Από τη Νάντια Δρακούλα
O κινέζος αυτοκράτορας Γου της δυναστείας των Χαν, περί το 200
π.X., έχασε την αγαπημένη του γυναίκα. Aπαρηγόρητος, ζήτησε από ένα μάγο να καλέσει το πνεύμα της. Tότε εκείνος δημιούργησε το είδωλό της μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο όπου πρόβαλε ένα μεγάλο σχέδιο με την εικόνα της πάνω σε ένα πανί. Έτσι ξεκίνησε η τέχνη του θεάτρου των σκιών.
Στη συνέχεια, οι Kινέζοι, μεθοδικοί, το εξέλιξαν χάρη στην προσθήκη καινούργιων στοιχείων: ζωγραφική και χαρακτική, μουσική και μιμική ενώθηκαν προκειμένου το νέο είδος να γίνει όλο και πιο ελκυστικό. Iδίως οι φιγούρες της νέας τέχνης θεωρήθηκαν ασύγκριτες σε φινέτσα και λεπτοδουλειά. Τις επεξεργάζονταν με κοφτερά μαχαίρια σε δέρμα γαϊδάρου. Oι φιγούρες είχαν
ύψος 33 πόντους και αποτελούνταν από 11 κομμάτια. Το πανί προβολής ήταν φτιαγμένο από χαρτί βατόμουρου ή καθαρή άσπρη γάζα, τεντωμένη πάνω σε ένα σκελετό μπαμπού γύρω στα οκτώ μέτρα. Το κυριότερο στοιχείο στις παραστάσεις του Θεάτρου Σκιών ήταν το θρησκευτικό. Αυτοί που υποδύονταν τις φιγούρες ήταν ιερείς, οι λεγόμενοι ντάλαγκ, και οι ιστορίες των έργων τους είχαν συνήθως να κάνουν με θεότητες και δράκους. Οι παραστάσεις διαρκούσαν μέχρι και τέσσερις ώρες!
Δυτικότερα της Άπω Ανατολής, το Θέατρο Σκιών θα σταθεί στην Περσία και στην Αίγυπτο. Στις αρχές του 20ού αιώνα, τα πρώτα γραμμένα θεατρικά κείμενα δείχνουν ανάπτυξη του συγκεκριμένου είδους σε μεγάλα αραβικά κέντρα, τη Βαγδάτη και τη Δαμασκό. Αργότερα, στην Αλγερία, οι κάτοικοι διασκεδάζουν με ένα φοβερό τύπο πατριώτη και «αντιστασιακό», που την έπεφτε στα ίσα στους αποικιοκράτες Γάλλους. Το όνομά του ήταν Καραγκούς.
Η ΓΝΩΡIΜIΑ ΣΤΟ ΣΑΡAΪ
Στον μουσουλμανικό κόσμο το Θέατρο Σκιών θα δημιουργηθεί για να εκφράσει το μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου και κάποιοι Άραβες θα το χρησιμοποιήσουν ως προπαγάνδα για τα μουσουλμανικά δόγματα. Οι Τούρκοι της Κεντρικής Ασίας τον 13ο αιώνα θα μεταφέρουν το Θέατρο Σκιών στα δυτικά της χώρας τους και θα το ονομάσουν Κογκουρτσάκ, Καβουρτσάκ και Κομπαρτσούκ. Σε αυτές τις περιοχές και γύρω στα μέσα του 17ου αιώνα γεννήθηκε ο θρύλος του Καραγκιόζη. Οι ιστορίες θέλουν τον Καραγκιόζη και τον Χατζηαβάτη να γνωρίζονται στην Προύσα.
Ο Χατζηαβάτης ήταν εργολάβος οικοδομών και ανέλαβε να χτίσει το σαράι του πασά της Προύσας. Πήρε λοιπόν στο γιαπί εργάτες και αρχιμάστορα έβαλε τον Καραγκιόζη που ήταν ένας έξυπνος μαραγκός. Ο πασάς τα έβαλε με τον Χατζηαβάτη γιατί αργούσε να τε-λειώσει το σαράι και τότε αυτός φανέρωσε στον πασά ότι φταίχτης ήταν ο Καραγκιόζης που έλεγε αστεία στους μαστόρους και γελούσαν. Ο πασάς φοβέρισε τον Καραγκιόζη, αλλά εκείνος
εξακολούθησε να γελάει. Τότε ο πασάς διέταξε το θάνατό του. Ο σκοτωμός αυτός ξεσήκωσε τους κατοίκους της Προύσας και ο πασάς για να τους ημερέψει έφτιαξε ένα μνημείο για τον Καραγκιόζη και τον έθαψε με μεγάλες τιμές. Οι ενοχές του όμως τον αρρώστησαν. Οι άλλοι αγάδες για να τον διασκεδάσουν έφερναν στο σαράι τον Χατζηαβάτη να λέει τα χωρατά του Καραγκιόζη. Αυτός δημιούργησε μια χάρτινη φιγούρα, τέντωσε ένα πανί, το φώτισε και ονόμασε την παράσταση Καραγκιόζη.
Ο ΔIΚΟΣ ΜΑΣ ΚΑΡΑΓΚIΟΖΗΣ
Στην Ελλάδα η τέχνη αυτή θα διαδοθεί ευρέως. Μετά την απελευθέρωση από την οθωμανική κατοχή ο μπαρμπα-Γιάννης Μπράχαλης φέρνει τον τούρκικο Καραγκιόζη στο Ναύπλιο, οι παραστάσεις του όμως «ήταν με πολλά βρωμόλογα και πρόστυχες χειρονομίες» και ενοχλούσαν. Οι αντιδράσεις οδηγούν τον Καραγκιόζη του στον Πειραιά, για να συναντήσει το πρώτο φανατικό κοινό του. Την τέχνη ήρθε με τη σειρά του να εξευγενίσει και να εξελληνίσει ο Μίμαρος (Δημήτρης Σαρδούνης), πρώην ψάλτης, με αφετηρία την Πάτρα. Καλλίφωνος, ταλαντούχος σχεδιαστής και ιδιαίτερα οξυδερκής, ο Μίμαρος αλλάζει δραστικά τα πρωτόγονα στοιχεία του Καραγκιόζη. Απαλλάσσει τα κείμενα από τις έντονες βωμολοχίες, αντικαθιστά τον φαλλό με ένα πολύ μακρύ χέρι και δίνει στον κόσμο ένα αξιόλογο καλλιτεχνικό θέαμα. Άνθρωποι όπως ο Μάρκος Ξάνθος και ο Αντώνης Μόλλας θα εξελίξουν την τέχνη και θα την καταστήσουν γνωστή στο λαό.
H συνέχεια είναι γνωστή. O Σωτήρης και, μετέπειτα, ο Eυγένιος Σπαθάρης (που πέθανε στις 9 Μαΐου) ενέταξαν οριστικά τον ήρωα στη σύγχρονη λαϊκή τέχνη. H Γενιά του 1930 θεωρητικοποίησε
αυτή τη λαϊκότητα ενώ, στην πορεία,τον ήρωα οικειοποιήθηκαν λογιότερες καλλιτεχνικές φόρμες –από τον Xατζιδάκι και τον Kάρολο Kουν μέχρι τον Διονύση Σαββόπουλο.
1 σχόλιο:
paidia me kanate na koimithw. den exete na grapsete tipota kalutero?
Δημοσίευση σχολίου