13/6/08
Ελίζαμπεθ Λεκόντ (σκηνοθέτρια τoυ Wooster Group)
«Βαριέμαι τις περιορισμένες αντιλήψεις για
το τι μπορεί να κάνει κανείς με την τέχνη»
Δύο χρόνια μετά τη «Φαίδρα», το Γούστερ Γκρουπ ξανάρχεται στην Αθήνα με τον «Άμλετ»: τον γνωστό «Άμλετ» του Σαίξπηρ, αλλά και τον ελαφρώς σκονισμένο «Άμλετ» μιας κινηματογραφημένης θεατρικής παραγωγής του 1964, των Ρίτσαρντ Μπάρτον και σερ Τζον Γκίλγκουντ, πλεγμένους μαζί, σε μια πρωτοποριακή εκδοχή γεμάτη οθόνες, μικρόφωνα και… ιαμβικό πεντάμετρο. Για την παράσταση μιλήσαμε με τη σκηνοθέτρια, ενώ δυο ειδικοί του σινεμά γράφουν για τη θρυλική ταινία που την ενέπνευσε.
Συνέντευξη στη Νίκη Ορφανού
Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, η Ελίζαμπεθ Λεκόντ, σκηνοθέτρια του διάσημου αμερικανικού γκρουπ (που πήρε το όνομά του από το δρόμο Γούστερ όπου βρίσκεται το θέατρο που το στεγάζει εδώ και σαράντα χρόνια) μιλά για το πάθος της τόσο με τη γλώσσα όσο και με τις σύγχρονες τεχνολογίες – αλλά και για τα όμορφα μάτια του Ρίτσαρντ Μπάρτον, που υπήρξε ζωντανός θρύλος την εποχή που εκείνη ονειρευόταν ακόμα μια καριέρα στο σανίδι…
Ας ξεκινήσουμε με τον «Άμλετ». Για ποιο λόγο θελήσατε να ανακυκλώσετε μια παλιά παραγωγή και να την παρουσιάσετε εκ νέου στο κοινό;
Για πολλούς και διάφορους λόγους. Όταν αποφασίσαμε να κάνουμε Άμλετ - και αυτό ήταν γιατί ένας από τους ηθοποιούς μας, ο Σκοτ Σέφερντ, ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά το ρόλο και έκανε τα πάντα να μας πείσει ότι είχε γεννηθεί για να τον ερμηνεύσει επί σκηνής-, αρχίσαμε να μαζεύουμε υλικό για τον Άμλετ, και κυρίως παλιές ταινίες. Αρχίσαμε να βλέπουμε τόνους κινηματογραφημένου Άμλετ, και σύντομα ανακαλύψαμε την παραγωγή του 1964 του Ρίτσαρντ Μπάρτον, που ήταν η μοναδική περίπτωση θεατρικής παράστασης κινηματογραφημένης. Τώρα δεν ακούγεται σπουδαίο, για την εποχή του όμως ήταν επανάσταση. Γιατί αυτό που προσπάθησε να κάνει ο Μπάρτον ήταν εξαιρετικά πρωτοποριακό: επιχείρησε να μετουσιώσει μια θεατρική παράσταση σε ταινία και να την προβάλει στο μεγάλο κοινό, σε χιλιάδες θεατές. Εμείς, λοιπόν, αποφασίσαμε να κάνουμε το αντίθετο. Να πάρουμε την κινηματογραφημένη εκδοχή και να τη μετατρέψουμε σε ζωντανή παράσταση.
«O Mπάρτον ήταν θρύλος»
Ήταν λοιπόν ο «Άμλετ» του Μπάρτον, περισσότερο από αυτόν του Σαίξπηρ, που σας κέντρισε το ενδιαφέρον;
Και οι δυο, θα έλεγα. Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον ήταν ένας ζωντανός θρύλος στην Αμερική εκείνο τον καιρό. Ένα σύμβολο υποκριτικής, αστέρας του κινηματογράφου και, βέβαια, εξαιρετικά ωραίος άντρας. Όταν έκανε αυτή την παραγωγή, στην οποία πρωταγωνιστούσε και η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, οι ουρές του κόσμου που περίμεναν να δουν την (κινηματογραφημένη) παράσταση ήταν απίστευτες. Περίμεναν (και εγώ μαζί τους) επί ώρες για μια θέση… Για μας, λοιπόν, ήταν και ζήτημα ιστορικού ενδιαφέροντος να καταπιαστούμε με την ταινία αυτή, γιατί άλλαξε το θέατρο για πάντα. Ήταν ένα εγχείρημα πολύ επιτυχημένο – αν και, ξέρω τι θα πείτε, το καλό από το επιτυχημένο δεν ταυτίζονται πάντα. Πάντως, τότε, πολλοί ορκίζονταν ότι ήταν η καλύτερη παραγωγή Σαίξπηρ που είχαν δει ποτέ. Τώρα βέβαια, άλλοι τόσοι μορφάζουν με περιφρόνηση. Οι εποχές έχουν αλλάξει. Το σίγουρο είναι ότι κανείς δεν πρόκειται να ανακαλύψει τον απόλυτο Άμλετ. Όλα όσα έχουν γίνει ή θα γίνουν είναι μικρές εκδοχές του έργου. Το ίδιο το έργο θα ξεπερνά πάντα τις ερμηνείες του.
Ποια ήταν, νομίζετε, η συνεισφορά της εκδοχής του Μπάρτον;
Δεν ξέρω, δεν θα μπορούσα να το απαντήσω αυτό.
Δεν είχατε κάνει ποτέ Σαίξπηρ στο παρελθόν, έτσι δεν είναι;
Ναι. Δεν απέφευγα τον Σαίξπηρ, απλώς δεν έτυχε να καταπιαστώ μαζί του παλιά. Δεν είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή, για μένα. Αυτό που μ’ ενθουσιάζει στον Άμλετ είναι ο ιαμβικός πεντάμετρος. Αυτός ορίζει τα νοήματα του έργου. Οι περισσότεροι που κάνουν Άμλετ σπάνε το κεφάλι τους προσπαθώντας να αποφασίσουν αν ο Άμλετ είναι τρελός ή λογικός, αν γουστάρει τη μητέρα του, αν αγαπάει την Οφηλία κ.τ.λ. Εμένα αυτά δεν μ’ ενδιαφέρουν. Αφήνω το κοινό ν’ αποφασίσει. Κάνω Σαίξπηρ, στο κάτω κάτω, αλίμονο αν ανησυχούσα για τέτοια! Αυτές τις ανησυχίες δεν μπορεί να τις έχει κανείς με κλασικά κείμενα. Άλλωστε, το μεγαλείο του έργου είναι, κατά τη γνώμη μου, πρωτίστως η γλώσσα. Και αυτή ήταν που μας βασάνισε τα δύο χρόνια που δουλεύαμε την παραγωγή μας.
Εννοείτε το μέτρο;
Βέβαια. Ο Σαίξπηρ έγραφε έτσι για κάποιο λόγο. Στην Αμερική του 1950 και του 1960, όμως, κανείς δεν έδινε σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες. Ούτε και θα γινόταν το μέτρο κατανοητό από το κοινό. Έτσι έπρεπε να δουλέψουμε πολύ πάνω στη γλώσσα, που σήμαινε να κόψουμε και να ράψουμε την ταινία του Μπάρτον, να τη φέρουμε κοντά στο πρωτότυπο. Δουλέψαμε με κομμάτια… Κομμάτια χώρου, κομμάτια χρόνου. Η δουλειά μου είναι να ενώνω τα κομμάτια, να φτιάχνω το παζλ.
Κι όμως, είστε γνωστή ως μια εκ των σκηνοθετών που αποδομούν (ή «ξεχαρβαλώνουν», σύμφωνα με τους επικριτές σας) κλασικά κείμενα…
Ναι, δεν είναι ψέμα. Μου αρέσει στο θέατρο να διαλύω γνωστές δομές, κατασκευές, κλασικά κείμενα. Αλλά ίσως γιατί μου αρέσει ακόμα περισσότερο να προσπαθώ να τα ταιριάξω μετά, να τα ενώσω σε κάτι που βγάζει νόημα. Και όταν διαλύεις κάτι για να το ξαναενώσεις, ποτέ το αποτέλεσμα δεν είναι ίδιο με το αρχικό μοντέλο. Πάντα ανακαλύπτεις κάτι καινούργιο – ή κάτι που υπήρχε πάντα εκεί, κρυμμένο. Διαλύω, λοιπόν, για να ενώσω.
«Έδειξα στο κοινό αυτό που έβλεπα»
Πώς ακριβώς δουλέψατε πάνω στο παζλ του Άμλετ;
Προσέγγισα το υλικό μου, τα κομμάτια αυτά, με διάθεση να δείξω στο κοινό αυτό που έβλεπα και όχι αυτό που ήξερα. Σαν να είμαι ένας μικρός κάτοικος του Άρη που σκόνταψε στην παράσταση του Μπάρτον και σπάει το κεφάλι του να καταλάβει τι στο καλό βλέπει. Ή σαν αρχαιολόγος, που βρίσκει ένα παλιό αντικείμενο, που του λέει πράγματα για το παρελθόν αλλά τον κάνει να σκέφτεται για τον εαυτό του με νέα ματιά. Όλο αυτό το έκανε πραγματοποιήσιμο η τεχνολογία, βέβαια. Με όλη την τεχνολογία που έχουμε τώρα –και με τα φρέσκα μυαλά – θέλουμε να κάνουμε μια σύγχρονη μετάφραση του Άμλετ. Όταν έχεις ψηφιακή εικόνα και ήχο, μπορείς να ακούσεις με άλλους τρόπους μια γλώσσα. Ακόμα και μια παράξενη γλώσσα παλιών αγγλικών με μέτρο…
Οι παραδοσιακές… μεταφράσεις σάς κάνουν να βαριέστε;
Βαριέμαι τις επαναλαμβανόμενες απόψεις και στάσεις, που δεν εμπεριέχουν πραγματικό προβληματισμό για τα πράγματα. Βαριέμαι τα θεάματα που στερούνται φαντασίας, και τα μυαλά τα γεμάτα περιορισμένες αντιλήψεις για το τι μπορεί να κάνει κανείς με την τέχνη. Δεν μ’ ενοχλεί το παραδοσιακό θέατρο, μάλιστα μ’ αρέσει – μόνο που δεν με ενδιαφέρει να ασχοληθώ εγώ μαζί του. Μ’ αρέσει όταν είναι καλό. Πόσο συχνά, όμως, το παραδοσιακό θέατρο είναι καλό, δεδομένων των σημερινών συνθηκών; Σκεφτείτε το εξής: στο παραδοσιακό θέατρο, αν είναι καλό και είσαι σε καλή θέση, μπορεί και να περάσεις καλά. Αν είσαι πίσω και χάνεις τις τρεις από τις πέντε λέξεις, περνάς χάλια. Ενώ με την τεχνολογία, αποκλείεται να φύγει κανείς ανικανοποίητος. Επίσης, το παραδοσιακό θέατρο είναι σπουδαίο όταν έχει και σπουδαίους ηθοποιούς. Στην Αμερική όμως, και σε ένα μεγάλο βαθμό και στην Ευρώπη νομίζω, στο θέατρο παίζουν πλέον οι αστέρες της τηλεόρασης. Δεν υπάρχουν ηθοποιοί εκπαιδευμένοι πραγματικά γι’ αυτού του είδους το θέατρο – με εξαίρεση την Αγγλία ίσως. Και βέβαια, παραδοσιακό θέατρο με σταρ των σίριαλ είναι για τα κλάματα.
Η τεχνολογία, λοιπόν, σώζει το θέατρο;
Ναι, γιατί όχι; Με ενοχλεί όταν λένε κάποιοι ότι το θέατρο δεν είναι τεχνολογία – βεβαίως και είναι! Το θέατρο περιλαμβάνει τα πάντα, και το να αγνοούμε την τεχνολογία είναι το λιγότερο αξιοθρήνητο. Για μένα είναι σαν να λένε ότι θα έπρεπε να κάνουμε θέατρο μόνο στο φως τη ημέρας, για να μη χρησιμοποιούμε ηλεκτρικά φώτα. Δεν ακούγεται γελοίο; Δεν έχω κάτι εναντίον του θεάτρου του δρόμου, αλλά ας μην υπερβάλλουμε. Η τεχνολογία είναι απαραίτητη σε κάθε είδος θεάτρου, για να το εμπλουτίσει, να το φέρει κοντά στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Κάποιοι, όμως, φαίνονται να ταυτίζουν τον πειραματισμό με τις τεχνολογίες…
Ο πειραματισμός έχει να κάνει με τη φαντασία. Όταν ξεκίνησα, οι τεχνολογίες στο θέατρο περιορίζονταν στα… φώτα. Έκανα, εκείνο τον καιρό, απίστευτες πατέντες για να βάλω σε εφαρμογή τις ιδέες μου. Έπειτα, το άλλο πρόβλημα ήταν το κόστος. Δεν μπορούσαμε να νοικιάζουμε εξοπλισμούς παρά μόνο για τις παραστάσεις και, έτσι, στις πρόβες «φανταζόμασταν» ότι έχουμε το ένα ή το άλλο… Τώρα με τον ψηφιακό ήχο και όλα τα υπόλοιπα, μπορούμε να δουλεύουμε από την αρχή με την τεχνολογία που χρειαζόμαστε. Και να κάνουμε το θέατρο πιο ενδιαφέρον. Αυτό δεν έχει… ταβάνι. Όλα είναι θέμα φαντασίας. Πρέπει να προσθέσω, βέβαια, ότι δεν είναι μόνο η τεχνολογία αυτό που με ενθουσιάζει. Πρωτίστως, είναι οι νέοι συγγραφείς, τα φρέσκα κείμενα, η ενδιαφέρουσα γλώσσα, οι καλές ιδέες.
«Σκηνοθετώ, αφήνω
και να με σκηνοθετούν»
Πώς θα περιγράφατε τον εαυτό σας ως σκηνοθέτρια;
Αισθάνομαι περισσότερο σαν καλλιτέχνης που έχει, ας πούμε, το πάνω χέρι. Την τελευταία λέξη. Αλλά, κατά τα άλλα, εργάζομαι όπως όλοι οι υπόλοιποι της ομάδας μου. Έχω το γενικό μάτι. Έπειτα, μου αρέσει να φέρνω κοντά διάφορα πράγματα, ακόμα και αταίριαστα εκ πρώτης όψεως. Μου αρέσει να ανιχνεύω φόρμες και μετά να τις διαλύω. Να αμφισβητώ. Μου αρέσει να σκηνοθετώ, ναι – αλλά μερικές φορές αφήνω και τους άλλους να με σκηνοθετούν.
Πιστεύετε ότι, αμφισβητώντας, ένας δημιουργός αντιμετωπίζει, αργά η γρήγορα, θέματα πολιτικής ορθότητας;
Όλοι οι καλλιτέχνες έχουν κάποια στιγμή πρόβλημα με το politically correct, μοιραίο είναι ότι τα πέρασα και εγώ αυτά. Δεν είχα λυμένο το ζωνάρι μου για φασαρίες, απλά έτυχαν. Με έχουν κατηγορήσει κατά καιρούς για διάφορα πράγματα που έχουν να κάνουν με τις παραγωγές μου, ανάμεσα στα οποία και για ρατσισμό. Έχει περάσει καιρός από τότε βέβαια – ήταν τη δεκαετία του 1980. Εκείνο τον καιρό, ήθελες-δεν ήθελες, θα την κόλλαγες τη ρετσινιά. Παραδέχομαι, όμως, ότι είμαι πολύ τυχερή γιατί έχω τον δικό μου χώρο και έτσι μπορώ να ριψοκινδυνεύω αγρίως. Και μαζεύω στην ομάδα μου ανθρώπους που επίσης είναι ριψοκίνδυνοι. Δεν ανησυχώ για την πολιτική ορθότητα. Αλλά είμαι, μάλλον, η μοναδική περίπτωση στην Αμερική που δεν ανησυχεί γι αυτό.
Το ότι συστηματικά ριψοκινδυνεύετε σημαίνει ότι βγάζετε μόνοι σας τα έξοδά σας;
Δεν παίρνουμε λεφτά από την κυβέρνηση πλέον, οπότε ναι, έχει να κάνει και μ’ αυτό. Κάποτε παίρναμε επιχορήγηση από το Δήμο της Νέας Υόρκης, αλλά μας την έκοψαν με διάφορες δικαιολογίες. Ήταν τη δεκαετία του 1980. Τώρα δεν τους χρειαζόμαστε – θα την είχαμε βαμμένη αν δεν μπορούσαμε να επιβιώσουμε μόνοι μας. Τα έσοδά μας είναι από τις παραστάσεις μας, διάφορους ανεξάρτητους χορηγούς και κυρίως από τις περιοδείες. Έτσι, ακόμα κι αν πάει κάτι άσχημα μια χρονιά με μια πηγή εσόδων, έχουμε τις υπόλοιπες. Είναι λίγο σαν να στοιχηματίζεις στον ιππόδρομο και δεν του λείπει το σασπένς! Το ότι οι κυβερνήσεις κόβουν τα λεφτά για τις τέχνες είναι, βέβαια, κακό για όλους. Ίσως διανύουμε τη χειρότερη φάση… Κάποτε τα πράγματα ήταν καλύτερα στην Ευρώπη, αλλά τώρα και εκεί έχουν αλλάξει. Μου φαίνεται ότι οι Ευρωπαίοι αρχίζουν να νιώθουν νευρικοί για τις επιχορηγήσεις – στην Αμερική ήμασταν πάντα νευρικοί. Ένα μεγάλο πρόβλημα για μας, πάντως, είναι ότι πλέον κοστίζει πολύ το να κάνεις τουρ, να ταξιδεύεις. Κάποτε ήταν φτηνό. Όχι πια.
«Παλιότερα, το κοινό είχε
μεγαλύτερη υπομονή»
Δεδομένης της μακράς σας εμπειρίας στο θέατρο, θα λέγατε ότι ένα από τα πράγματα που έχουν αλλάξει είναι και το κοινό;
Το κοινό έχει αλλάξει, αυτό είναι σίγουρο. Παλιότερα είχαν μεγαλύτερη υπομονή. Με κεντρίζει αυτό μερικές φορές… Υπολογίζω πόσο χρόνο μπορούν να αντέξουν κάτι και μετά το αφήνω να αιωρείται για λίγο περισσότερο… Αλλά είναι και ένα καλό τεστ για μας. Πάντα ρωτάω τον εαυτό μου όταν προετοιμάζω κάτι: θα τον κρατήσω μέχρι εδώ; Από την άλλη, το κοινό πλέον είναι πιο ανεκτικό, σε αφήνει να περνάς τα σύνορα ανάμεσα στις τέχνες χωρίς να σου φωνάζει «δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, είναι ζαβολιά». Ανέχονται τις τρέλες. Έτσι είσαι πιο ελεύθερος να είσαι τολμηρός. Δεν χρειάζεται να εξηγήσεις γιατί κάνεις το ένα ή το άλλο. Ή τους αρέσει ή όχι.
Δουλεύετε επί του παρόντος σε κάτι καινούργιο;
Ναι. Σ’ ένα έργο του Τένεσι Ουίλιαμς, που δεν έχει παρουσιαστεί ιδιαίτερα στο κοινό, το «Vieux Carre». Μόλις αρχίσαμε να το δουλεύουμε.
Έχω την αίσθηση ότι υπάρχει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον Τένεσι Ουίλιαμς αυτό τον καιρό…
Όντως, υπάρχει μια μόδα με τον Τένεσι Ουίλιαμς, το προσέξαμε και εμείς… Οπωσδήποτε του αξίζει, είναι σπουδαίος συγγραφέας που ο θεατρικός κόσμος τού φέρθηκε πολύ σκάρτα. Είναι καιρός το έργο του να δει και… καλύτερες μέρες!
INFO:
The Wooster Group Άμλετ
Σκηνοθεσία: Elizabeth LeCompte
Σκηνικά: Ruud van den Akker
Φωτισμοί: Jennifer Tipton, Gabe Maxson
Ήχος: Geoff Abbas, Joby Emmons, Matt Schloss, Omar Zubair
Βίντεο: Reid Farrington
& Andrew Schneider
Κοστούμια: Claudia Hill
Διεθυντής παραγωγής: Bozkurt Karasu
Βοηθός σκηνοθέτη: Teresa Hartmann
Τεχνικός Διευθυντής -Χειριστής Βίντεο: Aron Deyo
Διδασκαλία ξιφασκίας: Felix Ivanov
Κινησιολογία: Natalie Thomas
Διεύθυνση παραγωγής: Bozkurt Karasu
Ερμηνεύουν: Dominique Bousquet, Roy Faudree, Ari Fliakos, Alessandro Magania, Daniel Pettrow, Scott Shepherd, Casey Spooner, Kate Valk, Judson Williams
Πειραιώς 260, Χώρος Δ | 13 - 16 Ιουνίου 2008, 21:00 (13 - 15/6), 19:00 (16/6)
Το ποπ θεατροσινεμά
Τα μυστικά μιας παράστασης που θα συζητηθεί
Από την Ευγενία Τζιρτζιλάκη
Τι μπορεί να συμβαίνει όταν στη σκηνή βρίσκονται περισσότερες οθόνες από ηθοποιούς; Και οι οθόνες αυτές δεν παίζουν μόνο μια ήδη γυρισμένη ταινία, αλλά και ταινίες που φτιάχνονται επί τόπου, ζωντανά, μπρος στα μάτια του θεατή; Τι γίνεται όταν τα καλώδια και τα μικρόφωνα αποτελούν εξάρτημα κάθε κοστουμιού, όταν ένας ηθοποιός φορά ελισαβετιανή λιβρέα και ένας άλλος, δίπλα του, ένα μακό κοντομάνικο; Όταν οι εποχές κι οι τόποι αναμειγνύονται, ο χρόνος χασκογελά πίσω από τις κουρτίνες (ποιες κουρτίνες;) και οι αλλεπάλληλες πολιτισμικές αναφορές σχηματίζουν παχιά αλλά δονούμενα παλίμψηστα; Σε όποια σκηνή κι αν ξετυλίγεται ένα τέτοιο δράμα, ένα είναι το σίγουρο: η Ελίζαμπεθ Λεκόντ σκηνοθετεί – και αποδόμηση είναι η λέξη κλειδί.
Ο «Άμλετ» του Wooster Group, μιας ομάδας με σπουδαία παράδοση στην πρωτοπορία και τον πειραματισμό, είναι συμπαραγωγή του Public Theater και του St. Ann’s Warehouse• αυτό από μόνο του λέει πολλά. Το Public είναι από τους σημαντικότερους θεατρικούς οργανισμούς του Μανχάταν, με ιστορία και κύρος, απ’ τις σκηνές του οποίου έχουν περάσει τα εμβληματικότερα ονόματα του αμερικανικού θεάτρου. Το St. Ann’s Warehouse, από την άλλη, είναι ένα μικρό θέατρο στο Μπρούκλιν (πρώην αποθήκη), γνωστό στους θεατρόφιλους για τις πειραματικές, και συχνά ακραίες, παραγωγές που φιλοξενεί. Το ότι αυτά τα δύο θέατρα είναι συμπαραγωγοί του «Άμλετ» δίνει ένα στίγμα για την ομάδα της Λεκόντ αλλά και την ίδια την παράσταση.
Η παράσταση έχει το «τρελό αίμα» των ανεβασμάτων του St. Ann’s Warehouse αλλά φέρει ταυτόχρονα το κύρος μιας παράστασης του Public, καθώς το πρωτοποριακό του στυλ έχει πια σχεδόν δημιουργήσει σχολή. Διακρίνεται από εντυπωσιακή εφευρετικότητα, έντονη εικαστικότητα και την ιδιάζουσα (και πλέον χαρακτηριστική και αλάθητα αναγνωρίσιμη) σκηνική φαντασία της ομάδας, που σχολιάζει κάθε έργο το οποίο ανεβάζει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι το αποδίδει. Ο σχολιασμός αυτός, όμως, δεν γίνεται με τρόπο «διανοουμενίστικο». Αντίθετα, η ομάδα χρησιμοποιεί ένα ποπ, καθημερινό πρίσμα και έντονη σωματικότητα. Ο «Άμλετ» της Λεκόντ ενσωματώνει την ομώνυμη ταινία του Τζον Γκίλγκουντ, με πρωταγωνιστή τον Ρίτσαρντ Μπάρτον, ως σκαπάνη για την ανασκαφή του πολιτισμικού παρελθόντος της Αμερικής. Η ταινία (το διαβάσατε και σε άλλες στήλες) αποτελεί μαγνητοσκόπηση μιας παράστασης του «Άμλετ» που σκηνοθέτησε ο Γκίλγκουντ το 1964. Κι ενώ η παράσταση άφησε εποχή, η ταινία είχε κακή τύχη, εγκαινιάζοντας όμως ένα νέο είδος τέχνης, το «θεατροσινεμα» (ακόμη και το «Dogville» του Δανού Λαρς φον Τρίερ είναι συνεπακόλουθο εκείνου του «Άμλετ»). Αν, όμως, το «θεατροσινεμά» προσπάθησε να αποδώσει κινηματογραφικά μια ζωντανή παράσταση, η Λεκόντ κάνει το ακριβώς αντίθετο: αποδίδει σκηνικά ένα φιλμ!
Αυτή η αντιστροφή της διαδικασίας αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της παράστασης. Αποδομώντας το, οι ηθοποιοί χρησιμοποιούν το φιλμ ως μια κατακερματισμένη (αφού έχει υποστεί μονταζ) καταγραφή της αρχικής παράστασης, που τους οδηγεί να υποθέσουν την αρχική σκηνική μορφή. Μοιάζουν έτσι με αρχαιολόγους που αναδομούν κάτι από τα συντρίμμια του, ή με ερευνητές ενός εγκλήματος που χρησιμοποιούν ίχνη και στοιχεία για μια αναπαράσταση. Οι 13 ηθοποιοί του «Άμλετ» – με τη βετεράνο της ομάδας Κέιτ Βαλκ ως Γερτρούδη αλλά και Οφηλία – κινούνται σε ένα χώρο-αντίγραφο του σκηνικού της ταινίας. Και ενώ προβάλλεται η ταινία, οι ηθοποιοί επί σκηνής μιμούνται όσο το δυνατόν πειστικότερα τις κινήσεις και τις χειρονομίες των προκατόχων τους, αλλάζοντας θέση στο σώμα τους για να ανταποκριθούν στις αλλαγές γωνίας της κάμερας και τρέχοντας από το ένα σημείο το άλλο σε στιγμές fast-forward, σχεδόν σαν μαριονέτες.
Όσο κι αν η εξωτερική περιγραφή που αποπειρώμαι εδώ ίσως συγχύζει, το τελικό αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Γιατί αυτό που τελικά επιτυγχάνεται είναι το απόλυτο ζητούμενο κάθε παράστασης, ειδικότερα κάθε παράστασης του διασημότερου έργου στον κόσμο, του «Άμλετ»: κάθε φράση του φτάνει στ’ αυτιά μας είναι σαν να μην την έχουμε ακούσει ποτέ πριν, σαν εντελώς καινούργια.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου