23/7/08

Χαράλαμπος Γωγιός, «Η τέχνη δεν είναι τόσο σπουδαίο πράγμα»


Συνθέτης 31 χρόνων. Γράφει και ανεβάζει όπερες αν και, όπως δηλώνει, έχει περιορισμένες σπουδές σε σχέση με των άλλων σημερινών μουσικών. Δεν είναι θρασύς, αν και πολλά απ’ όσα διατείνεται χρειάζονται θράσος για να διατυπωθούν μπροστά σε μια κοινή γνώμη που συνήθως δοξάζει την κοινοτοπία. Αντίθετα. Είναι εξαιρετικά συγκροτημένος και οι δήθεν αιρετικές απόψεις του είναι απλώς εξαιρετικά λογικές. Και απομυθοποιητικές. Ο κόσμος λέει ότι είναι μικρός, εκείνος ισχυρίζεται ότι άργησε να ανεβάσει όπερα στο Φεστιβάλ Αθηνών. Έχει δίκιο;

Από την Κατερίνα Κόμητα


Στα 31 του, ο Χαράλαμπος Γωγιός τραβάει πάνω του τα μάτια του κοινού σαν παιδί θαύμα. Το αρνείται. Μεγάλωσε, λέει, έχει χάσει χρόνο, αυτά που κάνει τώρα αν δεν ζούσαμε σε κοινωνία με άγριες συμβάσεις και με ελάχιστους τολμηρούς ανθρώπους θα τα είχε κάνει στα 24. Τι κάνει τώρα; Σύγχρονες όπερες για να πει τι πιστεύει για το πνεύμα της εποχής. Της δικής μας εποχής, αυτού που ζούμε. Μουσικός που αγαπά το θέατρο ίσως πιο πολύ κι από τη μουσική, και επίσης αγαπά το σινεμά πιθανόν εξίσου με το θέατρο, προτιμά λέει να τον ξέρουν περισσότερο σαν showbusinessman παρά σαν συνθέτη. Έπειτα από έναν «αιρετικό» και φτηνό «Τροβατόρε» που παρουσίασε τον περασμένο Μάιο στο Bios, με την ομάδα του, την εταιρεία «Όπερες των ζητιάνων», ανεβάζει τη δική του «Πληγή» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Μια συνομιλία μαζί του είναι πραγματική απόλαυση. Ιδού η απόδειξη.

Πότε ανακαλύψατε τη μουσική;

Γύρω στα οκτώ μου χρόνια. Απ’ τη μια, χάρη στο «Άξιον Εστί» του Θεοδωράκη, που, απ’ ό,τι μου είπαν οι γονείς μου, το άκουγαν με πάθος απ’ όταν εγώ ήμουν έμβρυο. Απ’ την άλλη, όταν τυχαία είδα στην τηλεόραση τη βιογραφία του Βέρντι. Τότε κατάλαβα πως αυτό που ήθελα να γίνω ήταν ένας άνθρωπος της όπερας. Ένας Βέρντι.

Πως διαχειριστήκατε την παιδική ανακάλυψή σας;

Άρχισα να μαθαίνω μουσική και να γράφω όπερες. Η σύνθεση έγινε το παιδικό μου παιχνίδι. Ξέρετε, δεν ξεκίνησα να μάθω νότες επειδή μου άρεσε η μουσική. Στην ουσία, αποφάσισα να μάθω τη γλώσσα της για να μπορώ να γράφω τη μουσική που ήθελα να γράψω.

Όπερες με τι θέματα;

Από τη Βίβλο και από τα έργα του Σαίξπηρ και του Σοφοκλή. Μέχρι να τελειώσω το δημοτικό, είχα ξεκινήσει 6-7 όπερες από τις οποίες ολοκλήρωσα τις τρεις. Θυμάμαι, είχα ξεκινήσει να κάνω έναν «Κωνσταντίνο Παλαιολόγο», βασισμένο στον Καζαντζάκη – και δυο τρία χρόνια αργότερα, όταν ήδη είχα γράψει τη μισή όπερα, έμαθα ότι το ίδιο έργο το είχε κάνει ο Καλομοίρης. Δεν ήξερα ποιος ήταν ο Καλομοίρης αλλά τσαντίστηκα πολύ. Και το παράτησα (γελάει).

Και ύστερα ακολούθησαν σπουδές;

Οι σπουδές μου, σε σχέση με εκείνες των περισσοτέρων συνθετών, είναι μάλλον περιορισμένες. Σπούδασα στο ωδείο και μουσικολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Επισήμως, λοιπόν, δεν έχω πτυχίο σύνθεσης. Έχω κάνει τα υπόλοιπα ανώτερα θεωρητικά, αλλά όχι αυτό.

Η σχολή τι ρόλο έπαιξε;

Στη σχολή είχα την τύχη να συναντήσω ανθρώπους με αντίστοιχα ενδιαφέροντα, με τους οποίους συσπειρωθήκαμε. Στην αρχή κάναμε συναυλίες. Αλλά το 1997 απευθύνθηκα στο συμφοιτητή μου Γιάννη Φίλια για να μου γράψει το λιμπρέτο μιας όπερας που είχα στο μυαλό μου με τον τίτλο «Η κοκκινοσκουφίτσα και ο καλός λύκος». Το έργο αυτό το ανεβάσαμε με συμφοιτητές μας την επόμενη χρονιά στο θέατρο Πολύτεχνο.

Δέκα χρόνια αργότερα συνθέτετε την «Πληγή», για το Φεστιβάλ Αθηνών, συνεχίζοντας να συνεργάζεστε με τον Γιάννη Φίλια. Κολλήσατε, ε;

Είναι ο άνθρωπος στον οποίο καταλήγω να απευθύνομαι όταν έχω ένα έργο στο νου μου. Μέχρι σήμερα έχουμε γράψει μαζί συνολικά τέσσερα έργα. Θεωρώ ότι ο Γιάννης έχει πολύ μεγαλύτερο μουσικό ταλέντο από εμένα, που όμως παραμένει ανεκμετάλλευτο.

«Κυνηγάω τη δημοσιότητα»

Αν και πολύ νέος, δεν έχετε περάσει απαρατήρητος. Για ποιους λόγους, νομίζετε;

Έχω προσπαθήσει γι’ αυτό. Έχω κυνηγήσει πολύ τα πράγματα. Λόγω ναρκισσισμού, ανασφάλειας ή δεν ξέρω για τι άλλο, με ενδιαφέρει η επικοινωνία. Δεν θέλω ό,τι κάνω να μένει στο συρτάρι μου. Αν ό,τι φτιάχνω δεν «επικοινωνείται», αισθάνομαι ότι δεν υπάρχει. Δυστυχώς ή ευτυχώς, αισθάνομαι τον εαυτό μου περισσότερο showbusinessman, παρά καλλιτέχνη. Νιώθω ότι η πρώτη μου δουλειά είναι να φέρνω κόσμο στο θέατρο και κατά δεύτερον να έχει καλλιτεχνικό περιεχόμενο αυτό που τους προσφέρω. Δεν σκέφτομαι ποτέ με γνώμονα το έργο. Σκέφτομαι με γνώμονα την παράσταση.

Τι είναι η εταιρεία Όπερες των ζητιάνων;

Είναι μια εταιρεία που ιδρύσαμε το 2002 μαζί με το σκηνογράφο Κωνσταντίνο Ζαμάνη και την παραγωγό Γαβριέλα Τριανταφύλλη. Κι έχει σκοπό το ανέβασμα έργων όπερας και μουσικού θεάτρου με χαμηλούς προϋπολογισμούς και σύγχρονη αισθητική σε χώρους έξω από τους καθιερωμένους. Οι Όπερες των ζητιάνων είναι ο φορέας που κάνει και την «Πληγή».

Πώς είναι δυνατόν ένας νέος μοντέρνος συνθέτης, σήμερα, να έλκεται από την όπερα;

Η όπερα για μένα είναι πρώτα θέατρο και δευτερευόντως μουσική. Δεν αισθάνομαι λοιπόν, τον εαυτό μου τόσο μουσικό, όσο άνθρωπο του θεάτρου. Η μουσική είναι το όπλο μου για να διηγηθώ μια ιστορία. Γιατί αυτό είναι που με ενδιαφέρει πρωτίστως. Και θεωρώ ακόμα πως η όπερα είναι ένας εξαιρετικά προνομιακός τρόπος για να διηγείται κανείς ιστορίες. Μέσω της όπερας προσπαθώ να πω όσα θέλω να πω. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου συνθέτη ενός είδους κλασικής μουσικής. Και δεν έχω καμιά διαφορετική φιλοδοξία από έναν καλό τραγουδοποιό της ποπ, εκτός αν αυτός φιλοδοξεί να συνδέσει την παραγωγή της μουσικής με το οικονομικό κέρδος και μόνο.

Να υποθέσω ότι θεωρείτε τον κλασικό τρόπο ερμηνείας των λυρικών τραγουδιστών ξεπερασμένο;

Δεν θεωρώ ότι είναι ο μοναδικός ούτε και κατάλληλος για όλες τις περιστάσεις. Ο τρόπος οφείλει να καθορίζεται από το τι πας να κάνεις· από το στόχο και το θέμα σου. Εκτός των άλλων, δεν πιστεύω στους τραγουδιστές που είναι μόνο τραγουδιστές ούτε στους χορευτές που είναι μόνο χορευτές. Πιστεύω σε ένα είδος περφόρμερ που να τα κάνει όλα: να παίζει, να χορεύει και να τραγουδάει. Δεν πιστεύω στην εξειδίκευση σε αυτούς τους τομείς. Μας στερεί πάρα πολλές δυνατότητες.

«13 Μαρίες»!

Προς το παρόν, τι επιλέγετε; Έναν ερμηνευτή που τραγουδάει ή κάποιον που το δυνατό του σημείο είναι η υποκριτική;

Επειδή αντιλαμβάνομαι αυτά τα πράγματα ως ένα, ψάχνω έναν άνθρωπο που να μπορεί να τα αντιλαμβάνεται ως ένα.

Ψάχνετε δηλαδή την Κάλλας…

Για την ακρίβεια, 13 Μαρίες (γελάει). Ευτυχώς, οι νεότερες γενιές των λυρικών τραγουδιστών είναι πολύ πιο υποψιασμένες. Αυτή τη στιγμή –γιατί δεν ξέρω αν θα το κάνω πάντα– επιλέγω να συνεργάζομαι με λυρικούς τραγουδιστές, εκπαιδευμένους μέσα στην παράδοση της όπερας και όχι με τραγουδιστές του δρόμου ή τραγουδιστές του λαϊκού, για τον εξής λόγο: με δεδομένους τους χρόνους αλλά και τα χρήματα που έχουμε για να ανεβάζουμε τις παραγωγές μας, αν ξεκινήσει κανείς να μάθει ένα μουσικό έργο μεγάλων μουσικών απαιτήσεων σε έναν άνθρωπο μη καταρτισμένο δεν θα φτάσει ποτέ στην παράσταση.

Παρ’ όλα αυτά, χρησιμοποιείτε στο έργο σας πολλά στοιχεία της ποπ κουλτούρας...

Χρησιμοποιώ ό,τι υποπίπτει στην αντίληψή μου και μου φαίνεται ενδιαφέρον. Δεν έχω απολύτως κανένα ενδοιασμό.

Θεωρείτε τον εαυτό σας mainstream;

Απολύτως. Δεν ξέρω αν είμαι, αλλά θέλω να είμαι. Ο στόχος μου είναι να φέρω κόσμο· να γίνουμε αυτό που λένε household name. Δεν επιτρέπεται να έχω άλλη φιλοδοξία από το mainstream. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν σνομπισμός εκ μέρους μου.

Πώς αντιλαμβάνεστε τι μπορεί να είναι ενδιαφέρον και ελκυστικό για το κοινό;

Είμαι ο μοναδικός θεατής του οποίου γνωρίζω τα γούστα. Έτσι, βάζω τον εαυτό μου στη θέση του κοινού. Ξέρω τι μου αρέσει, τι με ιντριγκάρει, τι με γαργαλάει, τι με κάνει να βαριέμαι. Η πεποίθησή μου είναι ότι, αν είμαι έντιμος απέναντι σε αυτό που εγώ θέλω να «επικοινωνήσω» και το υπηρετήσω με τον καλύτερο τρόπο που μπορώ, αυτό θα βρει αυτομάτως την αντιστοιχία του απέναντι. Νιώθω ότι το κοινό έχει αλάνθαστο ένστικτο για την καλλιτεχνική εντιμότητα. Από κει και πέρα, το τι ακριβώς καταλαβαίνει δεν είμαι σε θέση να το προβλέψω, ούτε και να το κρίνω. Δεν θεωρώ ότι με ενδιαφέρει κιόλας.

Το κοινό συμμερίζεται αυτά που μου λέτε;

Είχαμε την τύχη οτιδήποτε έχουμε κάνει μέχρι τώρα, μόνοι μας και με τους δικούς μας όρους, να έχει λειτουργήσει στο κοινό και μάλιστα με τον τρόπο που θέλαμε. Δεν έχω αισθανθεί ποτέ ότι η πρόθεσή μας έχει πέσει στο κενό. Άρεσε ή δεν άρεσε· ενόχλησε ή δεν ενόχλησε· σαφώς, όμως, αυτό που θέλαμε να πούμε πέρασε απέναντι.

«Χαλίκι στο παπούτσι»

Τι έχει μεγαλύτερη σημασία στην όπερα; Η πρόζα ή η μουσική;

Και τα δύο υπηρετούν το δράμα.

Θεωρείτε ότι η σύγχρονη μουσική πρέπει να είναι γροθιά στο στομάχι;

Αντί για «γροθιά στο στομάχι» προτιμώ αυτό που έχει πει ο Λαρς φον Τρίερ: «χαλίκι στο παπούτσι». Αυτό με ενδιαφέρει. Μοναδικός στόχος της οποιασδήποτε σοβαρής τέχνης, σε οποιαδήποτε εποχή, είναι να γαργαλάει τους ανθρώπους και να τους κρατάει σε εγρήγορση. Όμως αυτό δεν γίνεται πάντα με τους προφανείς τρόπους. Γιατί η μουσική, εκ φύσεως, πολύ εύκολα γαργαλάει τα αφτιά, ή τουλάχιστον έχει τη ροπή προς αυτό. Δεν είναι τόσο απλό να διεγείρεις με τη μουσική τη σκέψη. Γιατί η μουσική έχει μια τάση να υπνωτίζει τους ανθρώπους και να τους βάζει σε μια κατάσταση παθητικής ρέμβης. Για να διεγείρεις τη σκέψη με τη μουσική απαιτείται πολλές φορές μια προσέγγιση λιγάκι πιο πονηρή.

Με τι έχει να κάνει αυτή η προσέγγιση που λέτε;

Κατά πρώτο λόγο, με τη σαγήνη. Για να προκαλέσω σε κάποιον οποιαδήποτε αντίδραση πρέπει, πρώτα από όλα, να τον σαγηνεύσω. Ακόμα και με πολύ βίαιες μεθόδους. Δηλαδή, μπορεί να χαστουκίσω κάποιον, μετά να φύγω, να μην του ξαναμιλήσω ποτέ, και το χαστούκι αυτό να τον κάνει να με σκέφτεσαι συνέχεια. Η σαγήνη, λοιπόν, είναι ο μοναδικός τρόπος για να ανοίξει το κανάλι της επικοινωνίας και να περάσει οποιοδήποτε μήνυμα ανάμεσα σε σένα και τον ακροατή. Το ζήτημα αυτό είναι κεφαλαιώδες, γιατί ο ακροατής, με κάποιον τρόπο, πρέπει να τσιμπήσει το αγκίστρι σου. Κοιτάξτε, λοιπόν. Κάθε τέχνη οφείλει να προάγει την ανησυχία. Όμως για να το κάνει αυτό πρέπει οπωσδήποτε να περνάει μέσα από το κανάλι της σαγήνης. Που σημαίνει ότι, σε κάποιο βαθμό, χαϊδεύει.

Πώς βλέπετε το μέλλον της μουσικής;

Επειδή δεν έχω ιδέα πού θα πάει το μέλλον, νομίζω ότι η μόνη έντιμη δική μου στάση είναι να υπηρετώ το παρόν. Να σκέφτομαι, ανά πάσα στιγμή, τι είναι σημαντικό να γίνει αμέσως τώρα. Είναι εξαιρετικά ανθυγιεινό να σκέφτομαι πού θα πάει το πράγμα μακροπρόθεσμα. Αν το σκεφτώ, θα μπλέξω σε τελείως αντιπαραγωγικές διαδικασίες.

Σε ένα ανέβασμα ποια είναι η σχέση σας με τους υπόλοιπους συντελεστές;

Έχω το πλεονέκτημα ή το μειονέκτημα να είμαι πάρα πολύ συγκεντρωτικός. Αισθάνομαι ότι η παράσταση πρέπει να είναι αυτό που βγαίνει από το νου μου. Ευτυχώς, η πείρα της ζωής και η επαφή μου με τους ανθρώπους με έχει κάνει λιγότερο άτεγκτο σε αυτά τα ζητήματα κι έχω αναγνωρίσει ότι οι επιτακτικές ανάγκες των άλλων, οι ιδέες τους και το ταλέντο τους μπορεί να είναι πολύτιμα. Το μεγαλύτερο στοίχημα, λοιπόν, σε αυτή τη διαδικασία βρίσκεται στην επιλογή των συντελεστών. Από τη στιγμή που έχεις γύρω σου ανθρώπους που μπορείς να εμπιστευτείς, η δουλειά σου γίνεται πολύ πιο εύκολη. Στην «Πληγή» είχαμε την εξής τύχη: το έργο ήταν να ανεβεί το 2005 και τελικά ανεβαίνει φέτος. Το διάστημα αυτό αποδείχθηκε εξαιρετικά σημαντικό γιατί με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο η ιδέα της παράστασης ωρίμασε, ξεχωριστά, στα μυαλά όλων μας με τρόπο πολύ κοινό. Αυτό σημαίνει ότι το έργο –όπως όλα τα έργα, πιστεύω– πάντα κάτι θέλει να γίνει· ότι έχει μια δική του προσωπικότητα που θέλει να εκδηλώσει και, κατά κάποιο τρόπο, χρησιμοποιεί εμάς ως ξενιστές.

Θεωρείτε, λοιπόν, ότι ο συνθέτης δεν έχει κάποια προνομιακή σχέση με το έργο του;

Αντιθέτως, πιστεύω ότι από κάποιο σημείο και μετά, οι άλλοι που θα ασχοληθούν με αυτό μπορεί να το ξέρουν πολύ καλύτερα από το συνθέτη. Ωστόσο, πιστεύω ότι ο συνθέτης έχει προνομιακή σχέση με το έργο του όταν αυτό βρίσκεται στα πρώτα του στάδια, και ειδικότερα μέχρι το πρώτο ανέβασμα. Προσωπικά, μου είναι αδύνατον να αφήσω το έργο να φύγει από τα χέρια μου μέχρι τότε. Γιατί το αντιλαμβάνομαι σαν μικρό παιδί που θέλει στοργή, προστασία, ζεστασιά και επιμελές κλάδεμα των κακών επιδράσεων μέχρι να ανεβεί σωστά, μέχρι να γίνει αυτό που είναι. Και είναι πολύ σημαντικό να βρει κανείς ευαίσθητους ανθρώπους που να μπορούν να αντιληφθούν το έργο και να το ερμηνεύσουν σωστά. Όταν όμως τελειώσουν οι παραστάσεις, αυτός που θα το ξέρει καλύτερα μπορεί να είναι πλέον ο μαέστρος. Αν μάλιστα το ανεβάσει και δυο τρεις φορές ακόμα, σίγουρα θα το γνωρίζει καλύτερα από εμένα.

«Το θέατρο, μια τέχνη

τόσο εφήμερη»

Στις δουλειές σας δίνετε την εντύπωση ότι αποφεύγετε τα παραδοσιακά ανεβάσματα και αναζητάτε το πείραμα...

Πάντως, δεν ξεκινάω ποτέ σκεπτόμενος πως θα κάνουμε κάτι με τρόπο μη παραδοσιακό. Ψάχνω να βρω αυτό που μου φαίνεται ενδιαφέρον. Αν τελικά καταλήγει να είναι πειραματικό ή ασυνήθιστο, αυτό έχει να κάνει περισσότερο με την προσωπικότητά μου παρά με τις προθέσεις μου.

Το Μάιο ανεβάσατε πολύ τολμηρά τον «Τροβατόρε» του Βέρντι στο Bios. Μεταξύ άλλων, κάνατε νέα ενορχήστρωση και «κατεβάσατε» τους ερμηνευτές από το βάθρο τους. Τότε, έγινε μεγάλη συζήτηση για το κατά πόσον ήταν θεμιτός ο τρόπος αυτού του ανεβάσματος. Αν χαθεί, λοιπόν, το στοίχημα, ποιος χάνει;

Εμείς. Και σε καμία περίπτωση το έργο. Ξέρετε, η βασική μου ιδέα είναι ότι η τέχνη δεν είναι τόσο σπουδαίο πράγμα. Όταν εμείς κάνουμε «Τροβατόρε» με ασυνήθιστο τρόπο, το μόνο που στην πραγματικότητα διακυβεύεται είναι τα χρήματα του χρηματοδότη μας. Επί της καλλιτεχνικής ουσίας δεν διακυβεύεται τίποτα. Παραδοσιακά ανεβάσματα θα υπάρχουν πάντα και το γεγονός ότι ένα μάτσο τρελοί από την Ελλάδα αποφάσισε να το ανεβάσει αλλιώς δεν θα αφήσει στο έργο καμιά ουλή, καμιά πατίνα. Ακόμα κι αν οι θεατές βγουν έξαλλοι και προσβεβλημένοι από αυτό που κάνουμε, ούτε κι αυτοί πρόκειται να πάθουν τίποτα. Γενικά όταν μιλάμε για το θέατρο, μια τέχνη τόσο εφήμερη, λίγα πράγματα διακυβεύονται σε επίπεδο αισθητικών συνεπειών.

Ο άνθρωπος, τα όρια, η κραυγή…

Πώς γεννήθηκε η ιδέα της «Πληγής»;

Η όπερα βασίζεται στο μυθιστόρημα «Damage» της Τζόζεφιν Χαρτ, πάνω στο οποίο βασίστηκε και η ταινία «Μοιραίο πάθος» του Λουί Μαλ. Διάβασα το βιβλίο μέσα σε ένα απόγευμα και, αυτομάτως, μου ήρθε η ιδέα ότι θα μπορούσε να γίνει πολύ ωραία όπερα. Υπάρχει μέσα στο βιβλίο η εξής φράση: «το ουρλιαχτό του μοναχικού άντρα που έχει φοβηθεί την αιώνια εξορία». Νομίζω ότι αυτή η φράση ήταν που μου έκανε κλικ, που επιβεβαίωσε ότι αυτό το πράγμα είναι όπερα. Γιατί όταν κανείς φτάνει στις οριακές περιοχές του, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Τότε ο πόνος γίνεται έκσταση και ο λόγος γίνεται κραυγή. Ξέρετε, στην εποχή μας υπάρχει ένα πολύ σπουδαίο ζήτημα για την όπερα: Οι θεατές έχουν γίνει πολύ δύσπιστοι απέναντι στο γεγονός ότι ένας άνθρωπος ανεβαίνει πάνω στη σκηνή και τραγουδάει. Πρέπει λοιπόν, να πείσεις τον θεατή σου ότι αυτός ο άνθρωπος έχει λόγο που το κάνει.

Όπως το βλέπω εγώ οι άνθρωποι τραγουδάνε, όταν φτάνουν στις οριακές τους περιοχές, στα άκρα της ύπαρξής τους. Όταν πια δεν μπορούν να μιλήσουν, και αναγκαστικά πρέπει είτε να ουρλιάξουν είτε να τραγουδήσουν. Το «Μοιραίο πάθος» είναι μια ακραία ιστορία, για έναν άνθρωπο που ανακαλύπτει ότι υπάρχουν οριακές περιοχές στην ύπαρξή του τις οποίες δεν γνώριζε και, αναγκαστικά, αυτό το πράγμα εκδηλώνεται μέσω της κραυγής. Τοποθετώ την κραυγή πολύ κοντά στο λυρικό τραγούδι. Η ιδιαίτερη φωνή που βγάζουν οι λυρικοί τραγουδιστές είναι για μένα πολύ κοντά στην κραυγή και στην έκφραση της ανθρώπινης ακρότητας.

Πώς χειριστήκατε το σενάριο;

Όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε το σενάριο της «Πληγής» με τον Γιάννη Φίλια στηριχτήκαμε σε σχέδια τρομακτικού φορμαλισμού. Πρόκειται για μια όπερα σε 3 μέρη, 7 γεύματα, 21 σκηνές και 3 δωμάτια. Πίσω από το σενάριο υπάρχει μια τρομερή αριθμολογική βάση που έχει να κάνει με τους αριθμούς 3 και 7 και πώς αυτοί σχετίζονται μεταξύ τους· πώς παράγουν τις σκηνές· και πώς αυτό έρχεται και κάθεται πάνω στις μουσικές κλίμακες παράγοντας τα διαστήματα και τις μελωδίες κάθε σκηνής. Η δομή είναι αυστηρή, σε βαθμό ιδεοληπτικό. Ακόμα και το σενάριο το κόψαμε και το ράψαμε ώστε να πατήσει πάνω στην αφηρημένη ιδέα μας για το σχήμα. Γιατί το σχήμα της «Πληγής», μουσικά, είναι μια πληγή. Τα μουσικά διαστήματα ανοίγουν σταδιακά μέχρι το κέντρο του έργου όπου σπάει ένα ποτήρι και ταυτόχρονα και το έργο. Μετά τα διαστήματα αρχίζουν σταδιακά να κλείνουν μέχρι το τέλος. Με άλλα λόγια, το έργο μοιάζει με τρύπα ανοιχτή.

Τονίσατε ιδιαιτέρως κάποια πλευρά του έργου;

Σεβαστήκαμε πολύ το μυθιστόρημα και, κατά ένα τρόπο, η δική μας προσαρμογή είναι ίσως πιο πιστή από αυτή του Λουί Μαλ. Οφείλω, όμως, να σας προειδοποιήσω ότι υπάρχει πολλή γελοιότητα στο έργο. Γιατί τονίσαμε πολύ τη σαρκαστική πλευρά του μυθιστορήματος, την κοινωνική γελοιότητα και την υποκρισία που περιέχει. Παράλληλα, προσθέσαμε μερικά στοιχεία εντελώς υπερβατικά, σκηνές πολύ σουρεαλιστικές που βοηθάνε στο να χαρτογραφηθεί η σκέψη του πρωταγωνιστή.

Το δικό μας έργο, εξάλλου, είναι πολύ ελληνικό. Οι ήρωες μιλάνε σαν Έλληνες, δηλαδή ο ένας πάνω στον άλλον· και τραγουδάνε ελληνικά τραγουδάκια.

«Οι λάτρεις της όπερας;

Νεκρόφιλοι»

Πώς προβλέπετε να αντιδράσουν οι πιστοί λάτρεις της όπερας στο έργο σας;

Αυτοί που υπήρχε περίπτωση να μας «κράξουνε» διότι παραβιάζουμε το ιερό είδος της όπερας δεν θα έρθουν καν. Οι λάτρεις της όπερας είναι μια πολύ ειδική κατηγορία νεκρόφιλων που ενδιαφέρεται για κάτι πολύ συγκεκριμένο. Το κοινό που διεκδικούμε εμείς είναι το κανονικό κοινό· αυτό που πάει θέατρο, που βλέπει σινεμά. Δεν προσπαθούμε να συγκριθούμε με τον Πουτσίνι.

Στα 31 σας είστε ικανοποιημένος από τη μέχρι τώρα πορεία σας;

Παρότι στην προσωπική μου ζωή δεν συνάντησα ιδιαίτερες δυσκολίες στο να κάνω αυτό που θέλω, αισθάνομαι ότι σε κοινωνικό επίπεδο, στην Αθήνα, πρέπει συνεχώς να σπρώχνεις τα πράγματα. Αν οι αντιστάσεις ήταν μικρότερες, ό,τι κάνω σήμερα, στα 31 μου, θα το είχα κάνει στα 24. Πιστεύω ότι αν δεν σκόνταφτα σε τόση κοινωνική δυσπιστία και σε τόση αδιαφορία θα είχα κάνει πολύ περισσότερα πράγματα.

Η σχέση σας με την Αθήνα ποια είναι;

Την αγαπώ πολύ. Είναι μια πόλη που καταλαβαίνω τους ρυθμούς της και την αρχιτεκτονική της. Δεν μου αρέσει πάντα, αλλά είναι μια πόλη στην οποία αισθάνομαι σωστά. Ισορροπώντας μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής, καμιά φορά παράγει πολύ χαριτωμένα πράγματα. Κι ακόμα, είναι μια πόλη που διψάει για φόρμα. Γιατί η Αθήνα έχει πολύ άναρχο υλικό, σε όλα τα επίπεδα, που ζητάει να σχηματιστεί με κάποιο τρόπο. Από αυτή την άποψη, είναι μια γόνιμη πόλη.

«Η καλύτερη κριτική σε ένα έργο, ένα άλλο έργο»

Έτσι όπως μιλάμε δεν ξέρω γιατί μου έρχεται στο μυαλό το γαλλικό κινηματογραφικό «νέο κύμα», οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι του οποίου, πριν γίνουν σκηνοθέτες, ήταν κριτικοί. Αλήθεια, σήμερα ποιος θεωρείτε ότι οδηγεί την κούρσα στην τέχνη: οι δημιουργοί ή οι κριτικοί;

Πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι όλοι αυτοί που είπατε ήταν κριτικοί; Ο ίδιος ο Γκοντάρ είχε πει ότι η καλύτερη κριτική για μια ταινία είναι να κάνεις μια άλλη ταινία. Εγώ σε αυτήν την κριτική πιστεύω. Όλους αυτούς τους έκανε κριτικούς το ότι είχαν μια ανεπτυγμένη νόηση απέναντι στο αντικείμενό τους. Οι κριτικοί των «Cahiers du Cinema» ήταν άνθρωποι με μυαλό που αντιλαμβάνονταν ότι κάτι πήγαινε στραβά στο σινεμά, με τον ίδιο τρόπο που αντιλαμβανόμαστε κι εμείς ότι κάτι πάει στραβά στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η όπερα. Οι δημιουργοί, αν είναι σοβαροί, πάντα τρέχουν μπροστά και πάντα κάνουν κάτι απροσδόκητο. Κι αυτό, όχι κατόπιν σχεδίου, αλλά επειδή είναι παιδιά που παίζουν μπάλα και σου κάνουν προσποίηση, κάνουν κάτι άλλο από αυτό που θα περίμενες, σε τελική ανάλυση κάνουν το δικό τους. Οι κριτικοί και όλοι οι παράσιτοι της τέχνης λειτουργούν δευτερογενώς και, συνήθως, τρέχουν να προλάβουν τους δημιουργούς για να ερμηνεύσουν τις πράξεις τους, Σαν τα τίμια μυρμηγκάκια επιχειρούν να εντάξουν την καλλιτεχνική δημιουργία σε ένα κλισέ, σε ένα αφηγηματικό πλαίσιο για να καταλάβουν από πού ξεκίνησε και πού θα πάει στο μέλλον. Μέχρι να έρθουν ξανά οι δημιουργoί για να τους ανατρέψουν το θεωρητικό τους οικοδόμημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: