30/6/08

Φιλοκτήτης, Αυτό που είναι ο άνθρωπος


Με τον δικό του «Φιλοκτήτη», που παρουσίασε για πρώτη φορά στο Μόναχο το 1968, ο Χάινερ Μίλερ ανοίγει έναν εκρηκτικό διάλογο με το αρχαίο δράμα. Αντλώντας τις πρώτες ύλες του από την τραγωδία του Σοφοκλή, συγκροτεί ένα σύμπαν σύγχρονο, βίαιο, απόλυτα ανθρώπινο. Οι τρεις ηθοποιοί που θα ζωντανέψουν στη σκηνή της Μικρής Επιδαύρου το έργο του συγγραφέα, μιλούν για το πάντα επίκαιρο κείμενο και τη συνεργασία τους με τον σπουδαίο σκηνοθέτη Ματίας Λάνγκχοφ.

Από τη Νίκη Ορφανού

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ

«Δεν πιστεύω στους ιερούς

σκοπούς, ούτε στα οράματα»

Ο Λευτέρης Βογιατζής υποδύεται τον Οδυσσέα. Μαζί του είχαμε την ακόλουθη συζήτηση.

Ήταν δύσκολο να αφεθείτε, όντας ο ίδιος σκηνοθέτης, στα χέρια του Λάνγκχοφ να σας σκηνοθετήσει;

Όχι, καθόλου. Είναι δυο διαφορετικές δουλειές, αυτή του ηθοποιού και αυτή του σκηνοθέτη. Μπορεί κάπου να ταυτίζονται, η μια να έχει μέσα της την άλλη. Ο ηθοποιός καλό είναι να έχει μέσα του μια αίσθηση σκηνοθέτη, για να μπορεί να συλλαμβάνει ορισμένα στοιχεία που του είναι απαραίτητα για τη δουλειά του ως ηθοποιού. Όπως και ένας σκηνοθέτης καλό θα είναι να γνωρίζει ορισμένες από τις διαδικασίες του ηθοποιού - αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό. Το πρώτο μπορεί κανείς να το δει μ’ ένα ερωτηματικό, το δεύτερο χωρίς κανένα. Δυστυχώς, η γνώση του τι είναι ένας ηθοποιός είναι σπάνια από την πλευρά των σκηνοθετών…

Πώς βλέπετε το σκηνοθέτη Λάνγκχοφ;

Είναι σημαντικός, με μακρά πορεία στο γερμανικό θέατρο. Είναι επίσης ένας εξαιρετικός άνθρωπος, πολύ έντιμος, και αυτό για μένα μετράει πολύ στο θέατρο, όχι μόνο στο επίπεδο της ανθρώπινης επαφής αλλά και της καλλιτεχνικής δουλειάς. Το να είσαι έντιμος, βέβαια, δυσκολεύει τα πράγματα, δεν τα διευκολύνει, για μένα, όμως, η εντιμότητα είναι πάντα το ζητούμενο. Μιλώντας για τον Λάνγκχοφ απ ‘αυτή την πλευρά, της αξίας του ανθρώπου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι σπουδαίος. Από κει και πέρα, η έλλειψη γνώσης της γλώσσας είναι ένα τεράστιο πρόβλημα, όχι μόνο στην επιφάνεια των πραγμάτων, που είναι η καθημερινή επικοινωνία, αλλά και στην ουσία.

Εννοείτε ότι το φράγμα της γλώσσας δεν επέτρεψε να δουλέψετε πλήρως το κείμενο και τους ρυθμούς του;

Ναι. Οπωσδήποτε, είμαι ευχαριστημένος που μου δόθηκε η ευκαιρία να έρθω σε επαφή μ’ ένα κείμενο του Μίλερ, ομολογώ ότι μέχρι τώρα είχα κοιτάξει πολύ επιπόλαια τη δουλειά αυτού του συγγραφέα. Βέβαια, ξέρω καλά ότι ακόμα και τους ανθρώπους του θεάτρου μπορεί να τους ξενίσει μια τέτοια γλώσσα σαν αυτή του συγγγραφέα, η οποία φαίνεται, λόγω της ακρίβειάς της, πολύπλοκη. Κατά βάθος δεν είναι. Με λίγη προσοχή, εύκολα κανείς διακρίνει ένα σύμπαν που παραπέμπει σε σαφή νοήματα και ψυχισμούς. Είναι ένα σύμπαν που μιλά, κατά τη γνώμη μου, για την αίσθηση καταστροφής (και αυτοκαταστροφής) του ανθρώπου με τρόπο μοναδικό.

Ποιος είναι ο ρόλος του Οδυσσέα, τον οποίο θα υποδυθείτε, μέσα σ’ αυτό το σύμπαν;

Εμφανίζεται πολύπλοκος, λόγω της οξύνοιάς του, της ικανότητάς του να βρίσκει πάντα τρόπο να χειραγωγεί τους άλλους και να επιζεί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, ότι είναι κάποιος που προσπάθησε να αποφύγει την ένταξή του σ’ αυτόν τον πόλεμο. Είναι ένα στοιχείο του μύθου που επιλέγει ο Μίλερ να κρατήσει και στη δική του εκδοχή, όχι χωρίς λόγο. Γιατί στη σκέψη του Μίλερ οι άνθρωποι δεν γεννιούνται με φωτοστέφανο, ή, αντίθετα, βουτηγμένοι στην κακία. Είναι, μάλλον, η περιπέτεια της ζωής, εδώ ο πόλεμος, που τους αλλοιώνει, τους χαλάει, τους ασχημαίνει, τους αποδυναμώνει. Παραμένουν όμως, μ’ όλα τους τα ελαττώματα, άνθρωποι. Ο «Φιλοκτήτης» του Μίλερ είναι ένα βαθιά πολιτικό έργο, που, αν μας δυσκολεύει είναι επειδή μας λείπει η άμεση γνώση των συνθηκών που επικρατούσαν στην ανατολική Γερμανία, μια εμπειρία απολύτως απαραίτητη για να παίξεις το έργο αυτό. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι μέσα μας, απλά πρέπει να κάνουμε ένα κλικ να το ανακαλύψουμε. Αυτό το κλικ, όμως, δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση.

Ο Οδυσσέας φαίνεται να θεωρεί ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα κι ότι αυτό νομιμοποιεί τις πράξεις του.

Φυσικά, αλλιώς δεν θα μπορούσε να επιζήσει. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Οδυσσέας δεν ήθελε να πάει στον πόλεμο, έκανε μάλιστα τον τρελό όταν πήγαν να τον πάρουν. Φανερώνει τον άνθρωπο που ήταν κάποτε, πριν αναγκαστεί από τις συνθήκες να πάρει άλλο δρόμο… Μόνο που τώρα είναι αυτός που είναι, δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Προς το τέλος τον βλέπουμε πιο ευάλωτο. Την ίδια ώρα, όμως, που φιλοσοφεί πάνω από το πτώμα του Φιλοκτήτη, την ίδια ώρα συλλαμβάνει και μια νέα ιδέα σωτηρίας. Από μια άποψη, αυτό είναι που τον κάνει ζωντανό… Μακάρι να έβαζε την ικανότητά του αυτή στην υπηρεσία άλλων σκοπών!

Πιστεύετε ότι υπάρχει σκοπός που αγιάζει τα μέσα;

Δεν πιστεύω στους ιερούς σκοπούς ούτε στα οράματα. Όραμα; Δεν μπορώ να ακούω καν αυτή τη λέξη. Ας μην ξεγελιόμαστε από μεγάλες λέξεις όπως αυτή. Γιατί αυτομάτως δημιουργεί ένα είδος θεότητας. Στο θέατρο, για παράδειγμα, για όσους τουλάχιστον ξέρουμε τα πράγματα από μέσα, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Το θέατρο είναι μια περιπέτεια στην οποία μπαίνεις μαζί με άλλους. Η ίδια η δημιουργία είναι ένα πράγμα απλό, όχι κάτι περίπλοκο, όπως πάνε να το παρουσιάσουν ορισμένοι. Είναι μια λειτουργία, μια δουλειά, μια ανάγκη. Ο τρόπος που απολαμβάνει κανείς τη φύση ζώντας την, επιτρέποντάς της να τον αλλάξει, αυτό είναι επίσης δημιουργία.

Συνεπώς όλοι οι άνθρωποι είναι δημιουργοί;

Σαφώς. Μόνο που δεν το ξέρουν. Δυστυχώς, νομίζουν ότι οι δουλειές που κάνουν είναι απλά δουλειές, γι’ αυτό υποτιμούν τον εαυτό τους, ενώ πιστεύουν εσφαλμένα ότι μόνο η δουλειά των καλλιτεχνών είναι πραγματική δημιουργία.

Νιώθετε έτοιμος για το ρόλο;

Όχι καθόλου. Όχι, γιατί οι συνθήκες δεν ήταν καλές. Υπάρχει τρομερό άγχος –και όλα αυτά τα προβλήματα με τους αρχαιολόγους δεν έχουν βοηθήσει να νιώσουμε καλύτερα, βέβαια. Πολλά πράγματα έχουν μείνει ακόμα πολύ σκοτεινά μέσα στο κείμενο, υπάρχουν φράσεις που δεν ξέρουμε προς τα πού πάνε. Αυτό είναι πρόβλημα. Εξάλλου, τι σημαίνει να είναι κανείς έτοιμος; Ποτέ δεν έχεις τα λόγια έτοιμα όταν ανεβαίνεις στη σκηνή. Γιατί ξαφνικά ανοίγει ένα τελείως διαφορετικό πεδίο τη στιγμή που βγαίνεις στη σκηνή. Κι όταν μπουν οι θεατές, τότε το πεδίο ανοίγει ακόμα περισσότερο -είτε αρνητικά είτε θετικά-, το οποίο σου αποδεικνύει σε μια στιγμή ότι πράγματα που έπαιρνες για σίγουρα δεν ήταν καθόλου δεδομένα. Τίποτα δεν ξέρεις μέχρι να μπει στο χώρο το κοινό. Για το κοινό γίνεται όλη αυτή η ιστορία που ονομάζουμε τέχνη.

ΜΗΝΑΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑΣ

«Βρίσκομαι σε πόλεμο

με τον ίδιο μου τον εαυτό»

Ο Μηνάς Χατζησάββας είναι ο Φιλοκτήτης. Οι απόψεις του καταγράφονται στη συνομιλία που ακολουθεί:

Είναι η δεύτερη φορά που συνεργάζεστε με τον Ματίας Λάνγκχοφ. Πώς θα περιγράφατε αυτή την εμπειρία;

Η πρώτη συνεργασία, στις «Βάκχες» το 1997, νόμιζα ότι ήταν η πιο σημαντική εμπειρία μου στο θέατρο. Αυτή αποδεικνύεται το ίδιο σημαντική με την πρώτη. Μόνο που, αυτή τη φορά, είναι μια εμπειρία πολύ πιο επώδυνη, καθώς μου ζητούνται πράγματα πολύ πιο δύσκολα. Σε μια συζήτηση που είχα με τον Λάνγκχοφ, του θύμισα ότι, κατά την προετοιμασία μου να παίξω τον Διόνυσο για τις «Βάκχες», μου έλεγε: «Θεός είναι, κάνε ό,τι θέλεις μαζί του» - και εγώ έκανα ό,τι ήθελα. «Τώρα σου ζητώ να μην κάνεις τίποτα απ’ αυτά που θέλεις», μου απάντησε εκείνος. Έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς οτι η σχέση μας κάνει ένα πλήρη κύκλο, ολοκληρώνεται.

Ποιες ακριβώς είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζετε;

Είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Δεν είμαστε συνηθισμένοι, οι Έλληνες ηθοποιοί, σ’ αυτήν την εκφορά του λόγου που ζητάει ο Λάνγκχοφ. Ο λόγος του Μίλερ είναι απίστευτα δύσκολος, απαιτεί συγκέντρωση, και ο χρόνος που είχαμε στη διάθεσή μας ήταν λίγος. Προσπαθώ να κάνω το καλύτερο αλλά ανησυχώ… Έπειτα, είναι και ο ίδιος ο Φιλοκτήτης…

Σας δυσκόλεψε αυτός ο ρόλος;

Είναι ένας άνθρωπος παρατημένος για χρόνια σ’ ένα νησί, εντελώς μόνος. Ένας άνθρωπος που τρώει πουλιά για να επιβιώσει, που μουγγρίζει από τον πόνο λόγω του πληγωμένου του ποδιού, που ζει μ’ ένα άσβεστο μίσος γι’ αυτούς που τον χρησιμοποίησαν και τον εγκατέλειψαν στο νησί, και που γυρίζουν τώρα επειδή τον χρειάζονται, χρησιμοποιώντας το δέλεαρ της επιστροφής στην Τροία. Αυτές είναι ακραίες καταστάσεις… Εγώ δεν είμαι άνθρωπος που μισεί, είμαι ήρεμος και καλός, στο βαθμό που γνωρίζω τουλάχιστον τον εαυτό μου, και δεν έχω ζήσει παρόμοια συναισθήματα, δεν τα έχω καν συναντήσει, μου είναι άρα δύσκολο να τα ενδυθώ. Βρίσκομαι λοιπόν σε πόλεμο με τον ίδιο μου τον εαυτό, προσπαθώ να αφεθώ στο κείμενο - αυτό θέλει ο Λάνγκχοφ, καθώς μου υπενθυμίζει διαρκώς ότι το κείμενο τα περιέχει όλα, κι εγώ πρέπει απλά να τα εκφέρω, να τα βγάλω στη σκηνή, να καταλάβει ο θεατής τι λέω.

Προσπαθήσατε να φέρετε τον Φιλοκτήτη στα νερά σας;

Αντιστέκομαι σ’ αυτό όσο μπορώ, γιατί δεν είναι καλό να το κάνω. Εκεί είναι που την πατάω και γίνεται έξαλλος ο Λάνγκχοφ. Δεν το θέλει αυτό το πράγμα. Γιατί δεν κλαίει ο Φιλοκτήτης, δεν κλαίει καθόλου. Είναι πολύ περήφανος. Κι είναι άνθρωπος της εξουσίας.

Δεν είναι αδικημένος, προδομένος από τους συντρόφους του;

Είναι. Μέσα του, όμως, είναι κι αυτός στρατηγός, ένας στυγνός στρατηγός, ένας άνθρωπος που μόλις του δοθεί η εξουσία μπορεί κι αυτός να πατήσει επί πτωμάτων. Έχει το σκουλήκι μέσα του. Απλώς, αυτό που τον κάνει λίγο πιο ανθρώπινο είναι η πληγή του. Το γεγονός ότι πονάει τον κάνει πιο ανθρώπινο, τίποτα άλλο. Μπορεί να μη θέλει και ο ίδιος να το πιστέψει, αλλά είναι σκληρός – γιατί ο πόλεμος κάνει σκληρούς τους ανθρώπους. Το έργο του Μίλερ είναι μια κραυγή αντιπολεμική. Μιλά για το πώς αλλάζει ο πόλεμος τους ανθρώπους, σε τι τους μετατρέπει… περιγράφει το τι είναι ικανοί να κάνουν ο ένας στον άλλον. Ο πιο ανθρώπινος χαρακτήρας του έργου είναι ο Νεοπτόλεμος, που δεν θέλει, αλλά θα γίνει κι αυτός σαν κι εκείνους, ίσως και χειρότερος. Είναι η λέπρα της εξουσίας…

Έχουν περάσει έντεκα χρόνια από την τελευταία σας συνεργασία με τον Λάνγκχοφ. Τον είδατε αλλαγμένο;

-Όχι, καθόλου. Η διαφορά βρίσκεται μόνο στη δουλειά - τότε δουλεύαμε ένα κλασικό κείμενο, τώρα ένα σύγχρονο, που έχει τις δικές του απαιτήσεις. Ομολογώ ότι έχω μεγάλη αγωνία. Νιώθω τέτοια αναστάτωση μέσα στην ψυχή μου. Κακά το ψέματα, δεν ξέρω πώς θα τα πάω. Έχω γίνει πολύ ευαίσθητος. Έτσι και μου πουν το οτιδήποτε, μπήγω τα κλάματα. Ο «Φιλοκτήτης» είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, πολύ σημαντικό, και δεν ξέρω αν έχω τις δυνάμεις.

Πώς ήταν η συνεργασία σας με τους άλλους ηθοποιούς;

Πολύ καλή. Ο Χρήστος είναι εξαιρετικό παιδί με φοβερή ενέργεια και ταλέντο. Αγαπάει τη δουλειά – αυτό για μένα είναι ταλέντο. Τα πήγαμε πολύ καλά και με τον Λευτέρη, με τον οποίο συνεργαζόμαστε στο θέατρο για πρώτη φορά. Κρατάμε θαυμάσιες ισορροπίες, δεν έχουμε και τίποτα να χωρίσουμε. Ίσα ίσα που πρέπει να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον. Σ’ αυτό το έργο, που το κρατάμε όλο εμείς, αν δεν έχει ο ένας τη στήριξη του άλλου δεν θα μπορέσουμε να καταφέρουμε τίποτα.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΟΥΛΗΣ

«Λόγος ποιητικός και ταυτόχρονα γυμνός, βρώμικος»


Ο μικρός της παρέας, ο Χρήστος Λούλης, είναι ο Νεοπτόλεμος. Τι του έμαθε η συναναστροφή του με τον Ματίας Λάνγκχοφ;

Είναι μεγάλη πρόκληση για σας αυτός ο ρόλος;

Ναι, από πολλές απόψεις. Ο κάθε ρόλος είναι μια πρόκληση, κι ακόμα περισσότερο τώρα, που σκηνοθετούμαστε από έναν άνθρωπο που δεν ξέρει ελληνικά. Ο Λάνγκχοφ δεν ξέρει τη γλώσσα που μιλάμε πάνω στη σκηνή. Το να λες κάτι και να περιμένεις να μεταφραστεί είναι ήδη δύσκολο. Αφήστε που πολλά χάνονται στη μετάφραση.

Είναι δύσκολος άνθρωπος ο Λάνγκχοφ;

Όχι, καθόλου. Είναι πολύ καλός, γλυκός και συζητήσιμος. Είναι, θα έλεγα, ένας άνθρωπος σοφός: στις πρόβες είχε πάντα μια ιστορία να διηγηθεί, για να σε κάνει να καταλάβεις αυτό που θέλει να σου πει. Είναι γοητευτικός τρόπος να σκηνοθετείς λέγοντας ιστορίες και όχι πετώντας διαταγές τύπου «όχι έτσι, έτσι, όχι έτσι». Νιώθεις ότι σου ανοίγει παράθυρα για να πετάξεις κι εσύ. Είναι μια όμορφη εμπειρία για μένα. Και η συνεργασία με τους άλλους είναι σημαντική. Γιατί μέσα από δύσκολες εμπειρίες συναντιέσαι πραγματικά με τους ανθρώπους, κι όχι πίνοντας καφέ. Συναντιέσαι μόνο όταν πιέζεσαι.

Τι αντιπροσωπεύει για σας ο Νεοπτόλεμος;

Τη νιότη… και τη βλακεία της νιότης. Αγωνιά να ξεχωρίσει το καλό από το κακό, δεν ξέρει ότι το καλό και το κακό είναι ένα στην πραγματικότητα. Πιστεύει ότι υπάρχει μόνο μαύρο και άσπρο, ούτε καν υποψιάζεται ότι υπάρχει και το γκρι. Η ιστορία του Νεοπτόλεμου είναι, κατά κάποιον τρόπο, η ιστορία της ενηλικίωσης. Κάθε ενηλικίωση είναι δύσκολη, περνάς μέσα από τη φωτιά. Για τον Φιλοκτήτη και τον Οδυσσέα, ο Νεοπτόλεμος είναι το μήλον της Έριδος: ποιος θα πάρει μαζί του τη σύγχρονη γενιά.

Είναι ένας σύγχρονος πόλεμος αυτός δηλαδή που περιγράφει ο Μίλερ;

Έτσι κι αλλιώς. Ο Μίλερ το έγραψε ζώντας στην Ανατολική Γερμανία, θέλοντας να περιγράψει την εκεί κατάσταση. Κάποια πράγματα μένουν ίδια και σήμερα. Πρέπει να διαλέξεις τη ζωή που θα κάνεις. Εγώ έχω κατασταλάξει κάπως τώρα. Δεν είμαι αυτή τη στιγμή ο Νεοπτόλεμος, αλλά έχω περάσει από κει και ξέρω τι είχα τραβήξει. Είναι δύσκολος δρόμος…

Πολλοί θεωρούν το κείμενο ιδιαίτερα δύσκολο…

Είναι. Ταυτόχρονα με γοητεύει το ότι δεν λέγεται τίποτα από κάτω, δεν υπάρχει κρυφό περιεχόμενο. Όλα είναι μπροστά, όλα λέγονται ξεκάθαρα. ΄Ο,τι σκέφτομαι, το λέω. Και λέω τα πιο τρελά πράγματα του κόσμου, σαν να είμαστε άνθρωποι που μπορούμε να κάνουμε πράξη τις σκέψεις μας. Ο λόγος του Μίλερ δεν ακούγεται σαν κάτι μεγάλο, αλλά σαν κάτι απτό. Είναι λόγος ποιητικός και ταυτόχρονα γυμνός, βρώμικος.

Νιώθετε έτοιμος να ανεβείτε στη σκηνή;

Κοιτάξτε, ποτέ δεν νιώθουμε έτοιμοι. Αν είχαμε άλλον ένα μήνα για πρόβες δεν θα μας έκανε κακό. Το θέμα είναι πόσο έτοιμοι είμαστε και ψυχικά και πνευματικά. Η παράσταση μπορεί να ήταν καλύτερη αν είχαμε περισσότερο χρόνο, αλλά μπορεί να ήταν και χειρότερη, κανείς δεν το ξέρει. Αυτή τη στιγμή παλεύουμε με πράγματα προβλέψιμα και απρόβλεπτα. Αδύνατο να… προβλέψει κανείς τι τελικά θα λειτουργήσει θετικά. Μπορεί ένα απρόβλεπτο πρόβλημα να έχει θετική επίδραση στο τέλος, οπότε πας και το κάνεις έτσι κι αλλιώς. Δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά. Το θέμα, για μένα, είναι να μπορέσουμε να πούμε το ψέμα όσο πιο όμορφα γίνεται. Δεν θα ήθελα να πω το ψέμα σαν ψέμα, αλλά σαν αλήθεια -κι άλλωστε, στο θέατρο, λέγοντας το ψέμα καταφέρνουμε να πούμε την αλήθεια. Αν δεν το πω καλά, θα είναι σαν ψέμα. Αυτή είναι η αγωνία μου.

ΜΑΤΙΑΣ ΛΑΝΓΚΧΟΦ

«Με αυτούς τους γραφειοκράτες

δεν θα έπινα ούτε μπίρα»


Κουρασμένος και οργισμένος από την καθυστέρηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου να αποφασίσει σχετικά με την εγκατάσταση των σκηνικών στο θέατρο της Μικρής Επιδαύρου, ο Ματίας Λάνγκχοφ μιλάει για τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αυτό δημιούργησε στην προετοιμασία του «Φιλοκτήτη».

Κύριε Λάνγκχοφ, έχουν μείνει μόλις λίγες μέρες πριν το ανέβασμα του «Φιλοκτήτη». Είστε ικανοποιημένος από αυτή τη δουλειά;

Δεν θα γίνω κριτής του εαυτού μου. Άλλωστε δεν δουλεύω ποτέ μ’ ένα αρχικό όραμα. Στο τέλος διαπιστώνω τι ήθελα να κάνω και τι πραγματικά έχει γίνει, πού έχει καταλήξει. Ρωτάτε, μήπως, για τις συνθήκες εργασίας κάτω από τις οποίες δουλεύουμε το έργο; Μπορώ να σας πω ότι το έργο είναι πάντα αποτέλεσμα των συνθηκών εργασίας.

Αναφέρεστε στα προβλήματα, που όπως έχει πια γίνει γνωστό, αντιμετωπίζετε με το ΚΑΣ;

Αν είμαι ακόμα εδώ, αν δεν σηκώθηκα αμέσως να φύγω, έχει να κάνει μόνο με τον σεβασμό που έχω για το Φεστιβάλ και για το ελληνικό κοινό. Θεωρώ ότι η συμπεριφορά των αρχαιολόγων ξεπερνά αυτό που είναι ανθρωπίνως δυνατό να υπομείνει κανείς. Θέλω να πιστεύω ότι η Ελλάδα είναι οι άνθρωποι που θα έρθουν να δουν την παράσταση και οι άνθρωποι που έχουν δουλέψει γι’ αυτή, όχι οι Έλληνες αρχαιολόγοι. Μου φαίνεται ανήκουστο να μας βάζουν τρικλοποδιές, τραβώντας στα άκρα μια διαδικασία έγκρισης ή απόρριψης. Μ’ αυτούς τους γραφειοκράτες δεν θα έπινα ούτε μια μπίρα.

Δεν σας επιτρέπουν να στήσετε τα σκηνικά σας;

Είναι σκανδαλώδης η συμπεριφορά τους, ξεδιάντροπη. Σε κάποιες χώρες θα μπορούσες να κινηθείς δικαστικά και να διεκδικήσεις αποζημιώσεις. Οι αρχαιολόγοι και οι πολιτικοί πρέπει να σκεφτούν για τη σχέση της δημοκρατίας με την Ελλάδα, να συνειδητοποιήσουν ότι η δημοκρατία δεν είναι δικαίωμα αλλά υποχρέωση – τουλάχιστον αυτό έχω αντιληφθεί εγώ για την αρχαία Ελλάδα. Η δημοκρατία δεν είναι παιχνίδι εξουσίας.

Θεωρείτε ότι υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα σε ό,τι συμβαίνει αυτό τον καιρό με την παράστασή σας και τα δρώμενα στον «Φιλοκτήτη» του Μίλερ;

Έτσι ακριβώς είναι. Από μια πλευρά αυτό είναι το καθησυχαστικό, ότι το κείμενο του Μίλερ, που το έγραψε όταν ζούσε στο πετσί του τη γραφειοκρατία του σταλινισμού, είναι επίκαιρο. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι αυτό που προσπαθούν να καταφέρουν τώρα οι αρχαιολόγοι, είναι να εμποδίσουν την παράστασή μας. Αν δεν έχουμε ολόκληρο το σκηνικό μας, δεν μπορούμε να την κάνουμε. Το ίδιο συνέβη όταν γράφτηκε τα έργο, που ουσιαστικά απαγορεύτηκε η παράσταση, λόγω των εμποδίων που της έβαλαν.

Ιnfo

Matthias Langhoff

Heiner Müller, Φιλοκτήτης

Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου

Σκηνοθεσία: Μatthias Langhoff

Σκηνικά – Κοστούμια: Catherine Rankl

Eρμηνεύουν:

Λευτέρης Βογιατζής, Χρήστος Λούλης, Μηνάς Χατζησάββας

Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου | 27 & 28 Ιουνίου, 21:30

Σταμάτης Κραουνάκης, Ξύπνα μου το παρελθόν


Τι ζητάνε στο Ηρώδειο η Ζωζώ Σαπουντζάκη με το Γιώργο Μαρίνο, ο Λάκης Λαζόπουλος με την Άννα Καλουτά, η Μάρθα Βούρτση και η Μάρθα Φριντζήλα, η Σόνια Θεοδωρίδου και η Άννα Παναγιωτοπούλου; Συμμετέχουν σε μια παράσταση του μουσικού που του αρέσει να ανακατεύει πρόσωπα και συστατικά από διαφορετικές κουλτούρες. Γιατί; Πώς; Διαβάστε παρακάτω…

Από τον Ηλία Κανέλλη

Ο Σταμάτης Κραουνάκης είναι ένα πληθωρικό πρόσωπο. Γράφει τραγούδια που κάνουν επιτυχία, μουσική για θέατρο, για κινηματογράφο, ακόμα και για σίριαλ, ηγείται μιας μουσικοθεατρικής ομάδας, της Σπείρα Σπείρα, που χρόνια τώρα προσπαθεί να ανανεώσει τις φόρμες του σατιρικού μουσικού θεάτρου (χωρίς να κάνει επιθεώρηση), κατά καιρούς έχει πάρει μέρος ως κριτής σε talent-show, ένα διάστημα έκανε εκπομπή στο ραδιόφωνο κι ένα άλλο διάστημα είχε την ευθύνη για μια μουσική εκπομπή στην τηλεόραση… Μουσικός αλλά και θεατρίνος, και περφόρμερ, και ολίγον αναλυτής, κριτικός, ιστορικός του τραγουδιού, κατάφερε ωστόσο να μην είναι από τους τύπους που απλώς τσαλαβουτάνε σε ένα χώρο, επιβιώνοντας σε αυτόν. Κάθε άλλο. Ο Κραουνάκης είναι δεσποτικά επιβλητικός και παρεμβατικός στα πράγματα της μουσικής-ως-μαζικό-φαινόμενο – έστω κι αν δεν χρησιμοποιεί περίτεχνα διανοήματα για να το πετύχει, έστω κι αν δεν αντλεί τα επιχειρήματά του από κάποια δεξαμενή συλλογικής, δηλαδή κομματικής ή «εθνικής» κουλτούρας.

Μερικοί λένε ότι είναι περισσότερο βιωματικός από ό,τι έντεχνος. Αλλά γιατί το βίωμα είναι κακό πράγμα, όταν μάλιστα είναι χωνεμένο και επαναποδοσμένο στην εποχή του; Άλλοι πάλι λένε ότι προτάσσει τη συγκίνηση από την εμπεριστατωμένη γνώση, την ανάλυση, την παρέμβαση – αλλά ο καλλιτέχνης σε αυτό ακριβώς διαφέρει από τον πολιτικό, συγκινεί και συγκινείται (ενώ ο πολιτικός οφείλει να σκέφτεται και να αναλύει, όταν μόνο συγκινεί έχουμε φαινόμενα λαϊκισμού και δημοκρατίας της συγκίνησης). Τέλος πάντων…

Ούτως ή άλλως, το βίωμα και η συγκίνηση, συν η επαφή του με το θέατρο και οι παρέες του Σταμάτη Κραουνάκη, όλα αυτά μαζί, συνείργησαν στο αποτέλεσμα της μουσικής παράστασης «Χ ΣΚΗΝΗΣ – Αυτά που κάψαν το σανίδι», μια σύγχρονη σύνθεση με υλικό σημαντικά (τα σημαντικότερα κατά την άποψή του) τραγούδια του ελληνικού μουσικού θεάτρου, τον 20ό αιώνα. Γι’ αυτό το φιλόδοξο πείραμα συναντηθήκαμε ένα πρωί στον Κεραμεικό με το συνθέτη. Ο Κραουνάκης δεν έχει αντίρρηση, στην αρχή, να πει ορισμένα στοιχεία του βιογραφικού του. Τότε, ανοίγω το μαγνητόφωνο…

Τι ζητάτε στο θέατρο, εσείς, ένας συνθέτης τραγουδιών, με τόσα και τόσα σουξέ στο ενεργητικό σας;

Είμαι στο θέατρο 30 χρόνια. Από τη γενιά μου, ενδεχομένως, εγώ είμαι αυτός που έχει σκουπίσει με ιδρώτα σκηνή και καμαρίνια, περισσότερο από όλους. Μου αρέσει να λέω ότι έχω κάνει καθαρίστρια σε περισσότερα από 70 έργα. Δεν είναι ότι έχω γράψει πάρα πολλές μουσικές μόνο για το θέατρο. Έχω βρεθεί στο θέατρο σε πολλές περιπτώσεις, την ώρα που γεννιόταν κάτι. Και έχω δουλέψει με πολλούς σκηνοθέτες πριν ακόμα αρχίσω να φτιάχνω τις δικές μου παραστάσεις. Έχω κάνει τη θητεία μου. Μόνο δέκα χρόνια δίπλα στον Ανδρέα Βουτσινά να κρατάω σημειώσεις, φτάνει. Αλλά και από τον Μίνω Βολανάκη έως τους νεότερους, τον Νίκο Χατζόπουλο, ας πούμε, που έχουμε μία εσωτερική σχέση πολύ δυνατή, έχω κερδίσει πολλά.

Μ’ αυτές τις εμπειρίες μπλέξατε με την ομάδα μουσικού θεάτρου που συστήσατε, τη Σπείρα Σπείρα, που μάλιστα τα πηγαίνει πολύ καλά;

Εντάξει, εκεί, στο πλαίσιο αυτής της ομάδας, κατάλαβα ότι μπορώ και να σκηνοθετήσω. Αλλά τη Σπείρα τη δημιούργησα εκ του μηδενός, σε ένα χώρο όπου δεν υπήρχε προηγούμενο. Είναι παράξενο ότι αυτό το έκανε ένας συνθέτης, ε; Σας απαντώ ότι μόνο ένας συνθέτης θα μπορούσε να το κάνει. Στην ουσία να κάνει τι; Να επαναφέρει το γουσταριλίκι για το μουσικό θέατρο, χρησιμοποιώντας σε μεικτούς ρόλους ηθοποιούς και τραγουδιστές.

Ε, εντάξει, εσείς δεν είστε ένας συνθέτης. Είστε ένας τρελός…

(διακόπτοντας)…είμαι ένας τρελός συνθέτης. Θυμάμαι τον Βολανάκη. Όταν, μια φορά, τον ρώτησα σε ένα έργο: «εγώ πού θα παίξω;», μου είχε πει: «εσύ είσαι μουσικός ηθοποιός».

Εννοούσα ότι, στη ζωή σας, έχετε κάνει πολύ περισσότερες τρέλες από όσες κάνει συνήθως ένας τυπικός, έστω και πληθωρικός, συνθέτης.

Από το συνθέτης, όμως, βγαίνουν αυτά. Ξέρετε. Την ευκολία που έχει ο μουσικός, ο οποίος μπορεί να αρθρώσει λόγο, δεν την έχει ο τραγουδιστής που δεν έχει μελοποιήσει.

Ένα βλαμμένο

στις πρόβες του Κουν

Έχω ακούσει κριτικές γι’ αυτό, για την ταυτότητά σας και ως συνθέτη. Λένε ότι στη μουσική σας, συχνά, συμπυκνώνονται παλαιότερα ιδιώματα του ελληνικού τραγουδιού. Όντως, βλέπετε το ελληνικό τραγούδι και σαν, ας το πούμε λίγο αυθαίρετα, και σαν ιστορικός;

Ναι, γιατί το αγαπούσα σαν παιδί. Η σχέση μου με το ελληνικό τραγούδι και με το θέατρο (γιατί και θέατρο βλέπω όσο πιο πολύ μπορώ), ήτανε καταρχάς ανθρώπου που θαύμαζε. Στα 17-18 μου, ήμουν μονίμως (με καινούργιους τρόπους που κάθε φορά επινοούσα απ’ την αρχή) παρατηρητής στις πρόβες του Κουν. Βλέπανε ένα βλαμμένο που πήγαινε με μια τσάντα εκεί, παρακαθήμενο – επειδή κάποιον γνωστό είχα πάντα. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι η μεγάλη μου σχολή ήταν ο Χατζιδάκις. Πηγαίνοντας στο θέατρο, ανακαλύπτοντας, δηλαδή, στην εφηβεία μαζί με τα soul που ήταν η αγάπη μου η μεγάλη και τον Κάρλος Σαντάνα και τον Τζέιμς Μπράουν, ξαφνικά, σε μια εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη, ανακάλυψα τον Χατζιδάκι των «Reflections», όπως είχαν παιχθεί από τους New York Rock ’n’ Roll Ensemble. Από αυτό το άκουσμα, ανακάλυψα μετά όλο τον Χατζιδάκι. Κι όταν, 12 χρόνια μετά, μου εμπεδώθηκε ότι οι «Αδελφές Τατά», ένα τραγούδι γραμμένο το 1963, ήταν τόσο προχωρημένο και ροκ-παράξενο τραγούδι, τότε μπήκα μέσα σε ένα παραμύθι. Ποια κατάληξη είχε το παραμύθι εκείνο; Ξαναπήγα στο Θέατρο Τέχνης, ο Χατζιδάκις με ξανάριξε στο Τέχνης. Δηλαδή, η έρευνα για το πού και το πώς γράφτηκαν αυτά, με οδήγησε ξανά εκεί πέρα. Ε, ύστερα, με αυτές τις ιδέες στον εξοπλισμό μου, μεγάλωνα σιγά σιγά, το 1980 με βρήκε στη ραδιοφωνία, να δουλεύω παιδικές εκπομπές, να βγάζω μεροκάματο. Από εκείνες τις εκπομπές γνώρισα το μισό ελληνικό θέατρο. Έπεσε κατευθείαν σήμα ότι είναι ένας πιτσιρικάς που τα καταφέρνει, τα κάνει γρήγορα, τα κάνει καλά κι είναι φτηνός. Έτσι μπήκε για τα καλά η μουσική στη ζωή μου…

Ο τρόπος που έχετε εμπεδώσει τη μουσική, όπως και το θέατρο, σας έκανε τον κατάλληλο άνθρωπο για να αναβιώσετε την ιστορία του ελληνικού θεάτρου, το καταλαβαίνετε ε;

Κοιτάξτε. Όταν μου το πρότεινε ο πρόεδρος του Φεστιβάλ είπα «ναι, μπορεί να γίνει, τους έχουμε τους ανθρώπους που μπορούν να το κάνουν». Από εκεί και πέρα, όμως, για μένα άρχισε μια πολύ μεγάλη περιπέτεια. Κυρίως για να βρεθεί η φόρμα σύνθεσης όλης αυτής της ύλης. Η πρώτη κουβέντα ήταν να βρούμε τις μεγάλες πρωταγωνίστριες του θεάτρου μας και να εμφανιστούν όλες μια βραδιά. Η δεύτερη, πιο σύνθετη σκέψη ήταν να κλείσουμε όλη αυτή την ενότητα, να δείξουμε δηλαδή ό,τι έχει περάσει από τη θεατρική ζωή τα 100 τελευταία χρόνια και από το σανίδι έμεινε να τραγουδιέται από τους Έλληνες. Κατά περίεργο τρόπο, έχει πολύ καλοκαίρι μέσα αυτή η υπόθεση. Δηλαδή, ανακαλύπτεις ξαφνικά πόσο βαθύτατα ερωτικό τραγούδι είναι το «Στρώσε το στρώμα σου για δυο». Την ώρα που το ακούς απενοχοποιημένο από την εποχή του και το χρόνο του, αποδίδοντάς το σαν πολύ ήσυχη λαϊκή μπαλάντα, ξαφνικά αναδύεται ένα βαθύτατα σύγχρονο τραγούδι, απ’ το οποίο αναδίδονται οι σημερινές εκδοχές του ερωτισμού.

Ανασύρετε και επιλέγετε. Με ποια μέθοδο;

Με οδηγεί το αίσθημα. Αυτό προσπαθώ να διακρίνω και να προσαρμόσω τις διασκευές. Επιλέξαμε, π.χ., ένα τραγούδι του Λεοντή, «Το στρείδι και το μαργαριτάρι», από ένα έργο του Ντάριο Φο. Ο χρόνος που πρωτοτραγουδήθηκε αλλά και το πώς αποτυπώθηκε στο δίσκο, από την παράσταση με τις φωνές των λαϊκών τραγουδιστών, είχε αποδυναμώσει τη θεατρικότητά του. Ξαφνικά, ξαναβάζοντάς το στην πρόβα σαν κομμάτι από το θέατρο πήρε άλλη διάσταση. Πρέπει να σας πω ότι από το 1970 και ύστερα τις έχω δει τις παραστάσεις, έχω προσωπικές μνήμες. Θυμάμαι, ας πούμε, «Το μεγάλο μας τσίρκο», στη δικτατορία. Ήξερα πολύ καλά τι γινόταν την ώρα που έβγαινε ο Ξυλούρης στο σανίδι με το τραγούδι του Ξαρχάκου και τι σήμαινε αυτό το πράγμα – αλλά σήμερα προέχει η συγκίνηση, όχι η αντιγραφή του επικού ύφους του Ξυλούρη. Κι όταν η Μάρθα Βούρτση θα πει κομμάτια του Θεοδωράκη από την παράσταση «Ένας όμηρος», θα προκαλέσει συγκίνηση σε όσους θυμούνται, αλλά πρέπει να συγκινήσει και όσους δεν έχουν μνήμες της εποχής. Έτσι πορευόμαστε. Θυμόμαστε και προσπαθούμενα φέρουμε στο σήμερα τις μουσικές του τότε. Διαφόρων τότε. Με τους ανθρώπους που έχω και φιλική σχέση, όπως με την Άννα Παναγιωτοπούλου, τον Γιώργο Μαρίνο, την Κατιάνα Μπαλανίκα, που έχουμε φάει μαζί ψωμί κι αλάτι 20 χρόνια, οι συγκινήσεις και τα κλάματα ήταν καθημερινό γεγονός στην πρόβα.

Πώς καταλήξατε στις επιλογές και στην τελική φόρμα της συγκεκριμένης παράστασης;

Η πρώτη σκέψη ήταν το ρεπερτόριο. Σ’ αυτό μας βοήθησε πολύ ο Γιώργος Παπαστεφάνου, γιατί προσωπικά ως το 1960 δεν το κατείχα καθόλου. Με τον Χρήστο Στέργιογλου κάνουμε την προπολεμική εποχή. Η Κατιάνα Μπαλανίκα κάνει το μεταπολεμικό θέατρο – ξέρετε τώρα, επιθεώρηση, Κοτοπούλη, Βέμπο. Ύστερα, περνάμε στην έντεχνη σκηνή. Είναι η πρώτη στιγμή που έχουμε στη σκηνή έναν άγγελο, ακούγεται δηλαδή ο Χορν, η τοτινή και μοναδική ερμηνεία του, την οποία συνοδεύει η αληθινή ορχήστρα. Φυσικά, έχουμε πειράξει αρκετά. Η πάροδος των Ορνίθων, π.χ., τουλάχιστον στο πρώτο μέρος, έχει γίνει κανονικό ραπ, με έναν μαύρο ράπερ στη μέση, ένα καταπληκτικό ελληνόπουλο - που μάλιστα, όλως περιέργως, το επίθετό του είναι πασίγνωστο στο μουσικό θέατρο: Καλουτά.

Την Άννα Καλουτά θα την έχετε στην παράσταση, θα έχετε κι άλλες όμως. Πώς τις πείσατε;

Με τη Ζωζώ [Σαπουντζάκη] είμαστε φίλοι. Ήταν το σίγουρο και το δεδομένο. Την Καλουτά την πήρα τηλέφωνο με μεγάλο δισταγμό, γιατί μου είχαν πει όλοι ότι δεν θα δεχθεί. Την πήρα για να κλείσουμε ένα ραντεβού και μου είπε: «Δεν μπορώ, αγάπη μου. Είμαι πάρα πολύ κουρασμένη, είμαι άρρωστη». Λέω: «Καλά, δεν πειράζει. Ας έρθω ένα βράδυ από το σπίτι να τα πούμε από κοντά». Πριν περάσει ο χρόνος που είχαμε δώσει ραντεβού, ήρθε στην παράσταση. Εκείνο το βράδυ δέχτηκε. Ενθουσιάστηκε, έκλαιγε. Αυτή και τη Σπεράντζα Βρανά τις κράτησα για το τέλος, για να μπορέσουμε να τις τιμήσουμε, όπως πρέπει. Είναι οι δύο παλαιότερες.

Μήπως το παρακάνετε με τη νοσταλγία;

Καθόλου. Θα συγκινηθούν όλοι. Και η γιαγιά θα ευχαριστηθεί αλλά και τα τεκνά νομίζω θα περάσουν μια χαρά. Δεν γέρνει το άκουσμα στη νοσταλγία, ο τρόπος με τον οποίο έχουν ενορχηστρωθεί τα κάνει όλα φρέσκα. Όταν υπάρχει ένα οργανωμένο σύνολο και έρχεται ο guest, αναγκαστικά μπαίνει στο τριπάκι της δουλειάς που έχει ήδη γίνει. Είμαι πολύ ευτυχής για τη δουλειά αυτή. Έχω πολύ καλή ορχήστρα και τέλειους μουσικούς. Έχουν τη δυνατότητα να μετατρέψουν το παλιό αίσθημα σε κάτι φρέσκο, χωρίς να πειραχτεί το άρωμα του παρελθόντος. Η σκέψη ήταν να κάνουμε μια ορχήστρα θεάτρου που θα μπορούσε να παίξει σε ένα παγκόσμιο κλαμπ.

Γκομενιλίκι

Ποιες είναι οι μεγάλες ενότητες στις οποίες, κατά τη γνώμη σας, η μουσική ανταμώνει το θέατρο;

Οι «Όρνιθες», το «Τσίρκο», η Ελεύθερη Σκηνή. Αυτό ίσως είναι πολύ προσωπικό βίωμα, αλλά πρέπει να σας πω ακόμα ότι ένιωσα πολύ μεγάλη συγκίνηση την ώρα που άκουσα την Άννα Καλουτά να τραγουδά. Μου θυμίζει μια εποχή που υπήρχε ένα γκομενιλίκι στις σχέσεις των ανθρώπων. Που κάναμε γκομενικά ραντεβού στο Άλσος για να πηγαίνουμε να δούμε την πρόβα.

Έχω την εντύπωση ότι λείπει μια από τις μεγαλύτερες συγκρούσεις κατευθύνσεων στο ελληνικό τραγούδι και στο θέατρο. Η σύγκρουση Θεοδωράκη-Χατζιδάκι, της αριστερόστροφης λαϊκότητας με την αστική κομψότητα (για να το πω σχηματικά) στις αρχές της δεκαετίας του 1960...

Υπάρχει η «Οδός Ονείρων», εκπροσωπημένη από τον Γιώργο Μαρίνο και από τη Μάρω Κοντού. Ο αληθινός αντίποδας, όμως, στο «Φέρτε μου ένα μαντολίνο», ήταν το «Στρώσε το στρώμα σου για δυο».

Το θέατρο ή το τραγούδι είναι σε καλή κατάσταση αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα;

Ίσως το θέατρο, αλλά δεν έχει κάτι που υπήρχε παλιά. Δεν αφιερώνουν χρόνο. Δεν δουλεύουν στα έργα, όπως δούλευαν παλιά. Λένε όλοι τρελό τον Βογιατζή που δουλεύει 6 μήνες. Δεν ανεβαίνει τραγωδία, όμως, σε δύο μήνες. Το μεγάλο έγκλημα στα ανεβάσματα ξεκινάει από τις μεταφράσεις. Η πρώτη παραφθορά των νοημάτων και της ουσίας γίνονται από τις μεταφράσεις, όπου ο κάθε μεταφραστής φέρνει τη γλώσσα στο χωριό του. Σχεδόν κανείς δεν κάθεται να κοιτάξει το γράμμα και, κυρίως, το ρυθμό. Το βασικότερο πράγμα που πρέπει να σεβαστεί ο μεταφραστής στα αρχαία έργα είναι ο ρυθμός, γιατί αυτά ήταν καθαρόαιμα ενεργειακά, μουσικά κείμενα. Ο ρυθμός στη μετάφραση γίνεται συχνά λεκτικό καλαμπούρι. Ξεχνάμε επίσης ότι η κωμωδία καταγράφει την παρακμή μιας πόλης.

Τώρα σε ποια φάση είναι η σύγχρονη Αθήνα;

Μεταπαρακμή. Όπως λέμε μεταμοντέρνο.

Το τραγούδι λένε ότι περνάει κρίση. Λένε ότι το έχει αλλάξει το Ίντερνετ, και αισθητικά αλλά και την αγορά του. Τι λέτε εσείς;

Ένα πράγμα που σου τρυπάει τα αυτιά, από όποια μεριά και να το ακούσεις, αν σ’ αρέσει θα ψάξεις να το βρεις. Σήμερα άκουγα Εν λευκώ και έπαιζε ένα κομμάτι που δεν είχε λόγια. Μπήκα κατευθείαν στο Ίντερνετ, χτύπησα στο σταθμό και μου έδωσαν αμέσως το όνομα του κομματιού που έπαιζε εκείνη την ώρα. Την ώρα που θες να βρεις αυτό που σ’ αρέσει, το βρίσκεις και το αγοράζεις από οπουδήποτε. Έκανα 20.000 cd με το «Πόσο σ’ αγαπώ», νούμερο πολύ μεγάλο για τις μέρες αυτές, με δύο σημεία πώλησης και το Ίντερνετ. Το πρόβλημα είναι στο προϊόν. Η κρίση βασίζεται σε αυτό κατά τη γνώμη μου. Στον απαίσιο χειρισμό από τις εταιρείες, στο πώς διαμορφώθηκε η εποχή, στο πώς έμπλεξαν τα σκυλάδικα φούστες μπλούζες όλα μαζί. Ανάθεμα την ώρα, γιατί ο Θεοδωράκης έβαλε τον όρο έντεχνο σε μια εποχή που χρειαζόταν ο διαχωρισμός, αλλά απέμεινε αυτός ο όρος σαν αρρώστια. Αυτός, βέβαια, είναι και ένας χειρισμός της πιάτσας που διαμορφώθηκε για να χαρακτηρίσει πράγματα που δεν θέλουμε. Φτάσαμε, όμως, στην πολύ περίεργη στιγμή αυτό το περιβόητο κυνηγημένο έντεχνο να είναι ξανά η γέφυρα. Αυτή τη στιγμή, αν κοιτάξεις γύρω δεν παίζει κανένας τον κυρίαρχο ρόλο. Αυτό δεν αφορά τις δισκογραφικές, αφορά τους καλλιτέχνες.

«Δεν πιστεύω στην Ελλάδα»

Υπό ποιες προϋποθέσεις ένας καλλιτέχνης στην Ελλάδα μπορεί στο μέλλον να αποβεί δημιουργικά πρωτότυπος, αληθινά πρωτοποριακός;

Δεν πιστεύω στην Ελλάδα. Καθόλου. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κανένα μέλλον. Το καθετί γίνεται για να κοπούν χέρια και πόδια από όσους ανθρώπους ακόμα τα καταφέρνουμε να κάνουμε αυτό που αισθανόμαστε ή αυτό που πιστεύουμε ότι είναι η δουλειά μας. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, γιατί κανείς δεν θέλει την τέχνη για κανένα άλλο λόγο πέρα από το να τη χρησιμοποιεί, όπως βλέπουμε στους γάμους, που χρειάζεται μια ορχήστρα για να χορέψει το ζευγάρι στο τέλος. Από την άλλη, επειδή είμαστε μια χώρα με πολλές ονομαστικές εορτές, λόγω θρησκείας, αυτό το πράγμα συντηρεί και την παράδοση. Δεν με νοιάζει αν η παράδοση συντηρείται από την Έφη Θώδη, μεταλλαγμένα. Με έναν τρόπο, όταν είναι η ώρα να παίξει το «Μωρή κοντούλα λεμονιά» ή το «Χριστός Ανέστη», το πράγμα είναι στη θέση του. Βέβαια, πάλι, βλέπω πέντε κοντούλες πολύ ευχαριστημένες με τη θέση που έχουν στο πάνελ, με προδιαγεγραμμένο το διάλογο και την αντιπαράθεση.


Info

Σταμάτης Κραουνάκης

x ΣΚΗΝΗΣ - Αυτά που κάψαν το σανίδι

Σύνθεση μουσικού σεναρίου:

Σταμάτης Κραουνάκης

Σύμβουλος Μουσικού σεναρίου:

Γιώργος Παπαστεφάνου

Επιμέλεια προγράμματος:

Λίνα Νικολακοπούλου & Σταμάτης Κραουνάκης

Κείμενα – Παρλάτες: Λίνα Νικολακοπούλου

Σκηνοθεσία – Βίντεο: Κώστας Αυγέρης

Σκηνικά – Κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ

Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ

Μουσική προετοιμασία:

Χρίστος Θεοδώρου, Άρης Βλάχος

Ενορχηστρώσεις – Διεύθυνση ορχήστρας:

Γιώργος Ζαχαρίου

Παρουσίαση:

Σταμάτης Κραουνάκης & Ελένη Ουζουνίδου

Συμμετέχουν: Γρηγόρης Βαλτινός, Μάρθα Βούρτση, Σπεράντζα Βρανά, Σόνια Θεοδωρίδου, Άννα Καλουτά, Μάρω Κοντού, Λάκης Λαζόπουλος, Γιώργος Μαρίνος, Κατιάνα Μπαλανίκα, Δημήτρης Μπάσης, Άννα Παναγιωτοπούλου, Ζωζώ Σαπουντζάκη, Χρήστος Στέργιογλου, Μελίνα Τανάγρη, Μάρθα Φριντζήλα, Ζωή Φυτούση, Γιάννης Χαρούλης

Στο ρόλο της χορωδίας η Ομάδα Ελληνικού Μουσικού Θεάτρου Σπείρα Σπείρα: Αργυρώ Καπαρού, Ελεάννα Καραντίνου, Στέλιος Καρπαθάκης, Δάφνη Λέμπερου, Βασίλης Μοσχονάς, Χρήστος Μουστάκας, Κώστας Μπουγιώτης, Γιώργος Νανούρης, Γιώργος Στιβανάκης, Παρθένα Χοροζίδου

Ωδείο Ηρώδου Αττικού | 27 & 28 Ιουνίου 2008, 21:00

“Θα είμαι κι εγώ Χ ΣΚΗΝΗΣ”

Έξι κυρίες που συμμετέχουν στη μουσικοθεατρική παράσταση του Σταμάτη Κραουνάκη εξηγούνται

Από την Κατερίνα Κόμητα

Μάρω Κοντού

«Σαν να έλειπα ταξίδι…»

Ποια ήταν η πρώτη σας αντίδραση, όταν σας πρότειναν να πάρετε μέρος σε αυτή την παράσταση;

Το πρώτο πράγμα που είπα στο Σταμάτη ήταν ότι από αυτή τη βραδιά δεν πρέπει να λείπει ο Χορν και ότι έπρεπε να βρει έναν τρόπο για να τον εμφανίσει να λέει το «Ηθοποιός σημαίνει φως». Όντως, ο πολυμήχανος Κραουνάκης βρήκε τον τρόπο...

Πώς ήταν το κλίμα στις πρόβες;

Ήμαστε όλοι μια ωραία ομάδα. Ο ίδιος ο Σταμάτης λέει ότι δεν αντιμετώπισε ούτε μισή γκρίνια. Φαίνεται πως όλοι πήγαμε με χαρά, σαν για να κάνουμε μια παιδική σκανταλιά. Με χιούμορ με αγάπη.

Πώς είδατε την ιδέα για μια τέτοια παράσταση;

Ήταν ωραία έμπνευση. Ο συνδυασμός ήταν περίεργος αλλά, όπως λέει και ο ίδιος ο Κραουνάκης, «αυτό είναι ροκ»...

Θα τραγουδήσετε τη «Μαύρη Φορντ» του Μάνου Χατζιδάκι από την «Οδό Ονείρων». Τι θυμάστε από εκείνη τη θρυλική παράσταση;

Θυμάμαι πως όταν μου είχαν δώσει να πω τη «Μαύρη Φορντ», σχεδόν έκλαιγα. Πίστεψαν ότι με είχαν «ξεπετάξει». Ο Χορν με στήριξε, λέγοντάς μου ότι η «…Φορντ» ήταν ένα τραγούδι που θα έμενε. Και έμεινε.

Επιστρέφετε μπροστά στο κοινό ύστερ από πολλά χρόνια. Πώς είναι;

Νιώθω τρακ και μεγάλη χαρά που θα ξαναβρεθώ με τόσο αγαπημένους συναδέλφους που τους είχα στερηθεί απομακρυνόμενη από το θέατρο και ασχολούμενη με τα κοινωνικοπολιτικά. Νοιώθω σαν να έλειπα χρόνια ταξίδι και τώρα πια γυρνώξανά πίσω, στα χωράφια μου.

Ζωζώ Σαπουντζάκη

«Η ζωή μου όλη, ένα θέατρο κι ένας καθρέφτης»

Αυτή θα είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεστε στο Ηρώδειο. Πώς το πήρατε;

Πολύ όμορφα. Δεν μπορώ να πω ότι έχω τρακ. Νοιώθω συγκίνηση, μεγάλη χαρά, γιατί θα είναι μια μοναδική παράσταση. Νομίζω ότι ο κάθε Έλληνας που μπαίνει μέσα σε αυτόν τον ιερό χώρο πρέπει να νιώθει συγκίνηση.

Θεωρείτε ότι το μουσικό θέατρο είναι δύσκολο είδος;

Είναι το δυσκολότερο. Γιατί στο μουσικό θέατρο μέσα σε δυο-τρία λεπτά πρέπει να έχεις αρπάξει τον κόσμο, με την εμφάνιση, με την ομορφιά, με το ταλέντο σου, με τη φωνή σου, με το χορό σου, και να έχει πέσει χειροκρότημα. Ενώ στην πρόζα έχεις μεγαλύτερη άνεση χρόνου. Μπορεί η πρώτη σκηνή σου να είναι πιο χαλαρή και να γίνεις καλύτερος μετά. Έχεις μεγάλα περιθώρια να φτιάξεις το ρόλο σου μέχρι το τέλος της παράστασης.

Παλιότερα, υπήρχαν πολύ αστραφτερές παρουσίες στο θέατρο, γυναίκες που τις αποκαλούσαν θεές. Σήμερα αυτό δεν συμβαίνει εύκολα. Γιατί;

Πίσω από αυτές τις θεές που λες εσύ, δεν μπορείς να φανταστείς πόσες θυσίες κρύβονται. Ας μιλήσω για τον εαυτό μου. Εγώ έδωσα τη ζωή μου σ’ αυτή τη δουλειά. Στερήθηκα τα παιδικά μου χρόνια, δεν έπαιξα με κούκλες –γιατί έπρεπε να παίζω στη σκηνή– δεν γνώρισα εφηβεία, δεν είχα χρόνο για φλερτ, δεν πήγα σε πάρτι. Αντί για όλα αυτά, έζησα ένα θέατρο, κι έναν καθρέφτη. Να στέκομαι μπροστά και να προβάρω αυτό που θα έπαιζα, αυτό που θα φορούσα, τον τρόπο που θα χτένιζα τα μαλλιά μου. Κι αυτός ο καθρέφτης έγινε η ζωή μου. Όμως δεν μετανιώνω, γιατί αυτό αγάπησα κι αυτό αγαπώ.

Άννα Καλουτά

«Ό,τι είμαι με έκανε το τρακ»

Κυρία Καλουτά, ποια τραγούδια θα πείτε στην παράσταση;

Θα πω τέσσερα τραγούδια: Το «Ευζωνάκι», μια παρλάτα, το «Μ’ αρέσεις», και το «Εδώ είμαι ακόμα, ζω» του Κραουνάκη.

Το «Ευζωνάκι» είναι το σήμα κατατεθέν σας…

Μια ζωή με κυνήγαγαν μια φουστανέλα και δυο τσαρούχια. Δεν υπήρχε παράσταση που να μην ντυθώ τσολιαδάκι. Άσε στον πόλεμο… Ξέρετε, έδρασα στον πόλεμο κι εγώ.

Έχουν περάσει 14 χρόνια από την τελευταία σας εμφάνιση. Σας έχει λείψει το θέατρο;

Όχι, γιατί το έχω στην ψυχή μου. Και όταν βλέπω σημερινούς ηθοποιούς να στέκουν καλά και με αξιοπρέπεια, καμαρώνω.

Βλέπετε παραστάσεις;

Σπάνια, γιατί δεν αντέχω τις βωμολοχίες, με στενοχωρούν. Δεν σας κρύβω ότι μια από τις τελευταίες φορές που παρακολούθησα επιθεώρηση πήγα και ήθελα να φύγω – αλλά δεν μπόρεσα, γιατί στο διάλειμμα κάποιος με ανήγγειλε. Έτσι έγινε αισθητή η παρουσία μου με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην μπορώ να φύγω αλλά τελικά πήγα και μέσα για να τους συγχαρώ… Σας ορκίζομαι ότι δεν κοιμήθηκα τη νύχτα κι έλεγα: το καημένο το μουσικό θέατρο, πώς κατάντησε έτσι… Μιλώ πάντοτε για το μουσικό θέατρο, γιατί η πρόζα, ευτυχώς, μας βγάζει ασπροπρόσωπους.

Μήπως οι σημερινοί συγγραφείς είναι ανεπαρκείς σε σχέση με τους παλαιότερους;

Τρεις έχουν καταστρέψει το μουσικό θέατρο. Ο συγγραφέας που τα γράφει, ο ηθοποιός που δέχεται να τα παίξει και το κοινό που τα χειροκροτεί.

Νιώθετε αγωνία για την παράσταση;

Πάντα, στην αρχή, όταν βγαίνω, έχω ένα ψιλό τρακ.

Ακόμα και τώρα;

Βεβαίως. Αυτό με έκανε αυτή που είμαι.

Μάρθα Βούρτση

«Για μένα, το τραγούδι είναι ρόλος»

Ποια τραγούδια θα ερμηνεύσετε;

Θα πω τρία κομμάτια από την παράσταση «Ένας Όμηρος», το θεατρικό έργο του Ιρλανδού Μπέρτραν Μπίαν, στην οποία είχα πάρει μέρος το 1964 παίζοντας το ρόλο της Μεγκ. Τότε, ο Μίκης Θεοδωράκης είχε γράψει μουσική για την παράσταση σε στίχους που ο ίδιος ο συγγραφέας έχει περιλάβει στο έργο [σ.σ. αναφέρεται στο αίτημα της Ιρλανδίας για αυτοδιάθεση και εθνική ανεξαρτηρία, που πολύ συγκινούσε εκείνο τον καιρό]. Από τα τραγούδια αυτά, το πιο γνωστό είναι το «Γελαστό παιδί».

Τι είναι για σας η ερμηνεία ενός τραγουδιού;

Εγώ δεν είμαι τραγουδίστρια· μπορώ να τραγουδήσω μόνο ως ηθοποιός. Δηλαδή το τραγούδι μου πρέπει να λειτουργεί ως προέκταση του ρόλου που έχω μέσα σε ένα έργο. Για μένα το τραγούδι είναι ρόλος.

Πότε γνωριστήκατε για πρώτη φορά με τον Σταμάτη Κραουνάκη;

Το 1981, έπαιζα την «Άννι», ένα πασίγνωστο αμερικάνικο μιούζικαλ. Την εποχή εκείνη ο Ντίνος Κατσουρίδης γύριζε την ταινίας «Ο Θανάσης και το καταραμένο φίδι», με τον Θανάση Βέγγο. Ο Σταμάτης είχε αναλάβει να γράψει μουσική για την ταινία και μου ζήτησε να τραγουδήσω το τραγούδι των τίτλων. Εξεπλάγην, όμως ο Σταμάτης ήξερε πολύ καλά τι ζητούσε, δεν χτύπησε έτσι την πόρτα μου.

Όταν σας πρότεινε να λάβετε μέρος στην τωρινή παράσταση πώς αντιδράσατε;

Είχα ενδοιασμούς. Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να είμαι σωστή στο τραγούδι. Το δράμα μου είναι ότι είμαι και μουσικός· μέχρι τα δεκάξι μου είχα φτάσει στην Ανωτέρα στο πιάνο, έτσι ξέρω καλά τις αδυναμίες μου αλλά και τους τρόπους να τις καλύπτω.

Σπεράντζα Βρανά

«Αν ήμουν 18 θα γινόμουν τηλεπαρουσιάστρια»

Πώς αντιδράσατε στην πρόταση να πάρετε μέρος στην παράσταση αυτή;

Είναι γνωστό ότι έχω σοβαρό πρόβλημα με τα πόδια μου, κι αυτό είναι κάτι που μου δημιουργεί πολλές δυσκολίες. Αλλά Ηρώδειο είναι αυτό, ο Κραουνάκης βρήκε ένα τρόπο να με βγάλει που μου άρεσε πολύ, «Το τραμ το τελευταίο», το τραγούδι που θα πω, είναι το τραγούδι με το οποίο ξεκίνησα τα θεατρικά μου βήματα – για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, είπα το «ναι».

Αν ξεκινάγατε σήμερα τι καριέρα θα ακολουθούσατε;

Πριν από 5-6 χρόνια έλεγα ότι, αν ήμουν 18 χρονώ, θα γινόμουν τηλεπαρουσιάστρια. Όμως όταν είδα από «μέσα» την τηλεόραση και το πόσο δύσκολο πράγμα είναι να παίρνεις συνεχώς οδηγίες από πάνω, δηλαδή από το κοντρόλ, κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσα να το κάνω. Γι’ αυτό και θαυμάζω τους ανθρώπους που τα έχουν καταφέρει σε αυτή τη δουλειά.

Σας έλκουν τα επαγγέλματα που έχουν προβολή, ε;

Όταν ξεκινάς αυτού τους είδους τις καριέρες, για παράδειγμα του ηθοποιού, του δημοσιογράφου, του πολιτικού, ο σκοπός σου είναι να εισπράξεις το «μπράβο». Στο βιβλίο μου «Ο οργασμός του μπράβο», γράφω ότι ο μεγαλύτερος οργασμός που μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος είναι όταν στέκεται πάνω στη σκηνή και ο κόσμος τον χειροκροτεί, όρθιος, με ενθουσιασμό. Δεν μπορείς να φανταστείς τι οργασμός είναι αυτός. Και εγώ, δόξα σοι ο θεός, τον έχω νιώσει πάρα πολλές φορές.

Σόνια Θεοδωρίδου

«Θέλω να τραγουδήσω για το σινεμά»

Πώς νιώθετε ως η μόνη εκπρόσωπος του λυρικού τραγουδιού σε αυτή τη βραδιά;

Μου αρέσει πολύ το ότι θα βρίσκομαι ανάμεσα σε τόσους ηθοποιούς. Ακόμα, μου αρέσει το ότι, μέσα σε ένα βράδυ, θα ξετυλιχθεί η ιστορία του ελληνικού θεάτρου μέσα από το τραγούδι.

Με τον Σταμάτη Κραουνάκη ποια είναι η σχέση σας;

Ερωτική. Τον αγαπώ πάρα πολύ. Τον Νοέμβριο θα δώσουμε ένα κοντσέρτο στο Μέγαρο Μουσικής, βασισμένο στο μέχρι τώρα έργο του και σε κάποια καινούργια τραγούδια που έχει γράψει ειδικά για μένα.

Η επιστροφή σας στην Ελλάδα θα σηματοδοτήσει ίσως και μια αλλαγή στην καριέρα σας;

Στο εξωτερικό, πολλοί σημαντικοί συνάδελφοί μου πήραν τη λαϊκή μουσική τους και την ανέδειξαν. Τώρα που γύρισα, λοιπόν, έχω τη φιλοδοξία να κάνω κάτι αντίστοιχο. Δεν έχω κανένα φόβο μην τσαλακωθώ προκειμένου να προβάλω τη μουσική της πατρίδας μου.

Θα βλέπατε τον εαυτό σας σε μια θεατρική παράσταση εκτός όπερας;

Αν και δεν μου λείπει η εμπειρία, πιστεύω ότι δεν διαχειρίζομαι τόσο καλά την πρόζα, όπως θα το έκανε ένας ηθοποιός. Το δυνατό μου σημείο ήταν και συνεχίζει να είναι το τραγούδι, μέσα από το οποίο μπορώ και εκφράζομαι. Αλλά ναι, θα ήθελα πολύ να παίξω σε μια τραγωδία. Είναι κάτι που το έχω μέσα μου. Κι ακόμα, θέλω πολύ να τραγουδήσω για τον κινηματογράφο.

Βασίλης Αλεξάκης, Δεν έχω καμία ανάγκη να αισθάνομαι απόγονος του Σωκράτη


Aπό την Κατερίνα Οικονομάκου

Η πρωταγωνίστρια του «Μη με λες Φωφώ» είναι μια φιλάρεσκη κυρία 3.000 ετών. Και περιμένει πως υπάρχει ακόμη άνδρας που θα γυρίσει να την κοιτάξει. Σε ποιο κόσμο την έβαλε να ζει ο Βασίλης Αλέξάκης;

Δυο γυναίκες ξεχασμένες από τον κόσμο ζουν μόνες σε ένα μικροσκοπικό ελληνικό νησί, όλο κι όλο 3 x 3. Πετάνε βότσαλα στη θάλασσα, συζητούν, τσακώνονται, φροντίζουν τρυφερά η μια την άλλη. Συχνά πυκνά κοιτάζουν τον ορίζοντα, περιμένοντας – να περάσει ένα πλοίο, να βγει ένα τέρας μέσα από τη θάλασσα, κάτι να συμβεί τέλος πάντων. Σε τελική ανάλυση, κάνουν υπομονή εδώ και 3.000 χρόνια. Η Φαίδρα και η τροφός της Οινώνη κατέληξαν εδώ μετά την άτυχη έκβαση του πάθους της πρώτης για το γιο του άνδρα της, του Θησέα.

Ο «Ιππόλυτος»του Ευριπίδη συναντάει το «Μη με λες Φωφώ», το νέο θεατρικό έργο του Βασίλη Αλεξάκη. Τραγωδία ο ένας, παρωδία ο άλλος. «Θα έλεγα πως η παρωδία είναι διπλή – και προς το αρχαίο δράμα, και προς το θέατρο του παραλόγου του Μπέκετ», διευκρινίζει ο Βασίλης Αλεξάκης. Ο συγγραφέας -που πρόσφατα τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας για το μυθιστόρημα «μ.Χ.»- κάνει πάντως τη χάρη στις ηρωίδες του να τους στείλει τελικά έναν άνδρα. Το όνομα Ρασταπόπουλος σάς λέει κάτι;

Ο κύριος που εμφανίζεται κάποια στιγμή στο νησί υπάρχει περίπτωση να είναι ο Ιππόλυτος; Να είναι τελικά ζωντανός;

Όχι, ο πατέρας του έχει φροντίσει να σκοτωθεί, βγάζοντας εκείνο το τέρας μέσα από τη θάλασσα που τρέλανε τα άλογά του. Ενώ ο κακομοίρης ο Ιππόλυτος, από ό,τι φαίνεται, δεν ενέδωσε στη μητριά του. Άλλος θα εμφανιστεί – ένας Ελληνοαμερικάνος, ο οποίος έχει ζήσει μια ζωή η οποία δεν απέχει και πολύ από εκείνη του Θησέα. Όπως ισχυρίζεται έχει κάνει διάφορα κατορθώματα. Εξολόθρευσε κάποιον ο οποίος ήθελε να τον σκίσει στα δύο, κι έναν άλλο που ήθελε να του κόψει τα πόδια επειδή περίσσευαν από το κρεβάτι.

Αν λέει αλήθεια, γιατί μερικοί έχουν την τάση να υπερβάλουν. Τι τύπος είναι ο Ελληνοαμερικάνος;

Δεν είναι κακός, αν και το όνομά του είναι δανεισμένο από τον κακό Ελληνοαμερικάνο που έχει πρωταγωνιστήσει σε αρκετές περιπέτειες του Τεν Τεν. Λέγεται Ρασταπόπουλος. Βρισκόμαστε δηλαδή σε μια κανονική κωμωδία σε όλα τα επίπεδα, όπου οι αναφορές είναι πάρα πολλές, και θεατρικές και στη λογοτεχνία και βεβαίως στην πραγματικότητα. Υπάρχει μια ειρωνεία γενική και προς όλες τις κατευθύνσεις. Μέχρι και απόπειρα για επανάσταση υπάρχει, αφού η Οινώνη θέλει να δοκιμάσει το στέμμα της Φαίδρας. Η άλλη φυσικά της λέει πως τα στέμματα δεν δανείζονται. Παρά τις συγκρούσεις, όμως,υπάρχει και μια τρυφερότητα, γιατί πρόκειται για ανθρώπινα πλάσματα. Η Οινώνη νανουρίζει τη Φαίδρα πριν κοιμηθεί, της τραγουδάει. Επίσης, όπως όλοι οι άνθρωποι, αυτές οι δυο μέχρι το τέλος ελπίζουν πως θα περάσει το καράβι, πως κάτι θα συμβεί, ή πως θα εμφανιστεί το κήτος μέσα από τη θάλασσα.

Μα θέλουν να εμφανιστεί το κήτος-φονιάς;

Η Φαίδρα θέλει να φαντάζεται ότι το τέρας σκότωσε τον Ιππόλυτο επειδή ήταν ερωτευμένο μαζί της. Παρόλο που είναι 3.000 ετών, θέλει να πιστεύει ότι μπορεί ακόμη να αρέσει. Εξάλλου το μόνο πράγμα που έχει κρατήσει από την προηγούμενη ζωή της είναι ένα κραγιόν. Όπως και η γυναίκα στις «Ευτυχισμένες μέρες»του Μπέκετ. Ο άνθρωπος σε όλες τις ηλικίες θέλει να αρέσει. Πρώτος εγώ.

Η Φαίδρα, πάντως, έχει μια δυναμία στους νεαρούς, απ’ ό,τι θυμόμαστε.

Α, ναι. Εκδηλώνει αμέσως ζωηρό ενδιαφέρον για το γιο του Ρασταπόπουλου, ρωτάει τι σπουδάζει κ.λπ. Και η Οινώνη της λέει «σκάσε, μην αρχίζεις πάλι τα ίδια». Γιατί έχουμε μια επανάληψη. Απλώς, επειδή ξέρουμε το τέλος -το οποίο είναι το έργο που βλέπουμε εμείς- ούτε της Φαίδρας θα της περάσει από το μυαλό να φύγει με τον Αμερικάνο. Γιατί να φύγει αφού θα έχουμε πάλι τα ίδια;

Γιατί να μη φύγει, έστω για την περιπέτεια;

Μα την περιπέτεια την έχουμε παρακολουθήσει κατά κόρον, την έχουμε πια βαρεθεί. Εκεί υπάρχει αν θέλεις μία ειρωνεία για τις επαναλήψεις αρχαίου δράματος, που λιγάκι έχουν παραγίνει εδώ και δεκαετίες. Όλες οι Ελληνίδες ηθοποιοί δεν ησυχάζουν αν δεν παίξουν Αντιγόνη ή Ηλέκτρα, που το βρίσκω ελαφρώς γελοίο.Έχει κάτι από σχολική γιορτή, όπου πρέπει όλες οι καλές μαθήτριες να πουν ένα ποιηματάκι. Έτσι έχει καταντήσει. Αρχαίο δράμα ανεβάζουμε όταν έχουμε κάτι να πούμε μέσα από το αρχαίο δράμα, δηλαδή όταν πρόκειται για πραγματική δημιουργία. Δεν επιτρέπεται τα αρχαία θέατρα, και ιδιαίτερα η Επίδαυρος, να χρησιμοποιούνται για παραστάσεις επιθωρησιακού χαρακτήρα και από θλιβερές ηθοποιούς όπως ήταν η Βουγιουκλάκη κι ένα σωρό άλλες. Δεν έχει κανένα δικαίωμα η Βουγιουκλάκη να πατάει το πόδι της στην Επίδαυρο. Εγώ συμφωνώ απολύτως με τη διεύθυνση του Φεστιβάλ που ανέβασε επιτέλους Μπέκετ - από μικρός ονειρευόμουν να δω Μπέκετ στο αργολικό θέατρο. Και θα ήθελα να δω εκεί και το «Περιμένοντας τον Γκοντό». Είναι σεβασμός στην Επίδαυρο το να ανεβάσει κανείς τις «Ευτυχισμένες μέρες». Αντιθέτως, το ανέβασμα της Αντιγόνης ή της Ηλέκτρας με πρωταγωνίστρια μια φωνακλού είναι γελοιοποίηση της κουλτούρας μας.

Σε τι πιστεύει η Φωφώ

Η δική σας Φαίδρα, μέσα στα 3.000 χρόνια της ζωής της, ασπάστηκε και το χριστιανισμό;

Όχι, όχι, έχει γλιτώσει. Ευτυχώς είναι από τις ελάχιστες Ελληνίδες που γλίτωσαν από τη λαίλαπα του χριστιανισμού. Στο ερημονήσι δεν πήγε ο Παύλος, τις έχουν ξεχάσει εκεί.

Στο «μ.Χ.», το βραβευμένο βιβλίο σας, που έγινε και μπεστ σέλερ, λέτε πως ο χριστιανισμός επέβαλε εμπάργκο στην μελέτη και τη διάδοση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Κι όμως, ήδη από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους έως και σήμερα, οι πιστοί χριστιανοί είναι οι πρώτοι που καμαρώνουν πως είμαστε απόγονοι του Σωκράτη. Θέλετε να πείτε πως αυτό είναι παράδοξο;

Κοιτάξτε, είναι ρομαντικές θεωρήσεις αυτές. Δεν έχω καμία ανάγκη να αισθάνομαι κληρονόμος ή απόγονος του Σωκράτη. Απόγονοι του Σωκράτη είναι αυτοί που τον έχουν μελετήσει και που ξέρουν καλά ελληνικά. Κατά τα άλλα, ο καθένας έχει την τρέλα του. Μπορεί κάποιος να πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία και να πιστεύει ότι σκέφτεται ελεύθερα. Ο καθένας πιστεύει ό,τι θέλει. Αλλά το ότι ένας από τους στόχους της Ελληνικής Επανάστασης του Ρήγα και διαφόρων άλλων ήταν να χειραφετηθεί η Ελλάδα όχι μόνο από την οθωμανική κυριαρχία, αλλά ταυτόχρονα και από την Εκκλησία, είναι γεγονός. Αυτό είναι το πνεύμα του Διαφωτισμού και το πνεύμα των επαναστατών του 1821, τους οποίους διόλου δεν ενέκρινε η Εκκλησία. Όσο για τη διδασκαλία της φιλοσοφίας, αυτή είχε απαγορευτεί το 520 μ.Χ. και ξαναρχίζει το 1860. Είμαστε θύματα αυτής της βαθύτατης αγραμματοσύνης. Μια χώρα στην οποία δεν διδάσκεται η φιλοσοφία επί 13 αιώνες είναι μοιραίο να πάσχει πνευματικά και να έχει μείνει πίσω. Αυτό συμβαίνει με την Ελλάδα δυστυχώς. Εδώ ανοίγουμε το λεξικό του Μπαμπινιώτη και τι βρίσκουμε μέσα; Ολόκληρο το Πιστεύω, μέσα σε πλαίσιο. Σε ένα καλό, ευρείας χρήσης λεξικό, περιλαμβάνεται μια προσευχή. Από πού κι ώς πού;

Δηλαδή -μια που μόλις πέρασε η περίοδος των εξετάσεων- αν σας έβαζαν έκθεση σχετικά με τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, πώς θα αναπτύσσατε το θέμα;

Θα έλεγα πως το θέμα δεν υπάρχει. Πως είναι δύο τελείως αντίθετες έννοιες κι ότι είναι μύθος ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός. Πρόκειται για μια ακροδεξιά άποψη για την ιστορία. Θυμηθείτε το σύνθημα της χούντας «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Θέλω να πω ότι βεβαίως είναι μια ακροδεξιά άποψη για την ιστορία αυτή. Και ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός φυσικά δεν υπάρχει. Πρόκειται για ένα ηφαίστειο που εμείς έχουμε δημιουργήσει. Και το οποίο ελπίζω κάποτε να εκραγεί. Ο πολιτισμός είναι ή χριστιανικός ή ελληνικός.

Δυο λεπτά. Ο άγιος Κωνσταντίνος δεν μιλούσε ελληνικά και είναι αμφίβολο αν πίστευε στον θεό των χριστιανών. Κι όμως, η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο. Αυτό δεν αποδεικνύει πόσο ανοιχτόμυαλοι και large είναι οι Ελληνορθόδοξοι;

Είναι μάλλον βέβαιο ότι δεν πίστευε στο θεό, στον Απόλλωνα πίστευε, αλλά κατάλαβε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει το χριστιανισμό. Όχι, ακριβώς το αντίθετο, πόσο απατεώνες είναι αποδεικνύει. Αυτό αποδεικνύει. Από τη στιγμή που θεωρούν άγιο έναν άνθρωπο ο οποίος έσφαξε το γιο του και έπνιξε τη γυναίκα του μέσα σε βραστό νερό - πράγματα γνωστότατα αυτά... Πρέπει κανείς να ζει στην Ελλάδα, σε έναν κόσμο όπου επικρατεί εκκλησιαστική λογοκρισία για να μην ξέρει αυτά τα πασίγνωστα πράγματα – δηλαδή δεν υπάρχει ένα πανεπιστήμιο στο εξωτερικό που να μην ξέρουν ποιος είναι ο Μέγας Κωνσταντίνος. Απλώς, εμείς στην Ελλάδα δεν το ξέρουμε γιατί δεν θέλουμε να το μάθουμε. Δεν είναι λοιπόν ανοιχτοσύνη πνεύματος, είναι μια απάτη.

«Δεν ξέρουμε τι θα πει Αθήνα»

Στο διαδίκτυο κυκλοφορεί ένα κείμενο, το οποίο μάλιστα υιοθετείται και απο επίσημα χείλη, σύμφωνα με το οποίο υπάρχει ένα πρόγραμμα εκμάθησης ελληνικών της εταιρείας Apple που λέγεται Hellenic Quest. Το πρόγραμμα αυτό, λέει, προέκυψε από τη διαπίστωση των επιστημόνων ότι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές προχωρημένης τεχνολογίας δέχονται ως «νοηματική» γλώσσα μόνο την ελληνική, ενώ όλες τις άλλες γλώσσες τις χαρακτήρισαν «σημειολογικές». Τι νομίζετε εσείς, πρόκειται ή δεν πρόκειται για αστικό θρύλο;

Εντάσσεται σε μια πολύ παλιά παράδοση αυτό. Ανέκαθεν γίνονται προσπάθειες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη και αυτό από τον 16ο αιώνα , ο καθένας ισχυριζόμενος ότι η δική του γλώσσα είναι καλύτερη και παλαιότερη από τις άλλες. Περνάει ένας εθνικισμός και στο βάθος ένας ρατσισμός μέσα από τη μελέτη της γλώσσας. Αυτές οι θεωρίες είναι άκρως επικίνδυνες πολιτικά.

Θεωρείτε πως είναι περισσότερο επικίνδυνες, παρά κωμικές;

Κοιτάξτε να δείτε, να σας πω τι πιστεύω και νομίζω βάσιμα το πιστεύω – ότι καμία γλώσσα δεν είναι δημιούργημα ενός, μοναδικού λαού. Τα ελληνικά είναι δημιούργημα και άλλων λαών, των Πελασγών, για παράδειγμα. Και το συζητούσα αυτό πρόσφατα με Έλληνες γλωσσολόγους και αρχαιολόγους, και έμαθα ότι ένα σωρό λέξεις, όπως η ίδια η λέξη Αθήνα, Όλυμπος, Ιλισσός, Λυκαβηττός, Θήβα δεν είναι ελληνικές λέξεις. Η ετυμολογία τους μας είναι ακατανόητη. Μέσα στα ελληνικά υπάρχουν λέξεις τις οποίες δεν καταλαβαίνουμε. Δεν ξέρουμε τι θα πει Αθήνα. Όλυμπος δεν είναι ελληνική λέξη, δεν ξέρουμε την ετυμολογία της. Τι να κάνουμε; Θέλω να πω ότι όταν ισχυρίζεται κάποιος τέτοια πράγματα για τη γλώσσα του, όποια κι αν είναι αυτή, πρέπει να λάβει υπόψη του ότι η κάθε γλώσσα φέρει μέσα της την κληρονομιά λαών οι οποίοι έχουν σβήσει προ πολλού. Και ότι μοιραία μιλώντας μια οποιαδήποτε γλώσσα, μιλάμε ταυτόχρονα και μια ξένη γλώσσα.”

Ο Ρασταπόπουλος

Όσοι είναι λάτρεις τον κόμικς θα τον ξέρουν. Ο Ρασταπόπουλος είναι κομβικό πρόσωπο σε ορισμένες από τις ιστορίες του Τεντέν, τις εικονογραφημένες ιστορίες δηλαδή του τρομερού νεαρού διάσημου ρεπόρτερ που εξιχνιάζει πλήθος πολύπλοκές υποθέσεις τις οποίες σχεδίασε ο μετρ του σκληρού ντεκουπάζ Βέλγος Ερζέ.

Τι εστί Ρασταπόπουλος; Είναι μέγας απατεώνας, που πρωτοβρέθηκε απέναντι στον Τεντέν και την παρέα του στην ιστορία «Τα πούρα του Φαραώ». Έχει, πράγματι, αδυναμία στα πούρα, μάλλον δε προτιμά τα πολύ καλά Αβάνας. Και κυρίως, είναι ελληνικής καταγωγής. Ο Ερζέ, που συχνά έπαιρνε στερεότυπα της εποχής του για να τους δώσει καινούριο νόημα στα κόμικς του, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι δανείστηκε ένα από τα διασημότερα: ότι οι Έλληνες που ζουν εκτός Ελλάδος, σε μεγάλο βαθμό, διακρίνονται για τον τυχοδιωκτισμό τους, ενδεχομένως και για εμπλοκή με μαφίες. Το κλισέ αυτό το ενέταξε στις ιστορίες του Τεντέν όπως το Χόλιγουντ υιοθέτησε ένα άλλο δημοφιλές κλισέ, ότι η μαφία της Νέας Υόρκης είναι αμιγώς ιταλική υπόθεση.

Ένας μύθος υιοθετεί μια πραγματικότητα ή μια δημοφιλή φήμη. Εκεί επάνω χτίζεται ο ήρωας κάποιας αφήγησης. Στην περίπτωση του Ρασταπόπουλου, πρόκειται για καθόλου απλοϊκό, πολύ σύνθετο ήρωα. Είναι λαθρέμπορος, αρχηγός εγκληματικών συμμοριών, συνεργάζεται με άνομα δικτατορικά καθεστώτα αλλά, ταυτόχρονα, είναι καλοπερασάκιας, σαδιστής, έχει ροπή προς την πολυτέλεια και του αρέσει να τον κολακεύουν. Έχει φέρει σε πάρα πολλές περιπτώσεις σε δύσκολη θέση τον Τεντέν αλλά και τον παντοτεινό φίλο του τελευταίου, τον καπετάνιο Χάντοκ (στο «μπαλονάκι», πάνω, τον ακούμε να εκτοξεύει τις περίφημες βρισιές του, βασιβουζούκοι, εκτοπλάσματα κ.λπ., στα αγγλικά).

Και γιατί Ρασταπόπουλος; Πώς να τον έλεγε δηλαδή; Παπαδόπουλο;

Info

ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρόδου

Βασίλη Αλεξάκη, «Μη με λες Φωφώ»

Σκηνοθεσία: Γιώργος ΟικονόμουΣκηνικά - Κοστούμια:

Κώστας ΒελινόπουλοςΜουσική: Νίκος ΠορτοκάλογλουΦωτισμοί: Ανδρέας ΜπέλληςΚινησιολογία: Εύα ΚαπάζογλουΒοηθός σκηνοθέτη: Μαριλένα Ρασιδάκη

Φαίδρα: Αντιγόνη ΑμανίτουΟινώνη: Χρήστος ΒαλαβανίδηςΑγησίλαος: Φάνης ΜουρατίδηςΡασταπόπουλος: Αλέξανδρος Μυλωνάς

__

Το Σχολείον, Χώρος Α | 29 & 30 Ιουνίου 2008, 21:00

Αλέκα Παΐζη, «Δεν με απορρόφησε η τέχνη, η ζωή με απορρόφησε»


Στις «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης» του Έντεν φον Χόρβατ, υποδύεται τη γιαγιά. «Είμαι η αρχαία του θιάσου», λέει η Αλέκα Παΐζη και μας δίνει το ελεύθερο να πιάσουμε τη... σκαπάνη και να φέρουμε στο φως ιστορίες μιας συναρπαστικής διαδρομής.

Από την Κατερίνα Κόμητα

Γοητευτική, με αίσθηση του χιούμορ, που τη διατηρεί ακόμα κι όταν μιλά για τους δύσκολους καιρούς της Κατοχής και, αργότερα, της εξορίας, αλλά και με τόνους θετικής ενέργειας, ζωντάνιας και αμείωτου ενθουσιασμού για το θέατρο -παρά τις έξι δεκαετίες της στο σανίδι-, η Αλέκα Παΐζη δεν φαίνεται να το βάζει κάτω μπροστά σε καμία πρόκληση, ούτε καν σε αυτή του χρόνου. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, μιλά για αγαπημένους ανθρώπους, για τόπους και για εμπειρίες αλλά, κυρίως, για την απόλαυση του να αφήνεσαι να απορροφηθείς από τη ζωή. Την απόλαυση του να περπατάς όλο το δρόμο, του να πηγαίνεις παρακάτω.

Κυρία Παΐζη, έχετε ζήσει μια αρκετά ταραχώδη ζωή…

Τα βάσανα άρχισαν από νωρίς, αυτό είναι αλήθεια. Ο πατέρας μου ήταν καπνοβιομήχανος και δεν μας έλειπαν οι ανέσεις. Το μονοπώλιο του καπνού, βέβαια, τ’ άλλαξε όλα: ο Παπαστράτος αγόρασε τις καπνοβιομηχανικές εταιρείες και εμείς μπήκαμε σε περιπέτειες. Ο πατέρας μου, με την αποζημίωση που πήρε, προσπάθησε να ορθοποδήσει κάνοντας διάφορες δουλειές. Δεν τα κατάφερε. Η Κατοχή μάς ανάγκασε να φάμε τις οικονομίες μας ώσπου τελικά μείναμε στον άσσο. Κι έτσι, βγαίνοντας στο θέατρο το 1942, δεν είχα τίποτα.

Πεινάσατε στην Κατοχή;

Βέβαια. Όλοι οι καλλιτέχνες του Εθνικού πεινάσαμε επί Κατοχής. Θυμάμαι ότι είχαμε δύο παραστάσεις τη μέρα και μας δίνανε μόνο ένα μικρό φλιτζανάκι του καφέ με τη μικρή μικρή μαύρη σταφίδα κι ένα κομματάκι παστέλι. Εγώ εκείνη την περίοδο είχα πάθει αβιταμίνωση. Μετά ήρθαν τα συσσίτια με τα φασόλια που είχαν δυο σταγόνες λάδι….

Είναι αλήθεια πως το άδειο στομάχι οδηγεί στην πολιτικοποίηση;

Πιθανόν, γιατί όχι; Ιδιαίτερα όταν η πείνα έρχεται νωρίς… Ο πατέρας μου δεν ενδιαφερόταν για την πολιτική, εγώ και τα αδέρφια μου όμως ήμασταν όλοι αριστεροί. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Βρεθήκαμε μέσα στον αναβρασμό… Ξέρεις πως στη διάρκεια της Κατοχής τυπώθηκε στο σπίτι μου ο πρώτος «Ριζοσπάστης»; Ήταν στο σπίτι του πρώτου μου άνδρα, στην Αγία Ελεούσα, μια γειτονιά αραιοκατοικημένη, ό,τι πρέπει για μυστικότητες. Η οργάνωση έφερε στο σπίτι έναν νεαρό Αρμένη τυπογράφο κι ένα τεράστιο μηχάνημα με δυο πλάκες. Παλεύαμε μέρα-νύχτα να το κάνουμε να δουλέψει σωστά, αλλά όλες οι προσπάθειες απέβαιναν άκαρπες· το μηχάνημα δεν τύπωνε, έβγαζε χαρτιά γεμάτα μουντζούρες, κι εγώ τα έκαιγα στο πλυσταριό. Και ξαφνικά, μια μέρα τα γράμματα βγήκαν καθαρά! Δεν φαντάζεσαι τη χαρά μου. Ήταν ο πρώτος «Ριζοσπάστης», κι είχε μέγεθος τετραδίου. Μετά βέβαια, αρχίσαμε να ανησυχούμε για όλα εκείνα τα μηχανήματα. Αποφασίσαμε να θάψουμε το τυπογραφικό μηχάνημα και ό,τι άλλο είχαμε χρησιμοποιήσει στον κήπο. Κάποια άλλα, που είχαν ξεχαστεί μέσα στο σπίτι, τα κρύψαμε σε διάφορα σημεία, ακόμα και κάτω από το πιάνο. Αργότερα, όταν αναγκαστήκαμε να πουλήσουμε το σπίτι για να αγοράσουμε τρόφιμα, αναρωτιόμουν αν οι καινούριοι ένοικοι τ’ ανακάλυψαν, προσπαθώντας να φυτέψουν κανά δεντράκι… Πάντως δεν μας μαρτύρησε κανείς.

Εκτός από την παράνομη δράση σας στα χρόνια της Κατοχής, είχατε και το θέατρο...

Το θέατρο είναι μέσα στον άνθρωπο. Από παιδιά παίζουμε κάτι, παριστάνουμε κάτι. Όταν έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό, δεν ήμουν αποφασισμένη ότι ήταν αυτό που ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Βρέθηκα, όμως, εκεί, με τον Αλέξη Δαμιανό και τη Μελίνα Μερκούρη, σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Στις τελικές εξετάσεις, η Μελίνα ανησυχούσε για το ότι δεν είχα κάτι καλό να φορέσω και μου έστειλε τη μαμά της με μια αρμαθιά φουστάνια. Εγώ δεν υπέκυψα. Έραψα στη μοδίστρα της γειτονιάς τη δική μου φορεσιά – όχι βασίλισσας, όπως των άλλων, αλλά ακολούθου. Αρχικά είχαμε μια πολύ καλή σχέση με τη Μελίνα. Μετά, όμως, απομακρυνθήκαμε, γιατί εγώ ανακατεύτηκα πολύ με τα πολιτικά.

Περιμένατε πολύ για τον πρώτο ρόλο;

Τότε, στο Εθνικό προσλαμβάνανε έναν-δυο από τους τελειόφοιτους της Σχολής. Στις εξετάσεις, λοιπόν, πίστεψαν ότι είμαι καλή και με προσλάβανε. Έπαιξα αμέσως και καλά πράγματα. Είχα μάλιστα καλές κριτικές και από τους Γερμανούς, που ήταν ιδιαιτέρως θεατρόφιλοι, κι εκείνη την εποχή έβγαζαν εφημερίδα με κριτική στήλη. Αργότερα, όταν πλάκωσε ο εμφύλιος, έφυγα και δούλεψα στους «Ενωμένους καλλιτέχνες», έναν αριστερό θίασο που δημιουργήθηκε εκείνη την εποχή. Εκεί δούλεψα για αρκετά χρόνια.

Φιλάρεσκη και στην εξορία...

Η εξορία πώς ήρθε;

Ένα πρωί, αξημέρωτα, ήρθαν στο πατρικό μου να με πάρουν. Εγώ σε όλη την Κατοχή και, παρά την έλλειψη ανέσεων, πλενόμουν καθημερινά στο πλυσταριό της μαμάς μου, με μια γκαζιέρα κι ένα κατσαρόλι. Δυστυχώς, εκείνη την ημέρα ήρθαν χωρίς να έχω προλάβει να πλυθώ, πρόλαβα όμως να βάλω ένα ένα κολιέ από κοράλλια κι ένα φόρεμα με κοραλί λουλούδια. Ήμουν πάντα φιλάρεσκη… Έτσι έγινε η πρώτη μου ανάκριση. Μετά με στείλανε εξορία. Έμεινα κάπου τρία χρόνια στο Τρίκερι και στο Μακρονήσι. Η εξορία βέβαια δεν τέλειωσε ποτέ. Ήμουν αδειούχος εξόριστος όλη μου τη ζωή, μέχρι που ήρθε η χούντα και μπόρεσα να φύγω στο εξωτερικό.

Τι θυμάστε απ’ αυτή την εμπειρία;

Η μεταφορά στο Μακρονήσι ήταν τραγική. Είχαν προηγηθεί απειλές, εξαντλητικά καψόνια, μηνύματα ότι πάμε στο θάνατο. Στο νησί γίνονταν πράγματα φοβερά. Ταλαιπωρίες σωματικές, ύπουλη εξόντωση. Τη μέρα που έγινε η οργανωμένη επίθεση στον καταυλισμό των γυναικών, ούρλιαζαν οι ντουντούκες από τα ξημερώματα, με απειλές για το τι θα μας έβρισκε αν δεν υπογράφαμε. Εκείνη τη μέρα έγιναν εγκεφαλικές διασείσεις, έσπασαν σπονδυλικές στήλες, γέμισαν τα λεωφορεία τραυματισμένες. Θυμάμαι μια κοπέλα που ούρλιαζε όλη νύχτα: «Χτυπάτε, χτυπάτε, χτυπάτε, χτυπάτε, φασίστες… Ποιον να αποκηρύξω μωρέ; Το αίμα του αδερφού μου;». Γιατί βέβαια στο Μακρονήσι βρέθηκαν και κοπέλες που εξορίστηκαν μόνο και μόνο επειδή είχαν έναν αδερφό αντάρτη, για παράδειγμα. Ναι, ήταν άσχημα τα πράγματα τότε.

«Η τέχνη είναι τσαχπίνα,

σου ξεφεύγει»

Επιστρέφοντας στο θέατρο... Από τους ρόλους που παίξατε, ξεχωρίζετε κάποιους;

Όλα τα παιδιά μας τα αγαπάμε το ίδιο. Άλλωστε, κανένας ρόλος δεν έχει τέλος. Απλώς φτάνεις σε ένα σημείο που λες: μέχρι εδώ· τόσο το μπόρεσα. Γιατί η τέχνη είναι τσαχπίνα πολύ, είναι μεγάλη μπερμπάντισσα· σου ξεφεύγει, δεν τελειώνει ποτέ.

Ποια είναι η βαθύτερη αιτία που σπρώχνει κάποιον να ασχοληθεί με την τέχνη;

Πιστεύω ότι το κάνεις γιατί σου αρέσει, και όχι για να δοξαστείς. Κανείς δεν αρνείται, βέβαια, τη δόξα, όμως τα πράγματα αυτά ξεκινούν από αγάπη, από ευχαρίστηση. Τους αγαπούσα τους ρόλους μου.

Υπάρχει κάποιος ρόλος που ονειρευτήκατε να παίξετε και δεν έτυχε; Έχετε κάποιο καλλιτεχνικό απωθημένο;

Τέτοια συναισθήματα δεν έχω. Μακάρι να έχω παίξει πολύ καλά τους ρόλους που έπαιξα.

Είδατε το επάγγελμα του ηθοποιού να αλλάζει με τα χρόνια;

Στο επάγγελμα του ηθοποιού υπήρχε πάντα και εξακολουθεί να υπάρχει κρίση. Η δουλειά αυτή απαιτεί πολλές ώρες εργασίας, και κάνοντάς την δεν είσαι ποτέ εξασφαλισμένος. Αυτά είναι πράγματα που δεν θα αλλάξουν ποτέ. Βεβαίως, με τα ταμεία των Κρατικών Θεάτρων έχεις μια οικονομική εξασφάλιση, η οποία όμως μπορεί να είναι και επικίνδυνη· δηλαδή, να μην είσαι ευχαριστημένος και να παραμένεις μόνο και μόνο γιατί έχεις εξασφαλίσει το ψωμί σου. Με τους αγώνες των ηθοποιών και την ύπαρξη του σωματείου έχουμε κερδίσει, φυσικά, ορισμένα πράγματα, αλλά η ανεργία είναι ανεργία...

«Για το κοινό παίζουμε,

δεν κάνουμε το χόμπι μας»

Τι είναι αυτό που σας έκανε να φτάσετε μέχρι εδώ; Το ταλέντο;

Απλώς μου αρέσει αυτό που κάνω. Δεν έχω να πω τίποτα άλλο. Επίσης αυτό που πάντα ήθελα και επιδίωκα είναι να βρίσκομαι σε χώρους όπου δουλεύουν πραγματικά, με ανθρώπους με τους οποίους μπορώ να συνεργαστώ, χωρίς… υπόγεια ρεύματα. Βοηθιέσαι πολύ όταν οι άλλοι με τους οποίους συνεργάζεσαι λειτουργούν συναδελφικά. Γιατί σ’ αυτή τη δουλειά έχεις μεγάλη ανάγκη τον άλλον. Θα μου πεις, όλοι έχουν ανάγκη τους άλλους… Όμως δεν είναι έτσι. Για παράδειγμα, ο ζωγράφος κάποια στιγμή θα μείνει μόνος με το αντικείμενό του. Εμείς, από την ώρα που μπαίνουμε στο θέατρο, τους έχουμε ανάγκη όλους: από το συνάδελφο ηθοποιό μέχρι το θυρωρό.

Ποιο ρόλο λέτε ότι παίζει το κοινό σε μια παράσταση;

Νομίζω ότι κανείς δεν παίζει αμέτοχος από το κοινό. Γι’ αυτό παίζουμε. Αλλιώς θα κάναμε το χόμπι μας μεταξύ μας. Απευθυνόμαστε στον κόσμο και τον έχουμε ανάγκη, αλλά όχι στο βαθμό που να κάνουμε πράγματα μόνο και μόνο για να αρέσουμε. Το όμορφο είναι ότι όταν επικοινωνείς με τον κόσμο, το πιάνεις, είναι κάτι που αιωρείται. Κι αυτή η επαφή προσφέρει μεγάλη ικανοποίηση.

Νιώσατε ποτέ ότι σας απορρόφησε η τέχνη σε βαθμό που να το μετανιώσετε;

Η ζωή με απορρόφησε, όπως όλους τους ανθρώπους. Ο δρόμος, για να το πω διαφορετικά. Μωρό ακόμα, έβλεπα ότι υπήρχε μια πόρτα, κι από κει μπαινόβγαιναν πολλοί. Έτσι μια μέρα την πέρασα κι εγώ αυτή την πόρτα, και ξέρεις πού έφτασα; Στα τείχη της πόλεως· εκεί όπου τελειώνει το Ηράκλειο… Οι γονείς μου είχαν βέβαια πεθάνει από την αγωνία τους, μ’ έψαχναν σαν τρελοί, μέχρι που βάλανε έναν ντελάλη να φωνάζει με την ντουντούκα: «Χάσαμε ένα παιδί! Χάσαμε ένα παιδί!». Όταν με βρήκαν, κρατούσα το ένα μου παπούτσι στο χέρι. Φαίνεται πως με είχε πονέσει και γι’ αυτό το είχα βγάλει. Πού πήγαινα, ποιος ξέρει… Απλώς περπατούσα. Από τότε, λοιπόν, φαινόταν πως θα περπατήσω πολύ στη ζωή μου…

Πριν από λίγους μήνες ποζάρατε γυμνή για το γνωστό λεύκωμα του Τάκη Διαμαντόπουλου. Δεδομένης της ηλικίας σας, το είδατε σαν μια πρόκληση;

Ο Διαμαντόπουλος είναι ένας πολύ καλός καλλιτέχνης και πολύ καλός συνεργάτης. Μου έκανε την πρόταση και δέχτηκα. Γιατί όχι; Δεν έχω μελαγχολήσει με την ηλικία μου. Δεν εχθρεύομαι το πρόσωπό μου και την παρουσία μου. Μια χαρά είμαι, δόξα τω θεώ. Δεν είχα ποτέ πρόβλημα με την εμφάνισή μου, ούτε ως κορίτσι ούτε ως γυναίκα. Άρεσα πάντα, και τώρα ακόμα νομίζω πως οι άνθρωποι με βλέπουν ευχάριστα, δεν τους απωθώ. Δεν είπα ποτέ «αχ! να ήμουνα 15 χρονώ». Άλλωστε, ακόμα και η σωματική έλξη για το άλλο φύλο έχει τη δική της διάρκεια σε όλες τις ηλικίες –με διακυμάνσεις βέβαια– και τη δική της διαδρομή. Το σεξουαλικό είναι ένα πράγμα διάχυτο. Τα πάντα είναι σεξουαλικά τελικά, ένα χέρι που έχει συνηθίσει να ακουμπά και να το ακουμπούν… όλα αυτά είναι επικοινωνίες που έχουν επίδραση στο σώμα. Το σώμα αναπνέει, δεν είναι αμέτοχο. Δεν έχει πάψει η εκτίμησή μου σε αυτά τα θέματα, και η ανθρώπινη παρουσία για μένα εξακολουθεί να έχει μεγάλη σημασία. Γι’ αυτό, δεν ανησυχώ για την εμφάνισή μου… Ούτε για το θάνατο ανησυχώ.

Θεατρικό μανιφέστο
κατά της ανθρώπινης ανοησίας

Η Αλέκα Παΐζη πρωταγωνιστεί αυτό το καλοκαίρι, στο έργο «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης», μια συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου με το Φεστιβάλ Αθηνών, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, που ανεβαίνει από τις 27 έως τις 30 Ιουνίου στην Πειραιώς 260. Η ίδια δηλώνει ότι «ως η μοναδική αρχαία του θιάσου χαίρεται να συνεργάζεται με τα νεαρότερα μέλη του θιάσου που «είναι πολύ καλά παιδιά και πολύ δουλευταράδες». Υποδύεται το ρόλο της γιαγιάς, σε ένα έργο «πολύ ενδιαφέρον και απαιτητικό», όπως η ίδια το χαρακτηρίζει και υπό την σκηνοθετική μπαγκέτα «ενός πολύ ακριβούς σκηνοθέτη» - ο οποίος με αυτή την παράσταση υπογράφει την πρώτη του σκηνοθεσία ως διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Το έργο του Έντεν φον Χόρβατ – που έχασε τη ζωή του όταν έπεσε και τον πλάκωσε ένα δέντρο! – εκτυλίσσεται στη μεσοπολεμική Βιέννη του εκκολαπτόμενου εθνικοσοσιαλισμού. Ο Χόρβατ σκιαγραφεί με αδρές γραμμές μια κοινωνία μικροαστών και υποκριτών, που δεν θέλουν να δουν τον επερχόμενο ζόφο: δεν θέλουν ή δεν μπορούν να δουν, εξαιτίας της βλακείας στην οποία έχουν παραδοθεί; Κοιτώντας πίσω από τις μάσκες, ο συγγραφέας αποκαλύπτει τη δύναμη της ανθρώπινης ανοησίας σε όλο το θλιβερό μεγαλείο της.

Info

Έντεν φον Χόρβατ,

«Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης»

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας

Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς

Σκηνικά – Κοστούμια: Herbert Murauer

Μουσική επεξεργασία: Νίκος Πλάτανος

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου

Παίζουν: Νίκος Κουρής, Όλγα Δαμάνη, Αλέκα Παΐζη, Γιώργος Γλάστρας, Θέμις Μπαζάκα, Δημήτρης Ήμελλος. Ακύλλας Καραζήσης, Δανάη Θέμελη, Αντωνία Καούρη, Γιώργος Τζαβάρας, Θεμιστοκλής Πάνου, Αγγελική Παπούλια, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος.

Πειραιώς 260, Χώρος Η | 27 - 30.06.2008, 21:00