Συνέντευξη στην Κατερίνα Οικονομάκου
Μεταφέροντας στη σκηνή μια διασκευή του εμβληματικού «Μεφίστο» του Κλάους Μαν, ο σπουδαίος βέλγος σκηνοθέτης Γκι Κασίερς επιχειρεί να μιλήσει για τη σχέση της τέχνης με την πολιτική, την ευθύνη του καλλιτέχνη απέναντι στην εποχή του, τη ζωή στις σύγχρονες ευρωπαϊκές πόλεις και τις διαφορετικές εκδοχές του μέλλοντός μας. Τον ρωτήσαμε γιατί θεωρεί επίκαιρο ένα έργο με θέμα τη Γερμανία του Μεσοπολέμου.
Αν είχατε την ευκαιρία να κερδίσετε δόξα και δύναμη, με τίμημα τη συνεργασία με μια αποκρουστική και απάνθρωπη εξουσία, τι θα κάνατε;
Προφανώς, με δεδομένο ότι η εξουσία θα ήταν αποκρουστική και απάνθρωπη για τους άλλους. Τι είδους συμφωνία θα ήσασταν διατεθειμένοι να υπογράψετε με το επιλεκτικά σαγηνευτικό της προσωπείο; Όσο το ερώτημα τίθεται σε πλαίσιο θεωρητικό, σαν μια παρτίδα του παιχνιδιού «αλήθεια ή θάρρος», ελάχιστοι μεταξύ μας θα σκέφτονταν δεύτερη φορά πριν απαντήσουν. Στην πράξη, ωστόσο, έχει τεθεί σε αμέτρητα πρόσωπα, ξανά και ξανά. Η επίσημη ιστορία σκοπίμως και συστηματικά μνημονεύει εκείνους που είχαν την ψυχική ευγένεια και το σθένος να αποκρούσουν το φλερτ και να υποστούν τις συνέπειες. Τους υπόλοιπους, μνημονεύει κάποτε η λογοτεχνία. Ανάμεσά τους ένας διάσημος γερμανός ηθοποιός του Μεσοπολέμου, που κρύβεται πίσω από τον κεντρικό ήρωα του «Μεφίστο».
Σε αυτό το τολμηρό μυθιστόρημα του 1936, ο Κλάους Μαν είχε προσπαθήσει να στρέψει τα βλέμματα των συμπατριωτών του καταπάνω στο αυγό του φιδιού, έστω και εκείνη την ύστατη ώρα. Ο Μαν είχε έτοιμο τον κεντρικό ήρωα, στο πρόσωπο του πρώην συζύγου της αδελφής του, του ηθοποιού Γκούσταφ Γκρούντγκενς, που ήταν στη μαύρη λίστα των Ναζί λόγω των κομμουνιστικών του πεποιθήσεων. Ο Γκρούντγκενς έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να κερδίσει την εύνοια του καθεστώτος, να χτίσει μια λαμπρή καριέρα και να εδραιώσει τη φήμη του ως κορυφαίου πρωταγωνιστή, έως το τέλος της ζωής του. Το λογοτεχνικό alter ego του μας αφήνει πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Από εκείνο το σημείο, για να συνεχίσει θα 'λεγες τον συλλογισμό του Κλάους Μαν, πιάνει το νήμα της αφήγησης ο Τομ Λανουά, ο συγγραφέας του «Μεφίστο για πάντα». Το έργο αποτελεί το πρώτο μέρος μιας Τριλογίας της Εξουσίας –περιλαμβάνει ακόμη τις παραστάσεις «Wolfskers» (βασισμένη στις ταινίες του Ρώσου Αλεξάντρ Σοκούροφ για τον Λένιν, τον Χίτλερ και τον Χιροχίτο) και «Atropa» (με αναφορές στις αρχαίες τραγωδίες με θέμα τον Τρωικό πόλεμο)– που σκηνοθέτησε ο Κασίερς για τον θεατρικό οργανισμό της Φλάνδρας Toneelhuis, του οποίου είναι και ο καλλιτεχνικός διευθυντής.
Γιατί θελήσατε να συνεχίσετε το μυθιστόρημα του Κλάους Μαν επί σκηνής;
Όταν πήγα στην Αμβέρσα για να αναλάβω το Toneelhuis ήμουν βέβαιος από την πρώτη στιγμή ότι έπρεπε να ανεβάσω το «Μεφίστο» – είχα διαβάσει το βιβλίο, είχα δει την κινηματογραφική εκδοχή του από τον Ίστβαν Σάμπο... Με απασχολούσε πολύ έντονα να βρω έναν τρόπο να μιλήσω μέσα από την πρώτη σκηνοθεσία μου εκεί για την αντίληψη που έχω για τον ρόλο του θεάτρου. Με απασχολούσε η θέση της τέχνης και η ευθύνη του καλλιτέχνη σε μια μεγάλη πόλη που αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς. Για μένα, το κείμενο του Κλάους Μαν και η θεατρική προσαρμογή του Τομ Λανουά αποτέλεσαν το ιδανικό σημείο εκκίνησης για να ξανασκεφτώ τις ευθύνες μου ως επικεφαλής αυτού του εγχειρήματος και ως καλλιτέχνη. Μάλιστα το ξεκίνημα αυτής της θεατρικής μας περιπέτειας στο Toneelhuis συνέπιπτε και με τις εθνικές εκλογές. Το όραμά μας ήταν και είναι να δημιουργήσουμε μια ολότελα νέα συνθήκη, να επαναπροσδιορίσουμε τη μορφή που πρέπει να έχει η θεατρική εταιρεία της πόλης και τη σχέση που πρέπει να καλλιεργεί με την πόλη. Το Toneelhuis είναι σαν μια μικρογραφία πόλης: διαφορετικοί καλλιτέχνες συνυπάρχουμε και συνεισφέρουμε με τις διαφορετικές καλλιτεχνικές γλώσσες, τα διαφορετικά μέσα, τις διαφορετικές οπτικές γωνίες μας για να υλοποιήσουμε και να μοιραστούμε ένα κοινό όνειρο. Ενώ διατηρούμε ταυτόχρονα την αυτονομία μας.
Και τι είδους υλικό σας δίνει πίσω η πόλη; Ποια είναι η ταυτότητα της Αμβέρσας σήμερα;
Ξέρετε, μπορεί να μην είναι τόσο μεγάλη όσο η Αθήνα, αλλά πιστέψτε με έχει μεγάλο ενδιαφέρον η εξέλιξή της. Η Αμβέρσα είναι λιμάνι, ένα από τα μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια, και μοιάζει ανοιχτή και ανοιχτόμυαλη, όπως είναι τα λιμάνια συνήθως. Κι όμως, την ίδια στιγμή, υπάρχει ένα είδος σχιζοφρένειας, μια διάχυτη αίσθηση φόβου, που ανάμεσα σε άλλα τρέφεται κι από την εγγύτητα με τις Βρυξέλλες, την πόλη που συμβολίζει την ενοποίηση της Ευρώπης. Βρισκόμαστε στην καρδιά μιας συζήτησης γύρω από τι σημαίνει για εμάς και πώς αισθανόμαστε σαν μέρος της Ευρώπης. Έχω την αίσθηση ότι πολλοί από τους ανθρώπους που κατοικούν στην Αμβέρσα, και στο Βέλγιο γενικότερα, προβάλλουν ένα είδος αντίστασης στην προσπάθεια της ολοκλήρωσης. Φοβόμαστε, πιστεύω, μήπως χάσουμε την ταυτότητά μας. Την οποία, εδώ που τα λέμε, ποτέ δεν είχαμε. Τι εννοώ; Ότι ήμασταν πάντα μέρος ενός άλλου πολιτισμού – του γερμανικού, του ολλανδικού... Ωστόσο, με αυτήν την έννοια, επειδή έπρεπε να βρίσκουμε τον τρόπο να επιβιώνουμε, αναγκαζόμασταν να αντλούμε και να οικειοποιούμαστε στοιχεία από διάφορες κουλτούρες. Κι όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, αυτό δεν είναι μειονέκτημα. Κάθε άλλο. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι είναι κι ο λόγος που στις μέρες μας τόσοι ενδιαφέροντες πρωτοποριακοί καλλιτέχνες προέρχονται από το Βέλγιο. Γιατί μιλάμε πολλές γλώσσες και αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να συγκροτούμε την ταυτότητά μας ψάχνοντας σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Ο τίτλος του έργου είναι «Μεφίστο για πάντα». Τι είναι αυτό που κάνει διαχρονικό το συγκεκριμένο έργο του Μαν;
Το μυθιστόρημα είναι μεν πολύ καλό, αλλά είναι ένα έργο γραμμένο σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Ο Μαν το έγραψε έχοντας στον νου του συγκεκριμένους ανθρώπους – μπορεί να άλλαξε τα ονόματα, αλλά όλοι γνώριζαν για ποιους μιλάει. Γράφοντας αυτή την ιστορία ήθελε να επηρεάσει την τροπή που έπαιρνε η πολιτική συμπεριφορά των συμπατριωτών του εκείνη την περίοδο. Νομίζω ότι αν απλώς διασκευάζαμε το «Μεφίστο» για να το παρουσιάσουμε στο σύγχρονο κοινό δεν θα εκθέταμε τους θεατές σε κανενός είδους ρίσκο, θα τους προσφέραμε ένα πολύ ασφαλές θέαμα. Θα ήταν σαν να λέμε: «Κοιτάξτε τι συνέβη τότε, πριν από πολλά χρόνια, εσείς δεν χρειάζεται να τρομάζετε, δεν θα επαναληφθούν τέτοια φαινόμενα». Ο τρόπος που χειρίστηκε την ιστορία ο Τομ Λανουά ήταν σκόπιμα κόντρα σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Πρώτα απ' όλα, στο βιβλίο η πλοκή ολοκληρώνεται πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου – για τον Λανουά κάπου εκεί είναι το σημείο εκκίνησης. Στην παράσταση, λοιπόν, μιλάμε και για όσα συνέβησαν στους ήρωες κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά το τέλος του πολέμου. Ο Λανουά ολοκληρώνει την ιστορία, γράφει για όσα δεν έγραψε ο Μαν. Φυσικά οι αναφορές στον γερμανικό φασισμό υπάρχουν στο θεατρικό κείμενο, αλλά δεν ακούς το όνομα του Χίτλερ παραπάνω από μια-δυο φορές. Επιδιώξαμε να κάνουμε το κείμενο με μία έννοια «ανοιχτό», ώστε να θεωρείται αυτονόητο ότι δεν αφορά αποκλειστικά τη Γερμανία μιας συγκεκριμένης εποχής. Θέλαμε να καταστήσουμε σαφές ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να δούμε να εκτυλίσσονται ανάλογες καταστάσεις και σε άλλες στιγμές, σε άλλους τόπους.
Έχετε στον νου σας συγκεκριμένους τόπους ή συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές;
Κοιτάξτε, χωρίς να θέλω να πω ότι σήμερα βλέπουμε επεισόδια σαν εκείνα που εκδηλώθηκαν στην Ευρώπη τη δεκαετία του '30, νομίζω ότι έχουμε τουλάχιστον αρκετά φαινόμενα λαϊκισμού. Στην παράσταση παρακολουθούμε πώς οι πρωταγωνιστές με τον καιρό εγκαταλείπουν όλες τις αρχές και τις αξίες τους για να ενστερνιστούν ολοκληρωτικά την ιδεολογία του φασισμού. Νομίζω ότι ένα από τα ζητήματα που οφείλουν στις μέρες μας να μας ανησυχούν είναι πώς μπορεί αυτό να συμβεί και σε οποιονδήποτε από εμάς.
Στο μυθιστόρημα του Μαν ο κεντρικός ήρωας είναι ευθύς εξαρχής αντιπαθής, είναι ένα πρόσωπο για το οποίο ο αναγνώστης δεν μπορεί να αισθανθεί έστω ελάχιστη συμπόνια. Ισχύει το ίδιο και για τον κεντρικό ήρωα της δικής σας εκδοχής;
Στο κείμενο του Μαν είναι αδύνατο να ταυτιστεί κανείς με τον ηθοποιό που είναι ο πρωταγωνιστής. Από την πρώτη στιγμή, ξέρεις ότι δεν μπορείς να του έχεις καμιά εμπιστοσύνη. Νομίζω ότι είναι πολύ έξυπνο εκ μέρους του Λανουά, που διάλεξε να τον χειριστεί διαφορετικά. Γιατί στο θεατρικό κείμενο ο ήρωας καταφέρνει να μας σαγηνεύσει και να μας παραπλανήσει, φτάνει κανείς να σκεφτεί ότι μάλλον αυτός ο άνθρωπος κάνει ό,τι κάνει γιατί θέλει να εξελιχθούν τα πράγματα όσο καλύτερα γίνεται για όλους. Στο τέλος, όμως, διαπιστώνουμε ότι έχει βάλει τόσο πολύ νερό στο κρασί του, που το κρασί έχει εξαφανιστεί κι ό,τι μένει είναι νερό... Και το πιο ενδιαφέρον είναι ότι δεν καταλαβαίνεις σε ποιο ακριβώς σημείο η πλάστιγγα αρχίζει να κλίνει επικίνδυνα, σε ποια στιγμή χάνει ολοκληρωτικά τον εαυτό του. Οπότε έχοντας ταυτιστεί μαζί του, συνειδητοποιείς ότι υπάρχει πάντα ένας κίνδυνος, ότι αν βρισκόσουν σε ανάλογη κατάσταση μπορεί να φερόσουν κατά τον ίδιο τρόπο.
Δηλαδή αυτό το ερώτημα το έχετε κι εσείς θέσει στον εαυτό σας;
Ναι, και όχι μόνο μια φορά. Ξέρετε, είμαι επικεφαλής ενός θεατρικού οργανισμού που έχει την έδρα του σε μια πόλη όπου το 33% από τους κατοίκους της που έχουν δικαίωμα ψήφου ψηφίζουν την άκρα Δεξιά. Οπότε είμαι αντιμέτωπος με μια απτή πραγματικότητα. Δεν λέω ότι κατ' αναλογία το 33% των ανθρώπων που βλέπουν τις δουλειές μας ψηφίζουν την άκρα Δεξιά, αλλά γνωρίζουμε ότι στην καρδιά της πόλης καλλιεργούνται ακραίες αντιλήψεις. Ωστόσο, δεν λέω ότι πρόκειται για φασιστικές αντιλήψεις. Εκείνο για το οποίο είμαι βέβαιος, είναι ότι σήμερα υπάρχει ένα έλλειμμα εμπιστοσύνης προς την πολιτική. Γι’ αυτό κι ένα μεγάλο ποσοστό των ψήφων προς την άκρα Δεξιά είναι δηλώσεις απαρέσκειας της πολιτικής – αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Με αυτήν την έννοια έχει κανείς την αίσθηση ότι αυτές οι ακραίες ιδέες παρεισφρέουν και στα μεγάλα κόμματα, όπως είναι το Κόμμα των Καθολικών, το Κόμμα των Φιλελεύθερων, ακόμη και το Σοσιαλιστικό. Έτσι, καθώς συζητάω καθημερινά με τους ανθρώπους που μας δίνουν την επιχορήγηση γύρω από το τι θέλω να κάνω και πώς θέλω το κάνω, εγώ ο ίδιος αναρωτιέμαι πολύ συχνά μήπως νερώνω το κρασί μου περισσότερο απ' ό,τι πρέπει προκειμένου να ανεβάσω τις παραστάσεις που πιστεύω ότι πρέπει να ανεβάσω.
Ποιο είναι το είδος των παραστάσεων που σας ενδιαφέρουν; Ποια θεωρείτε ότι είναι η ευθύνη σας ως καλλιτέχνη;
Χωρίς να υποστηρίζω ότι τα περισσότερο εμπορικά, λαϊκά θεάματα είναι άχρηστα, αισθάνομαι ότι από τη στιγμή που διευθύνω ένα επιχορηγούμενο θεατρικό οργανισμό έχω μια ξεχωριστή ευθύνη. Έχω την υποχρέωση να προσπαθώ να ερεθίσω τη σκέψη των ανθρώπων, να την οδηγήσω σε νέους δρόμους και όχι απλώς να κάνω κήρυγμα στους πιστούς. Θέλω να πω ότι δεν αρκεί να προσπαθώ να πείσω τους θεατές για πράγματα με τα οποία ήδη συμφωνούν. Με αυτή την έννοια η αποστολή μου δεν εξαντλείται στο να επιβεβαιώσω, να ενισχύσω απόψεις ήδη θεμελιωμένες και αποδεκτές σχετικά με το παρελθόν, αλλά να συμβάλω στο να ξανασκεφτούμε το παρελθόν, να το κοιτάξουμε από νέες, διαφορετικές οπτικές γωνίες, που ίσως μας προσφέρουν μια καθαρότερη εικόνα για το ενδεχόμενο μέλλον μας.
Θεωρείτε εφικτό να απευθυνθείτε και σε αυτό το 33% των κατοίκων της Αμβέρσας που ψηφίζουν την άκρα Δεξιά;
Η αλήθεια είναι ότι στο θέατρο πρέπει να περιμένεις να έρθει το κοινό, δεν μπορείς να πας εσύ κοντά του, όπως συμβαίνει με την τηλεόραση. Αλλά όσοι έρχονται στην παράσταση, αντιλαμβάνονται ότι τίποτε δεν είναι άσπρο ή μαύρο. Δεν απευθυνόμαστε στους ανθρώπους για να τους πούμε ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος. Δεν μας ενδιαφέρει να ενισχύσουμε τις σιγουριές τους. Αυτό που ρωτάει το «Μεφίστο για πάντα» είναι πώς φτάνει το 33% του πληθυσμού να επιλέγει ένα κόμμα της άκρας Δεξιάς. Και πώς ο εξτρεμισμός μπορεί σιγά σιγά να ενισχύεται και να εξαπλώνεται σε μια πόλη όπως η Αμβέρσα. Έχουμε πάει την παράσταση στην Ισπανία, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες. Νομίζω ότι κάθε φορά, παρ’ όλο που το πλαίσιο αλλάζει, το καταπληκτικό είναι ότι άνθρωποι που ζουν στις διαφορετικές πόλεις αναγνωρίζουν οικείες, δικές τους εμπειρίες. Φοβάμαι λοιπόν ότι ενώ το έργο είναι γραμμένο και σκηνοθετημένο για την Αμβέρσα, διατηρεί ατόφιο το νόημά του σε πολλές διαφορετικές πόλεις της Ευρώπης, όπου παρακολουθούμε να πολώνεται επικίνδυνα η κοινωνία. Γιατί οι άνθρωποι αντί να συζητούν μεταξύ τους, αντί να αναρωτιούνται και να προσπαθούν να κατανοήσουν γιατί κάποιος ψηφίζει όπως ψηφίζει, αρκούνται να δηλώνουν αυτό που ο καθένας νομίζει ότι είναι σωστό. Διάλογος γύρω από την πολιτική δεν γίνεται.
Και λέτε ότι η συζήτηση μπορεί να ανοίξει με τη συνδρομή και του θεάτρου;
Νομίζω ότι το θέατρο και η λογοτεχνία μπορούν να μας βοηθήσουν, όχι με την έννοια ότι μπορεί να μας πείσουν να σκεφτούμε διαφορετικά, αλλά διατυπώνοντας σαφή ερωτήματα πάνω στα οποία μας προκαλεί να στοχαστούμε. Το πρόβλημα είναι ότι στα μίντια όλοι φωνάζουν και επιχειρηματολογούν εκδηλώνοντας έντονα συναισθήματα, όμως πώς προκύπτουν αυτά τα συναισθήματα; Και πώς τα διαχειριζόμαστε; Αυτό θα έπρεπε να είναι το θέμα της συζήτησης. Νομίζω ότι στο θέατρο η ατμόσφαιρα της απομόνωσης μας βοηθάει να ανοίξουμε τις αισθήσεις μας –που έχουμε συνηθίσει να «κλειδώνουμε» για να προφυλαχθούμε από τα αναρίθμητα ερεθίσματα που μας βομβαρδίζουν ακατάπαυστα απ’ όλες τις πλευρές–, να αφοσιωθούμε στη θεατρική πράξη, να επιτρέψουμε στο κείμενο να βρει χώρο στο μυαλό μας, να απασχολήσει τη σκέψη μας και να αφεθούμε στα συναισθήματα που ίσως γεννηθούν. Ώστε να δούμε καθαρά τα συγκεκριμένα ερωτήματα που διατυπώνονται, να σκεφτούμε τι μπορεί να σημαίνουν για εμάς και τι σχέση έχουν με το ενδεχόμενο μέλλον μας.
Γιατί το κείμενο της παράστασης είναι διάστικτο από μικρά αποσπάσματα διαλόγων ή ατάκες από έργα του κλασικού ρεπερτορίου, όπως ο «Άμλετ» και ο «Βυσσινόκηπος»;
Ναι, με έναν τρόπο, το κείμενο περιέχει ολόκληρη την ιστορία του θεάτρου και οι ηθοποιοί χρησιμοποιούν τα λόγια του Σαίξπηρ και του Τσέχοφ για να πουν αυτό που θέλουν να πουν σήμερα. Για μένα ήταν πολύ σημαντικό να φτάνει στους θεατές ο απόηχος του «Άμλετ» και του «Βυσσινόκηπου», ο απόηχος αυτών των μεγάλων έργων που συγκροτούν την κοινή κληρονομιά μας, που μας θυμίζουν ότι μοιραζόμαστε και μια κοινή ιστορία. Και οι ιστορίες που αφηγούνται τα μεγάλα κλασικά κείμενα επιστρέφουν ξανά και ξανά, τις λέμε και τις ξαναλέμε με διάφορους τρόπους, αλλά πάντα μας αφορούν, πάντα μιλούν για όσα ζούμε σήμερα.
Το «Μεφίστο για πάντα», όπως όλες οι παραστάσεις σας, αξιοποιεί σε μεγάλο βαθμό την τεχνολογία. Τι κερδίζει το κείμενο και η παράσταση από τη χρήση πολυμέσων;
Στην περίπτωσή μου έχει να κάνει με τον τρόπο που προσεγγίζω συνολικά το θέατρο. Επειδή προέρχομαι από τις πλαστικές τέχνες, εκείνο που ως σκηνοθέτη με απασχολεί ιδιαίτερα είναι να αναλύσω το κείμενο όσο καλύτερα μπορώ, να κοιτάξω το υλικό που έχω στα χέρια μου και να το μεταμορφώσω σε κάτι νέο προκειμένου να χτίσω μια γέφυρα ανάμεσα στο κείμενο και το κοινό. Ο τρόπος μου να σκηνοθετώ είναι να ξεκινάω πάντα από την εικόνα, αυτή είναι η πρώτη μου γλώσσα. Κι έπειτα κοιτάζω το θέμα μου και το έργο μέσα από τα μάτια καλλιτεχνών που δουλεύουν με διαφορετικά μέσα, μαζί προσπαθούμε να ανοίξουμε ένα διάλογο που να έχει όσο το δυνατό μεγαλύτερο ενδιαφέρον, έτσι ώστε να φωτίσουμε και να αναδείξουμε το κείμενο. Στο ρεπερτόριο που προσπαθώ να φτιάξω δεν αρκεί ο διάλογος για να πω μια ιστορία. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας θέλω να οδηγήσω τους θεατές σε ένα ταξίδι, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν θα παρακολουθούν απλώς τις καταστάσεις που προκύπτουν ανάμεσα στα πρόσωπα, αλλά θα μπορούν να εισχωρούν και στο μυαλό τους. Έτσι, το «Μεφίστο για πάντα» αρχίζει με τον παραδοσιακό τρόπο, με διάλογο, αλλά καθώς περνάει η ώρα, αντί να παρακολουθείς απλώς τον Κουρτ Κέπλερ, τον πρωταγωνιστή, φτάνεις να ταυτίζεσαι μαζί του – με έναν τρόπο έχεις την αίσθηση ότι έχεις μπει στο μυαλό των ηρώων. Θα 'λεγες ότι σιγά σιγά σχεδόν καταργείται η σωματικότητα. Όπως όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο, που πλάθουμε μόνοι την εικόνα του ήρωα και έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε στο μυαλό του.
Εννοείτε ότι αυτό που επιδιώκετε είναι να αναπαράγετε την αίσθηση που έχει ένας αναγνώστης ολοκληρωτικά απορροφημένος από το κείμενο;
Αυτό προσπαθώ να πετύχω. Γιατί ο θεατής είναι πολύ ασφαλής ως μέρος του κοινού, μακριά από όσα εκτυλίσσονται επάνω στη σκηνή. Θέλω να καταργήσω αυτή την ασφάλεια. Θέλω να κάνω τον θεατή να αισθανθεί ότι βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της ιστορίας, ότι σχεδόν συμμετέχει στη δράση. Ωστόσο, δεν εξαρτώνται τα πάντα από τον τρόπο που θα αφηγηθούμε εμείς την ιστορία, γιατί έχει σημασία πώς θα την αναπλάσει με τη σειρά του ο θεατής. Εμείς προσφέρουμε τα διαφορετικά στοιχεία, τις διαφορετικές εικόνες, τη μουσική, τον λόγο κι οι θεατές τα συνθέτουν ανάλογα με την προσωπική ιστορία και τις εμπειρίες τους. Προσπαθούμε να αποπλανήσουμε τον θεατή, να τον προκαλέσουμε να βρει τον καλλιτέχνη που βρίσκεται μέσα του.
INFO:
«Μεφίστο για πάντα»
Θέατρον, Κέντρο Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος, Αίθουσα Αντιγόνη / 11 - 13 Ιουνίου 2009, 21:00
Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Κλάους Μαν «Μεφίστο»
Σκηνοθεσία: Guy Cassiers
Κείμενο: Tom Lanoye
Δραματουργία: Corien Baart, Erwin Jans
Σκηνικά: Marc Warning
Καλλιτεχνική επιμέλεια - Σκηνικά: Enrico Bagnoli, Diederik De Cock, Arjen Klerkx
Κοστούμια: Tim Van Steenbergen
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου