23/7/08

Ορνιθοσκαλίσματα, Η επικαιρότητα των «Ορνίθων» 49 χρόνια μετά


Προσπαθώντας να αναλύσουμε το «ιπτάμενο φαινόμενο», ζητήσαμε ενισχύσεις. Ένας θεατρολόγος, ένας σκηνοθέτης-συγγραφέας κι ένας ηθοποιός, μαζί με συντελεστές των «Ορνίθων» του Θεάτρου Τέχνης, μας μιλούν για μια παράσταση που, όπως φαίνεται, έχει ακόμα ανοιχτούς λογαριασμούς με το κοινό.

Από τη Νατάσα Διαμαντοπούλου

Το 1959 ήταν η χρονιά που το Θέατρο Τέχνης για πρώτη φορά θα συμμετείχε στο Φεστιβάλ Αθηνών. Οι «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν θα εμφανίζονταν στο Θέατρο Ηρώδου του Αττικού. Οι συντελεστές της παράστασης, ένας κι ένας: Ο Χατζιδάκις υπογράφει την μουσική, ο Τσαρούχης τα κοστούμια και τα σκηνικά. Η πρεμιέρα δίνεται στις 30 Αυγούστου. Με το τέλος της παράστασης, το θέατρο διχάζεται. Ένα μέρος του κοινού χειροκροτεί όρθιο, οι υπόλοιποι αποδοκιμάζουν. Ακολουθεί η απαγόρευση της συνέχισης των παραστάσεων διά στόματος του τότε υπουργού Προεδρίας Κωνσταντίνου Τσάτσου, με την αιτιολογία ότι προσβάλλεται το θρησκευτικό αίσθημα του λαού. Από τότε έχουν μεσολαβήσει σχεδόν 50 χρόνια, συνεχή ανεβάσματα, βραβεύσεις κι ένας κατάλογος στο πρόγραμμα της παράστασης, που φιλοξενεί σχεδόν το μισό ελληνικό θέατρο.

Η παράσταση του Κουν έχει χαρακτηριστεί, σχεδόν ομόφωνα, ιστορική, πρωτοποριακή, μυθική. Ύστερα από 50 χρόνια, όμως, οι άνωθεν διαπιστεύσεις έχουν αντίκρισμα στη σύγχρονη θεατρική πραγματικότητα; Καταφέρνει να διατηρηθεί η αρχική σκηνοθετική φόρμα, όταν το έμψυχο υλικό της επαναπροσδιορίζεται; Πρόκειται για ένα ζωντανό οργανισμό που βρίσκει τις αναφορές του στο σήμερα ή για μια μουσειακή παράσταση, που στόχο έχει να αποτίσει φόρο τιμής στον Κάρολο Κουν, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του; Τι συμβαίνει μ’ αυτά τα πουλιά και μας απασχολούν μέχρι και σήμερα; Οι ειδικοί αναλαμβάνουν να λύσουν τις απορίες μας.

Μιχάλης Ρέππας

Σεναριογράφος, ηθοποιός

«Ιστορικό γεγονός»

Την παράσταση την είδα το ’75, όταν ήμουν ακόμα στο Λύκειο. Είναι μια από τις πρώτες παραστάσεις που έχω δει στην Επίδαυρο με συνειδητή μου επιλογή. Δεν θέλω να πω το τετριμμένο ότι έγινα ηθοποιός εξαιτίας των «Ορνίθων», αλλά, εφόσον είχα και την έφεση να βγω στο θέατρο, μου γεννήθηκε η ανάγκη να βρεθώ στο χορό. Αυτό που κυρίως θυμάμαι είναι η μουσική του Χατζιδάκι. Ξέρω όλο το δίσκο απ’ έξω. Μετά τα ιστορικά ανεβάσματα του Σολωμού, στον οποίο οφείλουμε την αριστοφανική αναβίωση, νομίζω ότι το επόμενο βήμα, το οποίο δεν έχει ξεπεραστεί ποτέ μέχρι σήμερα, είναι οι παραστάσεις του Κουν. Διάβασε τον Αριστοφάνη χωρίς «φολκλοριές» και εύκολες αναγωγές στο λαϊκισμό. Σ’ αυτό συνετέλεσε τρομερά και ο Τσαρούχης. Δεν μπορώ να φανταστώ ωραιότερο κοστούμι. Τόσο μίνιμαλ και τόσο ουσιαστικό και τόσο λαϊκό. Αυτή η συνεύρεση, η σύμπτωση, ήταν οριακή ως προς την αντίληψή μας για τον Αριστοφάνη. Δεν έχω δει μέχρι σήμερα κάτι άλλο να μου ανανεώνει εκ βάθρων την αντιμετώπιση της αρχαίας κωμωδίας. Ο πολιτικός σχολιασμός εκείνης της παράστασης δεν έχει να κάνει με την επιθεωρησιακή επικαιρικότητα. Το σημείο με τον παπά, που τότε ενόχλησε, είναι μεν μια κοινωνική θέση, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι κυρίως μια βαθύτατα θεατρική θέση. Δεν νομίζω ότι ο Κουν επεδίωξε μια φτηνή αντιπαράθεση, ούτε ότι η πρόθεσή του ήταν να σοκάρει. Αναγνώρισε στο κείμενο ένα νεοελληνικό ύφος που αξιοποίησε θεατρικά.

Οι ουσιαστικές καλλιτεχνικές ανανεώσεις δεν γίνονται κάθε σεζόν. Ας γίνονται λοιπόν πράγματα που τα έχουμε ξαναδεί αν είναι σημαντικά και έχουν αλήθεια. Είναι ιστορικό γεγονός αυτή η παράσταση. Αλλά δεν είναι μουσειακό πράγμα. Την Ακρόπολη μπορείς να τη βλέπεις συνέχεια, αλλά κάθε φορά να σου γεννά το αίσθημα της μοναδικότητας.

Πιστεύω ότι και το Φεστιβάλ Αθηνών και το Εθνικό Θέατρο θα έπρεπε να φροντίζουν να βλέπουμε παραστάσεις τόσο οριακές για τη θεατρική πραγματικότητα. Δηλαδή στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας δεν ανεβάζουν κάθε τόσο σκηνοθεσίες του Στανισλάφσκι; Με νευριάζει η ανόητη δίψα για καινούργιο. Το καινούργιο στις μέρες μας έχει καταντήσει ο πιο πολυκαιρισμένος νεκρός που περιφέρεται στο ελληνικό θέατρο.

Η πρότασή μου βεβαίως δεν είναι να παίζονται συνεχώς αναβιώσεις παλαιότερων παραστάσεων γιατί κι εμείς πρέπει να ζήσουμε...

Διαγόρας

Χρονόπουλος

διευθυντής του Θεάτρου Τέχνης

«Για τον σύγχρονο θεατή»

Η παράσταση μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορική ή καλύτερα μυθική, σίγουρα όμως δεν ανεβαίνει εξυπηρετώντας μνημειακούς σκοπούς. Αυτό που επιδιώκουμε είναι, σεβόμενοι πρωτίστως τη φόρμα του Κουν, να δημιουργήσουμε κάτι ζωντανό, που θα αφορά τον σύγχρονο θεατή.

Κωστής Καπελώνης

ηθοποιός - σκηνοθέτης

Σαν να μην πέρασε μια μέρα

Aυτή η παράσταση έχει επηρεάσει δραστικά το ελληνικό θέατρο, γιατί το έφερε πιο κοντά στον κανονικό άνθρωπο. Μέχρι τότε το θέατρο ήταν λίγο μεγαλύτερο, λίγο σπουδαιότερο, λίγο πιο απόμακρο. Οι ήρωες που ενσαρκώνονταν ήταν λίγο πιο έξω από τα ανθρώπινα μέτρα. Ο Κουν προσπάθησε να επεκταθεί σε πιο λαϊκά στρώματα.

Είναι μια παράσταση που ισχύει όπως ίσχυε τότε. Δεν έχει παλιώσει. Υπάρχει βεβαίως προσθήκη πολιτικών σχολίων από τότε, αλλά με ιδιαίτερη διακριτικότητα. Η Ελλάδα δεν έχει αλλάξει πολύ. Το βλέπω και από το πώς λειτουργεί το έργο στους νέους ηθοποιούς. Οι ηθοποιοί του χορού της φετινής παράστασης είναι αρκετά νέοι. Λειτουργούν με τον ίδιο ζήλο και το ίδιο κέφι, όπως λειτουργούσαμε κι εμείς το 1975 και το ‘86. Αυτό σημαίνει ότι αν ο ηθοποιός λειτουργεί καλά μέσα σε μια παράσταση κάτι τον αφορά. Αυτό βρίσκει την ανταπόκρισή του και στο κοινό. Κάτι που ενισχύει αυτή μου την πεποίθηση, είναι αυτό που έζησα πριν απο 2-3 χρόνια. Σ’ ένα φεστιβάλ με συμμετοχές από διάφορες βαλκανικές χώρες, το Θέατρο Τέχνης είχε ένα περίπτερο με υλικό κυρίως από αρχαίο ελληνικό ρεπερτόριο. Πρόσεξα ότι στο τέταρτο που παρουσιάζονταν οι «Όρνιθες» όλοι οι διερχόμενοι στέκονταν και παρατηρούσαν

Δημήτρης Πιατάς

ηθοποιός

«Ένα πανηγύρι»

Αυτή η παράσταση με έχει στοιχειώσει. Θεωρώ ότι είναι η καλύτερη παράσταση αριστοφανικού έργου που έχει γίνει ποτέ στον κόσμο και το λέω αυτό γιατί έχω δει διάφορα ανεβάσματα από θιάσους του εξωτερικού. Ήμουν μικρό παιδί τότε και πίστευα ότι τα σύνεργα είναι παλιά και κατά κάποιο τρόπο ξεπερασμένα, λόγω θεματολογίας, εποχής, σκηνοθέτη. Μετά από αυτή την παράσταση κατάλαβα πόσο σημερινός και σύγχρονος και δικός μας στο παρόν και στο μέλλον είναι ο Αριστοφάνης. Ο μεγάλος δάσκαλος Κουν δούλεψε πάνω σ’ αυτό που είναι πραγματικά το θέατρο - ένα παιχνίδι, ένα πανηγύρι. Η ιστορία της χαράς και του παιχνιδιού είναι πολύ σημαντικό στοιχείο στο θέατρο. Συνήθως όλα τα έργα και ιδίως των τραγικών, είναι έργα που έχουν πολλή σκέψη και, μοιραία, η προσέγγιση που πιθανώς εμείς μπορούμε και κάνουμε αφορά τα λόγια. Ο Κουν βρήκε τους χυμούς, την αλήθεια, βρήκε αυτό που είναι τα θεμέλια του θεάτρου, το παιχνίδι.

Την εποχή που παίχτηκαν οι «Όρνιθες» αντιμετωπίστηκαν με προκατάληψη, αλλά πολύ αργότερα επηρέασαν τους μεταγενέστερους δημιουργούς. Έβαλαν τις βάσεις αυτού που σήμερα είναι η προσέγγιση σε σχέση με τον αριστοφανικό λόγο, που πολλές φορές κινδυνεύουμε να ξεπερνάμε τα όρια, στο όνομα του μοντέρνου και του μη συμβατικού, με φόβο να χαθεί η αισθητική και το καλό γούστο. Μην ξεχνάμε πως σ’ εκείνη την παράσταση είχαν μαζευτεί ένας κι ένας. Σήμερα οι σημαντικοί άνθρωποι δυσκολεύονται να βρεθούν μεταξύ τους.

***

Προσπαθώντας να αναλύσω το φαινόμενο των «Ορνίθων», με αφορμή την φετινή παρουσία τους στο Φεστιβάλ Αθηνών και ενώ οι αρχικές μου απορίες βρήκαν τις απαντήσεις τους, στην πορεία μού γεννήθηκε ένα καινούργιο ερώτημα: τι παραπάνω έχει το «Μamma Μia» από τον δικό μας τον Αριστοφάνη;

«Ο χρόνος προσέθεσε »

Η παράσταση των «Ορνίθων» του Καρόλου Κουν αποτέλεσε τη σαφέστερη έκφραση μιας νέας στάσης απέναντι στο έργο του Αριστοφάνη, που μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα αντιμετωπιζόταν με καχυποψία τόσο λόγω της αθυροστομίας του, όσο και γιατί παρουσίαζε μια εικόνα του αρχαίου κόσμου με αρνητικά χαρακτηριστικά που απέχει πολύ από τη θετική διάσταση με την οποία τον είχε περιβάλει η αρχαιολατρία που εδραιώθηκε στη νεοελληνική συνείδηση. Με τους «Όρνιθες» ο Κουν ανέδειξε την επικαιρότητα του αριστοφανικού λόγου. Παράλληλα η παράσταση των «Ορνίθων» ανέδειξε το στοιχείο της λαϊκότητας του Αριστοφάνη, προσδίδοντας χαρακτηριστικά που τον έκαναν προσιτό στο ευρύτερο κοινό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η λαϊκότητα τροφοδότησε και ένα νέο ενδιαφέρον για το σύνολο των σωζόμενων έργων του αρχαίου ελληνικού δράματος. Η φόρμα που χρησιμοποίησε ο Κάρολος Κουν το 1959 ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, εντάσσεται στη διερεύνηση των ελληνικών χαρακτηριστικών, που αποτέλεσε το ζητούμενο της σκηνικής του πρακτικής, και βέβαια για τα δεδομένα της εποχής που πρωτοπαρουσιάστηκε ήταν όχι μόνο εντυπωσιακή αλλά και ριζοσπαστική. Η παράσταση συνδέθηκε με μια ωμή παρέμβαση του κρατικού μηχανισμού.

Είναι μια παράσταση που εξελίχθηκε σε όλη την διάρκεια των συχνών επαναλήψεων της. Βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Εθνών το 1962 και είχε αποτέλεσμα να ανανεωθεί το ενδιαφέρον του διεθνούς κοινού για τον Αριστοφάνη. Ήταν η παράσταση με την οποία το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν μπήκε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου μετά τη μεταπολίτευση, αφού μέχρι τότε την αποκλειστική χρήση του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου κατείχε το Εθνικό Θέατρο. Από μια άλλη πλευρά δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι στις αριστοφανικές σκηνοθεσίες, κυρίως του Καρόλου Κουν και εκείνες του Αλέξη Σολωμού στο Εθνικό Θέατρο, οφείλεται η απαλλαγή της παρουσίας του Αριστοφάνη στην ελληνική σκηνή από τον άσεμνο και τον ανήθικο χαρακτήρα που τον ακολουθούσε. Το αριστοφανικό έργο εντάχθηκε τελεσίδικα στον κύκλο των θεατρικών κειμένων που προέρχονται από την αρχαιότητα, τα οποία παίζονται μέχρι σήμερα. Πέρα όμως από τη σκηνοθεσία, η μουσική του Χατζιδάκι είναι εξαιρετική, οι χορογραφίες, είναι μέχρι σήμερα αξεπέραστες.

Όλα αυτά μαζί αποτελούν στοιχεία που μας κάνουν να θεωρούμε αυτή την παράσταση μια από τις σημαντικότερες παραστάσεις αριστοφανικών έργων, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε διεθνές επίπεδο, μια ιστορική παράσταση.Οι «Όρνιθες» παραμένουν ένα απολαυστικό θέαμα. Είναι στο πλαίσιο μιας πρακτικής που υπάρχει στην διεθνή σκηνή και επιτρέπει σε αυτούς που δεν έζησαν τη στιγμή της παράστασης να τη δουν, να τη γευτούν, να αντιληφθούν το ρόλο που μπορεί να έπαιξε η παράσταση κατά την εποχή της πρώτης παρουσίασης της και προφανώς να έχουν δυνατότητα να τη συγκρίνουν με το σήμερα. Ανεβάζουμε παλαιότερα έργα γιατί έχουμε να σκεφτούμε κάτι για το σήμερα. Το θέατρο έχει την ιδιότητα ενώ αναφέρεται στο παρελθόν να μιλάει στον παρόντα χρόνο. Επομένως, εάν ανεβάζουμε πάλι ένα έργο είναι γιατί θέλουμε να πούμε κάτι σήμερα. Η σχεδόν πενηντάχρονη διαδρομή αυτής της παράστασης τής έχει προσδώσει εξωπαραστασιακά στοιχεία. Ο χρόνος προσέθεσε μία ειδική φόρτιση στην παράσταση των «Ορνίθων», που ανακαλεί στη συνείδηση του θεατή την ιστορία της μεταπολεμικής μας πραγματικότητας.Το ερώτημα είναι, όταν ξαναβλέπουμε αυτή την παράσταση, αν έχει πραγματικά παλιώσει, αν δείχνει την ηλικία της, δηλαδή αν έχει να πει κάτι στους θεατές της σήμερα. Νομίζω ότι παρά τα τόσα χρόνια που πέρασαν από το πρώτο ανέβασμα, οι «Όρνιθες» πάντα διατηρούν ακμαία την εκπληκτική τους αρτιότητα και την εντυπωσιακά απολαυστική δροσιά τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: