Μετά τη μεγάλη επιτυχία του 2, που ήρθε έπειτα από χρόνια δουλειά εμπρός σ’ ένα πολύ μικρότερο αλλά πιστό κοινό, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου επιστρέφει στην πιο εμβληματική ίσως παράσταση της πάλαι ποτέ ομάδας του, της Ομάδας Εδάφους, για να την ξαναδουλέψει, να παίξει μαζί της αλλά όχι πια να τη χορέψει. Τα εισιτήρια, πάντως, της Μήδειας(2), λίγες μόνο ώρες μετά την έναρξη της προπώλησης, είχαν ήδη εξαντληθεί.
Από την Ευγενία Τζιρτζιλάκη
Συναντηθήκαμε με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου πριν από λίγους μήνες, όταν οι πρόβες δεν είχαν ακόμη χτυπήσει κόκκινο και η πρεμιέρα ήταν ακόμη αρκετά μακριά, ώστε να μας επιτραπεί μια κουβέντα αργή και ράθυμη που να αφορά την ουσία. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της συνέντευξης δημοσιεύτηκε στο προηγούμενο τεύχος της εφ. Αφήσαμε για τούτο το τεύχος κάποια πράγματα, από τα πολλά που είχαμε πει, που αφορούσαν πιο άμεσα την ίδια την παράσταση, ως διέγερση, υπόσχεση ή πρόκληση στην πρεμιέρα.
Με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου βρεθήκαμε στα καμαρίνια. Βυθισμένοι σ’ έναν μεγάλο μαύρο καναπέ και πίνοντας τον πρώτο καφέ της ημέρας, ξεκινήσαμε την κουβέντα αργά, σαν συσκευή που αναβοσβήνει πριν πάρει μπρος κανονικά, σαν τηλεπαιχνίδι…
Κύριε Παπαϊωάννου, θέατρο ή θέαμα;
«Δεν ξέρω, νομίζω θέατρο».
Ποια η διαφορά;
«Στο στόχο και στο βάθος της δόνησης. Έχω την εντύπωση ότι το θέαμα είναι λίγο πιο επιφανειακό…»
Έρωτας - Τέχνη: επικουρικά ή ανταγωνιζόμενα;
«Ανταγωνιζόμενα καθόλου! Ευτυχώς που υπάρχει και η τέχνη για να διερευνά τις ανεξιχνίαστες πτυχές του έρωτα της ζωής των καλλιτεχνών».
Γελάμε. Συνεχίζω τον βομβαρδισμό με ερωτήσεις τύπου κουίζ, γνωρίζοντας πως θυμίζουν λεύκωμα, ή, στην καλύτερη περίπτωση, ένα άλμπουμ με στιγμιότυπα ιδεών. Εκείνος, όμως, πραγματικά συλλογάται και απαντά με τα μάτια στυλωμένα στο κασετόφωνο. Δεν μπλέκεται μαζί μου, δεν κάνει καμία προσπάθεια να κατευθύνει την κουβέντα εκεί ή αλλού· τολμά όντως να εμπλέκεται με αυτές καθαυτές τις ιδέες.
Κοινωνία - Τέχνη: ένα έργο τέχνης θέτει ερωτήματα ή δίνει τολμηρές απαντήσεις;
«Νομίζω ότι μόνον θέτει ερωτήματα, επισημαίνει και κοιτάει, ενισχύοντας την αίσθηση ότι μεταξύ μας μπορούμε να συνεννοηθούμε και να επικοινωνήσουμε, no matter what. Κι έτσι, όπως έλεγε και ο Μπρεχτ, ενδυναμώνεται η διάθεση για ζωή. Δεν δίνει απαντήσεις η τέχνη, ούτε λύσεις – αλίμονο. Προσφέρει προβληματισμούς και στην καλύτερη περίπτωση ανοίγει τα μάτια, βλέπουμε γύρω μας και, αν έχουμε τη διάθεση, γινόμαστε λίγο πιο ανεκτικοί και λίγο καλύτεροι. Τελικά είναι πολιτική η δράση της τέχνης, αυτό θέλω να πω. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ενθαρρύνει τη σκέψη για καλυτέρευση, τη συνειδητότητα…»
Είναι όμως και πράγματα που βρίσκονται πέρα από την πρόθεση ή το αποτέλεσμα της τέχνης. Μιλάμε λοιπόν για τις πρακτικότητες, τα τεχνικά ζητήματα, τα προβλήματα, τις λύσεις, τα υλικά, τα σηκωμένα μανίκια. Και ξαφνικά μπαίνει στην κουβέντα ο τρίτος παρονομαστής, η ποίηση.
Ανάμεσα στο ρόλο της τέχνης και το μόχθο για χάρη της, πού χωρά η ποίηση;
«Η ποίηση είναι ένα είδος σύνθεσης. Αυτό που ονομάζουμε ποιητική στιγμή είναι μια καλή σύνθεση διαφόρων στοιχείων. Όταν κάτι μοιάζει ποιητικό, είναι σαν να έχει ανέβει η πραγματικότητα ένα σκαλοπάτι πάνω. Βέβαια την ώρα που δουλεύεις αυτό είναι πολύ λεπτό, αδιόρατο. Αλλά σ’ αυτό στοχεύει κανείς: να ανεβάζει τα υλικά αντικείμενα με μία σύνθεση (είτε πρόκειται για ένα σώμα, είτε για τραπέζι) σε ένα επίπεδο, στο ποιητικό, άρα σε μία μεταφορική στιγμή, έτσι ώστε να μοιραστούμε όλοι ιδέες και αισθήματα που είναι βγαλμένα από την ύλη. Και όλο αυτό μεταμορφώνεται σε ιδέα».
Κάνω ένα βήμα πίσω, χάριν της μεγάλης εικόνας και ρωτάω το μεγαλύτερο κλισέ όλων:
Τέχνη και Ζωή: είναι δύο ομόκεντροι κύκλοι ή δύο συνοριακές περιοχές που ανταλλάσσουν υλικό;
«Η δική μου η ζωή είναι η ενασχόληση με αυτό το πράγμα που κάνω, το οποίο αγωνίζομαι να είναι τέχνη. Δεν βρίσκω καμία διαφορά. Όλοι χρειαζόμαστε να κάνουμε κάτι για να περάσει ανώδυνα αυτή η ζωή. Εμείς, ως καλλιτέχνες, είμαστε πολύ τυχεροί που έχουμε κατά περιόδους, και μάλιστα σε ένα ομαδικό πνεύμα, την ευκαιρία να κλεινόμαστε σ’ έναν μικρόκοσμο ο οποίος αυταπόδεικτα έχει νόημα: να βγει η παράσταση. Ενώ στη ζωή το ψάχνεις διαρκώς αυτό το νόημα. Κι έτσι ζούμε ένα μεγάλο διάστημα με νόημα. Και μετά τελειώνει και ξαναέρχεσαι αντιμέτωπος με το ερώτημα αν έχει ή όχι νόημα η ζωή, πράγμα κρίσιμο για τον καθένα, και μετά πάλι το επόμενο πρότζεκτ και πάλι νόημα. Είμαστε τυχεροί γιατί είναι μια άσκηση ζωής και λειτουργίας μέσα σε μια μεταφορά όπως η τέχνη.
Μέχρι τα τριάντα, σκεφτόμουν το διαχωρισμό επαγγέλματος και προσωπικής ζωής. Μετά όμως συνειδητοποίησα ότι αυτό που κάνω για να ζω και να περνά πιο εύκολα ο χρόνος είναι αυτό που μ’ αρέσει, άρα ο διαχωρισμός είναι εγκεφαλικός και πλαστός. Όταν δεν δουλεύω είμαι ένα πράγμα, όταν δουλεύω είμαι αυτό το πράγμα προσανατολισμένο με αυτό τον τρόπο, και αυτά τα δύο είναι ένα. Ως φιλότεχνος, η τέχνη είναι για μένα τροφή – το γκουρμέ του πνεύματος. Είναι για το ευ ζην, για να βαθαίνω τη συνείδησή μου για τη ζωή και να μπορώ να λειτουργώ τα συναισθηματικά, τα ψυχικά και τα πνευματικά μου μέσα σαν διαρκώς να τα γυμνάζω. Ως κατασκευαστής, όμως, έχω άλλη λειτουργία».
Ο διαχωρισμός των ρόλων μού κάνει εντύπωση. Από τη μια κοιτάζει τη σκηνή ο θεατής Δημήτρης Παπαϊωάννου, κι από μια άλλη θέση, δυσκολότερη ίσως, παρακολουθεί ο δημιουργός. Αλλά κι ο ίδιος ο δημιουργός χωρίζεται σε δύο: στον χορογράφο και στον χορευτή. Αναρωτιέμαι ποιον από τους δύο ρόλους προτιμά, αν μπορεί να διαλέξει.
«Όταν χορεύεις, έχεις εξαντληθεί, νιώθεις τον κάματο, που είναι πολύ ευχάριστος, έχεις ανταλλάξει ενέργεια με το κοινό και είναι μία τελείως διαφορετική εξισορροπητική δύναμη για τη ζωή. Όταν το βλέπεις απ’ έξω, να γίνεται ερήμην σου, είναι μια άλλη πολύ ισχυρή ικανοποίηση – πρόκειται για διαφορετικούς τόνους ευχαρίστησης. Πάντως εδώ που είμαι είναι αυτό που προτιμώ.»
Και το κοινό; Πού χωρά στην εξίσωση; Τον ρωτάω ποια είναι για εκείνον η ιδανική σχέση με τον τελικό αποδέκτη, δηλαδή το κοινό.
«Το κοινό ενδιαφέρον. Δηλαδή, να προσπαθώ να εκφραστώ και να μην εγκλωβίζομαι αυτιστικά στον εαυτό μου – αυτό ζητάω από τον εαυτό μου, να κάνω αυτό που πραγματικά μου αρέσει, αλλά σαν μια διαρθρωμένη πρόταση επικοινωνίας, κι όχι σαν άναρθρη κραυγή (εκτός αν αυτό είναι που χρειάζεται) – και το κοινό να ενδιαφέρεται γι’ αυτό, για δικούς του, προσωπικούς λόγους, που δεν έχουν σχέση μ’ εμένα. Η ιδανική σχέση με το κοινό είναι μέσα από το έργο, και μόνον, και την καταλαβαίνω μονάχα λειτουργικά σε σχέση με ό,τι φτιάχνω.
Εγώ μόνο μηχανικά το καταλαβαίνω – ότι το μπουζί πρέπει να δίνει φλόγα εκεί, για να περπατήσει το αμάξι. Τώρα το αμάξι τι έχει να μας πει, δεν το ξέρω. Πρέπει να πάει, αυτό είναι σίγουρο. Πρέπει να κυλήσει και να λειτουργήσει η μηχανή.
Εκείνο που ξέρω, δουλεύοντας πάλι τώρα τη Μήδεια(2), είναι πως, πεντακάθαρα, δεν έχω τίποτε καινούργιο να πω για την ιστορία. Το μόνο που έχω να πω, είναι ότι βλέπω μία από τις λύσεις για να πει κανείς μια ιστορία σαφώς. Δεν είναι εύκολο πράγμα αυτό, και η Μήδεια φαίνεται ότι έχει εκεί ένα στοίχημα. Προτείνουμε μία λύση για το πώς να αφηγηθείς. Αυτοί είναι οι προβληματισμοί μου: πώς λες μια ιστορία, αν είναι σαφής, αν χτίζεται αρκετό σασπένς σε σχέση με το νερό που χωρίζει τους δύο χαρακτήρες και χρειάζεται μια ολόκληρη Αργοναυτική για να συναντήσει ο άντρας τη γυναίκα, κι αν αυτό χτίζεται σωστά ενεργειακά στη δομή της παράστασης ώστε να νιώσεις ότι αυτό είναι ένα ταξίδι, αν το νερό είναι στοιχείο αρκετά θηλυκό αλλά και σκοτεινό, ώστε να δικαιολογήσει τη μετατροπή της Μήδειας τη στιγμή που, προδομένη ως γυναίκα, αποφασίζει να κόψει τη ρίζα του Ιάσονα με τα παιδιά του και την επόμενη γυναίκα του, αν τα όρια του τραπεζιού μπορούν να δώσουν τη αίσθηση των ορίων των χαρακτήρων που δεν μπορούν να επικοινωνήσουν γιατί αυτός αναρριχάται κοινωνικά, ενώ αυτή έχει παραδώσει τα πάντα λόγω ενός έρωτα… αυτό εννοώ να λες ιστορίες. Να λες καθαρά τα βασικά στοιχεία, αλλά, φυσικά, και την ουσία της ιστορίας σε σχέση με την εσωτερική περιπέτεια, πάλι χωρίς να λέμε τίποτε καινούργιο. Η ιστορία είναι γνωστή: η Μήδεια είναι μία εξαιρετική γυναίκα που ερωτεύτηκε έναν ήρωα μάτσο ο οποίος την χρησιμοποίησε και μετά θέλησε να χρησιμοποιήσει και μία άλλη γυναίκα για να ανέλθει κι άλλο κοινωνικά. Και ενώ διάλεξε μια σπάνια γυναίκα, δεν ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει το πώς θα μεταστρέφονταν αυτό το πλάσμα όταν προδοθεί. Αυτά όμως τα λένε όλοι. Το θέμα είναι πώς μεταφράζεται αυτό με τα όρια, την αρχιτεκτονική, τους χρόνους κτλ., ταυτόχρονα με ένα χορόδραμα που λέει την ιστορία – αυτά τα επίπεδα της αφήγησης με απασχολούν, και έχουν να κάνουν με τη σαφήνεια και τη σωστή άρθρωση των μέσων ενός καλλιτέχνη.
Κάθε έργο είναι μία συναρμογή επιπέδων και στοιχείων στο εργαστήριο, που λέγεται πρόβα. Κατασκευάζουμε, ως αρχιτέκτονες, αλλά δεν είναι κι εύκολο να χτίζεις ένα κτίριο, ούτε να περάσει η ώρα. Να χτίζεις στιγμές – αυτή είναι η δουλειά, δεν υπάρχει κάτι άλλο που να απασχολεί κανέναν την ώρα που δουλεύει, εγώ αυτό καταλαβαίνω».
Η σαφήνειά του είναι τόση που εξαντλεί το αντικείμενο. Αλλάζουμε λοιπόν θέμα και αναφερόμαστε στην Ολυμπιάδα. Η τελετή έναρξης τον έφερε σε επαφή με ένα πολύ ευρύτερο κοινό και του προσέφερε την ευκαιρία – από πλευράς παραγωγής, προϋπολογισμού, κ.λπ. – να κάνει πολλά παραπάνω πράγματα. Μπορεί όμως άραγε ένας τεράστιος προβολέας που αστράφτει αίφνης πάνω σε κάποιον να τον τυφλώσει; Είναι έστω και λίγο επικίνδυνη αυτή η ευκαιρία;
«Φαντάζομαι ότι αν διαβρωθείς εσωτερικά, οτιδήποτε είναι επικίνδυνο – μία μόνιμη σχέση, μία μεγάλη επιχορήγηση, μία δουλειά σε ιδιωτική εταιρεία… Εγώ δεν αισθάνομαι επικινδυνότητα, αλλά τεράστια ανακούφιση. Σημασία, όμως, έχει μόνον το αποτέλεσμα, δηλαδή το έργο».
Κι η ζωή η ίδια, η ζωή του καθενός, θα μπορούσε να οριστεί ως έργο εν εξελίξει. Στη ζωή λοιπόν, τι θησαυρούς διψάει για το μέλλον; Τον ρωτώ τι αποζητά τώρα.
«Θέλω να εντοπίσω στον εαυτό μου την ανατρεπτική πλευρά του, η οποία κρύβεται μέσα στα πράγματα – λόγω της φύσης μου – συνήθως ευγενικά. Θέλω να της δώσω λίγη περισσότερη τροφή. Και θα ήταν ωραίο να συνεχίσω να μπορώ να παρέχω σ’ εμένα και στην ομάδα μου, την πολυτέλεια του χρόνου προετοιμασίας, όπως έκανα στο 2 και όπως κάνω τώρα. Βρίσκω ότι είναι πολύ ουσιαστικό αυτό, για το χαρακτήρα μου και για την τωρινή μου φάση. Θέλω χρόνο – μ’ αρέσει ο χρόνος».
Του ζητώ κάτι τελευταίο. Να μοιραστεί τις σκέψεις του για ένα θέμα στην αιχμή της επικαιρότητας: το Θιβέτ, την Κίνα, τους Ολυμπιακούς, την ελευθερία. Η απάντησή του άμεση και καθαρή σαν κρύο νερό στο πρόσωπο.
«Πολύ καλά κάνουν και πιέζουν εν όψει της Ολυμπιάδας, για να γίνει κάτι με αυτή την απαράδεκτη κατάσταση στο Θιβέτ».
«Για μένα ο Δημήτρης είναι...»
ΚΩΝΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΗΤΑ:
«Ένας εικαστικός που κίνησε έναν ήρωα....»
Ο Δημήτρης Παπαιωάννου είναι ένας εικαστικός που μπόρεσε κάποια στιγμή και κίνησε έναν ήρωά του, αυτόν από τα πρώτα του κόμικς, κάποια στιγμή τον υποδύθηκε και μετέφερε τις εικόνες που είδε και εκείνος στις περιπέτειες της Ομάδας Εδάφους. Έχω συχνά αυτή την ανάμνηση ενός ανθρώπου που καρφιτσώνει στους τοίχους αποσπασματικές φωτογραφίες ανθρώπων και σκίτσων και μέσα από τυχαίες διαφορετικές τροχιές βρίσκει τη μία μοναδική κίνηση που ενώνει τους πάντες και τα πάντα. Οι ήρωές του είναι χαρακτήρες από κάρβουνο που διαγράφουν πορείες ζωής πάνω σε μια λευκή επιφάνεια και, στην πορεία, νιώθεις να μεταφέρουν συναισθήματα ενός προσωπικού κόσμου. Σε έναν κόσμο όπου το αστείο μετά από λίγα λεπτά μοιάζει με σοβαρή υπόθεση και το αντίστροφο. Ένα καθαρό ουδέτερο βαθύ συναίσθημα που έρχεται μέσα από την κατανόηση της τέχνης, τίποτε παραπάνω και τίποτε λιγότερο. Μέσα από αυτό έχτισε τον δικό του κόσμο.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗΣ:
«Ένας από τους μεγάλους μάγους των ημερών μας...»
Αρχές της δεκαετίας του 1980 γνώρισα τον Δημήτρη Παπαϊωάννου σε μια γιορτή στο σπίτι του Αλέξη Μπίστικα. Έκτοτε παραμείναμε φίλοι, με όλη την γκάμα συναισθημάτων και αντοχών που η ένταση της φιλίας προκαλεί. Σε αυτά τα τριάντα χρόνια ο Δημήτρης έκανε αδιανόητα επαγγελματικά και καλλιτεχνικά άλματα, ξεσηκώνοντας κάθε τόσο το αθηναϊκό κοινό, προκαλώντας έντονα σχόλια μεταξύ των καλλιτεχνών και κερδίζοντας όλο και περισσότερο το θαυμασμό και την εκτίμηση του κόσμου. Ο κόσμος αυτός είναι ο πιο τίμιος συνεταίρος στη δουλειά του, γι’ αυτό και τον συνυπολογίζει πάντα εξαρχής, με μεγάλη σοβαρότητα, σε κάθε του δημιουργία. Η συνεχής συνομιλία και η αγάπη του για τον κόσμο τον ανανεώνει καλλιτεχνικά και του εξασφαλίζει τα επόμενα βήματα και τη σιγουριά στο αβέβαιο, θολό τοπίο της εγχώριας πολιτιστικής μας πραγματικότητας. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είναι ένας από τους μεγάλους μάγους των ημερών μας, που θα συνεχίσει να μας κερνά κάθε τόσο τους υπέροχους χυμούς της φαντασίας του.
INFO:
Σύλληψη – Σκηνοθεσία – Χορογραφία:
Δημήτρης Παπαϊωάννου
Σκηνικά: Νίκος Αλεξίου
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Σχεδιασμός και Σύνθεση Ήχων: Coti K.
Μουσική: Κολάζ από όπερες του Μπελίνι
Art Direction – Κοστούμια: Θάνος Παπαστεργίου - Δημήτρης Παπαϊωάννου
Γλυπτική: Νεκτάριος Διονυσάτος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Τίνα Παπανικολάου
Ερμηνεύουν:
Μήδεια: Ευαγγελία Ράντου
Ιάσων: Γιάννης Νικολαΐδης
Σκύλος: Άρης Σερβετάλης
Γλαύκη: Κατερίνα Λιόντου
Ήλιος: Φοίβος Παπαδόπουλος
Αργοναύτες: Νίκος Δραγώνας, Μιχάλης Ελπιδοφόρου, Νίκος Καλογεράκης, Τάσος Καραχάλιος, Κωνσταντίνος Καρβουνιάρης, Φοίβος-Θωμάς Κυριάκου, Αγνή Παπαδέλη-Ρωσσέτου, Βαγγέλης Τελώνης, Συμεών Τσακίρης, Altin Huta
Μια συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών, της Ελληνικής Θεαμάτων και της ΔΥΟ Παραγγελία του Υπουργείου Πολιτισμού για το πολιτιστικό έτος της Ελλάδας στην Κίνα
Χορηγοί: Θεόδωρος & Γιάννα Αγγελοπούλου
Πειραιώς 260 Η | 1-5 Ιουνίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου