19/6/09
Δημήτρης Παπαδημητρίου: Η χαρά βρίσκεται στην απέναντι όχθη
Από την Κατερίνα Κόμητα
Βρισκόμαστε λίγες μέρες πριν το ανέβασμα της παράστασης «Όσο υπάρχουν Αχαιοί» στο Ηρώδειο και οι πρόβες έχουν φτάσει στο τελικό στάδιο. Καθόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλον. Γύρω μας άνθρωποι που απολαμβάνουν τον μεσημεριανό τους καφέ κι ανάμεσά μας το δημοσιογραφικό κασετόφωνο, τα κινητά που χτυπούν κάθε τόσο, παγωμένοι καφέδες, χυμοί και φυσικά πρόχειρο φαγητό για να αντέξουμε το υπόλοιπο μιας ακόμα απαιτητικής μέρας. Αν είχα δυο λέξεις για να περιγράψω τον Δημήτρη Παπαδημητρίου θα έλεγα πως ήταν «απρόσμενα οικείος»• δάνειο κι ετούτο από τις ατάκες του Μάνου Χατζιδάκι, που μ’ έναν τρόπο ήταν κι αυτός συνεχώς παρών στη συζήτησή μας.
Κατ’ αρχάς πείτε μας λίγα λόγια για το ίδιο το έργο που ανεβαίνει σε λίγες μέρες στο Ηρώδειο. Για την ιδέα που οδήγησε σε αυτό, αλλά και για τη δομή του.
Η συναυλία αυτή, και όχι τυχαία, σχεδόν συμπίπτει χρονικά με τα εγκαίνια του νέου Μουσείου της Ακρόπολης. Έτσι λοιπόν η σκέψη μου ήταν να κάνω μια παράσταση που να περιέχει τη συγκίνηση, αλλά και τον σκεπτικισμό που προκαλεί η παρουσία αυτού του τόσο λαμπρού μνημείου. Το πρώτο μέρος της μιλά για την ιστορία με δύο έργα που αφορούν τη γέννηση του ελληνικού έθνους: Το πρώτο, με τίτλο «Στο όνομα της Ελένης», το ολοκλήρωσα μόλις πέρυσι. Ξεκίνησε από μια συρραφή κειμένων για την Ελένη που είχε κάνει ο Κ. Χ. Μύρης, την οποία στο πέρασμα του χρόνου εξέλιξα προσθέτοντας και το alter ego της Ελένης, την αντίθετη όψη της, που δεν είναι άλλη από την Ιφιγένεια.
Αυτό το έργο, που αρχικά προοριζόταν για συμφωνική ορχήστρα, χορωδία και τραγουδιστές, θέλησα να το μεταφέρω στην ιδέα της σύνθεσης όλων των τεχνών. Και η ιδέα αυτή, κάποια στιγμή, αναζωπυρώθηκε από τη γλύπτρια Βασιλική Θεοδωρακίδη, για να στραφώ στη συνέχεια στον Γιάννη Κακλέα που ανέλαβε τη σκηνοθεσία. Έτσι θα υπάρχει επί σκηνής μια συμφωνική ορχήστρα 80 ατόμων, μια μεγάλη χορωδία 70 ατόμων, οι τραγουδιστές μας και φυσικά ένας ιδιαίτερα πρωτοποριακός και επιβλητικός σκηνικός χώρος πάνω στον οποίο θα προβάλλονται πολλαπλά video art. Οι χορογραφίες του Κυριάκου Κοσμίδη και τα υποκριτικά στοιχεία μέσα από την παρουσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, αλλά και άλλων ηθοποιών που υποδύονται σημαντικούς ρόλους μέσα στον μύθο της Ελένης, συμπληρώνουν τη σύνθεση.
Στο πρώτο μέρος της παράστασης θα υπάρχει επίσης και η «Ωδή στην Ελευθερία» του Σέλεϊ, ένα έργο που όταν το διάβασα αρχικά με συγκλόνισε, γι’ αυτό και το μετέφρασα και κατόπιν προχώρησα στη σύνθεση μιας μελοποιημένης ανάγνωσης. Την ανάγνωση αυτή θα κάνει ο ηθοποιός Γιώργος Χωραφάς.
Στο δεύτερο μέρος, που αφορά τη ζωή της νεώτερης Ελλάδας στη σκιά του Βράχου της Ακρόπολης, θα ακουστούν για πρώτη φορά τραγούδια σε ποίηση Εμπειρίκου, Λαπαθιώτη, Διονύση Καψάλη, Κικής Δημουλά κ.ά.
Θα έλεγε κανείς ότι το σύνολο σχεδόν του έργου σας είναι μελοποιημένη ποίηση. Μια τόσο μεγάλη αφοσίωση μήπως τελικά κρύβει μια ανάγκη;
Είναι πραγματικά μια ανάγκη, μια εσωτερική φωνή που με σπρώχνει προς τα εκεί. Κι ίσως η βαθύτερη αιτία να κρύβεται στο γεγονός ότι στα νεανικά μου χρόνια ήμουν μοιρασμένος ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη μουσική. Τελικά επέλεξα τη μουσική, κι ίσως η λογοτεχνία επιστρέφει με τη μελοποίηση της ποίησης.
Πιστεύετε ότι υπάρχει λόγος να μελοποιείται η ποίηση;
Ίσως μας αρέσει να σκεφτόμαστε την ποίηση και τη μουσική ως ανεξάρτητες τέχνες, όμως αυτό που προϋπήρξε ήταν η ραψωδία. Η ποίηση και η μουσική δεν ήταν ανεξάρτητες, αλλά τμήματα ενός συνόλου. Παρότι, χάρις στην τυπογραφία και στην παρτιτούρα, αυτά τα δύο μέρη ακολούθησαν ξεχωριστούς δρόμους, διατηρούν πάντα την έλξη τους και μπορούν να επανενώνονται. Μάλιστα η τάση τους παγκοσμίως είναι ακριβώς αυτή. Θα ήταν μεγάλη αμάθεια, τόσο από πλευράς μουσικών όσο και από πλευράς ποιητών, να υποστηριχθεί ότι η ποίηση δεν έχει ανάγκη τη μουσική αλλά και το αντίθετο. Γιατί η έννοια της ποίησης πρέπει να υπάρχει μέσα σε μια σύνθεση ακόμα και αν δεν υπάρχει ο λόγος. Και η έννοια της μουσικής πρέπει να υπάρχει στην ποίηση, γιατί αλλιώς είναι κενό γράμμα. Στην πραγματικότητα η τέχνη είναι μία και κάποιος μπορεί πολύ εύκολα να δει αυτή την ενότητα πίσω από τις διαφορετικές τέχνες.
Πώς γεννιέται η ιδέα ενός καινούργιου έργου;
Αν πρόκειται για τραγούδι, εννέα στις δέκα φορές με τον ίδιο τρόπο: Σε κάποια φάση της ζωής μου έχω διαβάσει κάτι που με έχει σημαδέψει και το θυμάμαι. Καιρό μετά, η ζωή με εκβάλει στην ακτή ενός ποιήματος, το οποίο μέσα στα χρόνια έχει κλώσει γύρω του έναν μουσικό ιμάντα, τον οποίο σιγά σιγά ξεδιαλύνω και αντιλαμβάνομαι. Έτσι συνέβη σχεδόν με όλα τα ποιήματα. Τα γνώριζα από παλιά κι ωρίμαζαν μέσα μου δημιουργώντας ένα μουσικό κατάλοιπο.
Ξέρετε, η μελοποίηση ενός ποιήματος τελικά δεν είναι τίποτα άλλο από μια ανάγνωσή του από έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Ακόμα και όταν απλώς και μόνο διαβάζουμε ένα ποίημα το μυαλό μας δημιουργεί έναν εσωτερικό ήχο και αποφασίζει για μια ερμηνεία. Έτσι, η μελοποίηση είναι στην πραγματικότητα μια πιο πλατιά ανάγνωση. Αυτό ταυτόχρονα εξηγεί και το πώς γράφω: Ξεκινώ από μια ιδανική για μένα ανάγνωση που περιέχει την ερμηνεία του ποιήματος και προσπαθεί να την εκφέρει με ηχητικό τρόπο.
Γράφετε και πράγματα που δεν τα βγάζετε προς τα έξω; Θέλω να πω, ως συνθέτης, ζείτε μια «διπλή ζωή»;
Θα έλεγα πολλαπλή! (γέλια). Στην πραγματικότητα τα περισσότερα πράγματα που γράφω είτε τα βγάζω με μεγάλη καθυστέρηση είτε ποτέ. Ξέρετε, όταν βγάζεις ένα έργο προς τα έξω το ολοκληρώνεις θέλοντας και μη. Έτσι, πιστεύω ότι είναι προτιμότερο για ένα έργο να αποκτά τη δισκογραφική του μορφή αφού έχει παιχθεί πάρα πολλές φορές στο κοινό.
Η σχέση σας με το λαϊκό τραγούδι ποια είναι;
Τουλάχιστον στη χώρα μας το λαϊκό τραγούδι είναι το χώμα πάνω στο οποίο φυτρώνει η τέχνη. Ακόμα και η σύγχρονη ζωγραφική έχει βασιστεί πολύ πάνω στο λαϊκό τραγούδι – τουλάχιστον η τάση που προέρχεται από τον Κόντογλου ή τον Τσαρούχη. Κι αυτό το χώμα είναι απολύτως αναγκαίο, γιατί η τέχνη δεν πέφτει εξ ουρανού• φυτρώνει σαν δέντρο από κάτω προς τα πάνω. Ο δικός μου στόχος είναι να ανεβώ σ’ αυτό το δέντρο και να το πάω δυο εκατοστά πιο πάνω• να βρω έναν ακόμα κρίκο αυτής της αλυσίδας που έχει έρθει στα χέρια μου μέσα από το πέρασμα του χρόνου.
Είστε σχεδόν πενήντα ετών. Για να δανειστώ ένα στίχο από το «Παράπονο» του Οδυσσέα Ελύτη, το οποίο έχετε μελοποιήσει, «εδώ στου δρόμου τα μισά» ποιος είναι ο απολογισμός σας; Γίνατε αυτό που ονειρευόσασταν;
Υπάρχει μια αποστροφή του Δάντη που δεν ξεχνώ ποτέ: «La gioia è sempre a l'altra riva» (σ.σ.: «H χαρά βρίσκεται πάντα στην απέναντι όχθη»). Θυμάμαι πως το ίδιο πράγμα μου το είχε πει κι ο πατέρας μου, αλλά με άλλα λόγια. Μου είχε πει δηλαδή το εξής: «Θα έρθει μια ώρα που, αν τελικά έχεις πετύχει κάποια πράγματα, σίγουρα θα έχεις θυσιάσει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής σου για να τα καταφέρεις. Και τότε θα μουντζώνεσαι που θυσίασες τη ζωή σου γι’ αυτά που πέτυχες. Αν πάλι δεν έχεις κάνει τίποτα, τότε θα μουντζώνεσαι που άφησες να περάσει έτσι άδικα η ζωή σου. Επομένως δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να γλιτώσεις από μια σοβαρής μορφής μούντζα».
Εγώ από αυτές τις δύο μούντζες, από νωρίς, επέλεξα τη μούντζα αυτού που κάτι έκανε και γι’ αυτό έχασε τη ζωή του. Σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου αντιλαμβάνομαι ότι έχω «χάσει» πράγματα, όχι όμως οριστικά. Και γι’ αυτό μπαίνω σε μια διαδικασία να τα προλάβω. Τα σχοινιά του καραβιού ίσως έχουν λυθεί, όμως το καράβι δεν έχει φύγει ακόμα από το λιμάνι. Αισθάνομαι ότι τα πράγματα που θέλω πάρα πολύ μπορώ να τα προλάβω. Κι έτσι να κάνω και μια επίσκεψη στην άλλη «όχθη»...
Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που αισθάνεστε ότι χάσατε;
Εδώ και πολλά χρόνια ζω μια, κατά κάποιο τρόπο, οικογενειακή ζωή. Όμως λείπει το τυπικό πλαίσιο μιας οικογένειας στην οποία υπάρχουν και παιδιά. Αυτό το στρογγυλό νούμερο στα χρόνια μου, το 50, βαράει, για μένα τουλάχιστον, κάποιες καμπάνες κι αυτό το «στοπ» νομίζω πως θα το βάλουμε• γιατί δεν εξαρτάται μόνο από μένα.
Εδώ και αρκετά χρόνια διευθύνετε το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Γιατί ένας δραστήριος δημιουργός σαν εσάς επιλέγει να αφιερώνει χρόνο σε ένα διοικητικό πόστο;
Ανέλαβα το Τρίτο Πρόγραμμα το 2004, σε μια εποχή πολύ δύσκολη για τον χώρο της λεγόμενης «σοβαρής τέχνης». Τότε το ποσοστό ακροαματικότητας του Τρίτου ήταν 0,2% και αντιστοιχούσε σε 5.000 ακροατές. Επιπλέον υπήρχε μια διάχυτη διάθεση λοιδορίας, ότι το Τρίτο το ακούν μόνο υπερήλικοι και ότι θα κλείσει όταν πεθάνει και ο τελευταίος ακροατής του. Παρότι ο αρχικός στόχος ήταν να φτάσουμε στο 0,5%, σήμερα είμαστε στο 3,4%, που αντιστοιχεί σε 320.000 κόσμο κι επιπλέον έχουμε προσελκύσει ακροατές νεότερων ηλικιών, πράγμα που το θεωρώ σχεδόν κατόρθωμα.
Αναφέρομαι σε αριθμούς γιατί θεωρώ ότι έχουν μεγάλη σημασία με την εξής έννοια: Για μένα ήταν απόλυτη ανάγκη να δημιουργηθεί ένας ραδιοφωνικός σταθμός που να μπορέσει να εκφράσει πέρα από την κλασική μουσική και τις προσπάθειες που γίνονται στις παρυφές της τέχνης, εκεί που τα πράγματα είναι πειραματικά, καινούργια, ενδιαφέροντα και πρωτογενή. Και είναι στ’ αλήθεια πολύ σπουδαίο 320.000 άνθρωποι να μαθαίνουν για μια ενδιαφέρουσα συναυλία ή για ένα καλό βιβλίο ενός νέου ποιητή. Είναι πολύ σημαντικό το να δημιουργήσεις τη μαγιά ενός κόσμου που τρέφει ενδιαφέρον για τις νέες προτάσεις στον τομέα της τέχνης. Κι είναι σπουδαίο να συγκεντρώσεις τα ευήκοα ώτα προς έναν πομπό και να τους μιλήσεις για νέες περίεργες πρωτοποριακές δουλειές άγνωστων καλλιτεχνών.
Ωστόσο, κάποιοι ασκούν έντονη κριτική για τις αλλαγές που έχετε κάνει στο πρόγραμμα και για τη γενικότερη εξέλιξη του Τρίτου. Τι απαντάτε;
Ας μην ξεχνάμε πως το Τρίτο αποτελεί κομμάτι ενός μεγαλύτερου οργανισμού. Μακάρι να ήταν ανεξάρτητο, αλλά δεν είναι. Γι’ αυτό και πάρα πολλά πράγματα δεν μπορείς να τα διορθώσεις ή να τα βελτιώσεις• μπορείς μόνο να περιμένεις να περάσει ο χρόνος για να πάψουν να ισχύουν. Και να ξεκαθαρίσω ακόμα πως το Τρίτο για μένα δεν είναι έργο τέχνης αλλά πολιτική πράξη. Από την άλλη αισθάνομαι ότι το οφείλω και στον Χατζιδάκι, στον μεγαλύτερο από τους δασκάλους μου, ο οποίος κι αυτός, ως διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος, έτρωγε πάρα πολύ βρίσιμο, καθημερινά.
Ξέρετε, ο Έλληνας λέει καλά λόγια για κάποιον μόνο στην περίπτωση που μέσα από αυτά προσπαθεί να μειώσει κάποιον άλλο. Θα σου πει καλά λόγια για τον πατέρα σου για να σου δηλώσει αμέσως μετά πως εσύ, ως γιος, μπροστά του είσαι ένα τίποτα. Το ίδιο και για τον προκάτοχό σου, ο οποίος βέβαια, όσο ήταν στα πράγματα άκουγε τα ίδια και χειρότερα. Αυτό που έχει σημασία είναι πως εμείς στοχεύουμε μόνο στου δήμου τα δύσκολα εύγε. Και η αλήθεια πως τέτοια εύγε ακούμε πολλά.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου