30/6/08

Αλέκα Παΐζη, «Δεν με απορρόφησε η τέχνη, η ζωή με απορρόφησε»


Στις «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης» του Έντεν φον Χόρβατ, υποδύεται τη γιαγιά. «Είμαι η αρχαία του θιάσου», λέει η Αλέκα Παΐζη και μας δίνει το ελεύθερο να πιάσουμε τη... σκαπάνη και να φέρουμε στο φως ιστορίες μιας συναρπαστικής διαδρομής.

Από την Κατερίνα Κόμητα

Γοητευτική, με αίσθηση του χιούμορ, που τη διατηρεί ακόμα κι όταν μιλά για τους δύσκολους καιρούς της Κατοχής και, αργότερα, της εξορίας, αλλά και με τόνους θετικής ενέργειας, ζωντάνιας και αμείωτου ενθουσιασμού για το θέατρο -παρά τις έξι δεκαετίες της στο σανίδι-, η Αλέκα Παΐζη δεν φαίνεται να το βάζει κάτω μπροστά σε καμία πρόκληση, ούτε καν σε αυτή του χρόνου. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, μιλά για αγαπημένους ανθρώπους, για τόπους και για εμπειρίες αλλά, κυρίως, για την απόλαυση του να αφήνεσαι να απορροφηθείς από τη ζωή. Την απόλαυση του να περπατάς όλο το δρόμο, του να πηγαίνεις παρακάτω.

Κυρία Παΐζη, έχετε ζήσει μια αρκετά ταραχώδη ζωή…

Τα βάσανα άρχισαν από νωρίς, αυτό είναι αλήθεια. Ο πατέρας μου ήταν καπνοβιομήχανος και δεν μας έλειπαν οι ανέσεις. Το μονοπώλιο του καπνού, βέβαια, τ’ άλλαξε όλα: ο Παπαστράτος αγόρασε τις καπνοβιομηχανικές εταιρείες και εμείς μπήκαμε σε περιπέτειες. Ο πατέρας μου, με την αποζημίωση που πήρε, προσπάθησε να ορθοποδήσει κάνοντας διάφορες δουλειές. Δεν τα κατάφερε. Η Κατοχή μάς ανάγκασε να φάμε τις οικονομίες μας ώσπου τελικά μείναμε στον άσσο. Κι έτσι, βγαίνοντας στο θέατρο το 1942, δεν είχα τίποτα.

Πεινάσατε στην Κατοχή;

Βέβαια. Όλοι οι καλλιτέχνες του Εθνικού πεινάσαμε επί Κατοχής. Θυμάμαι ότι είχαμε δύο παραστάσεις τη μέρα και μας δίνανε μόνο ένα μικρό φλιτζανάκι του καφέ με τη μικρή μικρή μαύρη σταφίδα κι ένα κομματάκι παστέλι. Εγώ εκείνη την περίοδο είχα πάθει αβιταμίνωση. Μετά ήρθαν τα συσσίτια με τα φασόλια που είχαν δυο σταγόνες λάδι….

Είναι αλήθεια πως το άδειο στομάχι οδηγεί στην πολιτικοποίηση;

Πιθανόν, γιατί όχι; Ιδιαίτερα όταν η πείνα έρχεται νωρίς… Ο πατέρας μου δεν ενδιαφερόταν για την πολιτική, εγώ και τα αδέρφια μου όμως ήμασταν όλοι αριστεροί. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Βρεθήκαμε μέσα στον αναβρασμό… Ξέρεις πως στη διάρκεια της Κατοχής τυπώθηκε στο σπίτι μου ο πρώτος «Ριζοσπάστης»; Ήταν στο σπίτι του πρώτου μου άνδρα, στην Αγία Ελεούσα, μια γειτονιά αραιοκατοικημένη, ό,τι πρέπει για μυστικότητες. Η οργάνωση έφερε στο σπίτι έναν νεαρό Αρμένη τυπογράφο κι ένα τεράστιο μηχάνημα με δυο πλάκες. Παλεύαμε μέρα-νύχτα να το κάνουμε να δουλέψει σωστά, αλλά όλες οι προσπάθειες απέβαιναν άκαρπες· το μηχάνημα δεν τύπωνε, έβγαζε χαρτιά γεμάτα μουντζούρες, κι εγώ τα έκαιγα στο πλυσταριό. Και ξαφνικά, μια μέρα τα γράμματα βγήκαν καθαρά! Δεν φαντάζεσαι τη χαρά μου. Ήταν ο πρώτος «Ριζοσπάστης», κι είχε μέγεθος τετραδίου. Μετά βέβαια, αρχίσαμε να ανησυχούμε για όλα εκείνα τα μηχανήματα. Αποφασίσαμε να θάψουμε το τυπογραφικό μηχάνημα και ό,τι άλλο είχαμε χρησιμοποιήσει στον κήπο. Κάποια άλλα, που είχαν ξεχαστεί μέσα στο σπίτι, τα κρύψαμε σε διάφορα σημεία, ακόμα και κάτω από το πιάνο. Αργότερα, όταν αναγκαστήκαμε να πουλήσουμε το σπίτι για να αγοράσουμε τρόφιμα, αναρωτιόμουν αν οι καινούριοι ένοικοι τ’ ανακάλυψαν, προσπαθώντας να φυτέψουν κανά δεντράκι… Πάντως δεν μας μαρτύρησε κανείς.

Εκτός από την παράνομη δράση σας στα χρόνια της Κατοχής, είχατε και το θέατρο...

Το θέατρο είναι μέσα στον άνθρωπο. Από παιδιά παίζουμε κάτι, παριστάνουμε κάτι. Όταν έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό, δεν ήμουν αποφασισμένη ότι ήταν αυτό που ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Βρέθηκα, όμως, εκεί, με τον Αλέξη Δαμιανό και τη Μελίνα Μερκούρη, σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Στις τελικές εξετάσεις, η Μελίνα ανησυχούσε για το ότι δεν είχα κάτι καλό να φορέσω και μου έστειλε τη μαμά της με μια αρμαθιά φουστάνια. Εγώ δεν υπέκυψα. Έραψα στη μοδίστρα της γειτονιάς τη δική μου φορεσιά – όχι βασίλισσας, όπως των άλλων, αλλά ακολούθου. Αρχικά είχαμε μια πολύ καλή σχέση με τη Μελίνα. Μετά, όμως, απομακρυνθήκαμε, γιατί εγώ ανακατεύτηκα πολύ με τα πολιτικά.

Περιμένατε πολύ για τον πρώτο ρόλο;

Τότε, στο Εθνικό προσλαμβάνανε έναν-δυο από τους τελειόφοιτους της Σχολής. Στις εξετάσεις, λοιπόν, πίστεψαν ότι είμαι καλή και με προσλάβανε. Έπαιξα αμέσως και καλά πράγματα. Είχα μάλιστα καλές κριτικές και από τους Γερμανούς, που ήταν ιδιαιτέρως θεατρόφιλοι, κι εκείνη την εποχή έβγαζαν εφημερίδα με κριτική στήλη. Αργότερα, όταν πλάκωσε ο εμφύλιος, έφυγα και δούλεψα στους «Ενωμένους καλλιτέχνες», έναν αριστερό θίασο που δημιουργήθηκε εκείνη την εποχή. Εκεί δούλεψα για αρκετά χρόνια.

Φιλάρεσκη και στην εξορία...

Η εξορία πώς ήρθε;

Ένα πρωί, αξημέρωτα, ήρθαν στο πατρικό μου να με πάρουν. Εγώ σε όλη την Κατοχή και, παρά την έλλειψη ανέσεων, πλενόμουν καθημερινά στο πλυσταριό της μαμάς μου, με μια γκαζιέρα κι ένα κατσαρόλι. Δυστυχώς, εκείνη την ημέρα ήρθαν χωρίς να έχω προλάβει να πλυθώ, πρόλαβα όμως να βάλω ένα ένα κολιέ από κοράλλια κι ένα φόρεμα με κοραλί λουλούδια. Ήμουν πάντα φιλάρεσκη… Έτσι έγινε η πρώτη μου ανάκριση. Μετά με στείλανε εξορία. Έμεινα κάπου τρία χρόνια στο Τρίκερι και στο Μακρονήσι. Η εξορία βέβαια δεν τέλειωσε ποτέ. Ήμουν αδειούχος εξόριστος όλη μου τη ζωή, μέχρι που ήρθε η χούντα και μπόρεσα να φύγω στο εξωτερικό.

Τι θυμάστε απ’ αυτή την εμπειρία;

Η μεταφορά στο Μακρονήσι ήταν τραγική. Είχαν προηγηθεί απειλές, εξαντλητικά καψόνια, μηνύματα ότι πάμε στο θάνατο. Στο νησί γίνονταν πράγματα φοβερά. Ταλαιπωρίες σωματικές, ύπουλη εξόντωση. Τη μέρα που έγινε η οργανωμένη επίθεση στον καταυλισμό των γυναικών, ούρλιαζαν οι ντουντούκες από τα ξημερώματα, με απειλές για το τι θα μας έβρισκε αν δεν υπογράφαμε. Εκείνη τη μέρα έγιναν εγκεφαλικές διασείσεις, έσπασαν σπονδυλικές στήλες, γέμισαν τα λεωφορεία τραυματισμένες. Θυμάμαι μια κοπέλα που ούρλιαζε όλη νύχτα: «Χτυπάτε, χτυπάτε, χτυπάτε, χτυπάτε, φασίστες… Ποιον να αποκηρύξω μωρέ; Το αίμα του αδερφού μου;». Γιατί βέβαια στο Μακρονήσι βρέθηκαν και κοπέλες που εξορίστηκαν μόνο και μόνο επειδή είχαν έναν αδερφό αντάρτη, για παράδειγμα. Ναι, ήταν άσχημα τα πράγματα τότε.

«Η τέχνη είναι τσαχπίνα,

σου ξεφεύγει»

Επιστρέφοντας στο θέατρο... Από τους ρόλους που παίξατε, ξεχωρίζετε κάποιους;

Όλα τα παιδιά μας τα αγαπάμε το ίδιο. Άλλωστε, κανένας ρόλος δεν έχει τέλος. Απλώς φτάνεις σε ένα σημείο που λες: μέχρι εδώ· τόσο το μπόρεσα. Γιατί η τέχνη είναι τσαχπίνα πολύ, είναι μεγάλη μπερμπάντισσα· σου ξεφεύγει, δεν τελειώνει ποτέ.

Ποια είναι η βαθύτερη αιτία που σπρώχνει κάποιον να ασχοληθεί με την τέχνη;

Πιστεύω ότι το κάνεις γιατί σου αρέσει, και όχι για να δοξαστείς. Κανείς δεν αρνείται, βέβαια, τη δόξα, όμως τα πράγματα αυτά ξεκινούν από αγάπη, από ευχαρίστηση. Τους αγαπούσα τους ρόλους μου.

Υπάρχει κάποιος ρόλος που ονειρευτήκατε να παίξετε και δεν έτυχε; Έχετε κάποιο καλλιτεχνικό απωθημένο;

Τέτοια συναισθήματα δεν έχω. Μακάρι να έχω παίξει πολύ καλά τους ρόλους που έπαιξα.

Είδατε το επάγγελμα του ηθοποιού να αλλάζει με τα χρόνια;

Στο επάγγελμα του ηθοποιού υπήρχε πάντα και εξακολουθεί να υπάρχει κρίση. Η δουλειά αυτή απαιτεί πολλές ώρες εργασίας, και κάνοντάς την δεν είσαι ποτέ εξασφαλισμένος. Αυτά είναι πράγματα που δεν θα αλλάξουν ποτέ. Βεβαίως, με τα ταμεία των Κρατικών Θεάτρων έχεις μια οικονομική εξασφάλιση, η οποία όμως μπορεί να είναι και επικίνδυνη· δηλαδή, να μην είσαι ευχαριστημένος και να παραμένεις μόνο και μόνο γιατί έχεις εξασφαλίσει το ψωμί σου. Με τους αγώνες των ηθοποιών και την ύπαρξη του σωματείου έχουμε κερδίσει, φυσικά, ορισμένα πράγματα, αλλά η ανεργία είναι ανεργία...

«Για το κοινό παίζουμε,

δεν κάνουμε το χόμπι μας»

Τι είναι αυτό που σας έκανε να φτάσετε μέχρι εδώ; Το ταλέντο;

Απλώς μου αρέσει αυτό που κάνω. Δεν έχω να πω τίποτα άλλο. Επίσης αυτό που πάντα ήθελα και επιδίωκα είναι να βρίσκομαι σε χώρους όπου δουλεύουν πραγματικά, με ανθρώπους με τους οποίους μπορώ να συνεργαστώ, χωρίς… υπόγεια ρεύματα. Βοηθιέσαι πολύ όταν οι άλλοι με τους οποίους συνεργάζεσαι λειτουργούν συναδελφικά. Γιατί σ’ αυτή τη δουλειά έχεις μεγάλη ανάγκη τον άλλον. Θα μου πεις, όλοι έχουν ανάγκη τους άλλους… Όμως δεν είναι έτσι. Για παράδειγμα, ο ζωγράφος κάποια στιγμή θα μείνει μόνος με το αντικείμενό του. Εμείς, από την ώρα που μπαίνουμε στο θέατρο, τους έχουμε ανάγκη όλους: από το συνάδελφο ηθοποιό μέχρι το θυρωρό.

Ποιο ρόλο λέτε ότι παίζει το κοινό σε μια παράσταση;

Νομίζω ότι κανείς δεν παίζει αμέτοχος από το κοινό. Γι’ αυτό παίζουμε. Αλλιώς θα κάναμε το χόμπι μας μεταξύ μας. Απευθυνόμαστε στον κόσμο και τον έχουμε ανάγκη, αλλά όχι στο βαθμό που να κάνουμε πράγματα μόνο και μόνο για να αρέσουμε. Το όμορφο είναι ότι όταν επικοινωνείς με τον κόσμο, το πιάνεις, είναι κάτι που αιωρείται. Κι αυτή η επαφή προσφέρει μεγάλη ικανοποίηση.

Νιώσατε ποτέ ότι σας απορρόφησε η τέχνη σε βαθμό που να το μετανιώσετε;

Η ζωή με απορρόφησε, όπως όλους τους ανθρώπους. Ο δρόμος, για να το πω διαφορετικά. Μωρό ακόμα, έβλεπα ότι υπήρχε μια πόρτα, κι από κει μπαινόβγαιναν πολλοί. Έτσι μια μέρα την πέρασα κι εγώ αυτή την πόρτα, και ξέρεις πού έφτασα; Στα τείχη της πόλεως· εκεί όπου τελειώνει το Ηράκλειο… Οι γονείς μου είχαν βέβαια πεθάνει από την αγωνία τους, μ’ έψαχναν σαν τρελοί, μέχρι που βάλανε έναν ντελάλη να φωνάζει με την ντουντούκα: «Χάσαμε ένα παιδί! Χάσαμε ένα παιδί!». Όταν με βρήκαν, κρατούσα το ένα μου παπούτσι στο χέρι. Φαίνεται πως με είχε πονέσει και γι’ αυτό το είχα βγάλει. Πού πήγαινα, ποιος ξέρει… Απλώς περπατούσα. Από τότε, λοιπόν, φαινόταν πως θα περπατήσω πολύ στη ζωή μου…

Πριν από λίγους μήνες ποζάρατε γυμνή για το γνωστό λεύκωμα του Τάκη Διαμαντόπουλου. Δεδομένης της ηλικίας σας, το είδατε σαν μια πρόκληση;

Ο Διαμαντόπουλος είναι ένας πολύ καλός καλλιτέχνης και πολύ καλός συνεργάτης. Μου έκανε την πρόταση και δέχτηκα. Γιατί όχι; Δεν έχω μελαγχολήσει με την ηλικία μου. Δεν εχθρεύομαι το πρόσωπό μου και την παρουσία μου. Μια χαρά είμαι, δόξα τω θεώ. Δεν είχα ποτέ πρόβλημα με την εμφάνισή μου, ούτε ως κορίτσι ούτε ως γυναίκα. Άρεσα πάντα, και τώρα ακόμα νομίζω πως οι άνθρωποι με βλέπουν ευχάριστα, δεν τους απωθώ. Δεν είπα ποτέ «αχ! να ήμουνα 15 χρονώ». Άλλωστε, ακόμα και η σωματική έλξη για το άλλο φύλο έχει τη δική της διάρκεια σε όλες τις ηλικίες –με διακυμάνσεις βέβαια– και τη δική της διαδρομή. Το σεξουαλικό είναι ένα πράγμα διάχυτο. Τα πάντα είναι σεξουαλικά τελικά, ένα χέρι που έχει συνηθίσει να ακουμπά και να το ακουμπούν… όλα αυτά είναι επικοινωνίες που έχουν επίδραση στο σώμα. Το σώμα αναπνέει, δεν είναι αμέτοχο. Δεν έχει πάψει η εκτίμησή μου σε αυτά τα θέματα, και η ανθρώπινη παρουσία για μένα εξακολουθεί να έχει μεγάλη σημασία. Γι’ αυτό, δεν ανησυχώ για την εμφάνισή μου… Ούτε για το θάνατο ανησυχώ.

Θεατρικό μανιφέστο
κατά της ανθρώπινης ανοησίας

Η Αλέκα Παΐζη πρωταγωνιστεί αυτό το καλοκαίρι, στο έργο «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης», μια συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου με το Φεστιβάλ Αθηνών, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, που ανεβαίνει από τις 27 έως τις 30 Ιουνίου στην Πειραιώς 260. Η ίδια δηλώνει ότι «ως η μοναδική αρχαία του θιάσου χαίρεται να συνεργάζεται με τα νεαρότερα μέλη του θιάσου που «είναι πολύ καλά παιδιά και πολύ δουλευταράδες». Υποδύεται το ρόλο της γιαγιάς, σε ένα έργο «πολύ ενδιαφέρον και απαιτητικό», όπως η ίδια το χαρακτηρίζει και υπό την σκηνοθετική μπαγκέτα «ενός πολύ ακριβούς σκηνοθέτη» - ο οποίος με αυτή την παράσταση υπογράφει την πρώτη του σκηνοθεσία ως διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Το έργο του Έντεν φον Χόρβατ – που έχασε τη ζωή του όταν έπεσε και τον πλάκωσε ένα δέντρο! – εκτυλίσσεται στη μεσοπολεμική Βιέννη του εκκολαπτόμενου εθνικοσοσιαλισμού. Ο Χόρβατ σκιαγραφεί με αδρές γραμμές μια κοινωνία μικροαστών και υποκριτών, που δεν θέλουν να δουν τον επερχόμενο ζόφο: δεν θέλουν ή δεν μπορούν να δουν, εξαιτίας της βλακείας στην οποία έχουν παραδοθεί; Κοιτώντας πίσω από τις μάσκες, ο συγγραφέας αποκαλύπτει τη δύναμη της ανθρώπινης ανοησίας σε όλο το θλιβερό μεγαλείο της.

Info

Έντεν φον Χόρβατ,

«Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης»

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας

Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς

Σκηνικά – Κοστούμια: Herbert Murauer

Μουσική επεξεργασία: Νίκος Πλάτανος

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου

Παίζουν: Νίκος Κουρής, Όλγα Δαμάνη, Αλέκα Παΐζη, Γιώργος Γλάστρας, Θέμις Μπαζάκα, Δημήτρης Ήμελλος. Ακύλλας Καραζήσης, Δανάη Θέμελη, Αντωνία Καούρη, Γιώργος Τζαβάρας, Θεμιστοκλής Πάνου, Αγγελική Παπούλια, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος.

Πειραιώς 260, Χώρος Η | 27 - 30.06.2008, 21:00

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Η Αλέκα Παΐζη τίμησε με την παρουσία της τον κόσμο μας κάνοντας τον φωτεινότερο.

Γιώργος Χατζηαποστόλου είπε...

Πέρα από την κοινωνική της προσφορά και την καλλιτεχνική της παρουσία για μένα η Αλέκα Παϊζη υπήρξε και μια πραγματική γυναίκα που είχε έναν μοναδικά γοτευτικό τρόπο να μεγαλώνει χωρίς να γερνάει.
Είχα πάντα τη βεβαιότητα πως με το χαμόγελό της μπορούσε να ανοίξει και τις πιο ερμητικά κλειστές ψυχές.