Με τον δικό του «Φιλοκτήτη», που παρουσίασε για πρώτη φορά στο Μόναχο το 1968, ο Χάινερ Μίλερ ανοίγει έναν εκρηκτικό διάλογο με το αρχαίο δράμα. Αντλώντας τις πρώτες ύλες του από την τραγωδία του Σοφοκλή, συγκροτεί ένα σύμπαν σύγχρονο, βίαιο, απόλυτα ανθρώπινο. Οι τρεις ηθοποιοί που θα ζωντανέψουν στη σκηνή της Μικρής Επιδαύρου το έργο του συγγραφέα, μιλούν για το πάντα επίκαιρο κείμενο και τη συνεργασία τους με τον σπουδαίο σκηνοθέτη Ματίας Λάνγκχοφ.
Από τη Νίκη Ορφανού
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ
«Δεν πιστεύω στους ιερούς
σκοπούς, ούτε στα οράματα»
Ο Λευτέρης Βογιατζής υποδύεται τον Οδυσσέα. Μαζί του είχαμε την ακόλουθη συζήτηση.
Ήταν δύσκολο να αφεθείτε, όντας ο ίδιος σκηνοθέτης, στα χέρια του Λάνγκχοφ να σας σκηνοθετήσει;
Όχι, καθόλου. Είναι δυο διαφορετικές δουλειές, αυτή του ηθοποιού και αυτή του σκηνοθέτη. Μπορεί κάπου να ταυτίζονται, η μια να έχει μέσα της την άλλη. Ο ηθοποιός καλό είναι να έχει μέσα του μια αίσθηση σκηνοθέτη, για να μπορεί να συλλαμβάνει ορισμένα στοιχεία που του είναι απαραίτητα για τη δουλειά του ως ηθοποιού. Όπως και ένας σκηνοθέτης καλό θα είναι να γνωρίζει ορισμένες από τις διαδικασίες του ηθοποιού - αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό. Το πρώτο μπορεί κανείς να το δει μ’ ένα ερωτηματικό, το δεύτερο χωρίς κανένα. Δυστυχώς, η γνώση του τι είναι ένας ηθοποιός είναι σπάνια από την πλευρά των σκηνοθετών…
Πώς βλέπετε το σκηνοθέτη Λάνγκχοφ;
Είναι σημαντικός, με μακρά πορεία στο γερμανικό θέατρο. Είναι επίσης ένας εξαιρετικός άνθρωπος, πολύ έντιμος, και αυτό για μένα μετράει πολύ στο θέατρο, όχι μόνο στο επίπεδο της ανθρώπινης επαφής αλλά και της καλλιτεχνικής δουλειάς. Το να είσαι έντιμος, βέβαια, δυσκολεύει τα πράγματα, δεν τα διευκολύνει, για μένα, όμως, η εντιμότητα είναι πάντα το ζητούμενο. Μιλώντας για τον Λάνγκχοφ απ ‘αυτή την πλευρά, της αξίας του ανθρώπου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι σπουδαίος. Από κει και πέρα, η έλλειψη γνώσης της γλώσσας είναι ένα τεράστιο πρόβλημα, όχι μόνο στην επιφάνεια των πραγμάτων, που είναι η καθημερινή επικοινωνία, αλλά και στην ουσία.
Εννοείτε ότι το φράγμα της γλώσσας δεν επέτρεψε να δουλέψετε πλήρως το κείμενο και τους ρυθμούς του;
Ναι. Οπωσδήποτε, είμαι ευχαριστημένος που μου δόθηκε η ευκαιρία να έρθω σε επαφή μ’ ένα κείμενο του Μίλερ, ομολογώ ότι μέχρι τώρα είχα κοιτάξει πολύ επιπόλαια τη δουλειά αυτού του συγγραφέα. Βέβαια, ξέρω καλά ότι ακόμα και τους ανθρώπους του θεάτρου μπορεί να τους ξενίσει μια τέτοια γλώσσα σαν αυτή του συγγγραφέα, η οποία φαίνεται, λόγω της ακρίβειάς της, πολύπλοκη. Κατά βάθος δεν είναι. Με λίγη προσοχή, εύκολα κανείς διακρίνει ένα σύμπαν που παραπέμπει σε σαφή νοήματα και ψυχισμούς. Είναι ένα σύμπαν που μιλά, κατά τη γνώμη μου, για την αίσθηση καταστροφής (και αυτοκαταστροφής) του ανθρώπου με τρόπο μοναδικό.
Ποιος είναι ο ρόλος του Οδυσσέα, τον οποίο θα υποδυθείτε, μέσα σ’ αυτό το σύμπαν;
Εμφανίζεται πολύπλοκος, λόγω της οξύνοιάς του, της ικανότητάς του να βρίσκει πάντα τρόπο να χειραγωγεί τους άλλους και να επιζεί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, ότι είναι κάποιος που προσπάθησε να αποφύγει την ένταξή του σ’ αυτόν τον πόλεμο. Είναι ένα στοιχείο του μύθου που επιλέγει ο Μίλερ να κρατήσει και στη δική του εκδοχή, όχι χωρίς λόγο. Γιατί στη σκέψη του Μίλερ οι άνθρωποι δεν γεννιούνται με φωτοστέφανο, ή, αντίθετα, βουτηγμένοι στην κακία. Είναι, μάλλον, η περιπέτεια της ζωής, εδώ ο πόλεμος, που τους αλλοιώνει, τους χαλάει, τους ασχημαίνει, τους αποδυναμώνει. Παραμένουν όμως, μ’ όλα τους τα ελαττώματα, άνθρωποι. Ο «Φιλοκτήτης» του Μίλερ είναι ένα βαθιά πολιτικό έργο, που, αν μας δυσκολεύει είναι επειδή μας λείπει η άμεση γνώση των συνθηκών που επικρατούσαν στην ανατολική Γερμανία, μια εμπειρία απολύτως απαραίτητη για να παίξεις το έργο αυτό. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι μέσα μας, απλά πρέπει να κάνουμε ένα κλικ να το ανακαλύψουμε. Αυτό το κλικ, όμως, δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση.
Ο Οδυσσέας φαίνεται να θεωρεί ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα κι ότι αυτό νομιμοποιεί τις πράξεις του.
Φυσικά, αλλιώς δεν θα μπορούσε να επιζήσει. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Οδυσσέας δεν ήθελε να πάει στον πόλεμο, έκανε μάλιστα τον τρελό όταν πήγαν να τον πάρουν. Φανερώνει τον άνθρωπο που ήταν κάποτε, πριν αναγκαστεί από τις συνθήκες να πάρει άλλο δρόμο… Μόνο που τώρα είναι αυτός που είναι, δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Προς το τέλος τον βλέπουμε πιο ευάλωτο. Την ίδια ώρα, όμως, που φιλοσοφεί πάνω από το πτώμα του Φιλοκτήτη, την ίδια ώρα συλλαμβάνει και μια νέα ιδέα σωτηρίας. Από μια άποψη, αυτό είναι που τον κάνει ζωντανό… Μακάρι να έβαζε την ικανότητά του αυτή στην υπηρεσία άλλων σκοπών!
Πιστεύετε ότι υπάρχει σκοπός που αγιάζει τα μέσα;
Δεν πιστεύω στους ιερούς σκοπούς ούτε στα οράματα. Όραμα; Δεν μπορώ να ακούω καν αυτή τη λέξη. Ας μην ξεγελιόμαστε από μεγάλες λέξεις όπως αυτή. Γιατί αυτομάτως δημιουργεί ένα είδος θεότητας. Στο θέατρο, για παράδειγμα, για όσους τουλάχιστον ξέρουμε τα πράγματα από μέσα, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Το θέατρο είναι μια περιπέτεια στην οποία μπαίνεις μαζί με άλλους. Η ίδια η δημιουργία είναι ένα πράγμα απλό, όχι κάτι περίπλοκο, όπως πάνε να το παρουσιάσουν ορισμένοι. Είναι μια λειτουργία, μια δουλειά, μια ανάγκη. Ο τρόπος που απολαμβάνει κανείς τη φύση ζώντας την, επιτρέποντάς της να τον αλλάξει, αυτό είναι επίσης δημιουργία.
Συνεπώς όλοι οι άνθρωποι είναι δημιουργοί;
Σαφώς. Μόνο που δεν το ξέρουν. Δυστυχώς, νομίζουν ότι οι δουλειές που κάνουν είναι απλά δουλειές, γι’ αυτό υποτιμούν τον εαυτό τους, ενώ πιστεύουν εσφαλμένα ότι μόνο η δουλειά των καλλιτεχνών είναι πραγματική δημιουργία.
Νιώθετε έτοιμος για το ρόλο;
Όχι καθόλου. Όχι, γιατί οι συνθήκες δεν ήταν καλές. Υπάρχει τρομερό άγχος –και όλα αυτά τα προβλήματα με τους αρχαιολόγους δεν έχουν βοηθήσει να νιώσουμε καλύτερα, βέβαια. Πολλά πράγματα έχουν μείνει ακόμα πολύ σκοτεινά μέσα στο κείμενο, υπάρχουν φράσεις που δεν ξέρουμε προς τα πού πάνε. Αυτό είναι πρόβλημα. Εξάλλου, τι σημαίνει να είναι κανείς έτοιμος; Ποτέ δεν έχεις τα λόγια έτοιμα όταν ανεβαίνεις στη σκηνή. Γιατί ξαφνικά ανοίγει ένα τελείως διαφορετικό πεδίο τη στιγμή που βγαίνεις στη σκηνή. Κι όταν μπουν οι θεατές, τότε το πεδίο ανοίγει ακόμα περισσότερο -είτε αρνητικά είτε θετικά-, το οποίο σου αποδεικνύει σε μια στιγμή ότι πράγματα που έπαιρνες για σίγουρα δεν ήταν καθόλου δεδομένα. Τίποτα δεν ξέρεις μέχρι να μπει στο χώρο το κοινό. Για το κοινό γίνεται όλη αυτή η ιστορία που ονομάζουμε τέχνη.
ΜΗΝΑΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑΣ
«Βρίσκομαι σε πόλεμο
με τον ίδιο μου τον εαυτό»
Ο Μηνάς Χατζησάββας είναι ο Φιλοκτήτης. Οι απόψεις του καταγράφονται στη συνομιλία που ακολουθεί:
Είναι η δεύτερη φορά που συνεργάζεστε με τον Ματίας Λάνγκχοφ. Πώς θα περιγράφατε αυτή την εμπειρία;
Η πρώτη συνεργασία, στις «Βάκχες» το 1997, νόμιζα ότι ήταν η πιο σημαντική εμπειρία μου στο θέατρο. Αυτή αποδεικνύεται το ίδιο σημαντική με την πρώτη. Μόνο που, αυτή τη φορά, είναι μια εμπειρία πολύ πιο επώδυνη, καθώς μου ζητούνται πράγματα πολύ πιο δύσκολα. Σε μια συζήτηση που είχα με τον Λάνγκχοφ, του θύμισα ότι, κατά την προετοιμασία μου να παίξω τον Διόνυσο για τις «Βάκχες», μου έλεγε: «Θεός είναι, κάνε ό,τι θέλεις μαζί του» - και εγώ έκανα ό,τι ήθελα. «Τώρα σου ζητώ να μην κάνεις τίποτα απ’ αυτά που θέλεις», μου απάντησε εκείνος. Έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς οτι η σχέση μας κάνει ένα πλήρη κύκλο, ολοκληρώνεται.
Ποιες ακριβώς είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζετε;
Είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Δεν είμαστε συνηθισμένοι, οι Έλληνες ηθοποιοί, σ’ αυτήν την εκφορά του λόγου που ζητάει ο Λάνγκχοφ. Ο λόγος του Μίλερ είναι απίστευτα δύσκολος, απαιτεί συγκέντρωση, και ο χρόνος που είχαμε στη διάθεσή μας ήταν λίγος. Προσπαθώ να κάνω το καλύτερο αλλά ανησυχώ… Έπειτα, είναι και ο ίδιος ο Φιλοκτήτης…
Σας δυσκόλεψε αυτός ο ρόλος;
Είναι ένας άνθρωπος παρατημένος για χρόνια σ’ ένα νησί, εντελώς μόνος. Ένας άνθρωπος που τρώει πουλιά για να επιβιώσει, που μουγγρίζει από τον πόνο λόγω του πληγωμένου του ποδιού, που ζει μ’ ένα άσβεστο μίσος γι’ αυτούς που τον χρησιμοποίησαν και τον εγκατέλειψαν στο νησί, και που γυρίζουν τώρα επειδή τον χρειάζονται, χρησιμοποιώντας το δέλεαρ της επιστροφής στην Τροία. Αυτές είναι ακραίες καταστάσεις… Εγώ δεν είμαι άνθρωπος που μισεί, είμαι ήρεμος και καλός, στο βαθμό που γνωρίζω τουλάχιστον τον εαυτό μου, και δεν έχω ζήσει παρόμοια συναισθήματα, δεν τα έχω καν συναντήσει, μου είναι άρα δύσκολο να τα ενδυθώ. Βρίσκομαι λοιπόν σε πόλεμο με τον ίδιο μου τον εαυτό, προσπαθώ να αφεθώ στο κείμενο - αυτό θέλει ο Λάνγκχοφ, καθώς μου υπενθυμίζει διαρκώς ότι το κείμενο τα περιέχει όλα, κι εγώ πρέπει απλά να τα εκφέρω, να τα βγάλω στη σκηνή, να καταλάβει ο θεατής τι λέω.
Προσπαθήσατε να φέρετε τον Φιλοκτήτη στα νερά σας;
Αντιστέκομαι σ’ αυτό όσο μπορώ, γιατί δεν είναι καλό να το κάνω. Εκεί είναι που την πατάω και γίνεται έξαλλος ο Λάνγκχοφ. Δεν το θέλει αυτό το πράγμα. Γιατί δεν κλαίει ο Φιλοκτήτης, δεν κλαίει καθόλου. Είναι πολύ περήφανος. Κι είναι άνθρωπος της εξουσίας.
Δεν είναι αδικημένος, προδομένος από τους συντρόφους του;
Είναι. Μέσα του, όμως, είναι κι αυτός στρατηγός, ένας στυγνός στρατηγός, ένας άνθρωπος που μόλις του δοθεί η εξουσία μπορεί κι αυτός να πατήσει επί πτωμάτων. Έχει το σκουλήκι μέσα του. Απλώς, αυτό που τον κάνει λίγο πιο ανθρώπινο είναι η πληγή του. Το γεγονός ότι πονάει τον κάνει πιο ανθρώπινο, τίποτα άλλο. Μπορεί να μη θέλει και ο ίδιος να το πιστέψει, αλλά είναι σκληρός – γιατί ο πόλεμος κάνει σκληρούς τους ανθρώπους. Το έργο του Μίλερ είναι μια κραυγή αντιπολεμική. Μιλά για το πώς αλλάζει ο πόλεμος τους ανθρώπους, σε τι τους μετατρέπει… περιγράφει το τι είναι ικανοί να κάνουν ο ένας στον άλλον. Ο πιο ανθρώπινος χαρακτήρας του έργου είναι ο Νεοπτόλεμος, που δεν θέλει, αλλά θα γίνει κι αυτός σαν κι εκείνους, ίσως και χειρότερος. Είναι η λέπρα της εξουσίας…
Έχουν περάσει έντεκα χρόνια από την τελευταία σας συνεργασία με τον Λάνγκχοφ. Τον είδατε αλλαγμένο;
-Όχι, καθόλου. Η διαφορά βρίσκεται μόνο στη δουλειά - τότε δουλεύαμε ένα κλασικό κείμενο, τώρα ένα σύγχρονο, που έχει τις δικές του απαιτήσεις. Ομολογώ ότι έχω μεγάλη αγωνία. Νιώθω τέτοια αναστάτωση μέσα στην ψυχή μου. Κακά το ψέματα, δεν ξέρω πώς θα τα πάω. Έχω γίνει πολύ ευαίσθητος. Έτσι και μου πουν το οτιδήποτε, μπήγω τα κλάματα. Ο «Φιλοκτήτης» είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, πολύ σημαντικό, και δεν ξέρω αν έχω τις δυνάμεις.
Πώς ήταν η συνεργασία σας με τους άλλους ηθοποιούς;
Πολύ καλή. Ο Χρήστος είναι εξαιρετικό παιδί με φοβερή ενέργεια και ταλέντο. Αγαπάει τη δουλειά – αυτό για μένα είναι ταλέντο. Τα πήγαμε πολύ καλά και με τον Λευτέρη, με τον οποίο συνεργαζόμαστε στο θέατρο για πρώτη φορά. Κρατάμε θαυμάσιες ισορροπίες, δεν έχουμε και τίποτα να χωρίσουμε. Ίσα ίσα που πρέπει να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον. Σ’ αυτό το έργο, που το κρατάμε όλο εμείς, αν δεν έχει ο ένας τη στήριξη του άλλου δεν θα μπορέσουμε να καταφέρουμε τίποτα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΟΥΛΗΣ
«Λόγος ποιητικός και ταυτόχρονα γυμνός, βρώμικος»
Ο μικρός της παρέας, ο Χρήστος Λούλης, είναι ο Νεοπτόλεμος. Τι του έμαθε η συναναστροφή του με τον Ματίας Λάνγκχοφ;
Είναι μεγάλη πρόκληση για σας αυτός ο ρόλος;
Ναι, από πολλές απόψεις. Ο κάθε ρόλος είναι μια πρόκληση, κι ακόμα περισσότερο τώρα, που σκηνοθετούμαστε από έναν άνθρωπο που δεν ξέρει ελληνικά. Ο Λάνγκχοφ δεν ξέρει τη γλώσσα που μιλάμε πάνω στη σκηνή. Το να λες κάτι και να περιμένεις να μεταφραστεί είναι ήδη δύσκολο. Αφήστε που πολλά χάνονται στη μετάφραση.
Είναι δύσκολος άνθρωπος ο Λάνγκχοφ;
Όχι, καθόλου. Είναι πολύ καλός, γλυκός και συζητήσιμος. Είναι, θα έλεγα, ένας άνθρωπος σοφός: στις πρόβες είχε πάντα μια ιστορία να διηγηθεί, για να σε κάνει να καταλάβεις αυτό που θέλει να σου πει. Είναι γοητευτικός τρόπος να σκηνοθετείς λέγοντας ιστορίες και όχι πετώντας διαταγές τύπου «όχι έτσι, έτσι, όχι έτσι». Νιώθεις ότι σου ανοίγει παράθυρα για να πετάξεις κι εσύ. Είναι μια όμορφη εμπειρία για μένα. Και η συνεργασία με τους άλλους είναι σημαντική. Γιατί μέσα από δύσκολες εμπειρίες συναντιέσαι πραγματικά με τους ανθρώπους, κι όχι πίνοντας καφέ. Συναντιέσαι μόνο όταν πιέζεσαι.
Τι αντιπροσωπεύει για σας ο Νεοπτόλεμος;
Τη νιότη… και τη βλακεία της νιότης. Αγωνιά να ξεχωρίσει το καλό από το κακό, δεν ξέρει ότι το καλό και το κακό είναι ένα στην πραγματικότητα. Πιστεύει ότι υπάρχει μόνο μαύρο και άσπρο, ούτε καν υποψιάζεται ότι υπάρχει και το γκρι. Η ιστορία του Νεοπτόλεμου είναι, κατά κάποιον τρόπο, η ιστορία της ενηλικίωσης. Κάθε ενηλικίωση είναι δύσκολη, περνάς μέσα από τη φωτιά. Για τον Φιλοκτήτη και τον Οδυσσέα, ο Νεοπτόλεμος είναι το μήλον της Έριδος: ποιος θα πάρει μαζί του τη σύγχρονη γενιά.
Είναι ένας σύγχρονος πόλεμος αυτός δηλαδή που περιγράφει ο Μίλερ;
Έτσι κι αλλιώς. Ο Μίλερ το έγραψε ζώντας στην Ανατολική Γερμανία, θέλοντας να περιγράψει την εκεί κατάσταση. Κάποια πράγματα μένουν ίδια και σήμερα. Πρέπει να διαλέξεις τη ζωή που θα κάνεις. Εγώ έχω κατασταλάξει κάπως τώρα. Δεν είμαι αυτή τη στιγμή ο Νεοπτόλεμος, αλλά έχω περάσει από κει και ξέρω τι είχα τραβήξει. Είναι δύσκολος δρόμος…
Πολλοί θεωρούν το κείμενο ιδιαίτερα δύσκολο…
Είναι. Ταυτόχρονα με γοητεύει το ότι δεν λέγεται τίποτα από κάτω, δεν υπάρχει κρυφό περιεχόμενο. Όλα είναι μπροστά, όλα λέγονται ξεκάθαρα. ΄Ο,τι σκέφτομαι, το λέω. Και λέω τα πιο τρελά πράγματα του κόσμου, σαν να είμαστε άνθρωποι που μπορούμε να κάνουμε πράξη τις σκέψεις μας. Ο λόγος του Μίλερ δεν ακούγεται σαν κάτι μεγάλο, αλλά σαν κάτι απτό. Είναι λόγος ποιητικός και ταυτόχρονα γυμνός, βρώμικος.
Νιώθετε έτοιμος να ανεβείτε στη σκηνή;
Κοιτάξτε, ποτέ δεν νιώθουμε έτοιμοι. Αν είχαμε άλλον ένα μήνα για πρόβες δεν θα μας έκανε κακό. Το θέμα είναι πόσο έτοιμοι είμαστε και ψυχικά και πνευματικά. Η παράσταση μπορεί να ήταν καλύτερη αν είχαμε περισσότερο χρόνο, αλλά μπορεί να ήταν και χειρότερη, κανείς δεν το ξέρει. Αυτή τη στιγμή παλεύουμε με πράγματα προβλέψιμα και απρόβλεπτα. Αδύνατο να… προβλέψει κανείς τι τελικά θα λειτουργήσει θετικά. Μπορεί ένα απρόβλεπτο πρόβλημα να έχει θετική επίδραση στο τέλος, οπότε πας και το κάνεις έτσι κι αλλιώς. Δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά. Το θέμα, για μένα, είναι να μπορέσουμε να πούμε το ψέμα όσο πιο όμορφα γίνεται. Δεν θα ήθελα να πω το ψέμα σαν ψέμα, αλλά σαν αλήθεια -κι άλλωστε, στο θέατρο, λέγοντας το ψέμα καταφέρνουμε να πούμε την αλήθεια. Αν δεν το πω καλά, θα είναι σαν ψέμα. Αυτή είναι η αγωνία μου.
ΜΑΤΙΑΣ ΛΑΝΓΚΧΟΦ
«Με αυτούς τους γραφειοκράτες
δεν θα έπινα ούτε μπίρα»
Κουρασμένος και οργισμένος από την καθυστέρηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου να αποφασίσει σχετικά με την εγκατάσταση των σκηνικών στο θέατρο της Μικρής Επιδαύρου, ο Ματίας Λάνγκχοφ μιλάει για τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αυτό δημιούργησε στην προετοιμασία του «Φιλοκτήτη».
Κύριε Λάνγκχοφ, έχουν μείνει μόλις λίγες μέρες πριν το ανέβασμα του «Φιλοκτήτη». Είστε ικανοποιημένος από αυτή τη δουλειά;
Δεν θα γίνω κριτής του εαυτού μου. Άλλωστε δεν δουλεύω ποτέ μ’ ένα αρχικό όραμα. Στο τέλος διαπιστώνω τι ήθελα να κάνω και τι πραγματικά έχει γίνει, πού έχει καταλήξει. Ρωτάτε, μήπως, για τις συνθήκες εργασίας κάτω από τις οποίες δουλεύουμε το έργο; Μπορώ να σας πω ότι το έργο είναι πάντα αποτέλεσμα των συνθηκών εργασίας.
Αναφέρεστε στα προβλήματα, που όπως έχει πια γίνει γνωστό, αντιμετωπίζετε με το ΚΑΣ;
Αν είμαι ακόμα εδώ, αν δεν σηκώθηκα αμέσως να φύγω, έχει να κάνει μόνο με τον σεβασμό που έχω για το Φεστιβάλ και για το ελληνικό κοινό. Θεωρώ ότι η συμπεριφορά των αρχαιολόγων ξεπερνά αυτό που είναι ανθρωπίνως δυνατό να υπομείνει κανείς. Θέλω να πιστεύω ότι η Ελλάδα είναι οι άνθρωποι που θα έρθουν να δουν την παράσταση και οι άνθρωποι που έχουν δουλέψει γι’ αυτή, όχι οι Έλληνες αρχαιολόγοι. Μου φαίνεται ανήκουστο να μας βάζουν τρικλοποδιές, τραβώντας στα άκρα μια διαδικασία έγκρισης ή απόρριψης. Μ’ αυτούς τους γραφειοκράτες δεν θα έπινα ούτε μια μπίρα.
Δεν σας επιτρέπουν να στήσετε τα σκηνικά σας;
Είναι σκανδαλώδης η συμπεριφορά τους, ξεδιάντροπη. Σε κάποιες χώρες θα μπορούσες να κινηθείς δικαστικά και να διεκδικήσεις αποζημιώσεις. Οι αρχαιολόγοι και οι πολιτικοί πρέπει να σκεφτούν για τη σχέση της δημοκρατίας με την Ελλάδα, να συνειδητοποιήσουν ότι η δημοκρατία δεν είναι δικαίωμα αλλά υποχρέωση – τουλάχιστον αυτό έχω αντιληφθεί εγώ για την αρχαία Ελλάδα. Η δημοκρατία δεν είναι παιχνίδι εξουσίας.
Θεωρείτε ότι υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα σε ό,τι συμβαίνει αυτό τον καιρό με την παράστασή σας και τα δρώμενα στον «Φιλοκτήτη» του Μίλερ;
Έτσι ακριβώς είναι. Από μια πλευρά αυτό είναι το καθησυχαστικό, ότι το κείμενο του Μίλερ, που το έγραψε όταν ζούσε στο πετσί του τη γραφειοκρατία του σταλινισμού, είναι επίκαιρο. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι αυτό που προσπαθούν να καταφέρουν τώρα οι αρχαιολόγοι, είναι να εμποδίσουν την παράστασή μας. Αν δεν έχουμε ολόκληρο το σκηνικό μας, δεν μπορούμε να την κάνουμε. Το ίδιο συνέβη όταν γράφτηκε τα έργο, που ουσιαστικά απαγορεύτηκε η παράσταση, λόγω των εμποδίων που της έβαλαν.
Ιnfo
Matthias Langhoff
Heiner Müller, Φιλοκτήτης
Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου
Σκηνοθεσία: Μatthias Langhoff
Σκηνικά – Κοστούμια: Catherine Rankl
Eρμηνεύουν:
Λευτέρης Βογιατζής, Χρήστος Λούλης, Μηνάς Χατζησάββας
Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου | 27 & 28 Ιουνίου, 21:30
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου