5/6/08

Εισαγωγικές εξετάσεις, Editorial


Είστε νέα, είστε νέος. Εικοσάρα, ας πούμε, και εικοσάρης. Ή καλύτερα δεκαεξάρα και δεκαεξάρης. Ή και γύρω στα τριάντα. Κανονικοί άνθρωποι. Nέοι εργαζόμενοι που σας τρέχουν, καλοί μαθητές ή επιμελείς φοιτητές – είτε πάτε είτε δεν πάτε στις διαδηλώσεις, ξέρετε ότι δουλειά σας είναι το διάβασμα. Είστε δηλαδή το πρότυπο του μέσου ανθρώπου (δυστυχώς, όμως, στη σύγχρονη Ελλάδα δεν είστε ο μέσος άνθρωπος, αλλά η συζήτηση αυτή δεν είναι της παρούσης). Πώς περνάτε τη μέρα σας, από τη στιγμή ιδίως που το πρόγραμμά σας το καθορίζετε εσείς, διαχειριστές του ελεύθερου χρόνου σας, κι όχι οι υποχρεώσεις – σχολείο, πανεπιστήμιο, δουλειά; Δύσκολα σας φαντάζομαι να μην ντύνεστε με τη μόδα, όποιον ενδυματολογικό κώδικα και αν έχετε υιοθετήσει. Να μη σας τριβελίζει το μυαλό η ιδέα ενός ταξιδιού «έξω», να ζήσετε λίγο με άλλους, να ανακαλύψετε όμοιους αλλά και διαφορετικούς. Να μην ερωτεύεστε, πόσο μάλιστα να καταπνίγετε τους έρωτές σας και τις επιθυμίες σας γιατί απλώς «δεν πρέπει». Να κάνετε σαν το σεξ να μην υπάρχει στη ζωή. Να μη μιλάτε μια-δυο-τρεις γλώσσες άλλες από τη δική σας – ή να μη θέλετε να τις μιλήσετε. Να μην πηγαίνετε τα βράδια σε μπαρ αλλά να πνίγετε τον ελεύθερο χρόνο σας σε κατρούτσο με ρετσίνα…
Σας βλέπω να περνάτε από μπροστά μου με τα ακουστικά του iPod ή του MP3 στ’ αυτιά και σας φαντάζομαι να ακούτε στη διαπασών χασαποσέρβικα ή «Το παπάκι πάει στην ποταμιά» και σκάω στα γέλια. Σας ακούω να μιλάτε για σινεμά, όχι για τον «Ιντιάνα Τζόουνς» ή για το «Sex and the City» αλλά για την πιθανότητα αναβίωσης των ταινιών της αθάνατης λερής ελληνικής φουστανέλας και ξέρω ότι είστε βουτηγμένοι στο καλτ και στο trash – τι θα σκεφτείτε ακόμα; Κι ύστερα…
Ύστερα, διαβάζω το θέμα της έκθεσης που έπεσε στις εισαγωγικές, και (συγχωρήστε μου την έκφραση) φρικάρω. Όχι επειδή σας διευκρίνισαν λέξεις υποτίθεται οικείες – το ψεγάδι και τον εξοβελιστέο –, όχι. Φρικάρω από το ίδιο το θέμα:
«Ο Δήμος σας διοργανώνει μια εκδήλωση με θέμα την παράδοση. Ως εκπρόσωπος της μαθητικής σας κοινότητας αναλάβατε τη σύνταξη ενός κειμένου που θα εκφωνηθεί στην εκδήλωση. Σ’ αυτό να αναφέρετε τις αιτίες για τις οποίες πολλοί νέοι σήμερα έχουν απομακρυνθεί από την παράδοση και να προτείνετε τρόπους επανασύνδεσής τους με αυτήν».

Τι ζητούν από τα παιδιά;
-Πρώτον, να φανταστούν ότι δεν είναι αυτά που είναι αλλά κάποια άλλα. Να υποδυθούν την οπισθοδρομική κομπανία μέσα στο Synch. Να αντιμετωπίζουν εχθρικά, επιθετικά τον Λάνγκχοφ γιατί δεν σκηνοθετεί όπως ο Ροντήρης. Να γράψουνε ψέματα. Υποχρεωτικά.
-Δεύτερον, να ανεβούν στο βήμα, να μιμηθούν τη φτήνια της δημόσιας ρητορείας προκειμένου να επιχειρηματολογήσουν για κάτι που η ζωή το έχει ξεπεράσει. Να παριστάνουν τους νομάρχες και τους τηλεαστέρες των ειδήσεων που φωνάζουν αγανακτισμένοι (δεν έχει σημασία γιατί). Πρέπει να κλαψουρίζουν «να γυρίσουμε πίσω, να δούμε μέσα μας, να προστατεύσουμε την ταυτότητά μας, να μη μας τα πάρουνε, να μη μας πατήσουνε», όταν όλοι κοιτάνε μπροστά, αύριο, έξω, όταν η μόνη ταυτότητα που μετράει στον σύγχρονο κόσμο είναι η δημιουργικότητα και η συγκρότηση, εκεί δοκιμάζονται οι κοινωνίες, όχι στα σεγκούνια της Καραγκούνας ούτε στα όποια μάρμαρα (που ούτε να τα φυλάξουμε καν μπορούμε) ούτε στα σύμβολα μιας παγκόσμιας και διαχρονικής εθνικής ισχύος που είναι φαντασίωση, ανύπαρκτη (και, εδώ που τα λέμε, ευτυχώς, αχρείαστη).

Και έγραψαν ψέματα τα παιδιά. Ήταν ο μόνος τρόπος, στα φροντιστήρια τους το είχαν πει, δεν έχει νόημα να πείτε τι αισθάνεστε πραγματικά, δεν θέλουν τα βασανιστικά διατυπωμένα επιχειρήματά σας, θέλουν το εύκολο ψέμα. Δεν σας θέλουν σκεπτόμενους, σας θέλουν παπαγάλους μιας προκατασκευασμένης, έτοιμης προγονοπληξίας. Δεν τους νοιάζει να γράψετε ότι «μ’ αρέσει η μακαρονάδα με κιμά, al dente, την κάνω με κρασί μαρσάλα, φρέσκο πιπέρι και παρμεζάνα», δεν πρέπει ούτε να τρώτε σαν σύγχρονοι κανονιοί άνθρωποι, θέλουν να πείτε «πόσο ωραία ήταν η (λασπωμένη) μακαρονάδα με κιμά της γιαγιάς»! Δεν θέλουν να μιλάτε ωραία ελληνικά και αγγλικά και γαλλικά… Θέλουν να κλαίτε, η γλώσσα μας καταστρέφεται, βαβαί, παπαί! Δεν θέλουν Μπέκετ στην Επίδαυρο, θέλουν την Επίδαυρο αμόλυντη, έστω κι αν ο υποτιθέμενος Αριστοφάνης είναι Δελφινάριο.
Δεν θέλουν την πραγματικότητα. Θέλουν μια φαντασίωση, βίαια επιβεβλημένη, αναπαραγόμενη σε ένα κλειστοφοβικό, επαρχιώτικο περιβάλλον που φοβάται και ψεύδεται.
Το Φεστιβάλ Αθηνών βρίσκεται στον αντίποδα αυτού του κλειστοφοβικού περιβάλλοντος. Η δική του οπτική είναι η ανοιχτωσιά, ο διάλογος, η δημιουργικότητα, η ζωή. Με άλλα λόγια, Γκόλφω, βάλε τη σεγκούνα την Dior κι έλα Πειραιώς 260, είναι πέρασμα. Κι εσύ, Ακάκιε, μην ξεχάσεις. Η φουστανέλα σου να είναι Balenciaga.

Ηλίας Κανέλλης

1 σχόλιο:

Neronas είπε...

Προσέξτε και Αυτό είναι ενδιαφέρον

Προς Τσακλοκούδουνο

Του Κώστα Γεωργουσόπουλου

Το Τσακλοκούδουνο (εκ του Σαχλοκούδουνου) πιστεύει πως παράδοση είναι οι ψησταριές του Πάσχα, το τζατζίκι, η φουστανέλα και τα κόλλυβα. Δεν έχει ακούσει τίποτα για την ελληνική δημοτική μουσική που ενέπνευσε τον Μπέλα Μπάρτοκ, τον Ρίμσκι-Κόρσακοφ και τον Σαιν-Σανς αλλά και τον Δημ. Μητρόπουλο, τον Σκαλκώτα, τον Ι. Ξενάκη και τον Γιάννη Χρήστου. Το Τσακλοκούδουνο πιστεύει πως παράδοση είναι ο μουσακάς και οι τηγανόπιτες. Δεν έχει ακούσει για τη Λαϊκή Αρχιτεκτονική, που ενέπνευσε τον Πικιώνη της παιδικής χαράς της Φιλοθέης και τον Άρη Κωνσταντινίδη των «Ξενία». Το Τσακλοκούδουνο νομίζει πως παράδοση είναι τα στιχάκια του ημερολογίου και δεν έχει ακουστά τον Ερωτόκριτο, τον Σολωμό, τον Ροΐδη, τον Παπαδιαμάντη και τον Κόντογλου του πειρατή Πέδρο Καζάς. Το Τσακλοκούδουνο νομίζει πως παράδοση είναι οι γριούλες με τα μαντιλάκια και οι μουλαράδες με τα κάρα. Και δεν έχει ακούσει ποτέ τα μαγικά παραμύθια, τις έξοχες βωμολοχικές παροιμίες. Δεν μπορεί να καταλάβει πως παράδοση είναι οι φωτογραφίες της Νelly΄s οι Δελφικές Γιορτές του Σικελιανού, ο Σεφέρης στην Αγιάναπα της Κύπρου, ο Εγγονόπουλος του Μπολιβάρ, ο Ελύτης του Φωτόδεντρου και ο Εμπειρίκος της Οκτάνας. Το Τσακλοκούδουνο νομίζει πως είναι παράδοση το τσαρούχι και το φέσι και δεν έχει δει τους Ναύτες του Τσαρούχη, τα τάνκερ του Πρέκα, τα σκυλιά του Μυταρά, τον Αθανάσιο Διάκο του Παρθένη, την Ύδρα του Τέτση και τους ποδηλάτες του Φασιανού.
Παράδοση, Τσακλοκούδουνο, είναι η Νεκρώσιμη Ακολουθία του Δαμασκηνού ισάξια με το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ και οι παράγκες της Καισαριανής που μιμούνται το αρχαίο Μέγαρο. Τσακλοκούδουνο.