29/6/09

Coti K – Νίκος Βελιώτης




Συνάντησα τον Νίκο Βελιώτη και τον Coti K στο σπίτι του δεύτερου στον Κεραμεικό ένα πολύ ζεστό μεσημέρι. Υπό την σκιά της πανύψηλης λεμονιάς του Coti έμαθα λίγα πράγματα παραπάνω για τη δουλειά του Νίκου Βελιώτη, που όταν δεν περιοδεύει με τον Γιάννη Αγγελάκα «δολοφονεί» μουσικά όργανα, και για τον άνθρωπο που επιμελείται μουσικά τις τελευταίες δουλειές του Δημήτρη Παπαϊωάννου και αγαπάει τις οπτικοακουστικές εγκαταστάσεις, τον μουσικό Coti. Και όλα αυτά λίγες μέρες πριν έρθει ο Λι Πάτερσον για να παρουσιάσουν και οι τρεις μαζί το Performative Installations την 1η Ιουλίου στο Σχολείον.

Της Νάντιας Δρακούλα

Τι είναι το Ρerformative Installations;
Ν.Β.: Για να το αφήσουμε ανοιχτό, είναι κάτι μεταξύ συναυλίας και μη συναυλίας.
C.Κ.: Ναι, είναι κάτι μεταξύ συναυλίας και αυτού που κάνουμε με κάτι μικρές κατασκευές – υπάρχουν τρεις ανεξάρτητες σκηνές που παίζουν παράλληλα μαζί ανοιχτά στον χώρο.

Πώς προέκυψε η συνεργασία των τριών;
Ν.Β.: Μας πρότειναν να κάνουμε κάτι σε αυτόν τον οπτικοακουστικό κύκλο και λέω γιατί να μη φωνάξουμε τον Λι, είναι ό,τι πρέπει για αυτό το πρότζεκτ. O Λι έχει έρθει στην Ελλάδα άλλες δύο φορές στο Φεστιβάλ 2:13 και γενικά η φιλοσοφία του είναι πολύ κοντά σε μας.
C.Κ.: O Λι είναι από μόνος του μια περφόρμανς να τον βλέπεις πώς χειρίζεται όλα αυτά τα πράγματα που παράγουν ήχο. Αυτό που το κάνει πολύ ενδιαφέρον είναι ότι χρησιμοποιεί εντελώς μη επεξεργασμένους ήχους, αλλά και η διαφορετική προσέγγιση μιας πηγής ήχου που είναι δίπλα σου και δεν την προσέχεις και που μπορεί να σε ξαφνιάσει.

Τι σας ενώνει λοιπόν τους τρεις και τι σας χωρίζει;
C.Κ.: Μας ενώνει η προσέγγιση της μουσικής, σαν ηχητικό φαινόμενο κι όχι αναγκαστικά σαν κάτι που φέρει ρυθμό και μελωδία.

Αυτό που κάνει ο Λι στο στάδιο της έρευνας θυμίζει πάντως ακαδημαϊκή επιστημονική έρευνα.
Ν.Β.: Ναι, μοιάζει, αλλά είναι εντελώς πρακτική, χειροπιαστή υπόθεση.

Και τι σας χωρίζει;
Ν.Β.: Μας χωρίζει η απόσταση! (γέλια)

Όχι εσάς τους δύο.
Ν.Β.: Εμάς τους δύο όχι, εμάς δεν μας χωρίζει τίποτα!

Αυτό το θέμα της πειραματικής μουσικής και του noise, που πολύ κόσμο τον κουράζει, τελικά πόσο είναι μουσική;
Ν.Β.: Εκατό τοις εκατό μουσική. Το γούστο δεν είναι γραμμικό• κάτι που μου αρέσει τώρα και το θεωρώ μουσική κάποιος το θεωρεί θόρυβο, αλλά μεθαύριο μπορεί να αλλάξει γνώμη.

Στόχος είναι το πείραμα; Το πρωτοποριακό αποτέλεσμα;
C.Κ.: To ζητούμενο δεν είναι το πρωτοποριακό, αλλά μια πορεία στη σχέση μας με την τέχνη του ήχου.

Coti, εσύ ας πούμε από τις δουλειές που έχεις κάνει ποια έχεις χαρεί περισσότερο;
C.K.: Φαντάζομαι ότι τις τελευταίες για τον λόγο ότι είμαι πιο κοντά σε αυτή την αισθητική. Είμαι πιο κοντά σε αυτό που έχω κάνει τώρα. Ας πούμε, μου άρεσαν πολύ τα installations που έκανα με τον Δημήτρη Χαρίτο στο πλαίσιο του ΕΜΣΤ και της έκθεσης «Expanded Ecologies» και της Μπιενάλε.

Ποια είναι η σχέση σας με τα live;
C.Κ.: Εγώ παίζω πολύ πιο σπάνια απ’ ό,τι ο Νίκος, η σχέση μου είναι περίεργη, τώρα που το σκέφτομαι έχω να παίξω καιρό και με αγχώνει λίγο (χαμόγελα), αλλά για μένα η μουσική μπορεί να είναι κάτι πολύ πιο ανοιχτό, όπως ένα installation, δεν χρειάζεται να είναι μια συναυλία στα πολύ rock ’n’ roll πλαίσια.
Ν.Β.: Για μένα είναι τρόπος ζωής, το έχω περάσει σε αρκετά μεγάλο φάσμα, από τα πιο mainstream pop πράγματα που κάνω με τον Γιάννη (Αγγελάκα), μέχρι πολύ πιο extreme και σε εισαγωγικά πειραματικά.

Όπως αυτό που έκανες στο Φεστιβάλ της Γλασκόβης;

Ν.Β.: Ναι, το Tselo Powder, ας πούμε, ήταν πιο ακραίο. Χώρισα την ηχητική έκταση του τσέλου μου σε εκατό μέρη, έπαιξα από μια ώρα το καθένα –δουλειά τριών μηνών– και τα έβαλα να παίζουν όλα μαζί. Την ώρα που έπαιζαν κατέστρεψα το τσέλο μου, το έκανα σκόνη και το έβαλα σε βαζάκια.

Ακούγεται δολοφονικό. Γιατί το έκανες αυτό;

Ν.Β.: Είχα κάνει ένα σόλο cd το 2004 με το τσέλο και μετά μου φάνηκε για κάποιο λόγο που δεν γνωρίζω λογικό να καταστρέψω το όργανο.

Ποιες ήταν οι αντιδράσεις του κόσμου που το είδε;
Ν.Β.: Διχασμένες. Κάποιοι είπαν ότι είμαι πλουσιόπαιδο, ότι είμαι βλαμμένος και ότι το κάνω προς χάριν εντυπωσιασμού για να γίνω γνωστός, κάποιοι άλλοι ότι είμαι ιδιοφυΐα και ότι έχει μια μεταφυσική άποψη, μια αυτοακύρωση, πράγματα που δεν τα καταλαβαίνω. Τελικά το κόνσεπτ για μένα ήταν να μου πει ο καθένας την ακατανόητη για μένα γνώμη του για το πρότζεκτ.

Υπάρχει κάποιο γεωγραφικό μέρος στο μυαλό σας που να σας εμπνέει να δημιουργήσετε;
N.Β.: Για μένα όχι, μου αρέσει να γυρνάω• εκεί που βρίσκομαι κάθε φορά είναι το αγαπημένο μου σημείο. Μου αρέσουν βέβαια οι χώρες του Βορρά.
C.Κ.: Εγώ θα ήθελα ένα μέρος ήσυχο, έχω ανάγκη από την απουσία μουσικής για να παράγω. Η Τήνος είναι ένα τέτοιο μέρος. Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι και μου έρχεται σαν όνειρο η ανάμνηση, θυμάμαι το Σαν Φρανσίσκο όπου είχα πάει και ήταν απίστευτα ωραία.

Διακοπές;
N.Β.: Εγώ έχω περιοδείες με τον Γιάννη και πρόκειται να παίξω στο Φεστιβάλ Konfrontationen στο Νίκελσντορφ με τον Ραντού Μαλφάτι.
C.Κ.: Έχουμε να φιλοξενήσουμε τον Λι, μετά εγώ θέλω ενάμιση μήνα off, που ποτέ δεν είναι ουσιαστικά off, και από φθινόπωρο έχω την καινούργια παράσταση με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου που θα ανοίξει το κτίριο Τσίλερ του Εθνικού.

George Crumb: Ο πειραματισμός είναι η δουλειά του

Από την Έλια Αποστολοπούλου





Είναι αβανγκάρντ, μελετά τις μουσικές της Άπω Ανατολής, χρησιμοποιεί με περίεργους τρόπους περίεργα όργανα, οι παρτιτούρες των έργων του διά χειρός του μοιάζουν ξεχωριστά έργα τέχνης. Δύστροπος και δυσνόητος; Απλός και γοητευτικός, λένε τέσσερις φίλοι, συνεργάτες και θαυμαστές του.

Θόδωρος Αντωνίου

Μπαχ, ζώδια, πρωτόγονοι πολιτισμοί…


«Μου είπε κάποτε με την ευγένεια, αλλά και την παιδική αλήθεια που τον διακρίνει, την εξής φράση: “Ένα πρωί σηκώθηκα και διαπίστωσα ότι έγραφα τη μουσική κάποιου άλλου”». Μια προσωπική μαρτυρία για τον πρωτοποριακό συνθέτη δουλειά του οποίου θα ακουστεί στην αίθουσα του Παρνασσού.


Ο αμερικανός συνθέτης και δάσκαλος Τζορτζ Κραμπ, σχεδόν 80 ετών σήμερα, πειραματίζεται με ασυνήθιστους ήχους και τεχνικές κερδίζοντας άξια τον χαρακτηρισμό αβάνγκαρντ. Το 1968 κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ μουσικής, ενώ το 2001 πρόσθεσε κι ένα Γκράμι στη συλλογή του. Συνδυάζει δυτικούς και έθνικ ήχους, ενώ τα έργα του περιλαμβάνουν συμβολικά και θεατρικά στοιχεία. Ζητάει από τους μουσικούς να αναλάβουν ενεργό δράση και καμιά φορά να τραγουδήσουν ακόμα και μέσα από μια φλογέρα. Ο Θόδωρος Αντωνίου, ο συνθέτης που μύησε το ελληνικό κοινό στο έργο του Τζορτζ Κραμπ, τον περιγράφει με ακρίβεια στη συνομιλία που ακολουθεί.


Για ποιο λόγο ο Τζορτζ Κραμπ συγκαταλέγεται στους αβανγκάρντ;
Είναι σπάνιος συνθέτης. Η μουσική του έκφραση βασίζεται όχι μόνο στα τεχνικά μέσα που εξασφάλισε από πολύ σημαντικές σπουδές στην Αμερική και στο εξωτερικό, αλλά και στη φιλοσοφική θέση του για το περιβάλλον και τους εκτός της Ευρώπης πολιτισμούς. Ανέμειξε τα στοιχεία των επιρροών του με γνώμονα πάντα τη μουσική ευαισθησία, αλλά και με βαθιά γνώση και έρευνα, σε μια πρωτότυπη και πολύ πλούσια παλέτα ηχοχρωμάτων. Μελέτησε πολύ προσεκτικά τις δυνατότητες των οργάνων και τις διεύρυνε, εισάγοντας ιδιότυπες ηχοχρωματικές συνηχήσεις με τρόπους και τεχνικές άγνωστες στον σύγχρονο εκτελεστή. Απελευθερωμένος από τις συμβατικές φόρμες της μουσικής οργάνωσης, συνδυάζει ένα ευρύ φάσμα δραματικότητας.
Τοποθετεί τον άνθρωπο στο σύμπαν, τον ταξιδεύει σε ολόκληρο τον κόσμο μέσα από μία υπέρβαση που προέρχεται από το κινεζικό, το ιαπωνικό, αλλά και το νοτιοαμερικανικό θέατρο. Ο μουσικός μιλάει, κινείται, διευρύνεται σε σχέση με την αντίληψη της Δύσης, όπως ανάλογα γίνεται σε μουσικούς-ηθοποιούς άλλων πολιτισμών. Σε αυτό βλέπει κανείς και πολλά στοιχεία συναφή με τη φιλοσοφία του δικού μας Γιάννη Χρήστου, ο οποίος υπήρξε κι αυτός συμβολιστής επηρεασμένος από την Ανατολή, τη σχέση του με πρωτόγονους πολιτισμούς, αλλά εκφράστηκε τελείως διαφορετικά και πιο αφηρημένα. Βλέπει κανείς στον Κραμπ να συνδυάζεται η μουσική του Μπαχ με στοιχεία που υπαγορεύονται από τη σχέση του με τα ζώδια, με τη «Μουσική των Σφαιρών» και, συγχρόνως, με τον Λόρκα και με πρωτόγονους πολιτισμούς. Πιστεύει βαθιά, βλέπετε, ότι η μουσική μπορεί να υπάρχει μόνο όταν το πνεύμα μπορεί να τραγουδήσει.

Πότε και γιατί αποφασίσατε να ασχοληθείτε με το έργο του συνθέτη;
Τη μουσική του Κραμπ τη γνώρισα στο τέλος της δεκαετίας του 1960, όταν βρέθηκα για πρώτη φορά στην Αμερική. Τότε είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω εκτελέσεις των έργων του και έμεινα έκπληκτος. Προσπαθώντας να αναλύσει κανείς τα συναισθήματά του ακούγοντας τη μουσική του, διαπιστώνει αμέσως ότι η επικοινωνία είναι τόσο άμεση που δεν χρειάζεται να την αναλύσει για να την καταλάβει. Ως συνθέτης και δάσκαλος, όμως, έρχεσαι αντιμέτωπος με μια προσωπικότητα, η οποία πολύ σύντομα –ευτυχώς– ανεξαρτητοποιήθηκε από όλους τους «-ισμούς» και τις συμβάσεις. Μου είπε κάποτε με την ευγένεια, αλλά και την παιδική αλήθεια που τον διακρίνει, την εξής φράση: «Ένα πρωί σηκώθηκα και διαπίστωσα ότι έγραφα τη μουσική κάποιου άλλου».

Διαβάζουμε ότι εκτός από καινοτομίες στις τεχνικές εκτέλεσης, στα έργα του υπάρχει και μια «θεατρική σκηνοθεσία».
Ο Τζορτζ Κραμπ ζητάει από τον εκτελεστή, εκτός από την τεχνική απόδοση, και μία θεατρική έκφραση στην απόδοση της μουσικής, πράγμα που είναι γνωστό σε πολιτισμούς εξωευρωπαϊκούς –στην Ιαπωνία, στην Κίνα, στην Πολυνησία, αλλά ακόμα και σε ελληνικά χωριά. Η πράξη είναι η συμβατική απόδοση της μουσικής, ενώ η μετάπραξη –όπως υπάρχει στον Γιάννη Χρήστου– αρχίζει όταν πια ο βιολονίστας παίζει κρουστά ή τραγουδάει και η σοπράνο χορεύει ή παίζει μουσικά όργανα. Κάτι τέτοιο απαιτεί τολμηρούς δημιουργούς που δεν φοβούνται να ξεφύγουν από το σύστημα που τους επιβάλλεται, καθώς η κοινωνία περιμένει πάντα να εκφραστούν με τους γνωστούς, συμβατικούς τρόπους που γνωρίζει, ενώ είναι γνωστό ότι το παρελθόν τους είχε δείξει κι άλλους τρόπους.

Πείτε μας κάποια πράγματα για τα έργα που θα παρουσιαστούν στην Αθήνα;
Όλα τα έργα του Τζορτζ Κραμπ από το τέλος της δεκαετίας του 1960 και μετά βασίζονται στον ενισχυμένο ήχο, σε τεχνικές οι οποίες θέλουν και το πιάνο ενισχυμένο. Το Vox Balaenae, μάλιστα, έχει γραφτεί για ένα συγκεκριμένο μοντέλο της Yamaha, ένα είδος ηλεκτρονικού πιάνου. Όταν παίζεται αυτό το έργο και δεν υπάρχει το συγκεκριμένο μοντέλο ενισχύουμε τον ήχο των πιάνων. Ο Τζορτζ Κραμπ, χωρίς να βάζει ειδικά αντικείμενα και λάστιχα, επεμβαίνει στις χορδές του πιάνου με συγκεκριμένες τεχνικές που μεταμορφώνουν τον ήχο του σε ανήκουστα όργανα, μαρίμπες μεγάλων διαστάσεων ή ήχους που μπορεί να παράγει ένα μουσικό πριόνι ή αντηχήσεις που δημιουργούνται από οτιδήποτε μπορεί να κάνει τις χορδές να πάλλονται. Τα έργα αυτά σηματοδοτούν την απομάκρυνσή του από τα καθαρά δυτικά πρότυπα. Είναι μια αναζήτηση ήχων από τα μουσικά όργανα και τους εκτελεστές που διευρύνουν την ηχοχρωματική παλέτα.

Πέρα από το έργο του, εσείς γνωρίζετε καλά και τον άνθρωπο Τζορτζ Κραμπ. Πείτε μας μια ιστορία που σας έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη.
Κάθε στιγμή που βρισκόμουν με τον Τζορτζ Κραμπ είναι μια σημαντική ιστορία, χαραγμένη στη μνήμη μου. Πρόκειται για έναν ευγενή και συγχρόνως απλό και αποστασιοποιημένο χαρακτήρα με πολύ σιγανή, ήσυχη φωνή, με πολλή σοβαρότητα και ανθρωπιά. Δεν διαφήμισε ποτέ τον εαυτό του, δεν τρέφει εγωισμούς. Α, και ενδιαφέρεται πολύ για τις νεότερες γενιές και τους μαθητές του που προσπαθούν να εκφραστούν. Είναι δοσμένος στη μουσική και στην παιδεία: σπουδαίος και συνάμα απλός άνθρωπος. Η σχέση μας παραμένει πολύ στενή. Εργάζεται αργά και συστηματικά, όλες οι παρτιτούρες που κυκλοφορούν είναι γραμμένες από τον ίδιο με το χέρι. Διευρύνει τη σχέση της μουσικής με το θέατρο, με τη φύση και με το σύμπαν. Για μένα είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος, δημιουργός και φίλος, από τον οποίο μαθαίνω πάρα πολλά.





Δημήτρης Δεσύλλας:
Πρωτότυπα και πρωτόγονα ηχοχρώματα

Πρωτάκουσα τη μουσική του Τζορτζ Κραμπ στη Νέα Υόρκη, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μαγική η αίσθηση του μοναδικού, πρωτόγνωρου, πρωτότυπου ιδιώματος της μουσικής γραφής του συνθέτη. Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποιεί κανείς ερχόμενος σε επαφή με το κείμενο και, κατ’ επέκταση, τον ήχο του Κραμπ είναι πως τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιεί είναι γι’ αυτόν ένα μέσο μόνο για την παραγωγή πρωτότυπων ή και πρωτόγονων ηχοχρωμάτων. Τα όργανα χάνουν τη στερεοτυπική τους διάσταση και μεταλλάσσονται σε ήχους της φύσης. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί τον ερμηνευτή-εκτελεστή να αισθανθεί άμεσα πως συμμετέχει σε ένα δρώμενο βαθιά συνδεδεμένο με τον μυστικισμό της φύσης και τον απομακρύνει τελείως από την αίσθηση της κλασικής φόρμας.
Ας φανταστούμε το ηχοχρωματικό φάσμα που δημιουργειται όταν μια πέτρα χτυπά σε πέτρα, το ηχοχρωματικό φάσμα της ανθρώπινης φωνής πάνω σε ανοιχτές χορδές ενός πιάνου, της απαλής κρούσης στο χαμηλό ρεζίστρο μιας μαρίμπας σε συνδυασμό με το τραγούδι σε διφωνία του εκτελεστή, τη φωνή ενός φλαουτίστα μέσα από το φλάουτο.
Βέβαια, η τεχνική που απαιτείται από τον εκτελεστή είναι υψηλή, όπως και η ρυθμολογική συνέπεια σε ακραίες ενίοτε επιδόσεις ρυθμολογικής ακρίβειας.
Όλα τα προηγούμενα, λοιπόν, με οδηγούν στην παρακάτω εύλογη ερώτηση: «Μήπως για να προσεγγίσουμε τους ήχους και τους συνδυασμούς της φύσης, όπως τουλάχιστον τους απέδωσε ένας υπέροχος Κραμπ, θα πρέπει να ανέβουμε εκτελεστικά εμείς οι ίδιοι;»
*Ο Δημήτρης Δεσύλλας είναι σολίστ κρουστών, καθηγητής στο Α’ Ωδείο Αθηνών και καλλιτεχνικός διευθυντής του συνόλου Τύπανα.

Λορέντα Ράμου:
Πάντα συμβαίνει κάτι μαγικό
Η μουσική του Τζορτζ Κραμπ έχει μια κοσμική διάσταση. Φέρνει στις αίθουσες συναυλιών ήχους της φύσης και του σύμπαντος, καθώς και τον απόηχο σύγχρονων γεγονότων που σημάδεψαν τον συνθέτη. Η απόκοσμη ομορφιά αυτής της μουσικής, οι συμβολισμοί και οι αναφορές της κάνουν τη μελέτη, την εκτέλεση και την ακρόασή της μια μοναδική εμπειρία. Ο Κραμπ, όντας πιανίστας ο ίδιος, αναζήτησε νέες πηγές ηχοχρωμάτων στο όργανο, σαν αυτό να ήταν μια μικρή ορχήστρα, χρησιμοποιώντας με πολύ ιδιαίτερο τρόπο τις δυνατότητες που προσφέρει το παίξιμο στο εσωτερικό του. Στην πιανιστική γραφή του συναντώνται ήχοι όπως η μεταλλική δόνηση που προξενείται από την επαφή ενός συνδετήρα, μιας αλυσίδας ή ενός γυάλινου χάρακα με τις χορδές, αέρινα γλιστρήματα αρμονικών ήχων με τη βοήθεια ενός σκαρπέλου, φωνές και σφυρίγματα με χαρακτήρα υπόκωφο ή υπερφυσικό. Οι τεχνικές όμως αυτές υπηρετούν πάντα μια αναγκαιότητα έκφρασης, και παρά τη μεγάλη τους δυσκολία η εκτέλεσή τους πρέπει να γίνεται με απλότητα και φυσικότητα. Επηρεασμένος από τον Ντεμπισί και τον Μπάρτοκ, θαυμαστής του Μεσσιάν, ο Κραμπ διατηρεί επίσης εκλεκτικές συγγένειες με τον Σούμαν και τον Σοπέν. Νέος, μελετούσε έργα άλλων συνθετών από αντίγραφα των χειρογράφων τους. Οι δικές του παρτιτούρες είναι υποδείγματα μουσικής καλλιγραφίας και σημειογραφίας που θα μπορούσαν να θεωρηθούν και εικαστικά αντικείμενα.
Ο Κραμπ είναι φιλικός και ομιλητικός στην κοινωνική συναναστροφή του, αλλά γίνεται εξαιρετικά απαιτητικός την ώρα της πρόβας, δοκιμάζοντας κάθε δυνατό τρόπο προκειμένου ο εκτελεστής να πετύχει με σιγουριά αυτό ακριβώς που γράφει η παρτιτούρα. Η επιτυχημένη εκτέλεση των έργων του χρειάζεται, πέρα από την ακρίβεια, τη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας που συνεπαίρνει τον ακροατή, σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος για να συμβεί κάτι μαγικό. Ο συνθέτης προτιμά να νιώθει σε μια ζωντανή εκτέλεση τους «κινδύνους» που θέτει η δεξιοτεχνική του γραφή στον εκτελεστή παρά την ακρίβεια που θα του προσέφερε ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής. Χαρακτηριστικές είναι οι φράσεις του: «δεν υπάρχει τίποτα να θαυμάσει κανείς σε μια μηχανή» και «τα αυτιά μου δεν είναι κουρδισμένα στον πολιτισμό».
* Η Λορέντα Ράμου είναι πιανίστρια


Μαργαρίτα Συγγενιώτου:
Ξεπερνώντας τη σύμβαση της μουσικής
Υπάρχει μία λέξη που χαρακτηρίζει τον Τζορτζ Κραμπ: φαντασία. Σε μία εποχή που οι νέες δυνατότητες των οργάνων και οι ελευθερίες που δημιουργούν οι νέες φόρμες είναι σαρωτικές, ο Κραμπ δημιουργεί τον δικό του μουσικό κόσμο. Χρησιμοποιεί ακραίες τεχνικές, ορισμένες φορές εξαιρετικής πολυπλοκότητας, χωρίς κανένα δείγμα συνθετικής επιδειξιμανίας. Τον ενδιαφέρει μόνο η πλοκή της μουσικής του, ο πυρήνας του ήχου, η μουσική όπως θα μπορούσε να είναι. Η ερμηνεία των έργων του ξεπερνά την μουσική εμπειρία όπως την έχουμε συνηθίσει. Άλλωστε τα έργα του, συχνά, έχουν οδηγίες ως προς το στήσιμο των μουσικών, τον φωτισμό, ακόμη και την ενδυμασία. Η φωνή ξεπερνά την συμβατική της λειτουργία. Γίνεται ένα μέσο παραγωγής ήχου, με μόνο σκοπό τη συνολική αίσθηση, την έκφραση του συναισθήματος ξεπερνώντας τη σύμβαση της μουσικής. Και, βέβαια, αυτό συμβαίνει στο πλαίσιο μίας, συχνά απάνθρωπης πειθαρχίας, λόγω της συνθετικής του ακρίβειας. Δεν είναι, ίσως, το πιο εύκολο πράγμα, είναι, όμως, σίγουρα το πιο ενδιαφέρον.
*Η Μαργαρίτα Συγγενιώτου είναι μέτζο σοπράνο

28/6/09

Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ: «Απέναντι σε μια Συμφωνία του Μπετόβεν είμαστε όλοι ίσοι»





Στις 29 Ιουνίου στο Ηρώδειο, o διάσημος πιανίστας και αρχιμουσικός θα διευθύνει τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου σε δυο από τα πιο φημισμένα έργα του Μότσαρτ και του Μπερλιόζ. Ο εβραίος μουσικός πιστεύει ότι όπως οι άνθρωποι που το επιθυμούν βαθιά μαθαίνουν τη μουσική, με τον ίδιο τρόπο μπορούν να μάθουν και την ειρηνική συνύπαρξη. Και, για την ώρα, καλεί τους συμπατριώτες του στο Ισραήλ να συνυπάρξουν ειρηνικά με τους Παλαιστίνιους, όπως άλλωστε καλεί τους Παλαιστίνιους να συνυπάρξουν με τους Ισραηλινούς. «Ζούμε μαζί», τονίζει, «ας αποφασίσουμε ότι η συμβίωση δεν είναι κατάρα αλλά ευλογία».



Από την Κατερίνα Οικονομάκου


«Είμαι απαισιόδοξος για το άμεσο μέλλον στη Μέση Ανατολή, αλλά αισιόδοξος για το μακρινό μέλλον. Ή θα βρούμε έναν τρόπο να ζούμε μαζί ή θα σκοτώσουμε ο ένας τον άλλον. Τι μου δίνει ελπίδα; Η μουσική. Γιατί μπροστά σε μια Συμφωνία του Μπετόβεν, μπροστά στον Ντον Τζιοβάνι του Μότσαρτ ή τον Τριστάνο και την Ιζόλδη του Βάγκνερ, όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι», έλεγε πριν ένα χρόνο ο Μπάρενμποϊμ, κλείνοντας μια ομιλία του με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, συνοψίζοντας, θα ’λεγες, τις προσωπικές αξίες και το όραμα που χρόνια τώρα υπηρετεί με συνέπεια και γενναιοδωρία. Ο 67χρονος πιανίστας και διευθυντής ορχήστρας, γενικός διευθυντής της Staatsoper του Βερολίνου και επισκέπτης μαέστρος στη Σκάλα του Μιλάνου, είναι μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στον χώρο της κλασικής μουσικής.
Ωστόσο κι αυτός ακόμη ο χαρακτηρισμός δεν αρκεί για να περιγράψει τον πληθωρικό αυτό άνθρωπο, που ξεκίνησε την καριέρα του σε ηλικία επτά ετών. Το παιδί-θαύμα εξελίχθηκε σε έναν άνδρα με αστείρευτη περιέργεια για τον κόσμο, ανεπτυγμένο αίσθημα δικαίου, γνήσιο σεβασμό για τον Άλλο, για τον διαφορετικό, έμπρακτη εμπιστοσύνη στη δύναμη του ορθού λόγου, απέχθεια για τη βία και τον δογματισμό. Η μόνη σιγουριά του Μπάρενμποϊμ είναι ότι η ειρηνική συνύπαρξη ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν μάθει να θεωρούν ο ένας τον άλλον εχθρό είναι κάτι που μαθαίνεται. Γι’ αυτό πιστεύει ότι αντί να διδάσκουμε τα παιδιά μας τι είναι αυτό που τα χωρίζει, ας τους κληρονομήσουμε τη γνώση όλων εκείνων που τα ενώνουν. Μέσω του Ιδρύματος Μπάρενμποϊμ και της ορχήστρας Western-Eastern Divan, που ίδρυσαν με τον στενό φίλο του Έντουαρντ Σαΐντ, τον αμερικανοπαλαιστίνιο διανοούμενο που έφυγε από τη ζωή το 2003, ο Μπάρενμποϊμ δίνει την ευκαιρία σε νεαρούς Άραβες και Ισραηλινούς να φανταστούν το μέλλον τους μακριά από δογματισμούς.

ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟ

Η ορχήστρα West-Eastern Divan πήρε το όνομά της από μια συλλογή ποιημάτων του Γκαίτε. «Ο Γκαίτε ήταν ένας από τους πρώτους Ευρωπαίους που έδειξαν αυθεντικό ενδιαφέρον για τους άλλους πολιτισμούς. Ανακάλυψε το Ισλάμ όταν ένας γερμανός στρατιώτης που είχε πολεμήσει στις ισπανικές εκστρατείες έφερε πίσω να του δείξει μια σελίδα από το Κοράνι. Ο ενθουσιασμός του ήταν τόσο μεγάλος που άρχισε να μαθαίνει αραβικά στην ηλικία των εξήντα ετών. Αργότερα ανακάλυψε τον σπουδαίο πέρση ποιητή Χαφέζ, και από το δικό του έργο άντλησε την έμπνευση για τα ποιήματά του που αφορούν την ιδέα του Άλλου, τη συλλογή West-Eastern Divan, που εκδόθηκε πρώτη φορά πριν από κοντά δυο αιώνες, το 1819 – την ίδια περίοδο που ο Μπετόβεν έγραφε την Ενάτη, αυτόν τον ύμνο στην αδελφοσύνη των ανθρώπων», έχει εξηγήσει ο Μπάρενμποϊμ.
Η κυρίαρχη ανεξάρτητη Δημοκρατία του West-Eastern Divan, όπως του αρέσει να αποκαλεί την ορχήστρα, άρχισε σαν πείραμα το 1999. Νεαροί μουσικοί από το Ισραήλ, τον Λίβανο, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, την Ιορδανία, το Ιράν, την Τουρκία ή τη Συρία, ανάμεσα στα 14 και τα 25 όλοι, κάνουν πρόβες και ερμηνεύουν υπό τη διεύθυνση σημαντικών διευθυντών. Ο Μπάρενμποϊμ θεωρεί τον τρόπο που έχουν μάθει να συμβιώνουν αρμονικά και δημιουργικά ένα παράδειγμα του πώς θα μπορούσαν να συνυπάρξουν ειρηνικά Άραβες και Ισραηλινοί. «Η Ορχήστρα δεν είναι πολιτικός αλλά μουσικός οργανισμός, και για τις έξι περίπου εβδομάδες που συνυπάρχουν κάθε χρόνο τα μέλη της τους εγγυάται μια στοιχειώδη αρχή, την αρχή της ισότητας. Πρόκειται για μια ρεαλιστική ουτοπία. Οι δύο ίδιοι νεαροί που μπορεί να συναντηθούν σε κάποιο φυλάκιο κατά μήκος των συνόρων, ο ένας ως συνοριοφύλακας και ο άλλος ως πολίτης υπό κατοχή, σε αυτήν την ορχήστρα κάθονται ο ένας πλάι στον άλλον, παίζοντας την ίδια μουσική, παλεύοντας εξίσου για την τελειότητα της μουσικής έκφρασης, εξίσου υπεύθυνοι για το αποτέλεσμα της κοινής τους προσπάθειας». Άλλωστε η μουσική, όπως πιστεύει ο Μπάρενμποϊμ, απαιτεί την ικανότητα να μπορεί κάποιος να εκφραστεί με απόλυτη αφοσίωση και πάθος, ενώ ταυτόχρονα να ακούσει με προσοχή και ευαισθησία μια άλλη φωνή που μπορεί και να αντιφάσκει στη δική του.

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΗΠΕΙΡΟΥΣ

Γόνος οικογένειας Εβραίων της Ρωσίας, ο Μπάρενμποϊμ είχε την τύχη να γεννηθεί το 1942 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, όπου είχαν καταφύγει οι παππούδες του για να γλιτώσουν από τα αντισημιτικά πογκρόμ του 1904. «Δυστυχώς ποτέ δεν έκανα στους γονείς μου πολλές ερωτήσεις σχετικά με την οικογενειακή ιστορία μας. Ένας λόγος είναι ότι ως παιδί ήμουν πολύ απορροφημένος από τον εαυτό μου. Κι έπειτα είχα μάθει να θεωρώ ‟φυσιολογικό” το γεγονός ότι βρισκόμασταν μονίμως σε μεταβατική κατάσταση. Ωστόσο η ιστορία των γονιών της μητέρας μου είναι πολύ ιδιαίτερη. Όταν έφτασαν στο λιμάνι του Μπουένος Άιρες (εκείνος ήταν 16, εκείνη 14 ετών), έπειτα από ένα αφάνταστα μακρύ και κοπιαστικό ταξίδι τούς ανακοινώθηκε ότι μόνο οι οικογένειες θα είχαν το δικαίωμα να αποβιβαστούν. Είχε συμπληρωθεί ο αριθμός των μεταναστών που ταξίδευαν μόνοι και επιτρεπόταν να μείνουν στη χώρα. Και οι δυο ήταν ολομόναχοι και εξαντλημένοι. Τότε ο παππούς μου άρπαξε τη γιαγιά μου και της λέει: ‟Έλα να παντρευτούμε!”. Και το έκαναν. Όταν βγήκαν στη στεριά ακολούθησε ο καθένας τον δρόμο του. Έπειτα από δυο-τρία χρόνια συναντήθηκαν ξανά, έτσι το έφερε η τύχη, ερωτεύθηκαν και πέρασαν μαζί ολόκληρη τη ζωή τους. Αυτή η γιαγιά ήταν ένθερμη σιωνίστρια. Ήδη από το 1929 ταξίδεψε στην Παλαιστίνη, όπου πέρασε έξι μήνες μαζί με τις τρεις κόρες της –μια από αυτές κι η 17χρονη τότε μητέρα μου– για να δει αν μπορούσε κανείς να ζήσει εκεί. Η οικογένεια του πατέρα μου, από την άλλη, είχε εντελώς αφομοιωθεί – η ‟γη των πατέρων μας” δεν είχε γι’ αυτούς καμιά σημασία», έχει γράψει ο Μπάρενμποϊμ.
Μέχρι που ανακάλυψαν ότι ο γιος τους είχε σπάνιο ταλέντο στη μουσική και άρχισαν να σκέφτονται τις προοπτικές του κάτω από ένα νέο φως. Τώρα έβλεπαν ότι ως μελλοντικός καλλιτέχνης θα ήταν προτιμότερο να μεγαλώσει ως μέλος μιας πλειοψηφίας, όχι μιας μειονότητας. «Τον Δεκέμβριο του 1952 φτάσαμε στο Ισραήλ. Ήταν χειμώνας και η σχολική χρονιά είχε αρχίσει προ πολλού, εγώ έπρεπε να μάθω ένα καινούργιο αλφάβητο και μια καινούργια γλώσσα. Μόνο εύκολα δεν ήταν όλα αυτά, αλλά καθώς ήμουν ένα χαρούμενο και εξωστρεφές παιδί προσαρμόστηκα γρήγορα – κι ήταν η αρχή μιας υπέροχης και έντονης καινούργιας ζωής», αφηγείται. Δυο χρόνια αργότερα, κι ενώ βρίσκεται στο Παρίσι για να παρακολουθήσει ένα καλοκαιρινό masterclass μουσικής διεύθυνσης του Ίγκορ Μάρκεβιτς, ο μικρός Ντάνιελ θα παίξει πιάνο για τον Βίλχελμ Φούρτβενγκλερ. «Ο μικρός Μπάρενμποϊμ είναι φαινόμενο» είχε πει γι’ αυτόν ο θρυλικός, όσο κι αμφιλεγόμενος, μαέστρος –στη διάρκεια του Γ΄ Ράιχ είχε παραμείνει στη Γερμανία για να διευθύνει τη Φιλαρμονική του Βερολίνου– απευθύνοντάς του πρόσκληση να παίξει στο Βερολίνο. Όμως ο πατέρας του Ντάνιελ θεώρησε ότι ήταν ακόμη πολύ νωρίς για έναν Εβραίο να παίξει πιάνο στη Γερμανία.

Ο ΒΑΓΚΝΕΡ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

Εδώ και δεκαεπτά χρόνια ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ είναι γενικός διευθυντής της Staatsoper Unter den Linden στο Βερολίνο. Και ο πρώτος εβραίος μουσικός που το 2001 έπαιξε Βάγκνερ στο Ισραήλ. «Υπάρχουν άνθρωποι στο κοινό για τους οποίους ο Βάγκνερ προκαλεί συνειρμούς σχετικά με τους Ναζί. Σέβομαι εκείνους για τους οποίους αυτοί οι συνειρμοί είναι δυσβάσταχτοι. Θα ήταν δημοκρατικό να ερμηνεύσω Βάγκνερ για όσους το επιθυμούν. Στρέφομαι τώρα σε εσάς και σας ρωτάω εάν μπορώ να παίξω Βάγκνερ», είχε πει σε εκείνο το κονσέρτο που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και δημοσιευμάτων. Μισή ώρα αργότερα, κι αφού επιχειρήματα κι αντεπιχειρήματα διασταυρώθηκαν σε μια συζήτηση ανάμεσα στα μέλη του κοινού, από την αίθουσα αποχώρησαν πενήντα άνθρωποι. Και οι περισσότεροι Iσραηλινοί παρέμειναν, για να χειροκροτήσουν στο τέλος με θέρμη τον Μπάρενμποϊμ.
Για πολλούς ο 67χρονος μουσικός ενσαρκώνει το πρότυπο του κοσμοπολίτη Εβραίου, που ωρίμασε πνευματικά και καλλιτεχνικά μέσα από ποικίλες επιρροές, πατώντας ανάμεσα σε διαφορετικούς κόσμους. Άλλωστε ήδη από την πρώιμη εφηβεία ταξίδευε διαρκώς στην Ευρώπη κάνοντας μαθήματα με διάσημους δασκάλους και δίνοντας συναυλίες. «Η Ευρώπη της δεκαετίας του ’50 ήταν βαριά πληγωμένη από τις συνέπειες του πολέμου. Ταξιδιώτης καθώς ήμουν ανάμεσα σε δυο κόσμους, έβρισκα την αντίθεση ανάμεσα στην Ευρώπη και το Ισραήλ ιδιαίτερα έντονη. Εκείνη την εποχή το Ισραήλ ήταν το πιο κοινωνικό, ιδεαλιστικό κράτος που μπορούσε κανείς να φανταστεί. Κανείς δεν είχε την αίσθηση ότι εργαζόταν ‟για το Κράτος”, γιατί τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε. Το κράτος εξελισσόταν, στην κυριολεξία, μπροστά στα μάτια μας και τρεφόταν από τον ιδεαλισμό, την καθημερινή αφοσίωση και τη δουλειά μας», έχει πει. Για τον Μπάρενμποϊμ η ρωγμή στη σχέση του με το κράτος του Ισραήλ εντοπίζεται μετά τον πόλεμο του 1967. Έκτοτε δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει τη βεβαιότητά του ότι ανάμεσα σε αυτούς τους δυο λαούς που πολεμούν για το ίδιο κομμάτι γης λύση με στρατιωτικά μέσα δεν θα υπάρξει ποτέ: «Όσο ισχυρό στρατιωτικά κι αν γίνει το Ισραήλ πάντα θα βασανίζεται από ανασφάλεια και φόβο. Αυτή σύγκρουση κατατρώει την εβραϊκή ψυχή».

ΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΡΕΑΛΙΣΤΕΣ;

Σε αυτούς που λένε ότι είναι αφελής, ότι είναι απλώς ένας καλλιτέχνης, ο Μπάρενμποϊμ απαντά ότι εκείνο που τον απασχολεί είναι η μοίρα των ανθρώπων – άραγε τι άλλο αφορά η πολιτική; Και γι’ αυτό αισθάνεται ότι έχει και την ικανότητα και την υποχρέωση να μιλήσει για τη μοίρα των ανθρώπων στη Μέση Ανατολή. «Από το 1952 έχω ισραηλινό διαβατήριο. Από τα 15 μου χρόνια γυρίζω τον κόσμο ως επαγγελματίας μουσικός. Έχω ζήσει στο Λονδίνο και στο Παρίσι και για χρόνια πηγαινοερχόμουν ανάμεσα στο Σικάγο και το Βερολίνο. Πριν το ισραηλινό είχα αργεντίνικο διαβατήριο – αργότερα απέκτησα και ισπανικό. Και το 2007 έγινα ο μοναδικός ισραηλινός πολίτης στον κόσμο που μπορεί να επιδείξει και παλαιστινιακό διαβατήριο σε κάποιο ισραηλινό συνοριακό πέρασμα. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είμαι η ζωντανή απόδειξη ότι μόνο μια ρεαλιστική λύση δύο κρατών (ή ακόμη καλύτερα, όσο τρελό κι αν ακούγεται, μια ομοσπονδία τριών κρατών: Ισραήλ, Παλαιστίνης και Ιορδανίας) θα μπορούσε να φέρει την ειρήνη στην περιοχή».
Τον περασμένο Ιανουάριο, την πρώτη μέρα του 2009, ο βρετανικός Guardian δημοσίευε ένα κείμενο του Μπάρενμποϊμ, όπου ο επίμονος αυτός μουσικός οραματιζόταν για άλλη μια φορά ένα καλύτερο μέλλον: «Έχω μόνο τρεις ευχές για τον χρόνο που έρχεται. Η πρώτη είναι να συνειδητοποιήσει μια και καλή η ισραηλινή κυβέρνηση ότι η διαμάχη στη Μέση Ανατολή δεν μπορεί να λυθεί με στρατιωτικά μέσα. Η δεύτερη είναι να συνειδητοποιήσει η Χαμάς ότι με τη χρήση βίας δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά της και ότι το Ισραήλ θα μείνει εδώ που είναι. Και η τρίτη είναι να αναγνωρίσει ο κόσμος ολόκληρος το γεγονός ότι αυτή η σύγκρουση δεν μοιάζει με καμία άλλη στην ανθρώπινη ιστορία. Είναι μοναδικά περίπλοκη κι ευαίσθητη. Είναι μια ανθρώπινη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο λαούς που και οι δυο πιστεύουν βαθιά ότι έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να ζουν σε αυτό μικρό κομμάτι γης», γράφει ο Μπάρενμποϊμ.
Ο μουσικός επεσήμανε ότι θεωρεί αυταπόδεικτο το δικαίωμα –αλλά και την υποχρέωση– του Ισραήλ να προστατεύει τους πολίτες του από τις συνεχιζόμενες ρίψεις πυραύλων, αλλά καταδικάζει τον ανηλεή και ακατάπαυστο βομβαρδισμό της Γάζας. «Μπορεί το Ισραήλ να χρεώνει τις αμαρτίες μιας τρομοκρατικής οργάνωσης σε ολόκληρο τον πληθυσμό της Γάζας;», αναρωτιόταν. «Εμείς, ο εβραϊκός λαός, θα έπρεπε να γνωρίζουμε και να αισθανόμαστε πιο έντονα από άλλους πληθυσμούς ότι η δολοφονία αθώων πολιτών είναι απάνθρωπη και απαράδεκτη». Κλείνοντας, ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ επαναλάμβανε τη βαθιά του πεποίθηση ότι «οι μοίρες των δυο λαών είναι αξεδιάλυτα δεμένες, αναγκάζοντάς τους να ζουν ο ένας πλάι στον άλλον. Πρέπει να αποφασίσουν αν αυτό θα είναι ευλογία ή κατάρα».

Info
Φιλαρμονική της Σκάλας του Μιλάνου - Daniel Barenboim
Έργα Μπετόβεν, Μπερλιόζ
Τη γέννηση και εδραίωση του ρομαντισμού στη μουσική της Κεντρικής Ευρώπης των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα ψηλαφεί, υπό τη διπλή ιδιότητα του πιανίστα και του αρχιμουσικού, ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, επικεφαλής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Σκάλας του Μιλάνου. Μετά το μεταβατικό Κοντσέρτο αρ. 3, που επισφραγίζει την πρώτη ωριμότητα του τριαντάχρονου Μπετόβεν (1770-1827), ακολουθεί η Φανταστική συμφωνία του εικοσιεπτάχρονου Εκτόρ Μπερλιόζ (1803-1869), έργο έντονα αναθεωρητικό, που σημάδεψε την τέχνη της ενορχήστρωσης και καθιέρωσε στον μουσικό χάρτη την προγραμματική μουσική.

Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 29 Ιουνίου 2009, 9 μ.μ.
Μουσική διεύθυνση - Σολίστ (πιάνο): Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ
Ludwig van Beethoven, Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 3 σε ντο ελάσσονα, έργο 37 (;1800)
Hector Berlioz, Φανταστική συμφωνία, έργο 14 (1830)




Τον Ιούλιο του 2001, επικεφαλής της Ορχήστρας της Κρατικής Όπερας του Βερολίνου, ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ έδωσε στην Ιερουσαλήμ τρεις συναυλίες. Στη μία από αυτές είχε προγραμματίσει να παρουσιάσει την πρώτη όπερα του Βάγκνερ Βαλκυρίες, αλλά κατόπιν παράκλησης του διευθυντή του φεστιβάλ του Ισραήλ άλλαξε το πρόγραμμα. Όμως, στο τέλος της συναυλίας, ο μαέστρος στράφηκε στο κοινό και πρότεινε να παρουσιάσει ένα απόσπασμα από το έργο Τριστάνος και Ιζόλδη – όπως και συνέβη, μετά από έντονη συζήτηση. Το σκάνδαλο ξέσπασε την επόμενη ημέρα, αναγκάζοντας τα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης αλλά και το σύνολο της κοινωνίας να ανοίξει μια δύσκολη συζήτηση – στην οποία συμμετείχε και ο κορυφαίος αμερικανοπαλαιστίνιος διανοούμενος Έντουαρντ Σαΐντ (1935-2003), άρθρο του οποίου δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Al Hayat. Παρακάτω παραθέτουμε δύο αποσπάσματα:

Ο Μπάρενμποϊμ και το ταμπού Βάγκνερ

του Έντουαρντ Σαΐντ


«…Ο Μπάρενμποϊμ είναι μια πολύπλοκη φυσιογνωμία, κάτι που εξηγεί τη φρενίτιδα που προκάλεσε η πρωτοβουλία του. Όλες οι κοινωνίες αποτελούνται από την πλειοψηφία του μέσου όρου, πολίτες που ακολουθούν τα καθιερωμένα σχήματα, καθώς και από έναν ελάχιστο αριθμό ανθρώπων, οι οποίοι, χάρη στο ταλέντο και την πνευματική τους ανεξαρτησία, δεν ανήκουν διόλου στον μέσο όρο, αλλά κατά διάφορους τρόπους αποτελούν πρόκληση, αν όχι προσβολή, για τη συνήθως εχθρική πλειοψηφία. Τα προβλήματα ανακύπτουν όταν η εχθρική πλειοψηφία προσπαθεί να μειώσει και να ταξινομήσει τους πολύπλοκους και ασυνήθιστους ανθρώπους που αποτελούν την ελάχιστη μειοψηφία. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη –οι πολλοί δεν μπορούν εύκολα να ανεχθούν κάποιον που είναι αξιοσημείωτα διαφορετικός, πιο ταλαντούχος και πρωτότυπος από τους ίδιους– και αναπόφευκτα προκαλεί οργή και παραλογισμό στην πλειοψηφία. Αρκεί να δούμε τι έκανε η Αθήνα στον Σωκράτη μόνο και μόνο επειδή ήταν μια μεγαλοφυΐα που θέλησε να διδάξει τους νέους πώς να σκέφτονται ανεξάρτητα: τον καταδίκασε σε θάνατο. Οι Εβραίοι του Άμστερνταμ εξόρισαν τον Σπινόζα, επειδή οι ιδέες του τούς ξεπερνούσαν. Ο Γαλιλαίος τιμωρήθηκε από την Εκκλησία. Ο Al Hallaj σταυρώθηκε εξαιτίας της ενόρασής του – και πάει λέγοντας εις τον αιώνα. Ο Μπάρενμποϊμ είναι μια προικισμένη, εξαιρετικά ασυνήθιστη φυσιογνωμία, που ξεπέρασε διάφορα όρια και παραβίασε πολλά από τα αμέτρητα ταμπού που δεσμεύουν την ισραηλινή κοινωνία. […]
Η παράλογη καταδίκη και η καθολική καταγγελία πολύπλοκων φαινομένων όπως ο Βάγκνερ είναι τυφλή και εντελώς απαράδεκτη – ακριβώς όπως για τους Άραβες υπήρξε μια ηλίθια και αδιέξοδη πολιτική το να χρησιμοποιούν επί τόσα χρόνια φράσεις όπως “η σιωνιστική οντότητα” και να αρνούνται κατηγορηματικά να καταλάβουν και να αναλύσουν το Ισραήλ και τους Ισραηλινούς με το επιχείρημα ότι η ύπαρξή τους δεν πρέπει να αναγνωριστεί επειδή προκάλεσαν την παλαιστινιακή nakba. Η ιστορία είναι μια δυναμική διαδικασία, και αν περιμένουμε από τους Ισραηλινούς Εβραίους να μη χρησιμοποιούν το Ολοκαύτωμα για να νομιμοποιήσουν αποτρόπαιες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε βάρος του παλαιστινιακού λαού πρέπει και οι ίδιοι να ξεπεράσουμε τέτοιες ηλιθιότητες, όπως το να λέμε ότι το Ολοκαύτωμα δεν έγινε ποτέ και ότι οι Ισραηλινοί στο σύνολό τους, άνδρες και γυναίκες, είναι καταδικασμένοι στην αιώνια αποστροφή και εχθρότητά μας. Οι πολιτικοί ας αναμασούν τις συνηθισμένες ανοησίες τους και ας κάνουν ό,τι θέλουν, το ίδιο και οι επαγγελματίες δημαγωγοί. Για τους διανοούμενους όμως, τους καλλιτέχνες και τους ελεύθερους πολίτες, είναι πάντα αναγκαίο να υπάρχει χώρος για τη διαφωνία, για τις εναλλακτικές απόψεις, για τρόπους και δυνατότητες αντιμετώπισης της τυραννίας της πλειοψηφίας και, ταυτόχρονα, πράγμα ακόμη σημαντικότερο, για την προώθηση του διαφωτισμού και της ελευθερίας.
Αυτή η ιδέα δεν μπορεί να απορριφθεί εύκολα ως εισαγόμενη από τη ‟Δύση” και, ως εκ τούτου, ανεφάρμοστη στον αραβικό και τον μουσουλμανικό κόσμο, ή, κατ’ αναλογία, στις εβραϊκές κοινωνίες και παραδόσεις. Πρόκειται για μια οικουμενική αξία που συναντάται σε κάθε παράδοση. Κάθε κοινωνία ταλανίζεται από εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ δικαιοσύνης και αδικίας, άγνοιας και γνώσης, ελευθερίας και καταπίεσης. Το ζήτημα είναι όχι απλώς να ανήκει κανείς στη μια πλευρά ή στην άλλη, επειδή έτσι του υπαγορεύθηκε, αλλά να επιλέγει προσεκτικά και να προβαίνει σε κρίσεις που αναζητούν το ορθό και το δίκαιο, απ’ όπου κι αν προέρχεται. Σκοπός της εκπαίδευσης δεν είναι η σωρευτική απομνημόνευση γεγονότων ή η αποστήθιση της ‟σωστής” απάντησης, αλλά το να μάθει κανείς να σκέφτεται κριτικά για λογαριασμό του.
Αντιμέτωπος με την υπόθεση Βάγκνερ - Μπάρενμποϊμ αναρωτιέται κανείς: πόσοι συγγραφείς, μουσικοί, ποιητές, ζωγράφοι θα επιζούσαν ενώπιον του κοινού, αν αυτό αποτιμούσε την τέχνη τους στη βάση της ηθικής τους συμπεριφοράς; Και ποιος είναι εκείνος που θα αποφασίσει ποιος βαθμός ασχήμιας και προστυχιάς είναι ανεκτός στην καλλιτεχνική παραγωγή οποιουδήποτε δημιουργού; Ένα ώριμο πνεύμα έχει τη δυνατότητα να συγκρατήσει δύο αντιφατικά δεδομένα: ότι ο Βάγκνερ υπήρξε μεγάλος καλλιτέχνης και, συνάμα, απεχθής άνθρωπος. Δυστυχώς, δεν μπορεί κανείς να έχει το ένα χωρίς το άλλο. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι οι καλλιτέχνες δεν θα έπρεπε να κρίνονται από ηθική άποψη για την ανηθικότητα ή τις κακοήθεις πρακτικές τους, αλλά ότι το έργο ενός καλλιτέχνη δεν μπορεί να κριθεί μόνο σ’ αυτή τη βάση και αναλόγως να αποτιμηθεί ή και να απαγορευτεί...».


Το πλήρες άρθρο του Έντουαρντ Σαΐντ, που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην εφημερίδα Al-Hayat, στις 15 Αυγούστου 2001, περιλαμβάνεται στο βιβλίο Παραλληλίες και Παραδοξότητες. Συνομιλίες για τη Μουσική, τη Λογοτεχνία και την Πολιτική (μτφ. Κ. Σχινά, εκδ. Νεφέλη), με συνομιλίες ανάμεσα στον Σαΐντ και τον Μπάρενμποϊμ.

Juicy Liou

Και εκεί που έπινα στα μουλωχτά κάτω από το κάθισμα το jus μου κόντεψε να μου κάτσει το καλαμάκι στο λαιμό: «Τώρα πια δεν μπορεί να βγει κανείς από το θέατρο. Δεν έχουμε τίποτε μαζί σας, αλλά αν κάποιος προσπαθήσει να ξεφύγει θα τον πυροβολήσουμε» – και άστραφτε δίπλα στη μύτη μου η κάνη του καλάσνικοφ. Ε, μα καλά, κύριε Fura μου, για μια πορτοκαλαδίτσα κάνετε έτσι; Θα μπορούσε να ήταν και σαγκρία, δεν λέω!

Ενώ ο κ. Μινκοφσκί, μάλιστα. Έξω καρδιά ο άνθρωπος. Με το χιούμορ του, το σκέρτσο του, την τσαχπινιά του. Ομιλητικότατος για μαέστρος! Μας εξηγούσε και τα καθέκαστα κάθε κομματιού (ανάθεμα ποιος καταλάβαινε) κι ήμασταν όλοι πασίχαροι. Μόνο μια γαλλική ξινίλα πετάχτηκε μ’ ένα «ça suffit!» (φτάνει πια), αλλά τον «ταχτοποίησε» το ευγενέστατο ελληνικό κοινό καταλλήλως. Αμ πώς;

Και μια που οι μαέστροι διεθνούς βεληνεκούς έχουν φέτος ρέντα, ο επόμενος φιναλίστ που κανένα σοβαρό κορίτσι δεν πρέπει να χάσει είναι ο 36χρονος Γάλλος Ζερεμί (Ρορέρ). Ανερχόμενος, ομορφόπαιδο, με μαλλί ντεγκραντέ, βαθυγάλαζο μάτι και σαρκώδη χείλη, τείνει την μπαγκέτα και κλονίζεται το είναι σου. Οι ρέμπελοι με τις κιθάρες και το ρίμελ είναι πια μια κιτς ανάμνηση. Vite, vite filles.

Η τελική αποθέωση όμως ανήκει στον κ. Παπαδημητρίου, την ιέρεια συμβία και τους Αχαιούς του. Για δυο ώρες αναβίωνε το αρχαίο ελληνικό κάλλος με πυρσούς, δαδιά και χρυσαφί body-painting. Έτοιμη ήταν η ζωοφόρος να ξεκολλήσει από απέναντι και να γίνει τατού στην περικεφαλαία της Φωτεινής Δάρρα μα τη γλιτώσαμε λόγω εγκαινίων.

Τρόπος του λέγειν δηλαδή, διότι τα Αλκατράζ μέτρα ασφαλείας των Εγκαινίων-Υπερπαραγωγή-Δεύτεροι Ολυμπιακοί Αγώνες μας ξεποδαριάσανε εφόσον η διέλευση πεζών απαγορευόταν σχεδόν μέχρι τον Κολωνό. Ορθά! Είναι και εποχή μπουγέλου και κάλλιστα θα μπορούσε ο καθένας μας να κουβαλά μια μπόμπα-τσέπης σε πολυμπάγκ.

Ειδικοί σε κάτι τέτοιο θα ήταν το δίδυμο Αόρατου τσίρκου Τσάπλιν-Τιερέ, γι’ αυτό και στο συμβόλαιό τους απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε βόλτα στην Ακρόπολη και τα πέριξ και πολύ πιθανό η διαμονή τους να είναι και στο Περιστέρι. Καθόλου δεν τους ένοιαξε παρ’ όλα αυτά, μιας που δεν έχουν πολλές απαιτήσεις, νομάδες άνθρωποι – και χάμω να τους στρώσεις καλά θα τους είναι. Άσε που μπορεί να το κάνουν αόρατο κι αυτό…

26/6/09

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΣΑΠΛΙΝ - ΤΙΕΡΕ: Ο πιο ασκητικός και ο πιο φαντασμαγορικός θίασος




Από την Άννα Μαρτίνου


Δεν δίνουν συνέντευξη ποτέ και σε κανέναν. Ίσως μοναδική εξαίρεση να υπήρξε η περίπτωση της δημοσιογράφου Έμιλι Γκριν των Νew York Τimes, η οποία το Σεπτέμβριο του 1994 τους υποσχέθηκε συνέντευξη-δείπνο και προφανώς η πρόταση θα φάνταζε άκρως δελεαστική για ένα περιπλανώμενο δίδυμο σαλτιμπάγκων. Και πάλι όμως δεν είναι το ζευγάρι από το οποίο θα αποσπούσε κανείς ζουμερές ιστορίες δημοσιότητας – που να μπορούμε, έστω, να τις κλέψουμε. Όσα γνωρίζουμε γι’ αυτούς είναι μέσα από το έργο τους και από άρθρα που έχουν γραφτεί ανά τις χώρες που μπάρκαραν με τη μαγική μπαγκαζιέρα τους, καθώς και από δηλώσεις των πιο «ομιλητικών» τέκνων τους.
Ο Τσάρλι Τσάπλιν φρόντισε να διαιωνίσει για τα καλά το είδος αλλά και την τέχνη του: τέσσερις γάμοι - έντεκα παιδιά. Ανάμεσα σε αυτή την καρπερή γενεαλογία, που σήμερα μετράει πληθώρα κωμικών, η περίπτωση της τρίτης κόρης Τσάπλιν, της Βικτόρια, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Και αυτό διότι ο καρπός της συνάντησης και του γάμου της με τον Ζαν-Μπατίστ Τιερέ κατάφερε να παραγάγει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα είδη ζωντανού θεάματος (le spectacle vivant), καθώς μαζί με τα παιδιά τους, Τζέιμς και Ορέλια, συνθέτουν έναν σύγχρονο περιοδεύοντα θίασο.

ΕΡΩΤΑΣ Α ΛΑ CIRQUE

Η ένωση του μέχρι τότε ηθοποιού Ζαν-Μπατίστ Τιερέ με τη Βικτόρια Τσάπλιν ήταν, για τους λιγότερο ρομαντικούς, η εκπλήρωση της καλλιτεχνικής του εμμονής να φτιάξει ένα τσίρκο επαναστατικό που θα έκανε «τον δεινόσαυρο που έκρυβε μέσα του να κουνηθεί». Εκείνος ανακαλύπτει μέσα από τον Τύπο της εποχής ότι η νεαρά Τσάπλιν θέλει να γίνει κλόουν. Εκείνη μόλις έχει γλιτώσει από το μακαρθικό κυνήγι μαγισσών. Τότε ο Ζαν-Μπατίστ θα της παρουσιαστεί ευθύς αμέσως μετά του οράματός του. Τα δυο πνεύματα εκπέμπουν κεραυνοβόλα συνδημιουργία και ακολουθεί γάμος.
Κάπως έτσι γεννιέται το Τσίρκο της Ημέρας (Le Cirque Bonjour) που κάνει στο πέρασμά του, το 1971, την Αβινιόν να παραμιλά. Το 1974, όμως, το ζευγάρι αποφασίζει να εγκαταλείψει νοικοκυριό και καλλιτέχνες και να αφεθεί στο νομαδικό πεπρωμένο Τσάπλιν, σαν δυο άλλοι περιπλανώμενοι Σαρλό. Το ντουέτο, και αργότερα με τα τέκνα κουαρτέτο, θα μεταμορφωθεί στο Φανταστικό Τσίρκο (Le Cirque Imaginaire), υποδηλώνοντας με αυτό το όνομα την απουσία της παραδοσιακής εξάρτυσης τσίρκου και περιοδεύοντας για δεκαπέντε χρόνια μέχρι την πρόσφατη μετονομασία του σε Αόρατο Τσίρκο (Le Cirque Ιnvisible). Σε μια περιοδεία τους η βροχή είχε καταφέρει να σβήσει από την αφίσα το όνομα του τελευταίου χώρου που θα παρουσίαζαν την παράστασή τους, οπότε και έπαιξαν σε έναν άδειο χώρο, μπροστά σε ένα αόρατο κοινό, εξ ου και η δεύτερη αντιπροσωπευτική ονοματοθεσία.
Τα νούμερα με τα πλουμιστά ντυμένα ζώα θα αντικατασταθούν από ένα «άμπρα-κατάμπρα» βεστιάριο και τα αξεσουάρ τσίρκου θα χάσουν την παραδοσιακή τους χρήση: τα ποδήλατα εφοδιάζονται με πανοπλία αλόγου και οι ακροβάτες προχωρούν πάνω αλλά και κάτω από το σχοινί. Η Βικτόρια και ο Ζαν-Μπατίστ επιδίδονται στην εξερεύνηση της φιλοσοφικής λίθου μέσα από μια σειρά μεταμορφώσεων: άσε την όρασή σου ελεύθερη να δώσει μόνη της το νόημα στα πράγματα.

ΜΙΑ ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Το να έχουν γονείς σαλτιμπάγκους και ένα παππού ηθοποιό, σκηνοθέτη, παραγωγό, συνθέτη, έκανε τον Τζέιμς και την Ορέλια ενστικτωδώς να μειώσουν το άνοιγμα του καλλιτεχνικού τους ορίζοντα. Εκείνος τελειοποιεί τα ακροβατικά του, το βιολί και τη μαγεία, ενώ εκείνη ασχολείται κυρίως με τον χορό και το τραπέζιο τσίρκου (κόβω κεφάλι - ενώνω κεφάλι).
Ο Τζέιμς είναι σήμερα συγγραφέας, σκηνοθέτης, κωμικός και σκηνοθετεί στην ομάδα του Hanneton από το 1998. Τσίρκο, θέατρο, χορός και μουσική ενώνονται για να προσφέρουν υψηλού επιπέδου ζογκλερικά νούμερα. Η καριέρα της Ορέλια ξεκινά από τα νεοϋρκέζικα καμπαρέ στο πλάι των Tiger Lilies, κλείνοντας το μάτι στο πέρασμα του παππού Τσάπλιν από τα μιούζικ χολ, ενώ αργότερα δεν θα αργήσει να γίνει παραγωγός της δικής της παράστασης Oratorio.
O Τζέιμς και η Ορέλια πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια εφευρίσκοντας τους εαυτούς τους μέσα στις παραστάσεις των γονιών τους, όπως κι εκείνοι κάποτε με τη σειρά τους ανέπτυξαν αρκετές δεξιότητες μέχρι να ανακαλύψουν το δικό τους ιδιαίτερο ταλέντο: Ο πατέρας τους υπήρξε ηθοποιός και διευθυντής μιας καλλιτεχνικής κολεκτίβας πριν αφιερωθεί στην τέχνη του τσίρκου. Ενώ η Βικτόρια Τσάπλιν, αξιοποιώντας την κλασική μουσική της παιδεία και τον χορό, στη συνέχεια επιδόθηκε στον ρόλο του κλόουν και κατόπιν στη σκηνοθεσία και τη χορογραφία, καλλιεργώντας παράλληλα τη θαυμαστή ικανότητά της στην κατασκευή κοστουμιών.

«ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΜΕ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ: ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΑ»

Η οικογενειακή δουλειά είναι μια παράδοση που οφείλεται στον Τσάρλι Τσάπλιν, ο οποίος επιθυμούσε να εμφανίζει τα πολυάριθμα παιδιά του σε όλες τις ταινίες του. «Οι σχέσεις της οικογένειάς μας βασίζονται σε σχέδια που μπορούμε να υλοποιήσουμε μαζί. Η σκηνή είναι για μας ένας τρόπος για να επικοινωνούμε» εξομολογείται η Ορέλια, η οποία σε κάποια φάση βρέθηκε στην Αμερική προκειμένου να ξεφύγει από την μποέμικη ζωή των γονιών της, αλλά και πάλι προσέτρεξε στο ταλέντο της μητέρας της για τη σκηνοθεσία και τη χορογραφία του Oratorio. «Εκείνη έχει τις ιδέες, μπορεί και φτιάχνει αξεσουάρ από κομμάτια σπάγκου και εγώ είμαι το σχοινί όλων αυτών που τα συνδέει» – «το υλικό» θα προσθέσει η μητέρα της.
Ο Τζέιμς, αν και πιο «απογαλακτισμένος», εκμεταλλεύτηκε κι εκείνος παρ’ όλα αυτά την εκπληκτική δεξιοτεχνία της Βικτόριας στην κατασκευή των κοστουμιών και στις τρεις παραστάσεις που έχει ανεβάσει ο ίδιος. «Μια τέτοια κληρονομιά δύσκολα την αγνοείς. Με έχουν καθορίσει οι παιδικές μου εμπειρίες, αλλά έχω εμπιστοσύνη στη διαίσθησή μου». Φοβερός μίμος, ο γιος Τιερέ παραδέχεται πως «η ικανότητά μου στα ακροβατικά και στη μαγεία δεν είναι παρά ένα τέλειο προσωπείο, μα δεν μπορώ να είμαι συνέχεια βυθισμένος στην μπανιέρα τους».

ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΣΑΠΛΙΝ - ΤΙΕΡΕ

Από τι συνίσταται το βασίλειο Τσάπλιν - Τιερέ; Από ιστορίες δίχως λόγια, από φανταστικές περιπλανήσεις, από συνειρμικές εικόνες και ατελείωτες μεταμορφώσεις. Η Βικτόρια κατάφερε να εμφυσήσει στα παιδιά της την ικανότητα της αστραπιαίας μετάβασης από τη μια μορφή στην άλλη. Στο Αόρατο Τσίρκο ο Ζαν-Μπατίστ και η Βικτόρια Τσάπλιν μεταμορφώνουν ό,τι αγγίζουν και αποσυντίθενται και οι ίδιοι για να ανασυγκολληθούν: μια κυρία ντυμένη με λευκά πανιά γίνεται ένα πολεμικό άλογο, ενώ ένας σωρός από ομπρέλες παίρνει ανθρώπινη μορφή. Ένα χαμηλό τραπεζάκι ξαφνικά είναι σαλιγκάρι και μια αράχνη στιγμιαία γίνεται θάλασσα.
Διαχωρίζοντας το στυλ του ο Τζέιμς από το γονεϊκό μοτίβο αρνείται να κάνει τον θεατή απλά «πελάτη του θαυμασμού» και σκαρώνει παραστάσεις που είναι ολόκληρες έρευνες, παζλ που συναρμολογούνται και ισορροπούν μεταξύ μυστηρίου και ολοκληρωμένων υποθέσεων συσχετίζοντας τα πράγματα: «Είναι αυτό που δεν πρέπει να ανοίγουμε κάτω από την πόρτα των σπιτιών… αυτό που μας προστατεύει από τις κακοκαιρίες μας… αυτό επίσης που το κλείνουμε όταν όλα έχουν τελειώσει… και εκείνο που δεν μπορεί να αναποδογυρίσει το σακάκι του αν και συσπάται… και γίνεται μια έκλειψη βροχής… μια ομπρέλα (γαλλιστί ομοιοκαταληκτεί: pluie… parapluie).
Η Ορέλια, όντως ενεργό ακόμα μέλος της οικογενειακής κομπανίας του Αόρατου Τσίρκου, λέει πως «είναι στοιχεία που προσθέτουμε και ενσωματώνουμε σε κάθε παράσταση ανάλογα με τη διάθεσή μας και τη χώρα που επισκεπτόμαστε». Ενώ ο τελειομανής πατέρας Ζαν-Μπατίστ Τιερέ, ο οποίος μέσα σε 30 χρόνια έχει ανεβάσει τρία έργα διατείνεται πως «θα μου έφτανε ένα και μόνο έργο να παίζω, το οποίο κάθε φορά θα τελειοποιούσα». Αντιθέτως, ο γιος Τιερέ, συνεπαρμένος από την ανάγκη του να παρουσιάσει ό,τι κατασκευάζει στο κοινό, μετράει ήδη τρία έργα μέσα σε 10 χρόνια. Του χρειάστηκε ακριβώς το 1/3 του χρόνου που πήρε στους γονείς του να ανεβάσουν τον ίδιο αριθμό έργων. Ένα σκορ που είναι ακόμα πολύ μακριά από το ρεκόρ του παππού: 70 ταινίες μέσα σε 50 χρόνια. Βέβαια, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το γένος Τσάπλιν θα συνεχίσει να συναρπάζει ανά τον κόσμο, όντας ο πιο ασκητικός αλλά και ο πιο φαντασμαγορικός θίασος του κόσμου. Σε οικογενειακή συσκευασία. Vive le spectacle!

Editorial: Παρελθόν και Μέλλον

Ξέρω πολλούς ανθρώπους που λατρεύουν να χαζεύουν τα ηλιοβασιλέματα, τα χρώματα που παίρνει ο ουρανός, τη βαθμιαία μετάβαση στο λυκόφως, όταν όλα σκουραίνουν μέχρι να σκοτεινιάσουν. Ορισμένοι εκστασιάζονται, δηλώνουν μαγεμένοι, ψάχνουν μεταφυσικές προεκτάσεις. Προσωπικά, δεν τους συμμερίζομαι. Ωραία είναι τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος, αλλά από τη μαγεία ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι η απομάγευση. Η απομάγευση, το ξεμάγεμα επιτρέπει στους ανθρώπους να προτάσσουν τη λογική, να σκέπτονται, να εξηγούν τα πράγματα γύρω τους – και πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι, κάποτε, χάρηκα πολύ που και ο Μίλαν Κούντερα, στην αξέχαστη Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, έκανε μια επίθεση με πολύ ωραίο στυλ σε όσους λατρεύουν τα ηλιοβασιλέματα, ιδίως μάλιστα όταν οτιδήποτε άλλο λατρεύουν το λατρεύουν όπως τα ηλιοβασιλέματα: απόμακρα, χωρίς στην πραγματικότητα να επηρεάζει ούτε το νου ούτε την καρδιά τους.
Και στην πατρίδα μας, πολλές και πολλοί μαγεύονται από το ηλιοβασίλεμα – πολύ περισσότεροι απ’ όσους λατρεύουν το ξημέρωμα, αλλά είναι ευνόητο ότι συνήθως όσοι έχουν χρόνο για να λατρέψουν τη Δύση του ηλίου στην Ανατολή του κοιμούνται, ενώ όσοι είναι ξύπνιοι χαράματα δεν προλαβαίνουν να λατρέψουν τίποτα, τρέχουν να προλάβουν κάποια δουλειά.

Στην πατρίδα μας, επίσης, περισσότεροι κι απ’ όσους λατρεύουν το ηλιοβασίλεμα, πεθαίνουν για τα μάρμαρα. Για την κληρονομιά μας, για την ιστορία μας, για τα επιτεύγματα των προγόνων μας. Για όλα αυτά τα σπουδαία και μεγάλα που κάρπισαν εδώ και για τα οποία είμαστε περήφανοι. Κορωνίς, φυσικά, όλων αυτών των σπουδαίων είναι η Ακρόπολη της Αθήνας.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί μια πραγματικότητα. Ενώ δεσπόζει ως αισθητικό θαύμα πάνω από τη (σε μεγάλο βαθμό) γκρίζα καθημερινότητά μας, η Ακρόπολη δεν έχει καταφέρει να καθορίσει με την υψηλή αισθητική της τη δική μας αισθητική, την αισθητική των Νεοελλήνων. Σύμφωνοι, λατρεύεται από όλους, αλλά ήδη από το σχολείο μάθαμε να τη θαυμάζουμε ακριβώς όπως θαυμάζουμε το ηλιοβασίλεμα. Κεχηνότες. Και χάσκοντας, ανασύρουμε την ετοιματζίδικη εξήγηση: είμαστε περήφανοι γιατί είναι ωραία και σύμβολο μιας εποχής που δίναμε στην ανθρωπότητα τα φώτα του πολιτισμού.
Αυτό, φυσικά, είναι μια τεράστια εξαπλούστευση που έχει όνομα. Ονομάζεται αρχαιολατρία – και ξέρω τουλάχιστον έναν αξιοσημείωτο Έλληνα ποιητή που τον εξόργιζε. Ονομαζόταν Γιώργος Μακρής. Τον κατέτασσαν στους Έλληνες μπίτνικ, συνεργαζόταν στο περιοδικό Πάλι. Ένα βράδυ πήγε στο θυρωρό της πολυκατοικίας, του ζήτησε τα κλειδιά της ταράτσας, «κατεβαίνω αμέσως» του είπε, ανέβηκε και κατέβηκε με ένα άλμα στο κενό. Όσο ο Γιώργος Μακρής «φόρτωνε» απελπισία, αυτή την απελπισία που τον έκανε να ζητήσει τα κλειδιά της ταράτσας, έκανε μια πλάκα. Φανταζόταν, έλεγε, τη Ακρόπολη να λείπει από τη θέση της, να έχει ανεγερθεί εκεί πέρα ένα τεράστιο γυάλινο κτίριο, εμπορικό κέντρο και γκαράζ. Έλπιζε ότι αν έλειπε το σύμβολο της εξαπλουστευτικής αρχαιολατρίας, οι συμπατριώτες του θα αναγκάζονταν να συγκριθούν όχι με την ιδέα που οι ίδιοι έχουν για τον εαυτό τους, αλλά με την ιδέα που έχουν οι άλλοι γι’ αυτούς. Κι ότι, έτσι, θα αναγκαστούν να ζητήσουν την προκοπή τους με πιο γρήγορα βήματα, πιο γρήγορες κινήσεις, πρωτίστως αναμετρώμενοι με την πραγματικότητα του σήμερα που οδηγεί στο αύριο κι όχι με τους συμβολισμούς του αθάνατου παρελθόντος μας που οδηγεί απλώς στη μεγάλη ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας.

Και πέρασε ο καιρός, ο ήλιος ανέτειλε και βασίλεψε πολλές φορές και μια ωραία ημέρα, κάτω από την Ακρόπολη, αποκτήσαμε ένα μεγάλο, μοντέρνο αρχιτεκτόνημα. Ένα καινούργιο μουσείο για να στεγάσει μια μεγάλη μόνιμη έκθεση με ορισμένα καλλιτεχνικά αριστουργήματα της αρχαιότητας – πρωτίστως, μάλιστα, μερικά καλλιτεχνικά αριστουργήματα της κλασικής αρχαιότητας, της εποχής δηλαδή που σε τούτα εδώ τα μάρμαρα καλλιεργούνταν η δημοκρατία και η φιλοσοφία και οι τέχνες – το θέατρο, η γλυπτική, η αρχιτεκτονική…
Να ένας ωραίος καινούργιος συμβολισμός. Ένα μοντέρνο κτίριο, ένα αρχιτεκτονικό μνημείο της εποχής μας χρησιμεύει ως κέλυφος για τα τεκμήρια μιας εποχής από την οποία εμπνεύστηκε και συνεχίζει να εμπνέεται όλος ο σύγχρονος δυτικός κόσμος, αυτός ο κόσμος στον οποίο ανήκουμε (δεν είμαστε ανάδελφοι). Μια σύγχρονη κατασκευή, ένα μινιμαλιστικό αρχιτεκτόνημα που, για να γίνει, εκτιμήθηκε η πραγματικότητα και συγκρούστηκαν αισθητικές και συμφέροντα, τελικά δεσπόζει κάτω από την Ακρόπολη. Όχι για να φιλοξενήσει τη μεγάλη ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας, αλλά για να επιτρέψει την απόλαυση των καλλιτεχνικών τεκμηρίων του παρελθόντος σε σύγχρονες συνθήκες. Τη γνώση της εποχής που τα παρήγαγε, όχι τη δήθεν εθνική μυθολογία της.
Το διάστημα των εγκαινίων του νέου Μουσείου της Ακρόπολης μάλλον δεν προλάβαμε να αναρωτηθούμε: γιατί άραγε όλος ο κόσμος στάθηκε με θαυμασμό μπρος στο νέο μουσείο; Επειδή, όπως είπαν μερικοί στις τηλεοράσεις, είναι το καλύτερο του κόσμου; Όχι βέβαια, σπουδαία μουσεία υπάρχουν πολλά – από το Γκουγκενχάιμ μέχρι το Λούβρο, από το ΜοΜΑ μέχρι το Πράδο… Αλλά επειδή τούτο το μουσείο εκθέτει με μοναδικό τρόπο τα masterpieces της κλασικής περιόδου, στην οποία ο σύγχρονος δυτικός κόσμος αναγνωρίζει τις επιδράσεις σε ό,τι είναι σήμερα: στην οργάνωση, στη δημοκρατία, στην ιδέα της προόδου, στη δικαιοσύνη, στην αισθητική. Κι επειδή το σύγχρονο κέλυφός του, μπετόν, γυαλί και μεγάλες διάφανες επιφάνειες, δεν κρύβει αλλά αποκαλύπτει μια τέχνη, στις φόρμες της οποίας καθρεφτίζεται όλος ο σύγχρονος κόσμος.
Αν ζούσε ο Γιώργος Μακρής σίγουρα θα χαιρόταν σε αυτό το σύγχρονο μνημείο από μπετόν και γυαλί – κι ίσως, μια μέρα, το ηλιοβασίλεμα, χαζεύοντας από το καφενείο την Ακρόπολη ψηλά απέναντι, να παραμέριζε η απελπισία και να μην πήγαινε να ζητήσει τα κλειδιά της ταράτσας.

Ηλίας Κανέλης

Τεύχος 15

20/6/09

ΓΚΟΥΣΤΑΒΟ ΣΑΝΤΑΟΛΑΓΙΑ: Πάθος μετά τα 70




Από την Έλια Αποστολοπούλου

Ο συνθέτης των Όσκαρ ανακάλυψε και καθιέρωσε μια σειρά σπουδαίους μουσικούς του τάνγκο, που υπό άλλες συνθήκες σήμερα θα ζούσαν την τακτοποιημένη (και ίσως λίγο θλιμμένη) ζωή του συνταξιούχου. Στην Αθήνα, θα διεκδικήσουν το πλήθος προσφέροντάς του τη μελαγχολία που χορεύεται – και, σύμφωνα με τα λεγόμενα του εμπνευστή τους, ίσως να διασταυρωθούν με τη μελαγχολία του δικού μας ρεμπέτικου.
Περισσότερο γνωστός για τα δύο Όσκαρ Καλύτερης Μουσικής για τις ταινίες Το μυστικό του Brokeback Mountain του Ανγκ Λι (2005) και Βαβέλ του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου (2006),a αλλά και για τη μουσική επένδυση των ταινιών Χαμένες Αγάπες, Ημερολόγια Μοτοσικλέτας και 21 Γραμμάρια, ο Γκουστάβο Σανταολάγια είναι ο εμπνευστής και παραγωγός του Café de los Maestros. Ο άνθρωπος που κατάφερε να συνδέσει το όνομά του με το ηλεκτρονικό τάνγκο, δεν έμαθε ποτέ να γράφει και να διαβάζει μουσική και η προσέγγισή του σχετίζεται περισσότερο με την ίδια τη ζωή του. Σήμερα είναι μέλος του γκρουπ Bajofondo, με μουσικούς από την Αργεντινή και την Ουρουγουάη που παντρεύουν το τάνγκο με την ηλεκτρονική μουσική, το χιπ χοπ, τη χάουζ και το DNB. Το γκρουπ έχει ήδη δώσει συναυλίες στην Ελλάδα και μετρούν κι ένα χρυσό δίσκο στη χώρα μας, ενώ στην τελευταία ανοιχτή συναυλία τους στην Αργεντινή συγκέντρωσαν σχεδόν 200.000 θεατές.
Στο 49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης προσκλήθηκε να παραλάβει τον Χρυσό Αλέξανδρο κι έκανε ένα master class για τη μουσική και τον κινηματογράφο για το σύνολο του έργου του. Ερωτώμενος από κριτικούς και κοινό, απάντησε μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Το Café De Los Maestros μας έδωσε την ευκαιρία να ρίξουμε μια ματιά στις ζωές σπουδαίων καλλιτεχνών της Αργεντινής... Πιστεύω ότι οι γηραιότεροι πρέπει να αποτελούν σημείο αναφοράς στη ζωή μας. Είναι πραγματική πηγή έμπνευσης να βλέπεις καλλιτέχνες ηλικίας από 70 έως 95 ετών να εξακολουθούν να κάνουν αυτό που αγαπούν, δηλαδή να υπηρετούν τη μουσική με πάθος και να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους».

Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τους βετεράνους του τάνγκο;
Όταν όλοι γύρω μου άκουγαν τάνγκο, εγώ προτιμούσα τους Beatles. Θεωρούσα ότι είναι μια μουσική που απευθύνεται σε ώριμους ενήλικες. Αυτό που κινούσε, όμως, το ενδιαφέρον μου ήταν πως μια λαϊκή μουσική μπορούσε ταυτόχρονα να είναι και μουσικά εκλεπτυσμένη. Ήταν ωστόσο σαν κάτι να περίμενα. Στην προσπάθεια να ανακαλύψω την ταυτότητά μου, ασχολήθηκα με τη λαϊκή αργεντίνικη και λατινοαμερικάνικη μουσική. Θεωρώ ότι υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος μεταξύ της έθνικ και της ροκ μουσικής. Το ήξερα πάντοτε ότι κάποτε θα ασχοληθώ με το τάνγκο. Το 1984 έκανα την παραγωγή του De Ushuahia a la Quiaca με ηχογραφήσεις μουσικών της υπαίθρου ολόκληρης της Αργεντινής. Αυτή η δουλειά μού άνοιξε τους ορίζοντες να συνεργαστώ με άλλους ανθρώπους, να κάτσω στο πίσω κάθισμα, να μπω στην υπηρεσία άλλων καλλιτεχνών και να τους βοηθήσω να φέρουν τη μουσική τους στο προσκήνιο.

Το Café de los Maestros είναι η απάντησή σας στην ανακάλυψη του Βιμ Βέντερς, στους ηλικιωμένους κουβανούς μουσικούς του Buena Vista Social Club;
Το Café de los Maestros έχει παραλληλιστεί με το Buena Vista Social Club, το οποίο αγαπώ, πιστεύω όμως ότι υπάρχουν πολλές διαφορές. Η βασική είναι ότι εγώ δεν είμαι ένας Βορειοαμερικάνος που έρχεται να κάνει ένα δίσκο και μια ταινία για το τάνγκο. Εγώ είμαι από εδώ και το τάνγκο είναι στη δική μου κουλτούρα, στο DNA μου, κατά μια τετριμμένη έκφραση της καθομιλουμένης. Δεν παίζω μουσική στο δίσκο, γιατί ήθελα να διατηρήσω την καθαρή αίσθηση. Αλλά και ηχητικά διαφέρουν οι δύο δίσκοι. Εν πάση περιπτώσει, οι συγκρίσεις για λόγους μάρκετινγκ είναι ευπρόσδεκτες, αλλά καλό είναι να αναφέρονται και οι διαφορές, καθώς νιώθω ότι υπάρχει στενότερη σύνδεση με το De Ushuahia a la Quiaca».

Τι απαντάτε στη στερεότυπη φράση ότι το τάνγκο είναι μια μελαγχολία που χορεύεται;
Η μελαγχολία υπάρχει. Επιπλέον, όμως, νιώθω ότι υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ Ελλάδας και Αργεντινής, την εντοπίζω στη σχέση του δικού σας ρεμπέτικου με το τάνγκο. Η σχέση αυτή εντοπίζεται ακριβώς στον τρόπο που και τα δυο ιδιώματα αντιμετωπίζουν τη μελαγχολία.

* Οι ανέκδοτες απόψεις του Σανταολάγια για το Café de los Maestros που δημοσιεύουμε, προέρχονται από το master class που ο συνθέτης παραχώρησε στη διάρκεια του προηγούμενου κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου ήταν προσκεκλημένος. Η εφ ευχαριστεί τη διευθύντρια του Φεστιβάλ, Δέσποινα Μουζάκη για την παραχώρηση του απομαγνητοφωνημένου κειμένου.

Café de los Maestros: Οι ζωντανοί θρύλοι του τάνγκο

Έγινε δίσκος, ταινία και ετοιμάζεται και η αγγλική έκδοση του βιβλίου. Το Café de los Maestros αναβιώνει τη χρυσή εποχή του κλασικού τάνγκο. Το άλμπουμ έχει ήδη κερδίσει δύο βραβεία Γκράμι Λατίνο για καλύτερο τάνγκο άλμπουμ, η ταινία έχει προβληθεί σε κινηματογραφικά φεστιβάλ και στις 21 Ιουνίου οι συντελεστές έρχονται στην Αθήνα για μια συναυλία στο Ηρώδειο.


Οι Χουάν Κάρλος Γκοντόι, Νίνα Μιράντα, Οσβάλντο Ρεκουένα, Φερνάρντο Σουάρες Πας, Άνιμπαλ Αρίας, Οσβάλντο Μόντες, Μιγκέλ Άνγκελ Βαρβέλο, Λούις Στάζο, Κάρλος Πάζο, Χουάν Χοσέ Μοσαλίνι, Οράσιο Καμπάρκος είναι μερικοί από τους εναπομείναντες αστέρες του τάνγκο των δεκαετιών 1940 και 1950, που προηγήθηκαν του Άστορ Πιατσόλα. Υπό την επίβλεψη του βραβευμένου συνθέτη και παραγωγού Γκουστάβο Σανταολάγια έγιναν οι Café de los Maestros. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 2005 στην Αργεντινή και τρία χρόνια αργότερα στην Ευρώπη. Κι αν εμείς περιμέναμε λίγο παραπάνω για να τους απολαύσουμε, αυτοί περίμεναν σχεδόν 60 χρόνια την αναγνώριση εκτός συνόρων.

Ο ΔΙΣΚΟΣ, ΤΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Πριν μερικά χρόνια, το 2003, ο Γκουστάβο Σανταολάγια πήρε την απόφαση να ταξιδέψει από το Λος Άντζελες, όπου ζει πλέον μόνιμα, στο Μπουένος Άιρες για να προσπαθήσει να πείσει τους μουσικούς και τραγουδιστές του τάνγκο να μπουν στο στούντιο και να ηχογραφήσουν ένα δίσκο. Όλοι τους μεταξύ 70 και 95 ετών, τρεις μάλιστα εξ αυτών δεν πρόλαβαν καν να δουν την τελική κόπια της ταινίας. Ο αργεντινός συνθέτης και παραγωγός κατάφερε τελικά να συγκεντρώσει τις μεγαλύτερες μορφές της «χρυσής εποχής» του τάνγκο για τις ανάγκες του διπλού δίσκου και στη συνέχεια του μουσικού ντοκιμαντέρ και μας προσφέρει την αργεντίνικη εκδοχή του Buena Vista Social Club, του εξαιρετικά επιτυχημένου δίσκου του Ράι Κούντερ για τους κουβανούς μουσικούς της δεκαετίας του 1940.
«Αν ακούσεις μια καλή εκτέλεση τάνγκο και δεν νιώσεις ένα τρέμουλο στο στήθος σου, βρες άλλο τρόπο να περάσεις το χρόνο σου», λέει ο πιανίστας Κάρλος Γκαρσία στην εισαγωγή της ταινίας. Ο Μιγκέλ Κοάν σκηνοθέτησε το ντοκιμαντέρ που βασίστηκε στη συναυλία του Café de los Maestros στο Teatro Colón του Μπουένος Άιρες στις 24 Αυγούστου 2006. Οι μουσικοί και οι τραγουδιστές του Café de los Maestros μας ταξιδεύουν νοσταλγικά μέχρι τα παλιά καφέ και κλαμπ και αναπολούν το χορό και τη σημασία της μουσικής στην καθημερινή ζωή της εποχής τους. Η προετοιμασία στην οθόνη: πρόβες, ηχογραφήσεις, σκηνές καθημερινότητας, πειράγματα και αστεία των παλαίμαχων μουσικών. Το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε στα Φεστιβάλ του Βερολίνου, της Ιερουσαλήμ, της Γκουανταλαχάρα, αλλά και στο δικό μας Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου απονεμήθηκε στον Γκουστάβο Σανταολάγια ο Χρυσός Αλέξανδρος. Στην Αθήνα προβλήθηκε μόνο στον κινηματογράφο Έλλη.
Ο εκδοτικός οίκος Retina, τον οποίο ίδρυσε ο Γκουστάβο Σανταολάγια, έχει αναλάβει και την έκδοση ομότιτλου βιβλίου: το πορτρέτο μιας ολόκληρης εποχής, η γέννηση και η εξέλιξη του τάνγκο. Φωτογραφίες και συνεντεύξεις όλων των «δασκάλων» και προσωπικές ιστορίες ξετυλίγουν το νήμα που τους ενώνει.

19/6/09

Δημήτρης Παπαδημητρίου: Η χαρά βρίσκεται στην απέναντι όχθη





Από την Κατερίνα Κόμητα



Βρισκόμαστε λίγες μέρες πριν το ανέβασμα της παράστασης «Όσο υπάρχουν Αχαιοί» στο Ηρώδειο και οι πρόβες έχουν φτάσει στο τελικό στάδιο. Καθόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλον. Γύρω μας άνθρωποι που απολαμβάνουν τον μεσημεριανό τους καφέ κι ανάμεσά μας το δημοσιογραφικό κασετόφωνο, τα κινητά που χτυπούν κάθε τόσο, παγωμένοι καφέδες, χυμοί και φυσικά πρόχειρο φαγητό για να αντέξουμε το υπόλοιπο μιας ακόμα απαιτητικής μέρας. Αν είχα δυο λέξεις για να περιγράψω τον Δημήτρη Παπαδημητρίου θα έλεγα πως ήταν «απρόσμενα οικείος»• δάνειο κι ετούτο από τις ατάκες του Μάνου Χατζιδάκι, που μ’ έναν τρόπο ήταν κι αυτός συνεχώς παρών στη συζήτησή μας.




Κατ’ αρχάς πείτε μας λίγα λόγια για το ίδιο το έργο που ανεβαίνει σε λίγες μέρες στο Ηρώδειο. Για την ιδέα που οδήγησε σε αυτό, αλλά και για τη δομή του.
Η συναυλία αυτή, και όχι τυχαία, σχεδόν συμπίπτει χρονικά με τα εγκαίνια του νέου Μουσείου της Ακρόπολης. Έτσι λοιπόν η σκέψη μου ήταν να κάνω μια παράσταση που να περιέχει τη συγκίνηση, αλλά και τον σκεπτικισμό που προκαλεί η παρουσία αυτού του τόσο λαμπρού μνημείου. Το πρώτο μέρος της μιλά για την ιστορία με δύο έργα που αφορούν τη γέννηση του ελληνικού έθνους: Το πρώτο, με τίτλο «Στο όνομα της Ελένης», το ολοκλήρωσα μόλις πέρυσι. Ξεκίνησε από μια συρραφή κειμένων για την Ελένη που είχε κάνει ο Κ. Χ. Μύρης, την οποία στο πέρασμα του χρόνου εξέλιξα προσθέτοντας και το alter ego της Ελένης, την αντίθετη όψη της, που δεν είναι άλλη από την Ιφιγένεια.
Αυτό το έργο, που αρχικά προοριζόταν για συμφωνική ορχήστρα, χορωδία και τραγουδιστές, θέλησα να το μεταφέρω στην ιδέα της σύνθεσης όλων των τεχνών. Και η ιδέα αυτή, κάποια στιγμή, αναζωπυρώθηκε από τη γλύπτρια Βασιλική Θεοδωρακίδη, για να στραφώ στη συνέχεια στον Γιάννη Κακλέα που ανέλαβε τη σκηνοθεσία. Έτσι θα υπάρχει επί σκηνής μια συμφωνική ορχήστρα 80 ατόμων, μια μεγάλη χορωδία 70 ατόμων, οι τραγουδιστές μας και φυσικά ένας ιδιαίτερα πρωτοποριακός και επιβλητικός σκηνικός χώρος πάνω στον οποίο θα προβάλλονται πολλαπλά video art. Οι χορογραφίες του Κυριάκου Κοσμίδη και τα υποκριτικά στοιχεία μέσα από την παρουσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, αλλά και άλλων ηθοποιών που υποδύονται σημαντικούς ρόλους μέσα στον μύθο της Ελένης, συμπληρώνουν τη σύνθεση.
Στο πρώτο μέρος της παράστασης θα υπάρχει επίσης και η «Ωδή στην Ελευθερία» του Σέλεϊ, ένα έργο που όταν το διάβασα αρχικά με συγκλόνισε, γι’ αυτό και το μετέφρασα και κατόπιν προχώρησα στη σύνθεση μιας μελοποιημένης ανάγνωσης. Την ανάγνωση αυτή θα κάνει ο ηθοποιός Γιώργος Χωραφάς.
Στο δεύτερο μέρος, που αφορά τη ζωή της νεώτερης Ελλάδας στη σκιά του Βράχου της Ακρόπολης, θα ακουστούν για πρώτη φορά τραγούδια σε ποίηση Εμπειρίκου, Λαπαθιώτη, Διονύση Καψάλη, Κικής Δημουλά κ.ά.

Θα έλεγε κανείς ότι το σύνολο σχεδόν του έργου σας είναι μελοποιημένη ποίηση. Μια τόσο μεγάλη αφοσίωση μήπως τελικά κρύβει μια ανάγκη;
Είναι πραγματικά μια ανάγκη, μια εσωτερική φωνή που με σπρώχνει προς τα εκεί. Κι ίσως η βαθύτερη αιτία να κρύβεται στο γεγονός ότι στα νεανικά μου χρόνια ήμουν μοιρασμένος ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη μουσική. Τελικά επέλεξα τη μουσική, κι ίσως η λογοτεχνία επιστρέφει με τη μελοποίηση της ποίησης.

Πιστεύετε ότι υπάρχει λόγος να μελοποιείται η ποίηση;
Ίσως μας αρέσει να σκεφτόμαστε την ποίηση και τη μουσική ως ανεξάρτητες τέχνες, όμως αυτό που προϋπήρξε ήταν η ραψωδία. Η ποίηση και η μουσική δεν ήταν ανεξάρτητες, αλλά τμήματα ενός συνόλου. Παρότι, χάρις στην τυπογραφία και στην παρτιτούρα, αυτά τα δύο μέρη ακολούθησαν ξεχωριστούς δρόμους, διατηρούν πάντα την έλξη τους και μπορούν να επανενώνονται. Μάλιστα η τάση τους παγκοσμίως είναι ακριβώς αυτή. Θα ήταν μεγάλη αμάθεια, τόσο από πλευράς μουσικών όσο και από πλευράς ποιητών, να υποστηριχθεί ότι η ποίηση δεν έχει ανάγκη τη μουσική αλλά και το αντίθετο. Γιατί η έννοια της ποίησης πρέπει να υπάρχει μέσα σε μια σύνθεση ακόμα και αν δεν υπάρχει ο λόγος. Και η έννοια της μουσικής πρέπει να υπάρχει στην ποίηση, γιατί αλλιώς είναι κενό γράμμα. Στην πραγματικότητα η τέχνη είναι μία και κάποιος μπορεί πολύ εύκολα να δει αυτή την ενότητα πίσω από τις διαφορετικές τέχνες.

Πώς γεννιέται η ιδέα ενός καινούργιου έργου;
Αν πρόκειται για τραγούδι, εννέα στις δέκα φορές με τον ίδιο τρόπο: Σε κάποια φάση της ζωής μου έχω διαβάσει κάτι που με έχει σημαδέψει και το θυμάμαι. Καιρό μετά, η ζωή με εκβάλει στην ακτή ενός ποιήματος, το οποίο μέσα στα χρόνια έχει κλώσει γύρω του έναν μουσικό ιμάντα, τον οποίο σιγά σιγά ξεδιαλύνω και αντιλαμβάνομαι. Έτσι συνέβη σχεδόν με όλα τα ποιήματα. Τα γνώριζα από παλιά κι ωρίμαζαν μέσα μου δημιουργώντας ένα μουσικό κατάλοιπο.
Ξέρετε, η μελοποίηση ενός ποιήματος τελικά δεν είναι τίποτα άλλο από μια ανάγνωσή του από έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Ακόμα και όταν απλώς και μόνο διαβάζουμε ένα ποίημα το μυαλό μας δημιουργεί έναν εσωτερικό ήχο και αποφασίζει για μια ερμηνεία. Έτσι, η μελοποίηση είναι στην πραγματικότητα μια πιο πλατιά ανάγνωση. Αυτό ταυτόχρονα εξηγεί και το πώς γράφω: Ξεκινώ από μια ιδανική για μένα ανάγνωση που περιέχει την ερμηνεία του ποιήματος και προσπαθεί να την εκφέρει με ηχητικό τρόπο.

Γράφετε και πράγματα που δεν τα βγάζετε προς τα έξω; Θέλω να πω, ως συνθέτης, ζείτε μια «διπλή ζωή»;
Θα έλεγα πολλαπλή! (γέλια). Στην πραγματικότητα τα περισσότερα πράγματα που γράφω είτε τα βγάζω με μεγάλη καθυστέρηση είτε ποτέ. Ξέρετε, όταν βγάζεις ένα έργο προς τα έξω το ολοκληρώνεις θέλοντας και μη. Έτσι, πιστεύω ότι είναι προτιμότερο για ένα έργο να αποκτά τη δισκογραφική του μορφή αφού έχει παιχθεί πάρα πολλές φορές στο κοινό.

Η σχέση σας με το λαϊκό τραγούδι ποια είναι;
Τουλάχιστον στη χώρα μας το λαϊκό τραγούδι είναι το χώμα πάνω στο οποίο φυτρώνει η τέχνη. Ακόμα και η σύγχρονη ζωγραφική έχει βασιστεί πολύ πάνω στο λαϊκό τραγούδι – τουλάχιστον η τάση που προέρχεται από τον Κόντογλου ή τον Τσαρούχη. Κι αυτό το χώμα είναι απολύτως αναγκαίο, γιατί η τέχνη δεν πέφτει εξ ουρανού• φυτρώνει σαν δέντρο από κάτω προς τα πάνω. Ο δικός μου στόχος είναι να ανεβώ σ’ αυτό το δέντρο και να το πάω δυο εκατοστά πιο πάνω• να βρω έναν ακόμα κρίκο αυτής της αλυσίδας που έχει έρθει στα χέρια μου μέσα από το πέρασμα του χρόνου.

Είστε σχεδόν πενήντα ετών. Για να δανειστώ ένα στίχο από το «Παράπονο» του Οδυσσέα Ελύτη, το οποίο έχετε μελοποιήσει, «εδώ στου δρόμου τα μισά» ποιος είναι ο απολογισμός σας; Γίνατε αυτό που ονειρευόσασταν;
Υπάρχει μια αποστροφή του Δάντη που δεν ξεχνώ ποτέ: «La gioia è sempre a l'altra riva» (σ.σ.: «H χαρά βρίσκεται πάντα στην απέναντι όχθη»). Θυμάμαι πως το ίδιο πράγμα μου το είχε πει κι ο πατέρας μου, αλλά με άλλα λόγια. Μου είχε πει δηλαδή το εξής: «Θα έρθει μια ώρα που, αν τελικά έχεις πετύχει κάποια πράγματα, σίγουρα θα έχεις θυσιάσει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής σου για να τα καταφέρεις. Και τότε θα μουντζώνεσαι που θυσίασες τη ζωή σου γι’ αυτά που πέτυχες. Αν πάλι δεν έχεις κάνει τίποτα, τότε θα μουντζώνεσαι που άφησες να περάσει έτσι άδικα η ζωή σου. Επομένως δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να γλιτώσεις από μια σοβαρής μορφής μούντζα».
Εγώ από αυτές τις δύο μούντζες, από νωρίς, επέλεξα τη μούντζα αυτού που κάτι έκανε και γι’ αυτό έχασε τη ζωή του. Σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου αντιλαμβάνομαι ότι έχω «χάσει» πράγματα, όχι όμως οριστικά. Και γι’ αυτό μπαίνω σε μια διαδικασία να τα προλάβω. Τα σχοινιά του καραβιού ίσως έχουν λυθεί, όμως το καράβι δεν έχει φύγει ακόμα από το λιμάνι. Αισθάνομαι ότι τα πράγματα που θέλω πάρα πολύ μπορώ να τα προλάβω. Κι έτσι να κάνω και μια επίσκεψη στην άλλη «όχθη»...

Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που αισθάνεστε ότι χάσατε;
Εδώ και πολλά χρόνια ζω μια, κατά κάποιο τρόπο, οικογενειακή ζωή. Όμως λείπει το τυπικό πλαίσιο μιας οικογένειας στην οποία υπάρχουν και παιδιά. Αυτό το στρογγυλό νούμερο στα χρόνια μου, το 50, βαράει, για μένα τουλάχιστον, κάποιες καμπάνες κι αυτό το «στοπ» νομίζω πως θα το βάλουμε• γιατί δεν εξαρτάται μόνο από μένα.



Εδώ και αρκετά χρόνια διευθύνετε το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Γιατί ένας δραστήριος δημιουργός σαν εσάς επιλέγει να αφιερώνει χρόνο σε ένα διοικητικό πόστο;
Ανέλαβα το Τρίτο Πρόγραμμα το 2004, σε μια εποχή πολύ δύσκολη για τον χώρο της λεγόμενης «σοβαρής τέχνης». Τότε το ποσοστό ακροαματικότητας του Τρίτου ήταν 0,2% και αντιστοιχούσε σε 5.000 ακροατές. Επιπλέον υπήρχε μια διάχυτη διάθεση λοιδορίας, ότι το Τρίτο το ακούν μόνο υπερήλικοι και ότι θα κλείσει όταν πεθάνει και ο τελευταίος ακροατής του. Παρότι ο αρχικός στόχος ήταν να φτάσουμε στο 0,5%, σήμερα είμαστε στο 3,4%, που αντιστοιχεί σε 320.000 κόσμο κι επιπλέον έχουμε προσελκύσει ακροατές νεότερων ηλικιών, πράγμα που το θεωρώ σχεδόν κατόρθωμα.
Αναφέρομαι σε αριθμούς γιατί θεωρώ ότι έχουν μεγάλη σημασία με την εξής έννοια: Για μένα ήταν απόλυτη ανάγκη να δημιουργηθεί ένας ραδιοφωνικός σταθμός που να μπορέσει να εκφράσει πέρα από την κλασική μουσική και τις προσπάθειες που γίνονται στις παρυφές της τέχνης, εκεί που τα πράγματα είναι πειραματικά, καινούργια, ενδιαφέροντα και πρωτογενή. Και είναι στ’ αλήθεια πολύ σπουδαίο 320.000 άνθρωποι να μαθαίνουν για μια ενδιαφέρουσα συναυλία ή για ένα καλό βιβλίο ενός νέου ποιητή. Είναι πολύ σημαντικό το να δημιουργήσεις τη μαγιά ενός κόσμου που τρέφει ενδιαφέρον για τις νέες προτάσεις στον τομέα της τέχνης. Κι είναι σπουδαίο να συγκεντρώσεις τα ευήκοα ώτα προς έναν πομπό και να τους μιλήσεις για νέες περίεργες πρωτοποριακές δουλειές άγνωστων καλλιτεχνών.

Ωστόσο, κάποιοι ασκούν έντονη κριτική για τις αλλαγές που έχετε κάνει στο πρόγραμμα και για τη γενικότερη εξέλιξη του Τρίτου. Τι απαντάτε;
Ας μην ξεχνάμε πως το Τρίτο αποτελεί κομμάτι ενός μεγαλύτερου οργανισμού. Μακάρι να ήταν ανεξάρτητο, αλλά δεν είναι. Γι’ αυτό και πάρα πολλά πράγματα δεν μπορείς να τα διορθώσεις ή να τα βελτιώσεις• μπορείς μόνο να περιμένεις να περάσει ο χρόνος για να πάψουν να ισχύουν. Και να ξεκαθαρίσω ακόμα πως το Τρίτο για μένα δεν είναι έργο τέχνης αλλά πολιτική πράξη. Από την άλλη αισθάνομαι ότι το οφείλω και στον Χατζιδάκι, στον μεγαλύτερο από τους δασκάλους μου, ο οποίος κι αυτός, ως διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος, έτρωγε πάρα πολύ βρίσιμο, καθημερινά.
Ξέρετε, ο Έλληνας λέει καλά λόγια για κάποιον μόνο στην περίπτωση που μέσα από αυτά προσπαθεί να μειώσει κάποιον άλλο. Θα σου πει καλά λόγια για τον πατέρα σου για να σου δηλώσει αμέσως μετά πως εσύ, ως γιος, μπροστά του είσαι ένα τίποτα. Το ίδιο και για τον προκάτοχό σου, ο οποίος βέβαια, όσο ήταν στα πράγματα άκουγε τα ίδια και χειρότερα. Αυτό που έχει σημασία είναι πως εμείς στοχεύουμε μόνο στου δήμου τα δύσκολα εύγε. Και η αλήθεια πως τέτοια εύγε ακούμε πολλά.

18/6/09

Πλανόδιοι στο Τροχόσπιτο: Ιστορίες του Δρόμου




Μοιάζει περισσότερο με πάρτι, ακόμα και με μικρό πανηγυράκι, παρά με οντισιόν για μουσικούς. Οι μπάντες του δρόμου, με κέφι και κάθε λογής νταούλια, κάνουν πρόβα τα τραγούδια τους λίγο πριν ανεβούν στη σκηνή του Τροχόσπιτου στην Κορεάτικη Αγορά. Στο διάλειμμα μοιράζονται μαζί μας ορισμένες από τις ιστορίες τους.


Από τη Γεωργία Γεωργακαράκου
Φωτογραφίες: Βίκυ Γεωργοπούλου


Σάββατο, 6 Ιουνίου, παραμονή των ευρωεκλογών. Σε έναν από τους χώρους της Πειραιώς 260 έχουν αρχίσει να έρχονται μερικοί περίεργοι τύποι (και μερικές τύπισσες). Ορισμένους απ’ αυτούς ίσως τους έχετε τρακάρει στους δρόμους. Πλανόδιοι μουσικοί, συχνά τους συναντάμε στις βόλτες στο κέντρο της Αθήνας, στημένους στο πεζοδρόμιο μετά το σινεμά ή το θέατρο, ευέλικτους ανάμεσα από τα «τραπεζάκια έξω» των καφέ. Αλλά τι δουλειά έχουν στο Φεστιβάλ Αθηνών;
Έχουν και παραέχουν. Παίζουν. Ετοιμάζουν το προσωπικό τους μουσικό πρόγραμμα, από το ρεπερτόριό τους, και θα το παρουσιάσουν όχι στο δρόμο αλλά μπροστά σε κοινό. Στη σκηνή του Τροχόσπιτου, που φέτος θα στηθεί στην Κορεάτικη Αγορά, κοντά στο σταθμό στο Μοναστηράκι.
Βρεθήκαμε στην πρόβα των μουσικών που θα ανεβούν στο Τροχόσπιτο. Γνωρίσαμε πολλές και πολλούς, μιλήσαμε μαζί τους, μας εμπιστεύτηκαν τις ιστορίες τους. Ανάμεσά τους, ο Γιώργος Γαβαλάς, ο Μπόρις, ο Όλεκ, το δίδυμο της Νάνσυς με τη Φραντζέσκα... Όλες και όλοι έχουν πατρίδα τη μουσική και τον κόσμο – και εμπειρίες που έχει νόημα να τις μοιραστούν μαζί μας.
Σώπα κι άκου, λοιπόν.



Γιώργος Γαβαλάς
Προβοκάτσιες με τον Άσιμο

Τον φωνάζουν «άνθρωπο ορχήστρα». Και δικαίως, αφού τραγουδάει και παίζει ταυτόχρονα δυο ντέφια στα πόδια, κρουστά, κιθάρα και καζού. Στην ιστορία που διηγείται μιλά και για νταούλια, εκτός των άλλων.
«Από φάσεις στη ζωή μου που έρχονταν και μας μαζεύανε άλλο τίποτα. Πριν καμιά εικοσιπενταριά χρόνια ξεκινήσαμε από τα Εξάρχεια, εγώ με ένα νταούλι, ο Νικόλας ο Άσιμος με ένα μπουζούκι και ο ποιητής Σαββίδης για παρέα. Είχαμε και ένα καροτσάκι με ένα στειλιάρι πάνω που είχε κρεμασμένο ένα γυναικείο εσώρουχο. Όλο αυτό μαζί με κάτι κούκλες που κουβαλούσαμε και κάτι τεντζερέδες λεγόταν magic theater. Αφού τελειώνουμε τη φάση στην πλατεία Εξαρχείων, παίζοντας μουσική και με ένα αυτοκινητάκι πλαστικό που τραβούσαμε, βγαίνουμε κανονικά στο δρόμο. Τα αμάξια κορνάρανε, χαμός γινόταν. Εγώ τους έπαιρνα στο ψιλό και τους έλεγα: “Τι φωνάζετε; Κι εγώ αυτοκίνητο είμαι”. Βγαίνουμε στη Θεμιστοκλέους, ανεβαίνουμε κόντρα στα αμάξια την Πανεπιστημίου και καταλήγουμε στο άγαλμα του Αγνώστου Στρατιώτη για κατάθεση στεφάνου. Δεν μας έφτανε μόνο αυτό, αλλά πάμε να παίξουμε και έξω από τη Μητρόπολη. Μέσα είχε λειτουργία, αλλά εμείς απ’ έξω ακάθεκτοι με τα νταούλια μας. Ο Σαββίδης πάλι διάβαζε την Καινή Διαθήκη. Σου λέω, ο καθένας έκανε ό,τι του κατέβαινε. Όπως, όμως, ο ποιητής τη διάβαζε, κάνει το λάθος και βροντοφωνάζει κάτι που ακούστηκε σαν βλασφημία. Το ακούει αυτό ο παπάς και άρχισε να μας λέει αλήτες και άλλα τέτοια ωραία. “Στον περίβολο της εκκλησίας γίνονταν πάντα γιορτές στην Αναγέννηση” του λέω εγώ για να δικαιολογηθώ κάπως και κατσαδιάζω τον ποιητή που το παρατράβηξε. Ξαναρχίζουμε μετά από λίγο με τα νταούλια και τα μπουζούκια, αλλά εκείνος ξανακάνει την προβοκάτσιά του. Ο κόσμος βέβαια άρχισε να καταλαβαίνει τι γίνεται και το διασκέδαζε. Στο τέλος φωνάζουν το ‟100” να μας μαζέψει και τα όργανα λύθηκαν στα γέλια μέχρι να βάλουμε όλα τα τεντζερέδια στο περιπολικό. Μας πήγαν τελικά στο Τμήμα Ακροπόλεως, που ήταν τότε στου Μακρυγιάννη. Επειδή ο Άσιμος δεν ήταν ποτέ διπλωμάτης, ζητάω να δω εγώ το διοικητή του Τμήματος. “Θέατρο δρόμου κάνουμε, κύριε διοικητά, τίποτα περίεργο” του λέω. Με τα πολλά τον καλμάρω και μου λέει ότι είμαι ελεύθερος να φύγω. Τους άλλους δυο όμως που δεν μιλούσαν τους κράτησαν μέχρι το βράδυ».


Όλεκ
Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια

Δηλώνει μουσικός, παραγωγός και γενικός διευθυντής του εαυτού του, αφού και όλα τα κάνει μόνος του και τα λεφτά δεν τα μοιράζεται με κανέναν. Αν τον πετύχεις στην Ερμού, ευχαρίστως θα σου πει με σπαστά ελληνικά την ιστορία του, από την Ουκρανία στην Πολωνία κι από κει στην δική μας οδό Ζήνωνος.
«Ξεκίνησα να παίζω μουσική στην πατρίδα μου την Ουκρανία από μικρός. Κατάλαβα όμως γρήγορα ότι δεν είχα κανένα οικονομικό μέλλον εκεί. Πήγα Γερμανία και Αυστρία για να δοκιμάσω την τύχη μου, αλλά τελικά κατέληξα να δουλεύω σε θέατρο στην Πολωνία. Ούτε εκεί φυσικά έβγαζα αρκετά και τότε ήταν που πήρα την απόφαση να βγω στο δρόμο. Γύρισα πάνω από εκατό πόλεις της Πολωνίας και έγινα πολύ γνωστός από τα τραγούδια μου στο ραδιόφωνο. Μια φορά μάλιστα πήγα σε ένα παζάρι για να πάρω δώρο στην κόρη μου και ο υπάλληλος με αναγνώρισε μόνο από τη χροιά της φωνής μου. Ήξερε όλο το βιογραφικό μου και τα τραγούδια μου από το ραδιόφωνο. Έπαθα σοκ. Μετά την Πολωνία ήρθα στην Ελλάδα. Έχω και την αδελφή μου εδώ, που έχει παντρευτεί Έλληνα. Τον πρώτο καιρό έμενα στη Σαλαμίνα μαζί τους και δούλευα με το γαμπρό μου. Μαζεύαμε κυδώνια από τη θάλασσα, αλλά δεν μου άρεσε η δουλειά και ήθελα να κατέβω στην Αθήνα. “H Αθήνα είναι ζούγκλα. Πού θα πας εκεί;” μου έλεγε ο γαμπρός μου, αλλά εγώ δεν έδινα σημασία. Είχα μάθει βλέπεις να παίζω σε μεγάλες πόλεις. Όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα δεν γνώριζα τίποτα γι’ αυτή. Μόνο για την Ομόνοια είχα ακούσει. Πήγα κι εγώ εκεί και άρχισα να παίζω τρομπέτα στη Ζήνωνος. Έβλεπα τον κόσμο να γελάει μαζί μου, αλλά δεν καταλάβαινα το λόγο. Δεν άργησα να καταλάβω ότι δεν είναι και το καταλληλότερο μέρος για τη μουσική μου η γειτονιά με τα κόκκινα φανάρια. Όταν άλλαξα πόστο και πήγα στην Ερμού ήταν καλύτερα. Εκεί γνώρισα έναν από τους αστυνομικούς που έκαναν περιπολίες και του χάρισα το CD με τα τραγούδια μου. Από τότε, όταν με βλέπει, μου λέει πως για να χαλαρώσει μετά τη δουλειά ακούει τη μουσική μου».


Μπόρις
Έλα να μάθεις στην πλατεία Βάθης

Για σπουδές φιλολογίας βρέθηκε το χειμώνα του 1981 στη Ζυρίχη, αλλά τελικά τον κέρδισε μια μπάντα του δρόμου και οι σπουδές πήγαν περίπατο. Από τότε μέχρι σήμερα η ιστορία στο Παρίσι αλλά και στο αστυνομικό τμήμα Ομονοίας είναι μερικές από αυτές που εξακολουθούν να τον κάνουν να γελά.
«Νομίζω πρέπει να ήταν το 1986 όταν με μπουζούριασαν μαζί με κάτι ξένους μουσικούς του δρόμου στο Τμήμα Ομονοίας. Μας απειλούσαν ότι θα πάρουν τα κέρδη μας και ότι θα κρατήσουν τα όργανά μας. Ίσχυαν ακόμα κάτι περίεργοι νόμοι περί επαιτείας, βλέπεις. Θυμάμαι, τους άλλους τους κράτησαν για να κάνουν εξακρίβωση στοιχείων από την Interpol αφού ήταν ξένοι, ενώ εμένα με άφησαν ελεύθερο γιατί ήμουν Έλληνας. Όταν ήρθε η ώρα να φύγω με πιάνουν και μου λένε να φέρω τα διαβατήριά τους και ό,τι άλλα χαρτιά είχαν για να βγουν μια ώρα αρχύτερα. Μαζεύω ένα πάκο από διευθύνσεις και τηλέφωνα και παίρνω σβάρνα όλα τα ξενοδοχεία της κακιάς συμφοράς γύρω από την Ομόνοια και την πλατεία Βάθης. Φαντάσου τι πρόβλημα είχα να πείσω τους ρεσεψιονίστ να μου δώσουν τα χαρτιά των παιδιών. Ευτυχώς τα κατάφερα και όταν τελικά βγήκαν όλοι από το κρατητήριο αρχίσαμε να παίζουμε μέσα στο Τμήμα με τα όργανα για εκδίκηση. Και οι αστυνομικοί το διασκέδαζαν, μέχρι την ώρα που ο διοικητής τούς κατσάδιασε γιατί είχαν αφήσει τα γραφεία τους. Στο Παρίσι, μια άλλη φορά, έζησα σκηνικό που με τρόμαξε. Έπαιζα μάλλον σε μια κακόφημη γειτονιά –τότε δεν είχα ιδέα– και κάποια στιγμή βλέπω μια παρέα Παριζιάνους να με στραβοκοιτάνε. Δεν τους έλεγες και φίλους της καλλιτεχνίας… Περισσότερο κοιτούσαν πώς θα μου πάρουν το τενεκεδάκι με τα κέρματα παρά άκουγαν τη μουσική μου. Εκεί λοιπόν που έπαιζα τάχα μου αδιάφορος, περνάει ένα μπουκάλι μπίρας πάνω απ’ το κεφάλι μου και σκάει στο κεφάλι ενός απ’ αυτούς. Ξαφνικά βλέπω να έρχονται κάτι τύποι, Λιβανέζοι νομίζω ήταν, και να τους κάνουν μαύρους στο ξύλο. Είναι η ώρα που λέω από μέσα μου “the show must go on”, διαφορετικά θα πλακώσουν κι εμένα. Συνεχίζω να παίζω ατάραχος. Έλα όμως που κόσμος πολύς άρχισε να μαζεύεται νομίζοντας ότι ήταν χάπενινγκ. Όταν τελικά σταμάτησε η φασαρία, οι Λιβανέζοι σαν να μην τρέχει τίποτα μου αφήνουν μερικά φράγκα στο κεσεδάκι και την κάνουν σαν κύριοι».


Νάνσυ και Φραντζέσκα
Ένα ταξίδι στην Επίδαυρο που δεν έγινε

Παίζουν στους δρόμους της Αθήνας από το Σεπτέμβριο του 2007. Και από τη σύντομη μέχρι στιγμής πορεία τους δεν έχουν να θυμούνται τίποτα άσχημο πέρα από τις αστείες γκάφες της Φραντζέσκας!
«Ήρθα πρώτη φορά στην Ελλάδα από την Ιταλία πριν από 13 χρόνια. Ήθελα πολύ να κάνω διακοπές στην Επίδαυρο, αλλά όταν το κανόνιζα την τελευταία στιγμή άλλαζαν τα σχέδια. Όταν τελικά τα κατάφερα μου άρεσε τόσο πολύ που ύστερα από έξι μήνες αποφάσισα να έρθω μόνιμα για να ασχοληθώ με το θέατρο και τη μουσική. Δεν ήξερα όμως καθόλου ελληνικά και αυτό ήταν πρόβλημα. Αποφάσισα να πιάσω δουλειά σε κατάστημα με τουριστικά είδη για να μάθω πιο γρήγορα τη γλώσσα. Απέναντι από το μαγαζί όπου δούλευα εργαζόταν μια κοπέλα που με συμπαθούσε πολύ και τελικά γίναμε φίλες. Όταν πέθανε μάλιστα ένας θείος της, αν θυμάμαι καλά, ήθελα να της συμπαρασταθώ και να πάω και στην κηδεία. Είχα μάθει την έκφραση ‟τα συλλυπητήριά μου”, παρ’ όλο που δεν μιλούσα καλά ελληνικά ακόμα, και πήρα τηλέφωνο στο σπίτι του μακαρίτη. Σηκώνει το τηλέφωνο ο αδελφός του και αφού του συστήνομαι του ζητάω να μου δώσει τη διεύθυνση του ‟πεθανοτροφείου”, αντί για νεκροταφείου. Τώρα που το σκέφτομαι ακόμα γελάω. Το πιο αστείο όμως ήταν ότι ο άνθρωπος κατάλαβε τι εννοούσα και μου έδωσε τη διεύθυνση κανονικά χωρίς να με διορθώσει. Τέτοιες γκάφες έκανα συνέχεια τα πρώτα χρόνια».

17/6/09

Μάξιμος Μουμούρης, Δημήτρης Κουρούμπαλης: Ο Χουλκ εναντίον του Κόκορα της Warner Bros





Η δακρύβρεχτη ιστορία του Άρντεν από το Φέβερσαμ λίγο πριν πιάσει βροχή και ενώ εμείς δεν είχαμε ομπρέλα.



Από τη Νάντια Δρακούλα
Φωτογραφίες: Βίκυ Γεωργοπούλου



Το 1551 ο Τόμας Άρντεν, πρώην δήμαρχος του Φέβερσαμ, για κάποιο λόγο που δεν είναι της παρούσης, είχε πολλούς εχθρούς οι οποίοι ήθελαν να τον εξαφανίσουν από προσώπου Γης. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν η πολυαγαπημένη του γυναίκα Αλίκη και ο εραστής της Μόσμπι… Με άλλα λόγια, ο κακομοίρης ο Άρντεν την έβαψε.
Το θέμα του έργου (μιας ελισαβετιανής τραγωδίας που γράφτηκε το 1592 από άγνωστο συγγραφέα) στηρίζεται σε ένα αληθινό περιστατικό – αλλά τι σημαίνει, άραγε, αληθινό περιστατικό, όταν αυτό έχει διαδραματιστεί πριν από πολλούς αιώνες, σε συνθήκες δύσκολο να τις αναπαραστήσουμε σήμερα; Πάντως, ο Μάξιμος Μουμούρης και οι συνεργάτες του εμπνεύστηκαν από την πραγματικότητα των πλανόδιων λαϊκών θεατρίνων εκείνης της εποχής που γυρνούσαν από χωριό σε χωριό κάνοντας ταχυδακτυλουργίες και ακροβατικά. Στον Άρντεν από το Φέβερσαμ του 2009 ένας παρουσιαστής-κομπέρ στη θέση του αφηγητή-κράχτη οργανώνει το καραβάνι, κι αντί για κάρο με άλογα στη σκηνή θα εισβάλει το φορτηγάκι του νεανικού θιάσου.
Λίγες μέρες πριν κάνει πρεμιέρα η δακρύβρεκτη ιστορία του Άρντεν, συναντήσαμε τον σκηνοθέτη και έναν από τους πρωταγωνιστές του, τον Δημήτρη Κουρούμπαλη (Μόσμπι), σε ένα διάλειμμα από τις πρόβες. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης έπιασε βροχή, μπήκαμε μέσα στο magic bus της παράστασης όπως όπως και η κουβέντα από αλλού ξεκίνησε κι αλλού πήγε.

Αν ο Άρντεν ήταν καρτούν, ποιος θα ήταν;
Mάξιμος Μουμούρης: Στην τέταρτη σκηνή που μαχαιρώνονται πρέπει να είναι ο Χουλκ ή ήρωας των Τεσσάρων Φανταστικών, πολύ θηριώδης και πολύ ευαίσθητος.
Δημήτρης Κουρούμπαλης: Εμένα μου θυμίζει έναν τεράστιο κόκορα της Warner Βrothers, που πήγαινε μες στο κοτέτσι και είχε ένα μικρό κοτοπουλάκι που τον πείραζε.

Πόσο κακός είναι ο Μόσμπι;
Δ.Κ. (σκασμένος στα γέλια): Ο Μόσμπι είναι ένα πλάσμα βγαλμένο από τα τρίσβαθα της Kόλασης. Εξαρτάται όμως από ποια πλευρά θέλεις να το δεις. Αν το δεις από τη δική σου τη μεριά, σαν γυναίκα, είναι πολύ όμορφος, ικανός, γλυκός και ακούει τις επιθυμίες σου. Αν το δεις από την πλευρά της εξουσίας και της κοινωνικής τάξης, είναι κακός γιατί θέλει να την ανατρέψει.

Πόσο κακός είναι ο Μάξιμος;
Δ.Κ. (αφού ανταλλάξει βλέμματα με τον σκηνοθέτη του): Στην ελληνική γλώσσα λείπουν τα επίθετα ως προς αυτή την ερώτηση. Νομίζω ότι δεν μπορώ να απαντήσω, είναι το μοναδικό πράγμα που του λείπει και μερικές φορές του λείπει πολύ, σε σημείο που να μιλάμε για έλλειψη κακίας. Πρέπει να το προσέξει αυτό.

Μάξιμε, είναι η στιγμή της αλήθειας. Σε εκνευρίζει ο Δημήτρης στις πρόβες;
Μ.Μ.: Με εκνευρίζει κάποιες φορές γιατί είναι τόσο ανυπόμονος…

Πώς καταλαβαίνεις ότι έχει εκνευριστεί;
Δ.Κ.: Γίνεται τεράστιος και περπατάει ανοίγοντας πολύ τα πόδια και τα χέρια του μες στον χώρο. Διανύει σύντομα μεγάλες απoστάσεις με λίγο κόπο.

Θυμάστε κάτι αστείο, κάτι άχαρο από τις πρόβες;
Μ.Μ.: Δεν ξέρω πόσο αστείο φαίνεται σε κάποιον που θα το διαβάσει, αλλά για μας που το βλέπαμε ήταν πολύ. Τις προάλλες, σε μια σκηνή, θεατρικά βεβαίως, χτυπάγαμε τον Στεφόπουλο. Κατά λάθος τρώει μία στον αγκώνα. «Πιο σιγά, ρε!» λέει. Μετά τον σπρώχνουμε πιο δυνατά από όσο έπρεπε, φωνάζει ξανά, «πρόσεχε λίγο!», και μετά τον χτυπάω το κεφάλι και…
Δ.Κ.: ...και μετά τον σπρώχνουμε και πέφτει μέσα στο βούρκο!

Χμμ… Τι επιθυμήσατε να φάτε στις πρόβες αλλά δεν; Βροχή, καλή ώρα…
Δ.Κ.: Τη σούπα του Άρντεν με το δηλητήριο. Είναι μερικές φορές στην πρόβα που δεν παλεύεται, θέλεις να πεθάνεις για λίγο και να αναστηθείς, να ’χει τελειώσει η πρόβα και να πας σπίτι σου.

Τι είναι η Αλίκη για τον Μόσμπι;
Δ.Κ.: Είναι το «fuck buddy» του – με μια πρόχειρη ορολογία μιλάω (γελάει λίγο, ύστερα σοβαρεύεται). Ωραία λοιπόν, νομίζω ότι η Αλίκη με τον Μόσμπι ενώνονται αντικειμενικά στον ερωτικό τομέα και συμπτωματικά στις επιδιώξεις τους.

Και πού θα καταλήξει αυτή η σχέση;
Δ.Κ.: Σε πολύνεκρη έκρηξη.

Πόσο θα θέλατε να πεθάνει ο Άρντεν;
Μ.Μ.: Πολύ. Θέλω να είναι πραγματικά θάνατος στην παράσταση.
Δ.Κ.: Εγώ νομίζω ότι δεν θα ζω εγώ άμα δεν πεθάνει ο Άρντεν.

Με χρονική σειρά ποιος πεθαίνει τελευταίος;
Δ.Κ.: Ο συγγραφέας.

Ποιος είναι ο πιο δημιουργικός θάνατος;
Δ.Κ.: Ένας Tαλιμπάν που σκάει μέσα στο μπαρ.

Ποια είναι η πιο χαζή απόπειρα δολοφονίας του Άρντεν;
Μ.Μ.: Νομίζω η πιο χαζή είναι η τελευταία, που είναι και ο φόνος.
Δ.Κ.: Όντως, όσο πλησιάζουμε στον φόνο όλοι γίνονται όλο και πιο ηλίθιοι.

Πώς νιώθει ένας επίδοξος δολοφόνος μετά από τις αποτυχημένες απόπειρές του;
Μ.Μ.: Νομίζω, παθαίνει κρίσεις ταυτότητας.
Δ.Κ.: Ναι, και επαγγελματικού προσανατολισμού.

Ποιους φαντάζεστε να κάθονται απέναντί σας στις παραστάσεις του Ελληνικού Φεστιβάλ;
Δ.Κ.: Εμ, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Πρωθυπουργός, η Ειρήνη Παππά, σύσσωμο το Υπουργείο Πολιτισμού, χορηγοί από πολυεθνικές εταιρείες κ.λπ. Αυτοί στην πρώτη σειρά. Στη δεύτερη σειρά θα κάθεται μια επιτροπή από το Χόλιγουντ και από τις Κάννες, που θα έχουν έρθει μόνο για αυτή την παράσταση.
Μ.M.: Και από το Αctors Studio.
Δ.Κ.: Όχι, είναι στους επιλαχόντες, δεν τους έχουμε στείλει άμεση πρόσκληση, ο Πίτερ Μπρουκ πάντως σίγουρα.

Οπότε, τι βραβείο βλέπετε να παίρνει;
Δ.Κ.: Ε, τι εννοείς τι θα πάρει; Χρυσό βατόμουρο, δίνονται και άλλα;

Πού θέλετε να πάτε διακοπές όταν τελειώσει όλο αυτό;
Δ.Κ.: Στο Φέβερσαμ.
Μ.Μ.: Εγώ στο Ρέινχαμ, να δω επιτέλους τι είναι αυτό το ξέφωτο.

Τι θα κάνετε στις 22 Ιουνίου, την επομένη της τελευταίας παράστασης στο Σχολείον;
Μ.Μ.: Πού να ξέρω τι θα κάνω, θα ζω μέχρι τότε;
Δ.Κ.: Η 22 Ιουνίου είναι μια μέρα μετά το θερινό ηλιοστάσιο. Συνήθως, αυτή τη μέρα εγώ κάνω τις διονυσιακές μου τελετές χορεύοντας γυμνός στα δάση και μαζεύοντας τα λουλούδια της αγάπης.

Έχετε δουλέψει μαζί στην τηλεόραση. Πέρυσι, Δημήτρη, σκηνοθετούσες εσύ τον Μάξιμο. Το βλέπετε να ξανασυνεργάζεστε μετά από αυτό;

Δ.Κ.: Ναι!
Μ.Μ.: Ε… γιατί όχι;

16/6/09

L’ Orchestra di Piazza Vittorio


Από την Αλεξάνδρα Βουδούρη


Η Πιάτσα Βιτόριο είναι μια τετράγωνη πλατεία της Ρώμης, αρκετά μεγαλοπρεπής με κτίρια και αψίδες του 19ου αιώνα και έναν υπέροχο κήπο. Στη πλατεία αυτή, μια από τις αναρίθμητες της «αιώνιας πόλης», οι Ιταλοί αποτελούν μειοψηφία, καθώς εδώ και πολλά χρόνια είναι το πρώτο μέρος, που ανακαλύπτουν οι μετανάστες όταν έρχονται στη Ρώμη.

Από το όνομα αυτής της «πολύχρωμης» και θορυβώδους πλατείας εμπνεύστηκε ο 45χρονος μουσικός Μάριο Τρόνκο και βάπτισε την ιδιόρρυθμη ορχήστρα του.
Η Orchestra di Piazza Vittorio άλλωστε γεννήθηκε εκεί πριν από επτά χρόνια.

Η Ορχήστρα πλέον αποτελείται από 16 μουσικούς που προέρχονται- μεταξύ άλλων- από την Ινδία, την Τυνησία, την Κούβα, την Αργεντινή, την Ουγγαρία και το Εκουαδόρ, αλλά και από κάποιους Ιταλούς. Μια τέτοια πολυεθνική ορχήστρα, μάλιστα πρωτοεμφανίστηκε λίγες μόνο ημέρες μετά τον σχηματισμό της το 2002, στο μεγαλύτερο Φεστιβάλ της γειτονικής χώρας το Romaeuropa.

«Ο κόσμος γύρω μας έχει αλλάξει» δηλώνει ο Μάριο Τρόνκο. «Μετανάστες έχουν έρθει και συνεχίζουν να έρχονται στην Ιταλία από διάφορα μέρη του κόσμου. Για τους Ιταλούς φαίνεται ωστόσο ακόμα παράξενο να έχουν φούρναρη Κινέζο ή κρεοπώλη Ινδό». Από το παράθυρο του σπιτιού του, που βρίσκεται πολύ κοντά στην πιάτσα Βιτόριο, ο Μάριο συνήθιζε να ακούει μητέρες να νανουρίζουν τα μωρά τους στη μητρική τους γλώσσα.

Τότε, συνέβη η 11η Σεπτεμβρίου και ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι προσπάθησε να περάσει έναν πολύ αυστηρό αντι-μεταναστευτικό νόμο που προκάλεσε αντιδράσεις και διαδηλώσεις στη πλατεία. Στην ουσία, «η ορχήστρα γεννήθηκε και σαν μια πρόκληση για τη κυβέρνηση» λέει ο Τρόνκο.
«Για είκοσι χρόνια έπαιζα σε μια ποπ μπάντα και άκουγα όλα τα είδη μουσικής. Αλλά τότε άρχισα να ενδιαφέρομαι να δημιουργήσω μια ορχήστρα γιατί με ενδιέφεραν αυτοί οι άνθρωποι, οι γείτονές μου και η μουσική τους».

Παραδόξως πώς, φαίνεται ότι τον Τρόνκο μάλλον τον βοήθησε το γεγονός ότι δεν είχε ειδικές γνώσεις στην Αφρικανική, την Ινδική ή τη μουσική των Άνδεων καθώς δεν ήταν υποχρεωμένος να μείνει πιστός στην αυθεντικότητα του ήχου αυτών των μουσικών. Απελευθερωμένος, λοιπόν, δημιούργησε τον δικό του ήχο χρησιμοποιώντας τον πλουραλισμό και τον συνδυασμό ποικίλων ήχων, γλωσσών και παραδοσιακών οργάνων. Οι μουσικοί του συνήθιζαν να του λένε «μα, αυτή η μουσική δεν είναι η Ινδική, δεν είναι Σενεγαλέζικη», με τον καιρό όμως άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι ήταν πράγματι Ινδική ή Σενεγαλέζικη αλλά με τον ύφος και το στιλ του Τρόνκο.
Τα μέλη της ορχήστρας πληρώνονται κανονικά και παίζουν, όπως φαίνεται, μια μουσική που δύσκολα κατατάσσεται σε ένα είδος. Όμως, αρέσει πολύ. Μάλιστα, έχουν ήδη δώσει πάνω από 200 συναυλίες στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Αυστρία και στην Ολλανδία και έχει γράψει ήδη δύο CD. Μάλιστα, έναν χρόνο πριν το ντοκιμαντέρ του Αγκοστίνο Φερρέντε για την ορχήστρα έκανε τον γύρω των διεθνών φεστιβάλ κινηματογράφου και μπήκε στο box –office των Ηνωμένων Πολιτειών…
Την απρόσμενη επιτυχία της «πολύχρωμης» μπάντας προσπάθησαν να «εκμεταλλευτούν» για ψηφοθηρικούς λόγους πολιτευτές από τη Ρώμη, αλλά και τα ιταλικά media, ιδίως οι εφημερίδες που σε μια προσπάθεια να εξισορροπήσουν τους πηχυαίους τίτλους για τρομοκράτες και πάταξη της λαθρομετανάστευσης, συχνά-πυκνά παρουσιάζουν την ορχήστρα σαν το νέο «πρόσωπο» της Ιταλίας. Κάτι που φυσικά δεν ισχύει…
Η θορυβώδης μπάντα έρχεται στις 16 Ιουνίου στην Αθήνα για να εμφανιστεί στο Ηρώδειο με ένα έργο γεμάτο συμβολισμούς… Τον «μαγικό αυλό» του Μότσαρτ.

«Ο Μαγικός Αυλός είναι ένα παραμύθι. Θα σας διηγηθούμε λοιπόν ένα παραμύθι. Για τον λόγο αυτό, προσπαθήσαμε να δώσουμε έμφαση στα μελωδικά μέρη του έργου, τις άριες, που κατά κύριο λόγο εμπεριέχουν όλους εκείνους τους συμβολισμούς που κάνουν την όπερα αυτή μοναδική» λέει ο Μάριο Τρόνκο.
Μπορεί ο Μαγικός Αυλός να είναι παραμύθι, ωστόσο η διασκευή του από την Orchestra di Piazza Vittorio «έπρεπε να γίνει με στοιχεία αληθοφανή. Οι άριες έχουν μια λαϊκή απόχρωση, μια γεύση… από τις χώρες από τις οποίες προέρχονται οι μουσικοί που τραγουδούν», συμπληρώνει ο Τρόνκο. «Σκέφτηκα ότι ένας πρωτότυπος τρόπος να παρουσιάσουμε την όπερα ήταν να την αντιμετωπίσω σαν να μην είχε καταγραφεί ποτέ, σαν να έφτασε από στόμα σε στόμα στην ορχήστρα μέσα από τα τραγούδια και τις ιστορίες από τις χώρες του κάθε μουσικού».
Έτσι, ο Ερνέστο από την Κούβα έγινε Ταμίνο, ο Παπ, ο τυμπανίστας από τη Σενεγάλη έγινε Παπαγκένο χάρη στην ομοιότητα των ονομάτων τους……Ειδικά για τον Μαγικό αυλό την ορχήστρα συμπληρώνουν τρεις επίτιμοι προσκεκλημένοι: ο Λέαντρο Πιτσόνι –πιάνο–, ο Σαντζάυ Κάνσα Μπανίκ –τάμπλα– και η Συλβί Λιούις – Παμίνα.

14/6/09

Ρασίντ Ουραμντάν: «Η μετανάστευση μας δίνει δυνατότητες, δεν μας τις στερεί»

Συνέντευξη στη Νίκη Ορφανού

Ο πατέρας του ήταν γάλλος πολίτης από την Αλγερία, πολέμησε για λογαριασμό της Γαλλίας στην Ινδοκίνα. Ο χορογράφος από το Παρίσι εξερευνά ζητήματα ταυτότητας (εθνικής αλλά και προσωπικής, στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες) και, βαθύτατα κοινωνικός, θέτει την τέχνη του στην υπηρεσία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, μιλώντας για λογαριασμό θυμάτων βασανιστηρίων. Για τον Ρασίντ Ουραμντάν δεν υπάρχει ανώδυνη τέχνη.


«Ταξιδεύουμε όχι για να δούμε καινούργια πράγματα, αλλά για να δούμε τα πράγματα με καινούργια μάτια», έγραφε, έναν αιώνα πριν, ο Μαρσέλ Προυστ. Ξαναθυμήθηκα τη φράση του μιλώντας με τον Ρασίντ Ουραμντάν, έναν από τους πιο ταλαντούχους νέους χορογράφους της Γαλλίας, με αφορμή το σόλο του με τίτλο Loin (Μακριά), που θα παρουσιάσει σε λίγες μέρες στο αθηναϊκό κοινό. Δεν χρειάστηκε παρά ένα ταξίδι στο Βιετνάμ, στη μακρινή χώρα όπου βρέθηκε κάποτε ο αλγερινός πατέρας του για να πολεμήσει στο πλευρό των γάλλων αποικιοκρατών, για να βρει ο Ρασίντ Ουραμντάν τα «καινούργια» του μάτια και να θέσει όλα αυτά που έως τότε θεωρούσε δεδομένα σε αμφισβήτηση.
Στις ανεπίσημες μνήμες του πολέμου της Ινδοκίνας, στις διηγήσεις των ανθρώπων που βρήκε εκεί, ο Ρασίντ Ουραμντάν εξερευνά την προσωπική του ιστορία, την προσωπική του ταυτότητα. «Το Loin είναι ένα αυτοπορτρέτο», λέει. «Μην κάνετε όμως το λάθος να νομίσετε ότι δεν σας αφορά».

Επιχειρείτε με το Loin ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, στην προσωπική σας ιστορία, στις ρίζες σας. Έτσι δεν είναι;
Ναι. Ίσως φτάνει για όλους αυτή η στιγμή. Για κάποιους έρχεται ένα πρωί, μπροστά στον καθρέφτη, πριν το ξύρισμα, με πονοκέφαλο από το χθεσινό ουίσκι. Σκέφτεσαι «ποιος είμαι, πού πάω, από πού έρχομαι;». Για μένα ήταν σ’ ένα ταξίδι μου στο Βιετνάμ πριν από λίγα χρόνια. Κάποιος μου πέταξε στα μούτρα: «Είσαι Γάλλος, αποικιοκράτης, κατακτητής. Κοίτα γύρω σου! Οι γονείς σου μας το κάνανε αυτό». Ήθελα να του πω ότι κάνει λάθος, ότι βέβαια είμαι Γάλλος, αλλά εκείνη την εποχή στην οποία αναφερόταν, στον πόλεμο της Ινδοκίνας, ο πατέρας μου ήταν μεν στρατιώτης, αλλά ένας στρατιώτης απρόθυμος, αναγκασμένος να πολεμά, ο ίδιος κατακτημένος. Ένας Αλγερινός – και δεν μπορεί να μην είχε ακούσει ότι και η Αλγερία γνώρισε τους αποικιοκράτες Γάλλους με τον ίδιο τρόπο που τους γνώρισε και η χώρα του. Και οι Αλγερινοί είχαν αποικισθεί και κατόπιν στάλθηκαν να αποικήσουν άλλους. Η μια αποικία εναντίον της άλλης. Χωρίς λόγο να πολεμάνε. Μόνος λόγος ήταν ότι η Γαλλία έκανε το παν να προστατέψει τις αποικίες της, τη δύναμή της. Ο πατέρας μου βρέθηκε εκεί για να πολεμήσει, είναι αλήθεια, αλλά δεν το επέλεξε. Αναγκάστηκε να το κάνει, αναγκάστηκε να γίνει κατακτητής ενώ ήταν κατακτημένος.


ΣΤΟ ΒΙΕΤΝΑΜ, ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΛΙΕΣ ΠΛΗΓΕΣ

Τον ικανοποίησε η απάντηση που του δώσατε; Εσάς σας ικανοποίησε;
Δεν μίλησα, δεν είπα τίποτα. Άρχισε να με τρώει, όμως. Μπήκα στη διαδικασία να το ψάξω. Βρήκα τα στρατιωτικά ημερολόγια του πατέρα μου και σχεδίασα από την αρχή το ταξίδι του, ακολούθησα την πορεία του. Πήγα σε όλες εκείνες τις πόλεις που πάτησε για να πολεμήσει στο πλευρό των Γάλλων. Στο Ανόι, στη Σαϊγκόν, παντού. Μίλησα με πολλούς ανθρώπους εκεί, προσπάθησα να βρω τα ίχνη της παρουσίας των αποικιοκρατών, την κληρονομιά της αποικιοκρατίας. Προσπάθησα να ανακαλύψω πώς αυτό το κομμάτι της ιστορίας επηρέασε τη ζωή τους. Δεν ήταν εύκολο. Το να είμαι εκεί ως Γάλλος, απόγονος των παλιών αποικιοκρατών, ήταν σαν χαστούκι για μένα που πάντα ένιωθα, εξαιτίας των αλγερινών μου ριζών, απόγονος ανθρώπων που είχαν κατακτηθεί.

Άλλαξε αυτό το ταξίδι τον τρόπο που βλέπετε τον εαυτό σας;

Ναι, και με πολλούς τρόπους. Συνάντησα πολλούς ανθρώπους με τους οποίους είχαμε τόσα κοινά, ενώ ήταν από μια χώρα τόσο μακριά από αυτήν που μεγάλωσα εγώ. Κάποιοι από τους Βιετναμέζους που συνάντησα είχαν αναγκαστεί να διαφύγουν, να μεταναστεύσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες και είχαν πλέον μετά από καιρό γυρίσει πίσω στο Βιετνάμ. Στις Ηνωμένες Πολιτείες τους έλεγαν Βιετναμέζους, πίσω στο Βιετνάμ ήσαν «Αμερικανοί», γιατί είχαν μπολιαστεί με την αμερικανική κουλτούρα. Έτσι συμβαίνει συνήθως όταν μεγαλώνεις αλλού από εκεί όπου είναι οι ρίζες σου, μετά από κάποιο καιρό δεν ξέρεις σε ποια χώρα ανήκεις, ποιος είσαι.

Ήταν πρόθυμοι να σας μιλήσουν παρά το γεγονός ότι στα μάτια τους αντιπροσωπεύατε τους γάλλους αποικιοκράτες;
Αρκετοί μου ανοίχτηκαν, μιλήσαμε για το θέμα της ταυτότητας και για το πώς κανείς αντιμετωπίζει το παρελθόν του, τις αναμνήσεις του. Ανακάλυψα ότι κάποιοι είχαν αναγκαστεί να φύγουν για να ξεχάσουν τα πάντα, γιατί ένιωθαν χαμένοι, δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το παρελθόν. Άλλοι ένιωθαν ακριβώς το αντίθετο, δεν θυμούνταν τίποτα λες και είχαν πάθει αμνησία, και προσπαθούσαν τώρα να ξαναβρούν το νήμα της προσωπικής τους ιστορίας. Να τη βρουν ή, στην ανάγκη, να την εφεύρουν, να την ξαναγράψουν εκ νέου, να την κατασκευάσουν αν ήταν απαραίτητο, γιατί δεν είχαν άλλο τρόπο, γιατί το είχαν ανάγκη. Όταν έχεις φύγει από τον τόπο σου, κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, θα βρεθείς να το αντιμετωπίσεις, δεν μπορείς να ξεφύγεις. Είμαι ένας απ’ αυτούς.

Γι’ αυτό κάνατε το Loin;
Με αυτό το σόλο έκανα ένα πορτρέτο του εαυτού μου, και το έκανα μέσα από τα κομμάτια των ιστοριών των ανθρώπων που βρήκα εκεί. Ένα πορτρέτο του εαυτού μου μέσα από κομμάτια της ζωής άλλων ανθρώπων. Είναι οι δικές τους ιστορίες, μιλούν όμως και για μένα. Γιατί η ταυτότητά μας, το ποιοι είμαστε, δεν έχει να κάνει με τα μικρά, τα προσωπικά μας πράγματα. Τις μικρές μας συνήθειες, τις ιδιοτροπίες, τον ήχο της φωνής μας, τον τρόπο με τον οποίο χτενίζουμε τα μαλλιά μας. Δεν φτιάχνουν αυτά την ταυτότητά μας. Το ποιοι είμαστε φτιάχνεται από όλους τους άλλους ανθρώπους, ο καθένας μας έχει κομμάτια μέσα του από τους υπόλοιπους, υπάρχει γιατί υπάρχουν και οι άλλοι άνθρωποι.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΡΑΦΟΥΝ ΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

Είπατε ότι την ταυτότητά μας στην ανάγκη την κατασκευάζουμε, την εφευρίσκουμε. Αν το έχουμε αυτό συνειδητοποιήσει, γιατί να εξακολουθεί να είναι το θέμα της ταυτότητας τόσο σημαντικό για μας;

Ναι, η προσωπική μας ταυτότητα είναι κάτι πολύ ρευστό, δεν είναι από τσιμέντο, δεν είναι κάτι γερό, στέρεο. Το ξαναπλάθουμε κάθε φορά ανάλογα με τις ανάγκες, το διορθώνουμε, το ξαναγράφουμε και προσπαθούμε να δούμε μέσα από συγκεκριμένο πρίσμα τα όσα μας συμβαίνουν, για να συμφωνούν με αυτό που θέλουμε να πιστεύουμε για τον εαυτό μας. Αυτό μας προστατεύει. Πλάθουμε την ταυτότητά μας και το συνειδητοποιούμε σήμερα περισσότερο από ποτέ. Αλλά επειδή το συνειδητοποιούμε, δεν σημαίνει ότι δεν το έχουμε ανάγκη.

Είστε Γάλλος δεύτερης γενιάς. Ήταν δύσκολο να μεγαλώνετε στη Γαλλία;
Όχι, δεν μπορώ να το πω αυτό. Όχι. Φυσικά, κουβαλώντας και ρίζες μιας άλλης καταγωγής, είσαι πιο προβληματισμένος με τα κοινωνικά φαινόμενα, πιο ευαισθητοποιημένος, πιο παρατηρητικός. Είσαι, κυρίως, περισσότερο καχύποπτος με αυτό που ονομάζουμε επίσημη ιστορία, γιατί ξέρεις ότι τα πράγματα δεν είναι άσπρο - μαύρο όπως στα σχολικά βιβλία, αλλά πολύ πιο περίπλοκα. Έχεις ένα πιο κριτικό βλέμμα πάνω στα πράγματα. Υποπτεύεσαι ότι υπάρχει και η αθέατη ιστορία δίπλα στην επίσημη της χώρας όπου μεγαλώνεις, η «άλλη» ιστορία. Δεν μπορώ να πω όμως ότι μεγάλωσα με δυσκολίες.

Πιστεύετε ότι, με το Loin, κλείσατε τους λογαριασμούς σας με το θέμα της ταυτότητας και του παρελθόντος;
Δεν κλείνει ποτέ, ίσα ίσα που τα ερωτήματα γιγαντώνονται, καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο έδαφος στο μυαλό μου. Δεν σταματώ να ταξιδεύω, να συναντώ ανθρώπους και να ξεκινώ με συνεντεύξεις, προσπαθώντας να μάθω πώς η προσωπική τους ιστορία συνδέεται με την παγκόσμια ιστορία. Με την επίσημη ιστορία, με τα επίσημα δεδομένα. Φτιάχνω πορτρέτα αυτών των ανθρώπων, ανακαλύπτω τις αντιφάσεις με αυτά τα επίσημα δεδομένα, τα σημεία που δεν συμφωνούν, που διηγούνται διαφορετικές ιστορίες από τις καταγεγραμμένες. Σαν το παιχνίδι όπου βρίσκεις το λάθος σε δυο όμοιες εικόνες. Ψάχνω στα ίχνη της διασποράς, της μετανάστευσης. Βρίσκω ρωγμές στην επίσημη ιστορία.

Ζούμε την εποχή ενός μεγάλου μεταναστευτικού ρεύματος στην Ευρώπη και το σύνθημα «έξω οι μετανάστες» βρίσκει όλο και μεγαλύτερη απήχηση, και όχι μόνο μεταξύ των ψηφοφόρων των ακροδεξιών κομμάτων…

Αυτό είναι γεγονός, και είναι και θλιβερό και επικίνδυνο. Αν μπούμε στην άμυνα παλαιού τύπου, αν αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε τα στερεότυπα του κακού μετανάστη που ευθύνεται για την οικονομική κρίση, αν τους στήσουμε στον τοίχο για να απολογηθούν για το κακό που μας κάνουν, δεν θα βρούμε ποτέ τη λύση, γιατί δεν θα αναζητήσουμε ποτέ το πραγματικό πρόβλημα. Δεν μπορούμε πλέον να λέμε ψέματα στον εαυτό μας. Ξέρω ότι υπάρχει πολλή ένταση με τους μετανάστες αυτή τη στιγμή, αλλά είναι απλώς επανάληψη της ιστορίας. Και κάθε φορά που έχουμε προβλήματα αρνούμαστε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων, τους γυρνάμε την πλάτη, τους αντιμετωπίζουμε ως υπαίτιους της δυστυχίας μας. Καθιστούμε μια ομάδα ένοχη για το πρόβλημα. Η μετανάστευση μας δίνει δυνατότητες, δεν μας τις στερεί. Η πολυπολιτισμικότητα είναι μια ευκαιρία για μας, όχι η πηγή των προβλημάτων μας.

Μιλήσατε για επανάληψη της ιστορίας. Πιστεύετε ότι μπορούμε να ελπίζουμε πως τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν χωρίς να νιώθουμε την ίδια ώρα απελπιστικά αφελείς;

Φυσικά τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Δεν θέλω να είμαι αφελής, αλλά ούτε και πεσιμιστής ή φαταλιστής. Πρέπει να πιστέψουμε ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν και να εργαστούμε γι’ αυτό, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Ας δούμε τη θέση των γυναικών έναν αιώνα πριν, για παράδειγμα. Ας καταλάβουμε ότι προχωρούμε. Ας καταλάβουμε ότι ωριμάζουμε. Ας επιτρέψουμε στον εαυτό μας την ενηλικίωση.