, και ένας λυσσαλέος πόλεμος θα ξεσπάσει ανάμεσα στις δύο γυναίκες, με δραματικό τέλος για όλους.
Στον πάνω όροφο, εκπρόσωποι της αστικής τάξης: ένας παρηκμασμένος διευθυντής θεάτρου και τα μέλη της οικογένειάς του, η κρυφή ερωμένη του, ο επίδοξος εραστής της κόρης του και ο πάστορας πατέρας του που δεν παύει να καταδικάζει συλλήβδην την υποκρισία και να κηρύττει τις χριστιανικές αρχές (σε ντουέτο με τον διευθυντή του θεάτρου). Σε αντίθεση με τους εξαθλιωμένους του κάτω πατώματος, οι ένοικοι του επάνω, άνθρωποι της τέχνης και των γραμμάτων, ικανοί κάθε στιγμή να ανασύρουν κι ένα λατινικό τσιτάτο από τη λήθη, ζουν υπό το βάρος κρυφών σκανδάλων και αναλώνονται στις διαμάχες για τα θεωρητικά ζητήματα του θεάτρου: κλασικισμός ή νατουραλισμός;
Με το έργο του αυτό, ο Χάουπτμαν συνθέτει ένα μιαρό μικρόκοσμο για να κριτικάρει το κοινωνικοπολιτικό κατεστημένο της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Αυτοκρατορίας (του Ράιχ) της εποχής του Γουλιέλμου Α’, αλλά και τα θεατρικά διλήμματα της μπουρζουαζίας, που ζούσε στην αισθητική του νεομπαρόκ. Ταυτοχρόνως, θέλει να παρουσιάσει στο κοινό μια γνήσια, ζουμερή, σπαραξικάρδια τραγωδία. Παρά τις προθέσεις του, το έργο του νομπελίστα θεατρικού συγγραφέα (το γνωστότερο -και μόνο έργο μεταφρασμένο στα ελληνικά- είναι οι Υφαντές») χαρακτηρίστηκε από κοινό και κριτικούς ως «βερολινέζικη τραγικωμωδία», άξια γιουχαΐσματος… Η πρεμιέρα του έργου, στις 14 Ιανουαρίου 1911 στο Βερολίνο, υπήρξε ολέθρια για τη φήμη του συγγραφέα, καθώς, όπως αναφέρουν μελετητές του Χάουπτμαν, «οι θεατές απέτυχαν να δουν την τραγωδία μέσα από το γκροτέσκο, και είδαν μόνο το γκροτέσκο….».

Ήταν μια πολυτάραχη περίοδος. Λίγο μετά το ανέβασμα της παράστασης, η Γερμανία μπήκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ήττα και η προσπάθεια ανασυγκρότησης, οδήγησε τελικά τον Χίτλερ στην εξουσία και στον Β’, τον ακόμα πιο καταστροφικό και φονικό πόλεμο. Πώς όμως μπορείς να προσεγγίσεις δραματουργικά και σκηνοθετικά μια παράσταση που, ήδη, στην εποχή της, υπήρξε δυστοκία στο ανέβασμά της;
Για τις δραματουργικές και αισθητικές επιλογές του καινούργιου ανεβάσματος των «Αρουραίων», από το Γρμανικό Θέατρο του Βερολίνου, σε σκηνοθεσία του Μίχαελ Τάλχαϊμερ, που φιλοξενεί φέτος το Ελληνικό Φεστιβάλ, ζητήσαμε τη γνώμη του δραματουργού της παράστασης, Όλιβερ Ρέζε, ο οποίος τη φετινή περίοδο είναι και καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου.

Αισθηματική αγωγή

Οι «Αρουραίοι», έργο γραμμένο το 1911, περιγράφει την ανθρώπινη εξαθλίωση, την συντριβή του ανθρώπου κάτω από άθλιες κοινωνικές συνθήκες. Να υποθέσω ότι η επικαιροποίησή του έχει να κάνει με τις συνέπειες της ύφεσης, την άνοδο της νέας φτώχειας που ευνοεί και το κοινωνικό πρόβλημα που επιτείνει η μεταναστευτική ροή από Ασία και Αφρική προς την Ευρώπη;
Μπορούμε να το πούμε κι αυτό, όντως υπάρχουν αναλογίες με την κοινωνική και πολιτική κατάσταση στη σύγχρονη Ευρώπη. Αλλά δεν το επιλέξαμε για να παρουσιάσουμε στο κοινό μια πολιτική πρόγνωση. Αυτό που μας ενδιέφερε ήταν ότι το έργο αυτό - κάτι που τονίζεται και στη δική μας παραγωγή- εκθέτει ένα απίστευτα ευρύ φάσμα συναισθημάτων. Στους «Αρουραίους» μια γυναίκα αγωνίζεται για το παιδί της [μια θεόφτωχη γυναίκα έχει πουλήσει το νεογέννητο μωρό της σε μια οικογένεια, που μόλις έχει χάσει το δικό της νεογέννητο, κάποια στιγμή όμως μετανιώνει και με μεγάλη αποφασιστικότητα προσπαθεί να το πάρει πίσω]. Αυτή η απόγνωση αποτελεί τον πυρήνα του έργου.
Αν δεν κάνω λάθος, έχετε επέμβει στο κείμενο του Χάουπτμαν. Προς ποια κατεύθυνση;
Αφήσαμε απέξω αρκετά στοιχεία του κειμένου, το κάναμε όμως διατηρώντας τη δραματουργία ανέπαφη. Θέλαμε να εστιάσουμε στο δράμα της μητέρας και στο τρίγωνο που δημιουργείται γύρω από το κλεμμένο μωρό, εκεί δώσαμε το βάρος. Έχουμε βέβαια αφήσει αρκετές κωμικοτραγικές σκηνές γύρω από το διευθυντή θεάτρου, που μπορεί κανείς να πει ότι είναι άχρηστη παράλληλη δράση, ήταν όμως για μας το απαραίτητο αντίβαρο στις σκηνές της κεντρικής υπόθεσης.

Πώς δουλέψατε σκηνοθετικά;
Το αισθητικό στίγμα της παράστασης οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στη σκηνογραφία του Όλαφ Άλτμαν. Έπρεπε για το βερολινέζικο περιβάλλον της αλλαγής του αιώνα, από τον 19ο στον 20ό αιώνα, να επινοήσουμε έναν σκηνικό χώρο, που να είναι αναγνωρίσιμος και στον σημερινό θεατή. Ένα χώρο, ταυτόχρονα σοφίτα και πολυκατοικία, αλλά και σύμβολο για την συμπίεση, τον περιορισμό, τη στενότητα στην οποία είναι παγιδευμένες οι φιγούρες. Οι ηθοποιοί έρχονται από το σκοτάδι και παίζουν στην άκρη του γκρεμού. Ο Μίχαελ Τάλχαϊμερ, άλλωστε, δουλεύει συχνά με σκηνικά που επηρεάζουν καθοριστικά το παίξιμο των ηθοποιών, που επιτρέπουν και ενισχύουν την ένταση και τη σωματικότητα των ρόλων.

Ο χαρακτήρας του διευθυντή του θεάτρου στο έργο είναι μια φιγούρα που σας επέτρεψε να μιλήσετε, μέσω αυτής, και για τη δική σας τέχνη;
Σ’ αυτές τις σκηνές ψηλαφούνται τα όρια του θεάτρου και η αντίθεση μεταξύ αλήθειας και μυθοπλασίας. Φυσικά ο Χάουπτμαν παίρνει μ’ αυτές τις σκηνές θέση ενάντια σε μια απαρχαιωμένη θεατρική αντίληψη – γι’ αυτό ο συγκεκριμένος χαρακτήρας, που η ζωή του όλη είναι κλεισμένη στη διαφωνία κλασικιστών - νατουραλιστών, είναι τόσο κοντόθωρο και γελοίο ανθρωπάκι. Ωστόσο ο συγγραφέας δεν αρκείται να σκιαγραφήσει απλώς έναν τόσο απαξιωμένο χαρακτήρα. Η μεγάλη του υπηρεσία είναι η σκέψη πάνω στις δυνατότητες της παραστατικότητας, στα προβλήματα της κακοχωνεμένης φόρμας και της τεχνητής παραμόρφωσης στη σκηνή. Η αναμέτρηση με τέτοια ζητήματα μας οδηγούν, εμάς, τους ανθρώπους του θεάτρου, ξανά στην πεμπτουσία της δουλειάς μας.

Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η σχέση του θεάτρου με τη ζωή;
Το θέατρο είναι πάντα αγκυροβολημένο στο παρόν. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι γίνεται για ένα σύγχρονο, μυημένο κοινό. Το θέατρο οφείλει λοιπόν να είναι ανοιχτό στα προβλήματα και στις τάσεις του σήμερα, σε οποιαδήποτε κατηγορία κι αν τοποθετούν τους εαυτούς τους οι υπηρέτες του – είτε κάνουν θέατρο-ντοκιμαντέρ είτε σκηνοθετούν ένα κλασικό έργο.

Ξέρουμε ότι ο Τάλχαϊμερ συμπιέζει τα έργα, ότι ανεξαρτήτως κειμένου συνθέτει παραστάσεις για μιάμιση ώρα το πολύ, έχει μάλιστα κατηγορηθεί γι’ αυτό. Πώς κρίνετε αυτές τις επικρίσεις;
Δεν συμπιέζει, δεν σμικρύνει δηλαδή ούτε συντομεύει ένα έργο καλά καθούμενα. Αυτό που πάντα τον απασχολεί είναι η ανάδειξη της ουσίας ενός κειμένου. Οι σκηνοθετικές δουλειές του Τάλχαϊμερ είναι ιδιαίτερα συμπυκνωμένες, καταφέρνουν έτσι να απελευθερώνουν τον πυρήνα ενός έργου, να δείχνουν την ανοιχτή πληγή που κρύβεται κάτω από το διάλογο.

Μελετώντας τα προγράμματα του Γερμανικού Θεάτρου, παρατηρεί κανείς μια επιμονή στο κλασικό ρεπερτόριο και στην αρχαία τραγωδία. Θεωρείτε ότι τα σύγχρονα έργα δεν έχουν τόσα να πουν;
Δεν είναι ακριβώς έτσι. Το Γερμανικό Θέατρο παρουσιάζει πολλές παγκόσμιες πρεμιέρες, και έργα σύγχρονων θεατρικών συγγραφέων. Πιστεύουμε ότι ένα ισορροπημένο πρόγραμμα ζει από τον διάλογο ανάμεσα σε διαφορετικά έργα, αλλά και από τις σκηνοθετικές προσεγγίσεις, από τον τρόπο με τον οποίο οι προσεγγίσεις αυτές κάνουν τα έργα επίκαιρα. Υπάρχουν πολλοί σύγχρονοι τρόποι για να διαβαστεί κάθε κλασικό κείμενο, ένας απ’ αυτούς τους τρόπους είναι δικός μας.


ΜΙΧΑΕΛ ΤΑΛΧΑΪΜΕΡ
«Τα περιττά στα σκουπίδια»

Ο Γερμανός σκηνοθέτης των σκουπιδιών κατηγορείται ότι εξαφανίζει από τις παραστάσεις του ακόμα και ήρωες του Σαίξπηρ. «Ναι, αλλά δεν προσθέτω καινούργιους», απαντά στους επικριτές του με ένα σαρδόνιο χαμόγελο.


Από τους γνωστότερους Γερμανούς σκηνοθέτες, με διεθνή αναγνώριση, ο Μίχαελ Τάλχαϊμερ ξεκίνησε την καριέρα του ως μουσικός και ηθοποιός. Παράτησε και τα δυο για να γίνει σκηνοθέτης θεάτρου, μπουχτισμένος, από τη δουλειά των σκηνοθετών της γενιάς του. Η μεγάλη του φιλοδοξία ήταν να φέρει τα πάνω κάτω στο γερμανικό θέατρο, να ανατρέψει την επικρατούσα θεατρική παράδοση. Στην πορεία αποφάσισε ότι ο καλύτερος τρόπος να το καταφέρει αυτό ήταν να φέρει τα πάνω κάτω στα θεατρικά κείμενα. «Θέλω να τα στύψω, να βγάλω το ζουμί τους, την ουσία τους. Όσα θεωρώ περιττά, τα πετάω στα σκουπίδια!» δηλώνει, διχάζοντας τους θετρόφιλους σε πιστούς φίλους και εξίσου πιστούς εχθρούς. Δηλώνει επίσης ότι τα καινούργια κείμενα τον ενδιαφέρουν από καθόλου έως ελάχιστα. Είναι τα παλιά, τα κλασικά κείμενα που τον συγκινούν. Και οι αρχαίες τραγωδίες. Ναι, και ο Σαίξπηρ. Ιδίως αυτός, που έχει τόσους χαρακτήρες διαθέσιμους για... πέταμα. Διαγράφει, σβήνει, κόβει χαρακτήρες, και στο τέλος μένει με τους μισούς. «Δεν είναι ασέβεια προς τον συγγραφέα;», αναρωτιούνται οι προσβεβλημένοι. «Καθόλου», απαντά ο ίδιος. «Δεν τόλμησα να επινοήσω ποτέ άλλους στη θέση τους!».

Δεν υπάρχουν σχόλια: