2/6/09

Τι σημαίνει Γιάννης Ρίτσος το 2009;

Με τρεις θεατρικούς μονόλογους και μια συναυλία με τρεις κύκλους τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη, στηριγμένων σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, το Ελληνικό Φεστιβάλ συμβάλλει στον εορτασμό εκατό χρόνων από τη γέννηση του στρατευμένου ποιητή. Πόσο άραγε αφορά το σύγχρονο κοινό η ποίησή του, ποια τμήματα της τεράστιας παραγωγής του αντέχουν στο χρόνο;


«Ποιος είναι λοιπόν ο Γιάννης Ρίτσος;», αναρωτιέται η ανθολόγος και βαθύτατη γνώστρια της δουλειάς του – και μόνη της θέτει τις ερωτήσεις. «Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων ή ο μοναχικός σκεπτικιστής, ο “απαρηγόρητος παρηγορητικός του κόσμου”; Ο αισθησιακός, που ρουφάει μ’ όλους τους πόρους του τους χυμούς της ζωής, αυτός που κλείνει μέσα στο ανθρώπινο σώμα όλο τον φυσικό κόσμο και, αντίστροφα, μεταμορφώνει το σύμπαν σε παλλόμενη σάρκα; Ο ερωτικός, που σκιρτά σ’ όλα τα’ αγγίγματα των σωμάτων και των αγαλμάτων, ή ο ασκητής, που “απωθεί” και “θεώνεται”; Ή μήπως ο βαθιά υπαρξιακός, που εκθέτει την αγωνία του στον ψιθυριστό του διάλογο με το χρόνο και το θάνατο; Ο διχασμένος και διπλός, μας λέει ο ίδιος, επιβεβαιώνοντας τον υπερβατικό λόγο της ποίησης».

Εκατό χρόνια από τη γέννησή του, 19 από τον θάνατό του, ο Γιάννης Ρίτσος εξακολουθεί να είναι μια ξεχωριστή περίπτωση στο ποιητικό σύμπαν της Ελλάδας. Πολυγραφότατος (έχει γράψει περισσότερες από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες), στρατευμένος στην υπόθεση της Αριστεράς, λυρικός αλλά και πολύ συχνά πομπώδης, συνύφανε το πέρασμά του με την προσπάθεια να εκφράσει, από άλλη ιδεολογική κατεύθυνση, τη λαϊκή ψυχή που ήδη είχε δοξάσει η περίφημη Γενιά του ’30. Ποιες από τις πτυχές του έργου του, όμως, συνεχίζουν και σήμερα να συνεγείρουν ή, έστω, να συγκινούν – και ποιο κοινό; Τι σημαίνει Γιάννης Ρίτσος την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα;

Είναι προφανές ότι η ανάγνωση της προσφοράς του, της διάρκειάς του και των τμημάτων του έργου του που διατηρούν την επικαιρικότητά τους ποικίλλει. Αυτή την ποικιλία αναγνώσεων επιχειρήσαμε να ανθολογήσουμε και στη δική μας αναφορά στο έργο του ποιητή, με αφορμή το αφιέρωμα του Φεστιβάλ στο έργο του. Πέντε προσωπικότητες των γραμμάτων, δημοσιογράφοι-αναλυτές και ποιητές, «διαβάζουν» τον Γιάννη Ρίτσο μέσα από το πρίσμα του χρόνου.




Χάρης Βλαβιανός:

Στους σκοτεινούς λαβύρινθους της Ιστορίας

Δεν είναι λίγοι αυτοί που αντιδρούν στην ιδέα πως η ποίηση μπορεί να έχει οποιαδήποτε σχέση με την πολιτική, και πιστεύουν ότι ακόμη και αν διευρύνουμε την έννοια της πολιτικής, ώστε να καλύψει ένα ευρύ φάσμα δημοσίων θεμάτων, αυτή θα βρίσκεται πάντα σε σχέση αντιπαλότητας με την ποίηση. Η ίδια η πολιτική ποίηση συνέτεινε στην επιβεβαίωση αυτής της αντίληψης: καταφεύγοντας στη μεγαληγορία, τον υψιπετή τόνο και τα μανιχαϊστικά στερεότυπα, κράτησε μονάχα το σχήμα της ποίησης, απεμπολώντας ό,τι συνθέτει την ουσία της.
Τα ποιήματα που αντέχουν στον χρόνο μιλούν μια γλώσσα διαφορετική από εκείνη της ιστορικής αναφοράς ή του ιστορικού μύθου: μετατρέπουν την Ιστορία σε κάτι ανοίκειο και ο τρόπος με τον οποίο χειρίζονται ιστορικά ζητήματα και πολιτικές κρίσεις είναι βαθιά προσωπικός. Μας προφυλάσσουν από το γνώριμο• στέκονται μακριά από θέσεις και κομματικές γραμμές• υπονομεύουν τις κατασκευασμένες επίσημες αφηγήσεις. Αποτελούν, για να το πω απλά, μια μορφή γνώσης.
Οι επαναστάσεις της ευαισθησίας δεν κερδίζονται στα χαρακώματα της πολιτικής. Το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει ένας ποιητής είναι να κατακτήσει ένα μέρος του εαυτού του, κι αυτό να το εγγράψει, όσο πιο δραστικά μπορεί, στην ποίησή του. Ο Ώντεν αυτό το κατάλαβε όταν ξανάγραψε την «Ισπανία» (ένα από τα δημοφιλέστερα ποιήματά του, μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον Σεφέρη) για να την διαγράψει αργότερα ως «απαράδεκτη» από το σώμα των ποιημάτων του, αναγνωρίζοντας και δημόσια τα λάθη που είχε διαπράξει στο όνομα της «ιδεολογικής αλληλεγγύης». Ο Ρίτσος, δυστυχώς όχι. Πολλά ποιήματά του δεν αξίζουν ούτε το χαρτί πάνω στο οποίο είναι γραμμένα. Το να απλοποιεί κανείς την αλήθεια για να την φέρει στα μέτρα της ιδεολογικής ορθότητας, σημαίνει να καταργεί την ίδια την πράξη της δημιουργίας. Όπως μας θυμίζει ο Κάμμινγκς, «η απολύτως απεριόριστη χώρα κάθε καλλιτέχνη είναι ο εαυτός του». Ο καλλιτέχνης που προδίδει αυτή τη χώρα αυτοκτονεί και ούτε ένας καλός δικηγόρος δεν μπορεί να σκοτώσει έναν νεκρό.
Υπάρχουν, ωστόσο (ευτυχώς), στο έργο του Ρίτσου ρωγμές. Εκεί που η ευθύνη απέναντι στην ποίηση περιφρονεί τις κομματικές επιταγές και δεσμεύσεις. Οι «δραματικοί μονόλογοί» του, για παράδειγμα, (από τον Επιτάφιο του 1936 ως τον Ορέστη και τον Φιλοκτήτη της δεκαετίας του ’60), εξαιρετικά σκηνοθετημένοι και στιχουργημένοι σε γλώσσα καθαρή, πυκνή και άκρως ρυθμική, φανερώνουν το μέγεθος και την αξία του. Ήταν ένας γνήσιος ποιητής, ένας σπουδαίος τεχνίτης, ένα πολυτάλαντο, ανήσυχο πνεύμα, που έχασε δυστυχώς τον προσανατολισμό του στους σκοτεινούς, δαιδαλώδεις λαβύρινθους της Ιστορίας. Οι «μονόλογοι» όμως είναι πολύτιμη παρακαταθήκη, όπως και αρκετά από τα σπαραχτικά ερωτικά του ποιήματα. Εκεί όπου ο ποιητής υψώνει επιτέλους το ανάστημά του και διατρανώνει: «Κανένας δεν έχει δικαίωμα να εξουσιάζει τα μάτια μου, το στόμα μου, τα χέρια μου,/ τούτα τα πόδια μου που πατάνε τη γης... Δεν θέλω/ νάμαι το θέμα τους, ο υπάλληλός τους, τ’ όργανό τους, μήτε ο αρχηγός τους/ Έχω κ’ εγώ μια δική μου ζωή και πρέπει να τη ζήσω». Αυτός είναι ο άλλος Ρίτσος, ο δικός μου Ρίτσος.

*Ο Χάρης Βλαβιανός είναι ποιητής, εκδότης του περιοδικού «Ποιητική».


Αγγελική Κώττη:

Με τα δικά του λόγια

Πάλεψε «με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα». Έδωσε θέση «στην πεταλούδα, στο χαλίκι, στ’ αλογάκι της Παναγίας,/ στους ολονύκτιους στεναγμούς των άστρων, (...)• στις μεγάλες σημαίες,/ στο γαλάζιο, στο κόκκινο, στο κίτρινο». Πλούτισε «τον κόσμο με μόχθο κι εγκαρτέρηση». Γιάννης Ρίτσος. «Ερωτευμένος πάντα με τα δέντρα, τα πουλιά, τα ζώα και τους ανθρώπους,/ ερωτευμένος προπάντων με το κάλλος των καθάριων στοχασμών/ και με το κάλλος των νεανικών σωμάτων».
Εσπούδασε «ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στη σύγχρονη σχολή του Αγώνα» και, μαζί, τους ανθρώπους, τους πόθους και τα πάθη τους. Επάγγελμά του: ποιητής. Εδήλωνε «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου» και διατράνωνε: «είμαι κι εγώ απ’ την ίδια ράτσα• επιμένω• δεν το βάζω κάτω».
Η ποίηση, «ωραία ασπίδα, πιο ωραία ακόμα κι απ’ του Αχιλλέα», ήταν μια ασπίδα που σμίλεψε πιο πολύ από τη μέθη της δημιουργίας. Πράξη έρωτα, απαραίτητη τροφός, συνοδός, σύντροφος. Έγραφε «από ανάγκη», «ο πολυγράφος, ο ακόρεστος», υμνώντας την ομορφιά, αντιπαλεύοντας την ασχήμια, την αδικία, τη φθορά, τον θάνατο.
Την πρώτη και την τελευταία του λέξη «την είπαν ο Έρωτας κι η Επανάσταση». Εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με τον γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου. Ήταν εναντίον της εξουσίας, όσο κι αν του στοίχισε αυτό, πιστός στην ιδεολογία του, ασυμβίβαστος.
Να τον θυμόμαστε γιατί πολύ αγάπησε τον Κόσμο και την Ποίηση. Γιατί δίδαξε ήθος, αξίες, θέση ζωής. Γιατί ευλόγησε την Αρμονία, τη Δικαιοσύνη, την Επανάσταση. Γιατί ήξερε να παρηγορεί με την πίστη του στη δύναμη της Δημιουργίας και του Ανθρώπου. Γιατί ο Κόσμος θα ήταν πολύ πιο σκληρός, πιο άδικος και πιο απελπισμένος χωρίς τους ποιητές, χωρίς τον Γιάννη Ρίτσο.

Η Αγγελική Κώττη είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου «Γιάννης Ρίτσος. Ένα σχεδίασμα βιογραφίας»


Μαρία Τοπάλη:

Αοριστίας Εγκώμιον

Η αοριστία πάντα
μαρτυράει κάτι βαθύ κι ορισμένο –πιθανόν τραγικό ή και κτηνώδες–
μια θυσιασμένη επιθυμία,
λερναία επιθυμία…
«Φαίδρα»


Ίσως σε αυτό να συνίσταται η τάφρος που χωρίζει καμπόσους (αναγνώστες, γράφοντες, κριτικούς) από τον Γιάννη Ρίτσο: η θωπεία, η θεραπεία, η πολύτροπη λατρεία της τόσο πολύτιμης γι’ αυτόν αοριστίας. Ίσως αυτή η ίδια, αντεστραμμένη, όπως ο ίδιος προτείνει, ως «θυσιασμένη», «λερναία», μάλιστα, «επιθυμία», να παρέχει τον μίτο για να πλησιάσουμε έναν ποιητή που κινδυνεύει να ξεθωριάσει ολότελα, παρά τις επετείους.
Στην τετριμμένη περί Ρίτσου συζήτηση γίνεται επίκληση δυο «γνωστών», τάχα, «αδυναμιών» του, για να υμνηθούν αμέσως μετά –με αντικειμενικό, άρα, πρόσημο– οι αρετές του. Ωστόσο ούτε η στρατευμένη συνιστώσα της ποίησής του ούτε το ότι υπήρξε πολυγραφότατος αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για μια διαχρονική αποτίμηση. Πολυγραφότατοι υπήρξαν οι Γκαίτε και Ρίλκε• στρατευμένους –μέχρι γελοιότητας!– στίχους έγραψαν οι Κλάιστ και Μαγιακόφσκι. Ο χρόνος ξεσκαρτάρει ευεργετικά, ξεπλένει τη λάσπη, αφήνει ό,τι πολύτιμο να λάμψει.
Ο Ρίτσος δηλητηριάζεται από την αοριστία που επιλέγει ως μάσκα. Γιατί η αοριστία εχθρεύεται όσο τίποτε την ποίηση, λόγο εξ ορισμού πυκνό και ακριβή. Έχει, ωστόσο, πολύ σοβαρούς λόγους να την υπηρετεί – και η ποιητική ειλικρίνειά του εκτείνεται μέχρι την απερίφραστη ομολογία τούτης της ανατριχιαστικής, μοιραίας επιλογής. Απολαμβάνουμε την ειλικρίνεια, την κάμψη, την εκτέλεση. Ως ένα σημείο. Το εγκώμιο που τραβάει και μακραίνει, δεν μας πείθει, δεν μας τέρπει.

* Η Μαρία Τοπάλη είναι ποιήτρια, κριτικός της ποίησης που συνεργάζεται με την «Καθημερινή»


Μικέλα Χαρτουλάρη:

Διαβάζοντας τις επιστολές του

«Στάθηκες δάσκαλός μου ακόμα κι όταν παρακούοντας τις συμβουλές σου, έκανα του κεφαλιού μου», έγραφε ο Άρης Αλεξάνδρου από το Παρίσι στον Γιάννη Ρίτσο, το 1972. Και μάλλον δεν υπερέβαλλε. Ο Ρίτσος ήταν ένας απίστευτα χαρισματικός και γενναιόδωρος δάσκαλος, όχι μόνο ποιητών αλλά και πεζογράφων, όμως εγώ μόνο φέτος, 19 χρόνια μετά το θάνατό του, κατάλαβα τι σήμαινε αυτό. Τον είχα γνωρίσει όταν ακόμα ήμουν «ψάρακλας» δημοσιογράφος, τον διάβασα, τον τραγούδησα, τον παρουσίασα σε δημοσιογραφικά αφιερώματα, ήταν προσηνής και φιλικός όποτε μιλούσαμε, αλλά δεν θα έλεγα ποτέ ότι «ξέρω» τον Ρίτσο. Όταν όμως διάβασα την ανέκδοτη ως τώρα αλληλογραφία του με την Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου –μια αλληλογραφία σημαδεμένη από τη συνθήκη της εξορίας (Γιάννης Ρίτσος, «Τροχιές σε διασταύρωση», με εισαγωγή και σημειώσεις της Λίζυς Τσιριμώκου, εκδ. Άγρα, Δεκ.2008)– ένιωσα για πρώτη φορά να μου μιλάει, σ’ εμένα προσωπικά, αυτή η αθέατη πλευρά του χαρακτήρα του. Οι επιστολές που στέλνει ο αναγνωρισμένος και καταξιωμένος Ρίτσος στο ζευγάρι των φίλων του –σ’ εκείνη για τα ποιήματά της, σ’ εκείνον για το «Κιβώτιο»– είναι τα πιο πολύτιμα μαθήματα… δημιουργικής γραφής που θα μπορούσα να φανταστώ. Τους καθοδηγεί στην τεχνική, τους διορθώνει, τους βοηθά να αναδείξουν τις ιδέες τους, τους επισημαίνει τις παγίδες που καραδοκούν λ.χ. στον εξομολογητικό λόγο, τους ενθαρρύνει, σκύβοντας πάνω στη δική τους φωνή, χωρίς να επιβάλλει τη δική του. Χωρίς να επιδιώκει να διαμορφώσει «μικρούς Ρίτσους», χλομές δηλαδή απομιμήσεις του εαυτού του – άρα μια αυλή.
Οδηγίες προς ναυτιλλομένους συγγραφείς έχουν κατά καιρούς γράψει διάφοροι «μεγάλοι», από τον Ρίλκε ως τον Μέιλερ και τον Στίβεν Κινγκ. Όμως οι συμβουλές του Ρίτσου διαφέρουν. Διότι είναι γραμμένες «από κάτω», διότι ακούν, διότι αγαπούν. Γράφει λ.χ.: «Φυλάξου απ’ τη μαγεία της λέξης που οδηγεί άσφαλτα στον βερμπαλισμό – όμως μην την παραμελείς ποτέ στο όνομα ενός αισθήματος ή του αυθορμητισμού». Ή ακόμα: «Περιγραφικότητα και αποδειχτικότητα είναι τα δύο τέρατα που κατασπαράζουν την τέχνη». Διαβάζοντας τις επιστολές του καταλαβαίνει κανείς ότι «η Τέχνη δεν έρχεται μόνη της. Στη δούλεψή της τη βρίσκουμε».

Η Μικέλα Χαρτουλάρη είναι δημοσιογράφος στα «Νέα», υπεύθυνη του σαββατιάτικου ενθέτου για το βιβλίο «Βιβλιοδρόμιο»


Βαγγέλης Χατζηβασιλείου:

Της φθοράς, της παρακμής, της σάρκας…

Ποιος ακριβώς είναι ο Ρίτσος που θέλουμε να τιμήσουμε, που ήδη τιμούμε, φέτος; Ο ποιητής της ανοιχτής επαναστατικής καρδιάς και του κομματικού έπους, όπως τον ακούσαμε και τον μάθαμε τις δύο πρώτες δεκαετίες (αλλά και αρκετά αργότερα) της μεταπολίτευσης; Το σύμβολο του εξωστρεφούς καλλιτέχνη, που παρά την ένταση και το μέγεθος της παραγωγής του, δεν έκλεισε ποτέ το παράθυρό του στον κόσμο; Ο στρατευμένος διανοούμενος, που έδωσε δίχως δισταγμό το παρών σε όλους τους πολιτικούς και τους κοινωνικούς αγώνες της εποχής του; Ή, μήπως, ο μελίρρυτος βάρδος του μεσοπολέμου, αλλά και της μεταπολεμικής ή της μεταπολιτευτικής περιόδου, που από ένα σημείο και πέρα αποσπάστηκε από το πλαίσιο της πολιτικής του ένταξης για να μετατραπεί σε εθνικό κτήμα;
Σκέφτομαι πως τέτοιου τύπου ερωτήματα, φιλοτεχνώντας εδώ και πολλά χρόνια τη δημόσια εικόνα του Ρίτσου, τείνουν να αγνοήσουν, με την εξωτερική τους φόρτιση και το αναπόφευκτο βάρος των στερεοτύπων τους, τα βαθύτερα στρώματα του έργου του. Εκείνο που θέλω να πω είναι πως έχει έρθει, ίσως, η ώρα να διαβάσουμε ξανά τον Ρίτσο, μακριά από την οιαδήποτε ετοιμοπαράδοτη πολιτική, ιδεολογική και εθνική παραδοχή. Κι αυτό όχι για να ουδετεροποιήσουμε τις συλλογικότητες στις οποίες οπωσδήποτε με ένα μέρος του ποιητικού του νου αφοσιώθηκε, αλλά για να πάμε πέρα από την εξύμνηση ή την καταδίκη των υπηρεσιών του προς την επανάσταση, το κόμμα ή την πατρίδα και να διακρίνουμε, όπου μπορούμε, το ατόφιο χρυσάφι του στίχου του: χρυσάφι που έχει να κάνει με την αίσθηση της φθοράς, της παρακμής, της διάβρωσης και του θανάτου, με την ακατάλυτη θέρμη της σάρκας και του έρωτα, καθώς και με το υποβλητικό φως που εκπέμπουν τα υλικά του ποιητικού εργαστηρίου. Κι είναι, νομίζω, παραπάνω από σίγουρο πως με έναν τέτοιο Ρίτσο θα επιστρέψουμε από έναν πολύ πιο διαφωτιστικό δρόμο και στον Ρίτσο του κοινωνικοπολιτικού προσανατολισμού και της δημόσιας σφαίρας.

*Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου είναι κριτικός λογοτεχνίας, συνεργάτης της «Βιβλιοθήκης» της «Ελευθεροτυπίας» και της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας»

Δεν υπάρχουν σχόλια: