Πριν από μερικούς μήνες, μια παρέα επαναστατημένα παιδιά (με ιδεολογικά κίνητρα, θέλω να πιστεύω, μέσα στον πυρετό των γεγονότων) είχαν καταλάβει το κτίριο της Λυρικής Σκηνής.
Διαφωνούσαν με τα ανεβάσματα του Ταγχόιζερ, της Ρουσάλκα, των Παλιάτσων; Όχι. Διαφωνούσαν συλλήβδην με τη λειτουργία της όπερας. Και τι έβαζαν στη θέση της; Είχαν πολλά μελίρρυτα και με γλαφυρότητα ειπωμένα – αλλά στην ουσία όλη μέρα κι όλη νύχτα συνεδρίαζαν κι όταν σταμάταγαν τις συνεδριάσεις κλείνανε την Ακαδημίας και παίζανε μπάλα την ώρα που πολλοί γυρνούσαν σπίτι απ’τη δουλειά και κάποιοι άλλοι έβγαιναν για διασκέδαση. Ο παράδεισος της εξέγερσης ήταν παράδεισος (αν ήταν) μόνο για λίγους, για ελάχιστους – για όσους και για όσες συμμετείχαν στην κατάληψη. Για περισσότερους ήταν κόλαση – και στους κολασμένους δεν συγκαταλέγω τους ανθρώπους της Λυρικής που εκτοπίστηκαν από το χώρο της δημιουργίας τους ούτε τους φίλους της όπερας και τους φιλότεχνους που δεν συμμερίζονταν την απολυτότητα των καταληψιών και επέμεναν να πηγαίνουν σε θεάματα εποχές και περιόδους που οι καταληψίες δεν το επέτρεπαν.
Οι καταληψίες επέκριναν τους καλλιτέχνες και τους φιλότεχνους διότι, σε εποχές κοινωνικής αναταραχής, εποχές που τα προβλήματα διογκώνονταν και, επιπλέον, στον απόηχο των γεγονότων του περασμένου Δεκεμβρίου, αυτοί ασχολούνταν με την τέχνη (που, εμφανώς, στα μυαλά ορισμένων είναι ενδεικτική τρυφηλότητας στη ζωή, σε αντίθεση προφανώς με την επανάσταση). Αποφάσισαν, λοιπόν, να εμποδίσουν την πρόσβαση στα καλλιτεχνικά στέκια – στη Λυρική, αλλά και σε διάφορα θέατρα. Αποφάσισαν, δηλαδή, να ζητήσουν από τους φιλότεχνους να πάψουν, όσο εκείνοι εκτιμούσαν ότι θα παρατείνονται οι έκτακτες συνθήκες της άδικης κοινωνίας, να ασχολούνται με την καλλιέργεια, να πάψουν να αντλούν ευχαρίστηση από τις διάφορες ποιότητες της πνευματικότητας και να βγουν στους δρόμους.
Και αφού το αποφάσισαν, επιχείρησαν να το επιβάλουν βιαίως.
Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, τα κατάφεραν.
Στη διάρκεια όλων αυτών των ασκήσεων ενός ιδιότυπου αντάρτικου (και) κατά της καλλιτεχνικής πράξης, ακούστηκαν πολλά και πομπώδη, που κάλυψαν έστω και τις χαμηλόφωνες αντιρρήσεις (με εξαίρεση τη θαρραλέα από κοινού παρέμβαση στις εφημερίδες των συγγραφέων Απόστολου Δοξιάδη, Τάκη Θεοδωρόπουλου και Πέτρου Μάρκαρη, οι όποιες άλλες αντιρρήσεις πράγματι προφέρθηκαν χαμηλόφωνα, ο λόγος υποτάχθηκε απολύτως στη βία). Από τα πομπώδη αυτά, περί επανάστασης και κοινωνικής δικαιοσύνης, απουσίαζε εντελώς η αναφορά στη δημοκρατία και στις ελευθερίες. Περίσσευαν, όμως, οι προσπάθειες οικειοποίησης από τους καταληψίες-στο-όνομα-της-επανάστασης περιπτώσεων και περιστατικών που θεώρησαν ότι δικαιολογούν τις πράξεις τους.
Η Κωνσταντίνα Κούνεβα ήρθε στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία, μετανάστρια – πριν η χώρα της ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν και εκπαιδευτικός, δούλεψε σκληρά ως καθαρίστρια, υπό απάνθρωπες συνθήκες – τυπικό θύμα της εκμετάλλευσης της εργασίας των ξένων. Συνδικαλίστηκε διεκδικώντας τα στοιχειώδη δικαιώματα, αυτής και των συναδέλφων της. Μια μέρα, την προπηλάκισαν φριχτά, της έριξαν βιτριόλι στο πρόσωπο, ενώ την υποχρέωσαν να πιει ποσότητα από το ίδιο υγρό, ζει επειδή ήθελε πολύ να ζήσει – πώς αλλιώς; Εικάζεται βασίμως ότι έπεσε θύμα της αγριότητας των κυκλωμάτων που εκμεταλλεύονται την εργασία των ξένων.
Ένας συγγραφέας, ο Μισέλ Φάις, συγκινήθηκε από την περίπτωση της Κωνσταντίνας Κούνεβα.
Έγραψε ένα μονόπρακτο, το εξέδωσε – και ένα θεατρικό σχήμα θέλησε να το ανεβάσει στο Από Μηχανής Θέατρο. Την ημέρα της πρεμιέρας, μια ομάδα καταληψιών-στο-όνομα-της-επανάστασης κατέλαβε το θέατρο, έκανε ένα σωρό ζημιές – και τις δικαιολόγησε με ένα σημείωμα στο οποίο κατηγορούσε το συγγραφέα και τους ηθοποιούς. Η πρεμιέρα αναβλήθηκε. Ο Μισέλ Φάις έπρεπε να επιχειρηματολογήσει για να πει ότι, ναι, είναι συγγραφέας, και κάθε συγγραφέας που βλέπει γύρω του έχει δικαίωμα να δει τι συνέβη στην κ. Κούνεβα, όπως και κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να πει ότι η
ματιά του είναι σωστή ή λάθος, ότι το έργο του είναι καλό ή κακό. Έγραφε τα αυτονόητα, υπερασπιζόταν τα αυτονόητα για δημοκρατικές κοινωνίες – και το χειρότερο είναι ότι έπρεπε να το κάνει, δεν φαινόταν αυτονόητο για όλους.
Και τότε, σαν από μηχανής Θεά, παρενέβη η ίδια η Κωνσταντίνα Κούνεβα. Από το νοσοκομείο, όπου νοσηλεύεται, έστειλε ένα ιδιόχειρο σημείωμα. Ανορθόγραφο – τα ελληνικά είναι γι’ αυτήν ξένη γλώσσα. «Η κοινωνία χρειάζεται σήμερα σκέψη και διάλογο, η τέχνη πρέπει να εκφράζεται ελεύθερα», έγραφε.
Η γυναίκα που είχε υποστεί τη βία και τις προκαταλήψεις της κοινωνικής μας ζωής, απροκατάληπτα, υπέδειξε τη λέξη που αγνοούσαν, ίσως και να περιφρονούσαν οι καταληψίες-στο-όνομα-της-επανάστασης και ξεχνούσαν οι περισσότεροι. Ελευθερία. Το φάντασμα της ελευθερίας απέκτησε ξανά υπόσταση – και την πιο έγκυρη υποστήριξη.
Το Ελληνικό Φεστιβάλ υποδέχεται και φέτος το κοινό του. Ορμητικά, ζωηρά, προσπαθεί να δώσει το έναυσμα για σκέψη και διάλογο, παραμένοντας μια νησίδα δημιουργίας και ελευθερίας. Καλό καλοκαίρι.
Ηλίας Κανέλλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου