Η παράδοση μοιάζει σαν λαστιχένιο γάντι. Όπως το λαστιχένιο γάντι το φορούν πολλά μεγέθη, έτσι και η παράδοση μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά το δοκούν, για να δικαιολογήσει τα καλά και συμφέροντα της στιγμής, όπως τα υπερασπίζονται ιδεολογικοί χώροι που βολεύονται με την υφιστάμενη τάξη, επιθυμούν την ακινησία της κοινωνίας και προσπαθούν να αναβάλλουν όχι μόνο τη σύγκρουση αλλά ακόμα και τη σύγκριση με το καινούριο.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Η περιβόητη Γενιά του ’30, φωτισμένοι συντηρητικοί διανοούμενοι σε μια εποχή που ακόμα διακυβευόταν η εθνική ολοκλήρωση της χώρας (αλλά και μετά), επέλεξαν την επίκληση της παράδοσης και του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού με ευρωπαϊκούς, πρωτοποριακούς όρους, προκειμένου να τονώσουν την εθνική αυτοπεποίθηση, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην εθνική ταυτότητα. Αλλά, το ξέρουμε, ο Σεφέρης, π.χ., ουδέποτε υπήρξε οπαδός ενός εθνικά περίκλειστου κράτους-έθνους. Γι’ αυτόν η τόνωση της εθνικής συνείδησης δεν σήμαινε οχύρωση πίσω από τα μάρμαρα της αρχαιότητας, σήμαινε αντίθετα δημιουργικό διάλογο, εξίσου, και με τις ιδέες που αντανακλούν τα μάρμαρα αλλά και με τις ιδέες που κυκλοφορούν στον σύγχρονο κόσμο. Θυμάμαι ένα ανεπανάληπτο κείμενό του, είχε δημοσιευθεί στον «Ταχυδρόμο» της εποχής, όταν, το 1963, τη χρονιά που του απονεμήθηκε το Νόμπελ, με τη σύζυγό του Μάρω αλλά και με το ζεύγος Λένας και Γ.Π. Σαββίδη επισκέφτηκαν τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στο νησί όπου προτιμούσε να ζει όταν δεν δούλευε. Γιατί μίλησαν; Θα αστειεύεστε… Για εμπνεύσεις, καλλιτεχνικά οράματα, συγγραφείς, ελευθερίες… Για την πανανθρώπινη παράδοση – όχι για προκάτ εφαρμογές της στο στενάχωρο σακάκι της εθνικής ιδεολογίας.
Διαβάζω από, μου φαίνεται, σοβαρούς ανθρώπους (κι ας ποδοπατούν συχνά τη σοβαρότητά τους προτιμώντας να παίζουν τον ξεχασμένο ρόλο του παραδοσιακού καραγωγέα) ότι παράδοση είναι ο Πικιώνης, ο Άρης Κωνσταντινίδης, η Nelly’s (και τα γυμνά στην Ακρόπολη, άραγε, που είχαν θεωρηθεί υβριστικά;), ο Ροϊδης, ο Κόντογλου, ο Εγγονόπουλος… Χαίρω πολύ, άριστα δέκα με τόνο! Απορώ, όμως. Στον σημερινό λόγο περί παραδόσεως, πού υπάρχει άραγε η παραίνεση του Πικιώνη να ζούμε και να αναφερόμαστε έχοντας υπόψη «το πύρινο έδαφος της πραγματικότητας»; Πού είναι η βαθύτατη μελαγχολία του Κωνσταντινίδη, πού η μαχητικότητα και ο αντικληρικαλισμός του Ροϊδη; Είναι άραγε ο Εμπειρίκος οικεία παράδοση; Κι αν δεν είναι, αν του αρνιόμαστε να είναι, γιατί για δεκαετίες διασκέδαζε κρυφά τις παρέες του (στις οποίες συγκαταλέγονταν και ο, επηρεασμένος από Πολ Ελιάρ και Πικάσο, κατά τα άλλα «παραδοσιακός» Ελύτης, κι άλλοι παραδοσιακοί) με τον «Μεγάλο Ανατολικό» του, που κανένας δεν τολμούσε να τυπώσει, διά τον φόβον του παπά και του χωροφύλακα, των εμβληματικών μορφών αυταρχισμού του νέου ελληνικού κράτους;
Ας το πάρουμε απόφαση: αυτή η συζήτηση περί ελληνικής παραδόσεως είναι μια εξαντλημένη συζήτηση. Η αναφορά (με τον τρόπο που γίνεται, ιδίως στον επίσημο, τον κρατικό λόγο, στην εκπαίδευση και στην κοινότοπη, τη στιλπνή και άδεια επιφάνεια των ΜΜΕ) στην ελληνική παράδοση μάλλον παραμορφωτική εικόνα διαμορφώνει για τη χώρα (αν στόχος είναι μια σύγχρονη, ανοιχτή, ισχυρή και ανταγωνιστική χώρα που επιπλέον ξέρει τα πεπερασμένα μεγέθη της και τις εξίσου πεπερασμένες δυνατότητές της στον σύγχρονο, ανταγωνιστικό κόσμο) και τους πολίτες της.
Και ξέρετε γιατί; Επειδή η επίκληση της Γενιάς του ’30, των λόγιων προβληματισμών των εκπροσώπων της για την παράδοση και το Έθνος, των σημερινών επικλήσεων στην αρχαιότητα ή και (κατά το πνεύμα της χούντας την οποία υποτίθεται ο ελληνικός λαός συνέθλιψε εκτός από πολιτικά και ιδεολογικά) στην ορθοδοξία (εκπρόσωποι της οποίας τη θέλουν όλο και σε πιο στενή και παρεμβατική σχέση στις υποθέσεις του κράτους), στην ουσία, συρρικνώνει και τη Γενιά του ’30 και τη σύγχρονη Ελλάδα και την ίδια της έννοιας της παράδοσης σε κάτι κλειστό, φοβικό και μοβόρικο ταυτοχρόνως. Από τον πλούτο των προτάσεων των προσωπικοτήτων εκείνων, έτσι, μένει ένα φολκλοριστικό καλαμπούρι: οι σεγκούνες των δημάρχων της ελληνικής επαρχίας που αναβιώνουν δήθεν (επιδοτούμενοι) τα αποκριάτικα ήθη, οι τσολιάδες των παρελάσεων στις γιορτές και οι σημαιομαχίες με τους ξένους συμπολίτες μας, που (όταν δεν τους εκμεταλλευόμαστε, τονώνοντας και τα δικά μας οικονομικά και την εθνική οικονομία) συνεχίζουμε να τους βλέπουμε εχθρικά, σαν παρείσακτους.
Όσο για τη Γενιά του ’30, λυπηθείτε τη. Όσοι την επικαλούνται επί ματαίω, έχουν καταφέρει το ανοιχτό πνεύμα των εκπροσώπων της να το κάνουν κάτι δύστηνο και μίζερο. Έχουν καταφέρει, δηλαδή, να μετατρέψουν το πνεύμα του Σεφέρη, του Ελύτη, του Θεοτοκά σε κάτι που θυμίζει τον (οραματιζόμενο ένα σύστημα ελληνικής κοσμοθεωρήσεως και βιοθεωρήσεως) Περικλή Γιαννόπουλο.
Κατακλείδα (και κουίζ μαζί): Το χιουμοριστικό λιμερίκιο του Σεφέρη που ακολουθεί είναι ή δεν είναι παράδοση;
«Ήταν ένα παιδόπουλο στο Αίγιο
Κι ένας λόρδος περνώντας του λέγει: Ω!
Αν μ’ αφήσεις πριν φύγω
Να σ’ τον κάτσω για λίγο
Θα σε στείλω μετά στο Κολλέγιο.»
Αν είναι, υπάρχει πιθανότητα να μπει σε τίποτα εισαγωγικές εξετάσεις του μέλλοντος; Ψοφάω για μια απάντηση επειδή πρέπει να προετοιμαστούν και τα φροντιστήρια.
Ηλίας Κανέλλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου