Ακούω συχνά τη μομφή ότι πολλές από τις καλλιτεχνικές προσεγγίσεις που φιλοξενούνται στο Φεστιβάλ Αθηνών και στην Επίδαυρο δεν σέβονται την ιερότητα της τέχνης. Συχνά μάλιστα η μομφή επεκτείνεται και στον τρόπο με τον οποίο συντάσσεται αυτή η εφημερίδα, είναι λένε πολύ ελαφριά, πολύχρωμη, κάνει πλάκα με θέματα που είναι πολύ σοβαρά…
Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν έχεις πολλά να κάνεις. Συνήθως αντιπαρέρχεσαι στωικά τις (απαραίτητες σε κάθε διάλογο) επικρίσεις. Καμιά φορά, για να απαντήσεις στην κριτική, μπορεί και να χρειαστεί να επιστρατεύσεις επιχειρήματα, να υπερασπίσεις επιλογές που προφανώς δεν έγιναν τυχαία. Να πεις, ας πούμε, ότι η ελαφράδα δεν είναι υποχρεωτικά αρνητικό μέγεθος, ότι το χρώμα δεν σημαίνει απαραιτήτως παρδαλή χαζομάρα, ότι η πλάκα μπορεί να είναι ένας σοβαρός τρόπος να προσληφθεί ό,τι, εκφράζοντάς το με πομπώδη σοβαροφάνεια, δύσκολα θα βγει από τα τείχη του κάστρου των ειδικών, θα φτάσει στους κανονικούς ανθρώπους που δεν τραβάνε και κανένα μεγάλο ζόρι καλοκαιριάτικα για τέχνες και βαθυστόχαστα νοήματα, γούστο τους και καπέλο τους.
Να πεις, δηλαδή, ότι η τέχνη ή «ο πολιτισμός» (όπως βαθυστόχαστα αναβαθμίζεται στη χώρα μας η καλλιτεχνική πράξη, προσθέτοντας συχνά γαλόνια, επωμίδες και παράσημα που δεν της ανήκουν) δεν είναι a priori σπουδαία υπόθεση, ότι πρέπει το έργο να αναμετρηθεί με το κοινό και την πραγματικότητα πριν αναγνωρισθεί ή όχι η σπουδαιότητά του ή, έστω («τόσο που έκαμες λίγο δεν είναι»), η ακόμα και μικρή συμβολή του στις δημόσιες συζητήσεις, στην «αισθητική αγωγή», στην άνοδο του επιπέδου, βρε αδερφέ.
Αλλά ας μείνουμε στα περί της ιερότητας της τέχνης. Ας μείνουμε στα όσα περί ανίερων σαρκαστών και υπονομευτών τής (υποτιθέμενης ή μη) ιερότητας λέγονται και γράφονται, σε σχέση με καλλιτεχνικές εκφράσεις και προσεγγίσεις που επιλέγουν συχνά τρόπους οι οποίοι έχουν χαρακτηριστεί βέβηλοι.
Είναι βολικό, και θεμιτό βεβαίως, να μιλάμε για ιερές διαδικασίες, για την καλλιτεχνική πράξη ως εξέλιξη αρχέγονων θρησκευτικών τελετών – αλλά πόσο δικαιούται ο καλλιτέχνης να διεκδικεί σήμερα χρόνο από τον σύγχρονο άνθρωπο, τον πολίτη, τον καταναλωτή της τέχνης του, για να τον εισαγάγει στους αρχετυπικούς συμβολισμούς μιας τέχνης που επικοινωνεί με τις καλλιτεχνικές, τις θρησκευτικές, τις παγανιστικές, τις εθνικές, τις πανανθρώπινες ή δεν ξέρω ποιες άλλες πομπώδεις παραδόσεις αλλά δεν έχει μάτια να δει τι γίνεται στο απέναντι πεζοδρόμιο, στο διπλανό διαμέρισμα; Ποια αδιατάρακτη ιερότητα ταιριάζει σε μια κοινωνία όπως η σημερινή, ποια ιερότητα απηχεί τα σύγχρονα προβλήματα όπως μπορεί να τα βρει καταγεγραμμένα κανείς σε ένα φύλλο εφημερίδας; Και ποιον κανονικό άνθρωπο, πέραν ενός ιερατείου εντέλει, μπορεί να απασχολεί μια τέτοια προσέγγιση; Είναι, άραγε, ο καλλιτέχνης υπηρέτης τέτοιων ιερατείων; Ή μήπως είναι ελεύθερος, ανοιχτός άνθρωπος, με διάθεση να διαβάσει πρωτίστως τη ζωή για να μπορεί να σφραγίσει με τη ζωή, με πτυχές της, με αυτό που συμβαίνει εδώ και τώρα, την καλλιτεχνική του πρόταση;
Σαράντα χρόνια από τον Γαλλικό Μάη του 1968, σαράντα χρόνια δηλαδή από την εποχή που ο δυτικός κόσμος ακομπλεξάριστα προσέγγιζε με χαρά το ανίερο, πρότεινε μια νέα κουλτούρα της ανατροπής, διακήρυσσε την ελευθερία και, συχνά, ιδίως στο χώρο της τέχνης, προέκρινε βέβηλους τρόπους για όλα, ανακαλύψαμε ξαφνικά εκ νέου την ιερότητα, το «υψηλό», την «καθεστηκυία τέχνη». Προσέξτε. Δεν είναι τυχαίο ότι λέξεις όπως «ιερό», «υψηλό» και «κατεστημένο» πάνε μαζί. Ούτε αθώο.
Η εποχή μας, εκτός από αβέβαιη περίοδος υψηλής διακινδύνευσης και για τον Δυτικό άνθρωπο, υποχώρησης της ποιότητας ζωής και των δικαιωμάτων του, είναι και μια εποχή επιστροφής του ιερού όχι τόσο στην τέχνη αλλά πρωτίστως στην πολιτική.
Από την εποχή της περίφημης ισλαμικής επανάστασης του Ιράν έως τη σύγχρονη Αμερική των ευαγγελιστών, δείτε πόσα ιερατεία κυριάρχησαν και τι έχουν επιφυλάξει στους πολίτες που βρέθηκαν στο δρόμο τους. Από την μπούργκα και την κλειτοριδεκτομή στην 11η Σεπτεμβρίου, από τη φονταμενταλιστική τρομοκρατία εναντίον της ελεύθερης (μα άπιστης, φυσικά, βέβηλης και ανίερης) Δύσης μέχρι τα εγχώρια κηρύγματα να κρατήσουμε την ιδιοπροσωπία μας για να «μη μας κάνουν κιμά» αυτοί «που θέλουν να μας ισοπεδώσουν» στο πεδίο της παγκοσμιοποίησης, τα ιερατεία έχουν και μαστίγιο και καρότο. Με το μαστίγιο ποδηγετούν, επιβάλλουν. Το καρότο είναι το δέλεαρ – το ιερό, ο ιδεατός παράδεισος, ο δήθεν πνευματικός συμβολισμός μιας ανταπόδοσης επέκεινα σε αντάλλαγμα για την αποστράγγιση της ζωτικότητας εδώ και τώρα.
Κι η χαρά; Η χαρά είναι αλλού. Στην πραγματική ζωή. Και στην τέχνη που δεν μας υπόσχεται μαρτυρική «μέθεξη», που δεν οχυρώνεται πίσω από την πομπώδη ασάφεια. Που δεν είναι εξουσιαστική πράξη. Που είναι νευρική, σύγχρονη και μοντέρνα. Διεισδυτική. Που συνομιλεί με τη ζωή, έστω με όψεις της ζωής που υποπίπτουν στην αντίληψή της. Που διακινεί ιδέες, δεν τις φοβάται. Που συνεχίζει να προτείνει αλλά και να ανατρέπει. Και που δεν έχει δα και τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της. «Η τέχνη δεν είναι και τόσο σπουδαίο πράγμα», λέει ένας πολύ ζωηρός νέος καλλιτέχνης, ο Χαράλαμπος Γωγιός, καμιά τριανταριά σελίδες μετά.
Σωστός ο παίχτης. Κάνει ό,τι μπορεί για να τον μισήσουν οι συνάδελφοί του που «παράγουν πολιτισμό».
Μακάρι να τα καταφέρει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου