Η «Δεσποινίς Όχι»
Το άστρο της εκτοξεύτηκε νωρίς και με φόρα στο διεθνές στερέωμα του μπαλέτου, για να διαγράψει στη συνέχεια μια ιλιγγιώδη τροχιά, που την έφερε και την κρατάει πάντα στην κορυφή. Χορεύτρια με απαράμιλλο ταλέντο και σκηνική ιδιοφυία, είναι πάνω από όλα μια γυναίκα που κάνει μόνο αυτό που θέλει. Φέτος επιστρέφει στην Αθήνα με μια παράσταση αφιερωμένη στον Μορίς Μπεζάρ.
Από την Ευγενία Τζιρτζιλάκη
Στα 43 της χρόνια, παραμένει μια από τις πιο συναρπαστικές και καλοπληρωμένες χορεύτριες των καιρών μας. Η Γκιλέμ έφερε νέα λάμψη στο κλασικό μπαλέτο, χιούμορ και δύναμη σε σύγχρονους ρόλους και μια γενναιόδωρη δόση παριζιάνικης κομψότητας σε κάθε της ερμηνεία. Όταν, πριν λίγες μέρες, της ζητήσαμε συνέντευξη, μας χάρισε ένα από τα διάσημα όχι της – «Δεν δίνω ποτέ συνεντεύξεις από το τηλέφωνο». Η ιστορία της όμως, γεμάτη ανατροπές, πάθος και ελεύθερη βούληση είναι γνωστή, ως ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία του χορού…
Γεννημένη Παριζιάνα, έδειξε από νωρίς τις ιδιαιτέρες σωματικές τις δυνατότητες, ξεχωρίζοντας για την εκπληκτική ευλυγισία της. Κόρη γυμνάστριας, προπονήθηκε από νωρίς από τη μητέρα της, και μάλιστα με τόση επιτυχία που υπήρξε υποψήφια για τη γαλλική ολυμπιακή ομάδα. Όλα αυτά, ώς τη μέρα που την πρόσεξε ο τότε διευθυντής της Σχολής Μπαλέτου της Όπερας του Παρισιού και της προσέφερε μια θέση στη σχολή. Η Σιλβί ήταν 11 χρονών. Πέντε μόλις χρόνια αργότερα, συμμετείχε σε παράσταση της Όπερας του Παρισιού και δύο χρόνια μετά το ντεμπούτο της βρέθηκε αίφνης κάτω από τους προβολείς της δημοσιότητας κερδίζοντας το πρώτο βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό Μπαλέτου Varna.
Γεννημένη πρωταγωνίστρια
Την επόμενη χρονιά, το 1983, ο Ρούντολφ Νουρέγεφ έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής του Μπαλέτου της Όπερας του Παρισιού. Θέλοντας να βάλει το στίγμα του και να προωθήσει νέα ταλέντα, δίνει στην 18χρονη Σιλβί, έναν μεγάλο ρόλο στον «Δον Κιχώτη» του. Καθώς εκείνη αποδεικνύεται αντάξια της εμπιστοσύνης του, οι ευκαιρίες που της προσφέρει αυξάνονται. Η Γκιλέμ χορεύει σημαντικούς ρόλους στις παραστάσεις του αλλά και σε χορογραφίες του Μπαλανσίν, του Ρόμπινς και άλλων σημαντικών χορογράφων διευρύνοντας την παιδεία και καλλιεργώντας τις δεξιότητές της. Από την επόμενη χρονιά, και μετά την επιτυχία της στη «Λίμνη των Κύκνων», η Γκιλέμ γίνεται η παρτενέρ του Νουρέγεφ στη σκηνή και εμφανίζεται σε ολοένα και πιο τολμηρές παραγωγές, πετυχαίνοντας πάντα να κλέβει την παράσταση. Ο Φόρσαϊθ είναι ένας από τους σημαντικούς χορογράφους που αναγνωρίζει και χρησιμοποιεί στο έπακρο το ταλέντο της, χτίζοντας πρωταγωνιστικούς ρόλους γύρω της. Η ακραία, ανατρεπτική και κάποτε ριψοκίνδυνη κίνησιολογία του, αποτελεί το ιδανικό περιβάλλον για να προχωρήσει η Γκιλέμ πέρα από τις κλασικές φόρμες. Εκείνη ρίχνεται ανενδοίαστα καταμεσής της νέας αυτής αρένας και ο κόσμος του χορού πέφτει στα πόδια της, αποθαυμάζοντας την καλειδοσκοπική της γκάμα.
Το 1988, προς τιμήν των πεντηκοστών γενεθλίων του Νουρέγεφ, η Βασιλική Όπερα της Αγγλίας τον προσκαλεί για μια παράσταση της «Ζιζέλ» στο Λονδίνο, την παλιά του βάση. Εκείνος δέχεται και παίρνει μαζί του ως παρτενέρ την νεαρή Γκιλέμ για να την παρουσιάσει στο βρετανικό κοινό. Η Γκιλέμ σαγηνεύει τους Άγγλους, που την καταχειροκροτούν ήδη από το τέλος της πρώτης πράξης, αν και κάποιοι βρίσκουν τα περίφημα ανοίγματά της υπερβολικά και κατάλληλα για γυμναστικές επιδείξεις, όχι για το ρομαντικό μπαλέτο. Η γωνία των 180 ή και 200 μοιρών ανάμεσα στο πόδι που βρίσκεται στο έδαφος και σε αυτό στον αέρα είναι για κάποιους ένα ανάρμοστο νούμερο εντυπωσιασμού. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης πράξης, όμως, η Γκιλέμ έπεσε άσχημα επί σκηνής. Κι όμως - όχι μόνο συνέχισε, αλλά εκτέλεσε την εναπομείνασα χορογραφία με εκπληκτικό έλεγχο, χάρη και δεξιοτεχνία, κερδίζοντας τον απόλυτο θαυμασμό. Για εκείνην, η παράσταση ήταν επιτυχία· όχι όμως και για τον Νουρέγεφ: οι εκπληκτικές της ικανότητες απλώς υπογράμμισαν τις μειωμένες του δυνάμεις και την φθίνουσα υγεία του.
Αντίο Νουρέγεφ, αντίο Παρίσι
Επιστρέφοντας στο Παρίσι, η Γκιλέμ παίρνει τα ηνία της καριέρας της και διεκδικεί το δικαίωμα να χορεύει και σε άλλες σκηνές. Ο Νουρέγεφ διαφωνεί. Είναι ο άνθρωπος που τη δίδαξε και την προώθησε όσο κανείς, και γι’ αυτό ο Νουρέγεφ θεωρεί πως, εκτός από σεβασμό, του οφείλει και υπακοή. Φαίνεται, όμως, ότι η Γκιλέμ δεν του έμοιαζε μόνο στο ταλέντο αλλά και στο πείσμα, τον αυθορμητισμό, την ανυπομονησία… Έτσι, λέει το πρώτο της μεγάλο όχι.
Το 1989 η εικοσιτετράχρονη Σιλβί σόκαρε τον Νουρέγεφ εγκαταλείποντας το Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού για να χτυπήσει την πόρτα του Βασιλικού Μπαλέτου του Λονδίνου, που τη δέχεται ανενδοίαστα – τι ειρωνεία αφού εκείνος τους την είχε συστήσει! Ο Νουρέγεφ -αλλά και ολόκληρη η γαλλική κοινωνία- πληγώθηκε σφόδρα, ανάγοντας την αποχώρησή της σχεδόν σε εθνικό ζήτημα (ο τότε υπουργός Πολιτισμού αναγκάστηκε να απαντήσει σε σχετική ερώτηση στη Βουλή)!
Στο Λονδίνο, η Γκιλέμ ξεκινά με τη «Λίμνη των Κύκνων». Η παράσταση γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό. Η φινέτσα, το βάθος και η τόλμη της επί σκηνής επαινούνται, αλλά και πάλι επικρίνεται από μερικούς επειδή επιτρέπει στις σωματικές της ικανότητες να επισκιάζουν την εκφραστικότητα ή την ευαισθησία της σε σχέση με το ρόλο.
Στο μεταξύ, αν η σκηνική της ιδιοφυΐα αναγνωρίζεται και καταχειροκροτείται, η ζωή στο Λονδίνο δεν δείχνει και τόσο εύκολη. Στο Παρίσι είχε δικό της χώρο στα παρασκήνια, ενώ στη βρετανική πρωτεύουσα έπρεπε να στριμωχτεί σε ένα μικρό καμαρίνι μαζί με έξι άλλες χορεύτριες. Απέφευγε να τρώει στην καντίνα του θεάτρου και γρήγορα της δόθηκε το παρατσούκλι «Mademoiselle Non» («Δεσποινίς Όχι») επειδή αρνούνταν να δώσει συνεντεύξεις και επέτρεπε μόνο σε συγκεκριμένους φωτογράφους να την φωτογραφίζουν. Οι “παραξενιές” της εκνεύριζαν: προκάλεσε αρκετά σκάνδαλα κάνοντας μετατροπές στα κοστούμια της ή αντικαθιστώντας τα με δικά της, άλλαζε τα βήματα κατά βούληση και ήταν απόλυτη για το ποιος θα ήταν παρτενέρ της και ποιος όχι.
Στο Λονδίνο τελειοποίησε την τεχνική της, εκφραστικά και τεχνικά, φτάνοντας στα άκρα για να επεκτείνει τα όριά της. Δούλεψε με πολλούς σύγχρονους χορογράφους, αλλά ίσως η σχέση της με τον Μορίς Μπεζάρ να ήταν η σημαντικότερη. Οι προκλήσεις που της προσέφερε εκείνος στάθηκαν καταλυτικές, καθώς απαιτούσαν από εκείνη να ενοποιήσει το μέσο με το περιεχόμενο, να χρησιμοποιήσει δηλαδή το κορμί της για να εκφράσει τον βαθύτερο προσωπικό της ηφαιστιογενές τοπίο. Το 1990 επέστρεψε στο Παρίσι για τρεις παραστάσεις που είχαν την απήχηση ροκ συναυλίας, αποδεικνύοντας περίτρανα πια πως εκείνο το όχι στον Νουρέγιεφ ήταν σωστό.
Σταρ με τους όρους της
Ακολούθησαν πολλά βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Παρασήμου της Λεγεώνας της Τιμής που της απένειμε ο Φρανσουά Μιτεράν, και παραστάσεις στη Μόσχα, τη Νέα Υόρκη και ολόκληρο τον κόσμο. Μέχρι σήμερα, η ηλεκτροφόρα σκηνική παρουσία της ενθουσιάζει τους κριτικούς και ξεπουλά τα εισιτήρια. Δίνοντας πάντοτε το προσωπικό της στίγμα, προσδίδει άκρα δεξιοτεχνία, θεατρικότητα, χάρη και δύναμη σε κάθε της ρόλο. Με το ιδανικό της σώμα, την εκφραστικότητα των πράσινων ματιών της, τη χαρισματική σωματική ευφυΐα της και τις εκπληκτικές εκτάσεις των μακριών ποδιών της, αποτελεί σίγουρα μοναδική περίπτωση.
Μέχρι σήμερα, η «Δεσποινίς Όχι», αρνείται να έχει ατζέντη, «επειδή, τελικά, εσύ θα πάρεις την απόφαση έτσι κι αλλιώς». Τα πολλά όχι της καριέρας της (Όχι αυτή η χορογραφία, όχι αυτός ο παρτενέρ, όχι αυτό το θέατρο) την έχουν γλιτώσει από τους συνήθεις τραυματισμούς του επαγγέλματος – λέγοντας όχι σέβεται τον εαυτό της, επαγγελματικά, αλλά και προσωπικά: δεν δέχτηκε ποτέ να απαλύνει τις εκφραστικές της ρυτίδες, να βάψει τα μαλλιά της, που πια γκριζάρουν ή να στολιστεί για μια συνέντευξη. Όταν πριν από λίγα χρόνια δέχτηκε να φωτογραφηθεί για τη «Vogue», ξεσήκωσε αντιδράσεις, κάνοντάς το και πάλι με τους δικούς της όρους: γυμνή, ξιπόλυτη, εντελώς άβαφη και με λυτά μαλλιά. «Αυτή είμαι».
Υπάρχουν πάντα εκείνοι που επιμένουν πως τα ανοίγματά της κατέστρεψαν τη γραμμή του κλασικού μπαλέτου. Και κάποιοι άλλοι απαντούν πως τα ανοίγματα αυτά (σήμα κατατεθέν της) απλά διεύρυναν τα όρια της τέχνης της, ανοίγοντας νέους δρόμους για τις μπαλαρίνες του μέλλοντος. Εξάλλου, έχει χορέψει κλασικούς και σύγχρονους ρόλους με την ίδια επιτυχία, έχει χορογραφήσει, και η καριέρα της ακόμη ακμάζει – ποιος ξέρει σε ποια κατεύθυνση θα την οδηγήσει στο μέλλον το δυνατό της ένστικτο και τα περίφημα όχι της…
2 σχόλια:
Αυτή η Sylvie όλο μας αφήνει απέξω...
Ένα interview της Ρένης θα χαροποιούσε πολλούς ορκισμένους fans, πάντως;)
Δημοσίευση σχολίου