9/6/09

ΜΙΣΕΛ ΑΝ ΝΤΕ ΜΕ: «Ο σύγχρονος χορός είναι αισθησιακός»



Συνέντευξη στη Νίκη Ορφανού


Η «Ηρωική Συμφωνία» της ήταν η δουλειά με την οποία συστήθηκε στην κοινότητα του μοντέρνου θεάτρου πριν από περίπου 20 χρόνια. Σήμερα, η παλιά εκείνη χορογραφία αναζητά επαφή με το σύγχρονο κοινό χάρη στους νέους χορευτές που την αποδίδουν, στην τεχνική τους και στο ταλέντο τους. Απλά – και τόσο ελκυστικά.


Ένας ανάλαφρος, παιγνιώδης κόσμος γεμάτος τρυφερότητα για την ομορφιά της νιότης, για τις ανθρώπινες σχέσεις, εφήμερες, άφθαρτες κι ανέμελες, όσο και η ίδια η χαρά του χορού, για τη γοητεία της αποπλάνησης, τη μαγεία τού να γίνεσαι ήρωας, τη μελαγχολία της απώλειας. Η «Sinfonia Eroïca» υπήρξε η πρώτη δουλειά της Μισέλ Αν ντε Με, διάσημης χορεύτριας των Rosas, με τη δική της ομάδα, το 1990. Και η πιο αγαπημένη της, παραδέχεται η ίδια.
Το όνομα της χορογραφίας προέρχεται από την «Ηρωική», την Τρίτη Συμφωνία του Μπετόβεν, που μαζί με τη σύντομη όπερα «Βαστιανός, Βαστιανή» του Μότσαρτ, αλλά και πιο σύγχρονες πινελιές (όπως την παλιά, καλή κιθάρα του Τζίμι Χέντριξ), πλέκει το ηχητικό τοπίο του έργου.
«Περίμενα πολύ καιρό την ευκαιρία να παρουσιάσω τη δουλειά μου στην Αθήνα», παραδέχτηκε αυθόρμητα στη συνέντευξη που μας παραχώρησε. Κι εμείς – να την απολαύσουμε…


Η «Sinfonia Eroïca» αφηγείται μια σειρά σχέσεων (ανάμεσα στα δύο φύλα, ανάμεσα στο ζευγάρι και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, ανάμεσα στον ήρωα και το ανώνυμο πλήθος). Πιστεύετε ότι η αφηγηματικότητα είναι βασικό συστατικό της τέχνης του χορού;
Εξαρτάται από το τι εννοούμε όταν λέμε αφήγηση – κι αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα στον χορό. Κατά τη δική μου άποψη, από τη στιγμή που χρησιμοποιούμε τον σκηνικό χώρο, αφηγούμαστε. Μπορεί, βέβαια, οι θεατές να αντιλαμβάνονται μια διαφορετική αφήγηση από αυτήν που έχει στο μυαλό του ο δημιουργός, και εκεί το θέμα της αφηγηματικότητας γίνεται λίγο πιο περίπλοκο.


Πώς βλέπετε τις ανθρώπινες σχέσεις, αυτές που περιγράφετε και στο έργο σας, σήμερα;
Στη «Sinfonia Eroïca» βλέπουμε σχέσεις που δημιουργούνται και άλλες που διαλύονται. Κάποια στοιχεία σχέσης που διαρκούν κι άλλα που είναι εφήμερα. Με ενδιαφέρει, ξεκινώντας από το θέμα της ομάδας αλλά και αυτό της νεότητας, να δημιουργήσω μια σχετικά απλή βάση που να αντανακλά τη διάθεση κυρίως των νέων ανθρώπων να δημιουργήσουν σχέσεις, ομάδες, σύνολα, και ταυτόχρονα να κρατήσουν μέσα σ’ αυτά τη μοναδικότητά τους, την ατομικότητά τους. Οι νέοι επιζητούν διαρκώς να ανήκουν κάπου: σε ένα σύντροφο, σε μια παρέα φίλων, σε μια ποδοσφαιρική ομάδα. Την ίδια ώρα αγωνίζονται να αποδείξουν ότι είναι εντελώς ξεχωριστοί, ότι είναι μόνοι.

Πιστεύετε ότι ο χορογράφος παίρνει (ή οφείλει να παίρνει) μια ηθική θέση μέσα από το έργο του;
Είτε το θέλει είτε όχι, από τη στιγμή που συνθέτει ανθρώπινες σχέσεις στη σκηνή κάνει ακριβώς αυτό. Ο δημιουργός καταθέτει ένα ήθος (με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου), κι αυτό είναι αναπόφευκτο αλλά και επιθυμητό. Άλλωστε ο δημιουργός, συνθέτοντας ένα έργο, καταθέτει στην ουσία επί σκηνής τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο, προβάλλει τη δική του ηθική αντίληψη του κόσμου.

Το θέατρο είναι πολιτική τέχνη, γιατί χρησιμοποιεί τον λόγο. Είναι το σώμα πολιτικό; Είναι ο χορός πολιτική τέχνη;
Πιστεύω ότι, για τον χορό, είναι πιο σύνθετο το ζήτημα. Ο χορός και η κίνηση, που είναι πρωταρχικώς συνδεδεμένα με τη μουσική, δεν είναι φορείς νοήματος με τον ίδιο τρόπο που είναι ο λόγος του θεάτρου. Βέβαια ο σύγχρονος χορός, από τη στιγμή που οργανώνει το σώμα στον χώρο, καταθέτει πολιτική άποψη. Αυτή η οπτική έχει, πιστεύω, αρχίσει να κυριαρχεί ανάμεσα στους χορογράφους του γαλλόφωνου κόσμου.

Υπάρχει η αναζήτηση της ομορφιάς στο έργο σας, το συγκεκριμένο αλλά και γενικότερα;
Δεν το αρνούμαι, και είναι σίγουρο ότι η ομορφιά με την αισθητική έννοια του όρου, δεν είναι κάτι που με ξενίζει ή μ’ ενοχλεί. Αλλά το να υποστηρίζει κανείς ότι το θέμα της «Sinfonia Eroïca» είναι η ομορφιά, όχι, δεν το δέχομαι. Εκτός κι αν συμφωνήσουμε ότι εννοούμε την ομορφιά της νεότητας, την ομορφιά της συνάντησης, ακόμα και την ομορφιά της απώλειας. Αυτή η ομορφιά σίγουρα υπάρχει στο έργο. Μπορώ να σας πω ότι αυτόν τον καιρό δουλεύω ένα καινούργιο κομμάτι, το οποίο ήθελα εξαρχής να εκπέμπει το στοιχείο της ομορφιάς. Θέλω να είναι ωραίο, το παραδέχομαι. Σ’ αυτό υπάρχει η αναζήτηση μιας πιο ρομαντικής ομορφιάς, αυτής που συγκινεί τα μάτια μας χωρίς να χρειάζεται προσχήματα.

Θα λέγατε ότι ο χορός, όπως ο κινηματογράφος και η μουσική, επενδύει στο αισθησιακό για να τραβήξει ένα ευρύτερο κοινό;
Ο σύγχρονος χορός δεν επενδύει στο αισθησιακό, είναι αισθησιακός. Από τη στιγμή που υπάρχει η παρουσία σωμάτων, συχνά γυμνών σωμάτων, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει τον αισθησιασμό, αλλά νομίζω ότι ελάχιστοι είναι αυτοί οι χορογράφοι που τον χρησιμοποιούν συνειδητά για να τραβήξουν το κοινό. Μια τέτοια σκέψη δεν με αφορά.


Δουλέψατε εκ νέου αυτό το έργο, που πρωτοπαρουσιάσατε πριν από δυο σχεδόν δεκαετίες. Είχατε διλήμματα ως προς το τι να κρατήσετε και τι να… αποχαιρετίσετε;
Στόχος μου ήταν να επαναπροσεγγίσω την ουσία του έργου και όχι να το αναπαραγάγω. Αν και εξακολουθούσα να έχω στη διάθεσή μου κάποιους από τους χορευτές της πρώτης εκδοχής, αποφάσισα να χρησιμοποιήσω καινούργιους χορευτές, στις ηλικίες που είχαν και οι πρώτοι στην αρχική εκδοχή. Η χορογραφική υπόσταση, η αφήγηση στο έργο, ακόμα και η σκηνογραφία, παραμένουν οι ίδιες με την αρχική. Όμως, δεν επρόκειτο σε καμία περίπτωση να ζητήσω στην καινούργια ομάδα να αντιγράψει την αρχική βερσιόν. Αυτό που ήθελα ήταν να οικειοποιηθεί η καινούργια ομάδα την πορεία προς την επαναδημιουργία του κομματιού, να δώσω δηλαδή στους καινούργιους χορευτές τον χώρο ώστε να γίνουν καθοριστικοί παράγοντες της νέας εκδοχής και όχι αντίγραφα των πρώτων. Έκανα διάφορα πειράματα που με βοήθησαν να μην… τεμπελιάσω και να μη βολευτώ με το παλιό έργο, όπως το να προσθέσω δύο χορευτές, τους οποίους αφαίρεσα στην πορεία. Τελικά κατέληξα σε μια εκδοχή που είναι πολύ κοντά στην αρχική. Αυτήν θα δείξουμε και στην Αθήνα.

Εκφράζει η επιλογή σας αυτή και μια αίσθηση νοσταλγίας για το παρελθόν;
Δεν πρόκειται για νοσταλγία του παρελθόντος, αλλά για τη διάθεση να ξαναπερπατήσω στο εσωτερικό μιας παλαιότερης χορογραφίας, να την ξανασυνθέσω κι έτσι να καταλάβω εκ των υστέρων ποιοι ήταν αυτοί οι εσωτερικοί μηχανισμοί που απαρτίζανε την αρχική χορογραφία και ποιες ήταν οι εσωτερικές διεργασίες που την έκαναν να είναι έργο αναφοράς για μένα. Είναι ένα κομμάτι του ’90, από τα πρώτα της ομάδας, κι ένα από αυτά που αγάπησα πολύ – και αγαπήθηκε πολύ και από το κοινό. Με ενδιέφερε να το καταλάβω όλο αυτό για να καταλάβω τη δική μου πορεία. Για να αποφύγω άλλωστε τη ρηχή νοσταλγία επικεντρώθηκα στους καινούργιους χορευτές και στην καινούργια διεργασία.



«Ας ξεμπερδεύουμε με την άρνηση»

Καλλιτεχνική διευθύντρια, από το 2005, του γνωστού Κέντρου Χορού Charleroi Danses, η Μισέλ Αν ντε Με αρνείται τον ρόλο της παντοδύναμης καλλιτέχνιδας, στις επιλογές της οποίας όλοι πρέπει να υπακούουν, ακόμα κι όταν διαφωνούν με αυτές. «Δεν είμαι μόνη στην καλλιτεχνική διεύθυνση», διευκρινίζει. «Είμαστε τέσσερις καλλιτεχνικοί διευθυντές. Πιστέψαμε ότι η σύμπραξη διαφορετικών καλλιτεχνών στην ηγεσία ενός θεσμού έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την απόλυτη εξουσία του ενός».


Προχωρημένη αυτή η άποψη, δεδομένου ότι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τους απανταχού καλλιτεχνικούς διευθυντές να δηλώνουν με κάθε ευκαιρία «μοναχικοί καβαλάρηδες»…
Ναι. Βαρετά πράγματα. Για να επιστρέψω όμως στην ερώτησή σας για τους νέους χορογράφους, δυστυχώς γι’ αυτούς η κατάσταση έχει αλλάξει. Όταν ξεκινούσαμε εμείς, της δικής μου γενιάς, ήμασταν λιγότεροι, που σημαίνει πιο ελεύθεροι και ταυτοχρόνως δεν είχαμε να αντιμετωπίσουμε τον σημερινό, καταιγιστικό διάλογο για την τέχνη, αλλά και τον απίθανο όγκο πληροφοριών που προσφέρεται σήμερα. Εμείς απλώς χρειάστηκε να περάσουμε από την άρνηση του χορού, αυτό το κίνημα που ονομάστηκε «Non dance», δηλαδή όλη αυτή την τάση του conceptual, για να επιστρέψουμε αργότερα σιγά σιγά στην κίνηση και τη φόρμα. Κάτι που πλέον καταλαβαίνουν καλύτερα οι χορογράφοι, λιγότερο αυτοί που κάνουν προγραμματισμό σε φεστιβάλ και το κοινό. Με χαρά παρατηρώ αυτή την επιστροφή στην ποιότητα της κίνησης, στη χαρά του σώματος που κινείται και την εγκατάλειψη της άρνησης εκ μέρους των δημιουργών του χορού.

Έχω την αίσθηση ότι αυτή η εγκατάλειψη της άρνησης που περιγράφετε αργεί ακόμα στην Ελλάδα. Πιστεύετε ότι αυτή η επιστροφή στην κίνηση και στη φόρμα εκδηλώνεται και από τους νέους χορογράφους;
Και οι νέοι χορογράφοι, έχοντας ήδη ενσωματώσει όλη αυτή τη χαρά της κίνησης που έχει ο χορός στο αστικό τοπίο, όπως η χιπ χοπ για παράδειγμα, και εκμεταλλευόμενοι συνθήκες δημιουργίας σε τέτοιου είδους κέντρα χορού που τους αναγκάζουν να σκεφτούν τους μηχανισμούς σύνθεσης ανακαλύπτουν τον δικό τους τρόπο να χαίρονται κι αυτοί με τον χορό. Ας ξεμπερδεύουμε πια με την άρνηση!



Δεν υπάρχουν σχόλια: