Το «Κουαρτέτο» του Χάινερ Μίλερ είναι ένα στοχασμός πάνω στις «Επικίνδυνες Σχέσεις», το θαυμάσιο επιστολικό μυθιστόρημα του Σοντερλό ντε Λακλό. Η Μπέτυ Αρβανίτη και ο Χρήστος Στέργιογλου ενσαρκώνουν δύο από τους πιο σαγηνευτικούς, όσο και μοιραίους χαρακτήρες της παγκόσμιας δραματολογίας. Το ερεθιστικό στοίχημα που παίρνουν οι δύο πρωταγωνιστές, σκηνοθετεί η Ρενάτε Τζετ.
Συνεντεύξεις στην Έλια Αποστολοπούλου
Ο σημαντικότερος ίσως δραματουργός του 20ου αιώνα μετά τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο ανατολικογερμανός Χάινερ Μίλερ, απομονώνει δύο από τους χαρακτήρες του Λακλό, τη γυναίκα και τον άνδρα που πλέκουν το δίχτυ των Επικίνδυνων Σχέσεων – τη Μαρκησία Ντε Μερτέιγ και τον Βαλμόν. Το «Κουαρτέτο» είναι ένα παιχνίδι ρόλων, φύλων και μεταμφιέσεων, με την Μερτέιγ και τον Βαλμόν, να παίζουν ο ένας τον άλλον, αλλά και να εναλλάσσονται στους ρόλους των γυναικών που απουσιάζουν. Αυτή, όμως, είναι σίγουρα μια παράσταση λίγο «διαφορετική» στη σύλληψή της. Η Μπέτυ Αρβανίτη και ο Χρήστος Στέργιογλου γνωρίστηκαν στην «Τέχνη του κυρίου Χάαρμαν», το οποίο σκηνοθετούσε η τελευταία, και ο Χρήστος Στέργιογλου συμμετείχε ως ηθοποιός. «Δουλέψαμε τόσο καλά μαζί, που όταν ξαναβρεθήκαμε είπαμε: “Γιατί δεν παίζουμε μαζί;” Αμέσως αποφασίσαμε ότι θέλουμε να κάνουμε το “Κουαρτέτο” και από εκεί ξεκίνησαν όλα», λένε οι δύο ηθοποιοί. Επόμενη κίνηση, η απόφαση για τη σκηνοθεσία: Η Μπέτυ Αρβανίτη ήξερε πως θα έβρισκαν την ιδανική καθοδήγηση στο πρόσωπο της αυστριακής Ρενάτε Τζετ, της οποίας είχε ήδη παρακολουθήσει την πρώτη σκηνοθετική δουλειά στην Ελλάδα, στην παράσταση «The man who» το 2006. Η Τζετ δέχτηκε με προθυμία την πρόκληση του «Κουαρτέτου». Κι έπειτα, ήταν η σειρά του Φεστιβάλ Αθηνών: «Μας έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση ο τρόπος που ο Γιώργος Λούκος αντιμετώπισε την πρότασή μας. Όταν του είπαμε ότι είναι το όνειρό μας να κάνουμε αυτή την παράσταση, μας απάντησε “Εδώ είμαστε για να δίνουμε τη δυνατότητα να γίνονται πραγματικότητα τα όνειρα”. Είναι ένα δώρο», αισθάνονται οι δύο πρωταγωνιστές.
Ρενάτε Τζετ
«Οι άνθρωποι συναντιούνται μέσα από την παραφορά»
Φτάνουμε στο θέατρο Πορεία, όπου γίνονται οι πρόβες, για να μιλήσουμε με τους συντελεστές της παράστασης. Μετά από λίγα λεπτά καταφτάνει και η Ρενάτε Τζετ, υπερήφανη για το νέο της κούρεμα. Ξεκινάμε την κουβέντα και μόλις ανοίγω το μαγνητόφωνο η Τζετ αρχίζει να κινείται στο χώρο, ενώ παράλληλα μου μιλάει. Την απειλώ ότι θα αρχίσω να την ακολουθώ… Θέλει, λέει, απλώς να στρίψει ένα τσιγάρο προτού αρχίσουμε τη συζήτηση. Καλλιτέχνις που δεν εφησυχάζει –ασχολείται με την υποκριτική, τη σκηνοθεσία, αλλά και με το τραγούδι- η Τζετ θα σκηνοθετήσει το φθινόπωρο τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, για την Εταιρεία Θεάτρου «ΔΟΛΙΧΟΣ» και, στη συνέχεια, θα περιοδεύσει ως τραγουδίστρια με την παράσταση «Dybbuk» που σκηνοθετεί ο Πολωνός Κριστόφ Βαρλικόφσκι.
Η σκηνοθετική ματιά
Τη ρωτώ για την περυσινή παράσταση του Μπομπ Γουίλσον με την Ιζαμπέλ Ιπέρ στο ρόλο της Μερτέιγ. Δεν κατάφερε να τη δει. Δεν έτυχε να είναι ποτέ εκεί όπου ανέβαινε το έργο. «Προσεγγίζω το “Κουαρτέτο” μέσα από τους δύο ηθοποιούς. Η προσέγγισή μου συνδέει την ιστορία που αφηγείται ο Μίλερ, με τις ιστορίες που αφηγούνται οι ηθοποιοί, και τους ίδιους τους ηθοποιούς. Με έλκουν τα έργα που σχετίζονται με ανθρώπους που λένε τις δικές τους ιστορίες. Όταν οι ηθοποιοί συναντούν το κείμενο, το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον».
«Το θέμα δεν είναι ελληνικό, είναι οικουμενικό»
«Έχω συνεργαστεί και στο παρελθόν με Έλληνες. Αυτή η ομάδα αποτελείται από ανθρώπους από την κεντρική και νότια Ευρώπη. Μου αρέσει πολύ να φέρνω σε επαφή διαφορετικούς πολιτισμούς και προσεγγίσεις. Ήρθα εδώ, εξάλλου, για να δουλέψω με Έλληνες. Σκοπός μου, βέβαια, δεν είναι να δείξω επί σκηνής τη μείξη των πολιτισμών, αλλά τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουμε όλοι μαζί. Όταν ανεβάσαμε το έργο «The man who» ήταν φανερό ότι η δουλειά δεν είχε γίνει στην Κεντρική Ευρώπη. Πιστεύω, όμως, ότι άνθρωποι, οπουδήποτε κι αν βρίσκονται, έχουν τις ίδιες ανάγκες, τις ίδιες επιθυμίες, τους ίδιους πόνους. Τα ζητήματα αυτά, είναι παγκόσμια. Τα ζευγάρια στην Ελλάδα θα είχαν τα ίδια προβλήματα και συναισθήματα, ίσως όμως δεν θα τα εξέφραζαν με τον ίδιο τρόπο. Οι άνθρωποι συναντιούνται μέσα από τον έρωτα, την παραφορά και τη βιαιότητα καθημερινά σε διαφορετικές γλώσσες. Το θέμα δεν είναι ελληνικό ή γερμανικό ή αυστριακό, είναι οικουμενικό», παρατηρεί η Τζετ. «Υπάρχουν στερεότυπα ως προς τη νοοτροπία των λαών. Εγώ, όμως, παρ’ ότι είμαι Αυστριακή, είμαι πολύ εξωστρεφής. Θα μπορούσα να είμαι Ελληνίδα», λέει και, από τα συνωμοτικά γέλια των υπολοίπων, καταλαβαίνω πως όλοι συμφωνούν. «Απολαμβάνω τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν οι άνθρωποι εδώ. Το Φεστιβάλ λειτουργεί με επαγγελματικά στάνταρντ. Φυσικά, πολλά πράγματα είναι διαφορετικά στην Ελλάδα. Είναι δύσκολο να δουλέψεις με τόση ζέστη. Οι άνθρωποι, όμως, με τους οποίους συνεργάζομαι είναι εξαιρετικοί επαγγελματίες. Είναι πιο Γερμανοί κι από τους Γερμανούς! Μ’ αρέσει αυτός ο συνδυασμός επαγγελματισμού και ξεγνοιασιάς. Είναι πολύ σημαντικό για μένα να δουλεύω με επαγγελματίες, αλλά να διασκεδάζουμε κιόλας».
Σκηνοθέτρια, ηθοποιός και τραγουδίστρια
«Τα συνδυάζω όλα κάνοντας καθένα ξεχωριστά, το ένα μετά το άλλο. Κάθε φορά που κάνω ένα από τα τρία, ξεχνώ τα υπόλοιπα. Τώρα που σκηνοθετώ, δεν σκέφτομαι ούτε την ηθοποιία ούτε το τραγούδι. Μετά τις δύο σκηνοθεσίες που έχω αναλάβει στην Ελλάδα, θα πάω στην Πολωνία, όπου θα είμαι απλά τραγουδίστρια. Συμμετέχω στην παράσταση που σκηνοθετεί ο Κριστόφ Βαρλικόφσκι, με την οποία θα ταξιδέψουμε σε διάφορα φεστιβάλ. Ανυπομονώ. Και –ποιος ξέρει;- ίσως μετά να ξανασκηνοθετήσω. Μου αρέσει, όμως, ότι μπορώ να δουλέψω και με τα τρία πάθη μου.»
Οι πρωταγωνιστές
Μπέτυ Αρβανίτη
«Οι ήρωες δεν είναι χαρακτήρες, αλλά φορείς ιδεών»
«Ο ρόλος είναι η σύνδεση του ηθοποιού με το κείμενο, με τα υλικά του ίδιου του ηθοποιού. Δεν θεωρώ ότι ένας ρόλος είναι κάτι εντελώς έξω από μένα ούτε έχω αντιμετωπίσει ποτέ ένα ρόλο σαν κάτι τόσο διαφορετικό, γιατί πιστεύω ότι όλα υπάρχουν ήδη μέσα μας. Πλέον δεν με νοιάζουν τόσο πολύ οι ρόλοι, όσο οι συνθήκες και οι σχέσεις και οι συναντήσεις. Η συνάντηση με το έργο, με το συγγραφέα, με τον Χρήστο, με τη Ρενάτε, η συνάντηση με το βαθύτερο εαυτό μου. Ήταν πάντα ένα όνειρό μου αυτό το έργο και μας προέκυψε εντελώς ξαφνικά.Είναι ένα έργο ιδεών που έχει κάτι από την αρχαία τραγωδία. Οι ήρωες είναι φορείς φιλοσοφικών ιδεών, ανθρώπινων και πολιτικών και άλλων. Το έργο μιλάει για τον άνθρωπο, μέσα από τον έρωτα και το θάνατο. Οι ήρωες δεν είναι χαρακτήρες, αλλά φορείς ιδεών. Είναι “ο άντρας” και “η γυναίκα” σε μια μεγάλη ηλικία προς τη δύση της ερωτικής τους ζωής. Έχουν αποκτήσει εμπειρία και μπορούν πια να αντιμετωπίσουν τα μεγάλα θέματα της καταστροφής, του θανάτου, της λειτουργίας του ενός φύλου απέναντι στο άλλο. Είναι δύο άνθρωποι που “το έχουν δει το έργο”. Όλα αυτά τα ζητήματα θίγονται μέσα από ένα παιχνίδι, μέσα από ένα βαθύτερο επίπεδο. Είναι μεγάλο και φιλόδοξο το στοίχημα. Δεν ξέρουμε πού θα φτάσουμε και αν θα το αγγίξουμε, αλλά έχουμε έντονη επιθυμία να το κάνουμε».
Χρήστος Στέργιογλου
«Το στοίχημα της παράστασης παίζεται στη δική μας σχέση»
«Το έργο δεν έχει να κάνει τόσο με έναν διακριτό ρόλο, όσο με εμάς τους ίδιους. Αν εμείς ελευθερωθούμε από οτιδήποτε είμαστε και αν αφήσουμε τη μεταξύ μας σχέση να λειτουργήσει με θάρρος, με εμπιστοσύνη και απόλυτη ελευθερία, χωρίς παρεξήγηση, τότε μάλλον κάτι θα καταφέρουμε. Χρειάζεται, όμως, το θάρρος να αντιμετωπίσουμε τη δική μας ύπαρξη. Το στοίχημα της παράστασης είναι αν έχουμε το θάρρος να βγάλουμε αυτό που κουβαλάμε μέσα μας. Οπότε, δεν υπάρχουν χαρακτήρες. Είναι “ο άντρας” και “η γυναίκα”, η συνεύρεση αυτή με όλες της τις μορφές: με την αγάπη, με τον έρωτα, με το θάνατο, με τον πόλεμο. Είναι δύο άνθρωποι, οι οποίοι -μάλλον- γνωρίζουν τα πάντα για την ύπαρξη».
Η συνάντηση με το κοινό
«Αυτή τη στιγμή δουλεύουμε ακόμα την παράσταση και δεν μπορώ να σκέφτομαι τον κόσμο. Είναι μια πολύ δύσκολη διαδικασία», απαντά η Ρενάτε Τζετ όταν τη ρωτάμε πώς φαντάζεται την υποδοχή της παράστασης. «Δεν έχω προσδοκίες. Ελπίζω ότι ο κόσμος θα έρθει και ότι θα υπάρχουν αφορμές για να σκεφτεί ο καθένας τη δική του ζωή και τις δικές του σχέσεις. Εύχομαι, να αγγίξουμε την ψυχή του κόσμου. Ελπίζω, καταρχάς, να αρέσει σε μένα και να με αγγίξει». Ούτε ο Χρήστος Στέργιογλου θέλει, μας λέει, να περιμένει κάτι από το κοινό. «Δεν θέλω να σκέφτομαι ούτε την επιτυχία ούτε την αποτυχία».
«Οι ηθοποιοί είμαστε όλοι συγγενείς»
«Με τη Ρενάτε δουλεύουμε ουσιαστικά και βαθιά, γιατί αναζητούμε τελικά το ίδιο πράγμα. Δουλεύει με ένα πολύ ενδιαφέρον σύστημα, ένα σύστημα αυθεντικής κίνησης», λέει η Μπέτυ Αρβανίτη. «Αυτό για εμάς είναι μια καινούργια εμπειρία, που λειτουργεί σαν πολυτέλεια, γιατί μας δίνει πολλά πράγματα. Μας χαλαρώνει, μας ελευθερώνει και μας κάνει έτοιμους να τολμήσουμε. Οι ηθοποιοί, εξάλλου, πιστεύω ότι ανήκουν σε μια πολύ μεγάλη οικογένεια. Παρ’ ότι μπορεί να μιλούν διαφορετική γλώσσα, υπάρχει κάτι που τους ενώνει πολύ βαθιά, γιατί το υλικό που χειρίζονται είναι ο ίδιος τους ο εαυτός. Υπάρχει μια πραγματική συγγένεια». Ο Χρήστος Στέργιογλου, παρατηρεί πως «θέμα γλώσσας δεν υφίσταται. Για να κερδίσουμε, όμως, αυτό το στοίχημα, πρέπει να έχουμε το θάρρος να αντιμετωπίσουμε ο ένας τον άλλο με αλήθεια. Αυτό θέλει θάρρος, εμπιστοσύνη και ελευθερία. Άντε βρες τα τώρα! Αν το καταφέρουμε σε κάποιο ποσοστό, θα είναι μεγάλο κέρδος και για εμάς και για το κοινό».
Οι «Επικίνδυνες σχέσεις» στον κινηματογράφο
Έξι ταινίες έχουν γυριστεί με αφετηρία το επιστολικό μυθιστόρημα «Επικίνδυνες σχέσεις» του Πιερ Σοντερλό ντε Λακλό, το κείμενο από το οποίο ο Χάινερ Μίλερ εμπνεύστηκε το επίσης πολυπαιγμένο «Κουαρτέτο» του. Πιο δημοφιλής, εκείνη του Στίβεν Φρίαρς. Πιο φινετσάτη, του Ροζέ Βαντίμ, με τη Ζαν Μορό.
Από τη Δώρα Αναγνωστοπούλου
«Έργο εξοργιστικής ανηθικότητας». Τότε ζήτω της ανηθικότητας! Στο μοναδικό του μυθιστόρημα, ο μετέπειτα στρατηγός του Ναπολέοντα, Πιερ Σοντερλό ντε Λακλό, σκανδαλίζει το 1782 την παρισινή κριτική με ένα επιστολικό δράμα ίντριγκας, αποπλάνησης και προδοσίας. Σοκάρει όσο ο Μαρκήσιος ντε Σαντ και ο Ρεστίφ ντε λα Μπρετόν. Ο ίδιος γράφει τις «Επικίνδυνες Σχέσεις» ως «κάτι ασυνήθιστο, που θα κάνει θόρυβο και θα μείνει στη γη και μετά το θάνατό του». Εμεινε. Γιατί, επτά χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, οι Επικίνδυνες Σχέσεις αποτυπώνουν με αριστοτεχνικό τρόπο αυτό που μας κληροδότησε η πραγματικότητα και ο μύθος: μια παρακμάζουσα κοινωνία, ένα κλίμα βαθιάς κρίσης με μια ανώτερη τάξη σε αποσύνθεση, που στο λαιμό της πληκτικής, φιλήδονης και ανήθικης ζωή της αξίζει μόνο η γκιλοτίνα. Τα υπόλοιπα είναι ένα επιτυχές κοντράστ ανάμεσα σε καλούς και κακούς που η μοίρα τους είναι η καταστροφή: Η σατανική μαρκησία Ντε Μαρτέιγ αποφασίζει να διαφθείρει τη Σεσίλ ντε Βολάνζ, νεαρά παρθένα και άρτι αφιχθείσα από το μοναστήρι, που η μητέρα της σχεδιάζει να την παντρέψει με έναν πρώην εραστή της, τον οποίο η μαρκησία θέλει να εκδικηθεί. Έτσι προτείνει σε έναν άλλο πρώην εραστή της, τον ιπποκόμη Ντε Βαλμόν, να την αποπλανήσει, με σκοπό αυτός που θα την παντρευτεί να μην τη βρει αγνή. Ο Βαλμόν όμως ενδιαφέρεται για τη μαντάμ Ντε Τουρβέλ, μια παντρεμένη γυναίκα χριστιανικών αρχών, κυρίως γιατί θεωρεί πρόκληση τη δυσκολία που θα αντιμετωπίσει. Το στοίχημα είναι η αποπλάνηση. Αν κερδίσει, ο Βαλμόν θα έχει ξανά στο κρεβάτι του τη Μαρτέιγ.
Ροζέ Βαντίμ και Ζαν Μορό
Οι «Επικίνδυνες σχέσεις» γυρίστηκαν πέντε φορές για τον κινηματογράφο. Η πρώτη, το 1959, με σκηνοθέτη το θεωρητικό της γαλλικής nouvelle vague, Ροζέ Βαντίμ, και σεναριογράφο τον Κλοντ Μπρουλέ, ο οποίος εμπνεύστηκε ελεύθερα από το μυθιστόρημα του Λακλό και επιχείρησε να το μεταφέρει στη δεκαετία του 1950. Η αριστοκρατική τάξη του 18ου αιώνα δίνει τη θέση της πλέον στην αστική τάξη, όπου κυριαρχούν η υποκρισία και η απληστία. Κεντρικοί ήρωες της ταινίας είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι με «φιλελεύθερες» ιδέες. Η γυναίκα υποκινεί τον άντρα της σε ένα παιχνίδι σεξουαλικών απολαύσεων με πολλούς και διαφορετικούς παρτενέρ, όπου η μοναδική απαγόρευση είναι να μην ερωτευτούν πραγματικά κάποιον άλλον. Οι δυο τους θα μπλεχτούν σε ένα περίεργο και μοιραίο παιχνίδι, όπου όμως κάποια στιγμή μπερδεύουν τους ρόλους του παιχνιδιού με το πάθος και πορεύονται προς την καταστροφή. Παρά το ιντριγκαδόρικο θέμα της, ωστόσο, και τις προχωρημένες ερωτικές σκηνές για την εποχή της, η ταινία του Βαντίμ δεν κέρδισε ιδιαίτερα την κριτική και το κοινό, αλλά είχε Τελόνιους Μονκ στη μουσική και την ασπρόμαυρη φωτογραφία του Μαρσέλ Γκρινιόν. Κι έπειτα, ανέδειξε μια σταρ: τη γοητευτική Ζαν Μορό, ιδανική στο ρόλο της ψυχρής συζύγου.
Στίβεν Φρίαρς, Γκλεν Κλόουζ, Μισέλ Φάιφερ, Τζον Μάλκοβιτς
Η δεύτερη και κατά πολλούς η πιο ενδιαφέρουσα μεταφορά γυρίστηκε το 1988 σε σκηνοθεσία του Στίβεν Φρίαρς και σενάριο του Κρίστοφερ Χάμπτον, ο οποίος είχε ήδη μεταφέρει τις «Επικίνδυνες Σχέσεις» στο θέατρο. Σκηνοθέτης και σεναριογράφος ακολούθησαν πιστά τη δομή του μυθιστορήματος του Λακλό. Η ταινία στηρίζεται κυρίως στο κείμενο, ενώ η συστηματική χρήση των κοντινών πλάνων δημιουργεί την αίσθηση μιας πρωτοπρόσωπης αφήγησης και πλησιάζει την αφηγηματική μορφή του μυθιστορήματος, εστιάζοντας στην πνευματική και ψυχολογική διάσταση των χαρακτήρων, αν και σε βάρος κάποιων πολιτικών σχολίων που υπάρχουν στο βιβλίο. Οι Αμερικανίδες σταρ της ταινίας, Γκλεν Γκλόουζ και Μισέλ Φάιφερ κερδίζουν υποψηφιότητες για Οσκαρ, ο Τζον Μάλκοβιτς υποδύεται έναν κυνικό Βαλμόν που πλήττει, κυρίως με το βλέμμα του κι ένα αινιγματικό υπομειδίαμα.
Μίλος Φόρμαν με ελαφρότητα
Ένα χρόνο μετά την ταινία του Φρίαρς, βγήκε στις αίθουσες μια ακόμη μεταφορά με τίτλο «Βαλμόν» του σημαντικού Τσέχου σκηνοθέτη Μίλος Φόρμαν. Η ταινία του Φόρμαν υπήρξε ακριβή παραγωγή, στοίχισε πάνω από τα διπλάσια χρήματα σε σχέση με την ταινία του Φρίαρς και απέχει αρκετά από το μυθιστόρημα του Ντε Λακλό. Ο κορυφαίος σεναριογράφος (και συνεργάτης του Λουίς Μπουνιουέλ) Ζαν-Κλοντ Καριέρ επέλεξε να ρίξει το βάρος στην ατμοσφαιρικότητα του βιβλίου, απορρίπτοντας τη διανοουμενίστικη διάσταση των προυπαρξάντων έργων και αφηγήθηκε μια ιστορία με τη γαργαλιστική διάθεση της ελαφρότητας. Οι χαρακτήρες του είναι προβλέψιμοι και λιγότερο σατανικοί και ο Φόρμαν, με στυλιστική μαεστρία, δημιουργεί υπέροχες εικόνες μιας μαγευτικής Γαλλίας του 18ου αιώνα.
Ιαπωνίς και συ πονείς
Οι «Επικίνδυνες σχέσεις» γοήτευσαν μέχρι και τους Ιάπωνες που έδωσαν τη δική τους εκδοχή το 1978, με τίτλο «Κίκεν ναν κανκέι» (πώς αλλιώς να αποδώσεις τα γιαπωνέζικα;) σε σκηνοθεσία Τοσίγια Φουντζίτα. Μια ασιατική βερσιόν, ωστόσο, που ξεχώρισε ήταν η κορεάτικη «Untold scandal» το 2003, σε σκηνοθεσία Λι-Γε Γονγκ. Και μια που εξόργισε ήταν η αμερικάνικη «Cruel intentions» («Ερωτικά παιχνίδια») του 1999, μια άτολμη teenager απόπειρα τοποθετημένη στο σύγχρονο Μανχάταν που περιγράφει τα παιχνίδια αποπλάνησης ανάμεσα σε δυο ετεροθαλή αδέρφια. Ο Πιερ Σοντερλό Ντε Λακλό χωρίς να θεωρείται απο τους «κλασικούς» συγγραφείς, κατάφερε να γίνονται ακόμη και σήμερα «αναγνώσεις» πάνω στο έργο του. Είτε αυτό αφείλεται στη Γαλλική Επανάσταση που ακολούθησε την έκδοση του βιβλίου του και, μοιραία, συσχετίζει το κείμενο με το κλίμα της εποχής δίνοντάς του τη ριζοσπαστική αξία που διέθετε, είτε οφείλεται στην «πιασάρικη» συνταγή του τρίπτυχου σεξ-προδοσία-ενοχή. Δεν παύει να είναι ένα έργο που συζητιέται, διασκευάζεται 226 χρόνια μετά τη δημιουργία του, έστω και αν σήμερα δεν «σοκάρει» εξαιτίας της ανηθικότητάς του...
1 σχόλιο:
Στο μπλογκ υπάρχει λίνκ για το Τεύχος 9, στη Σελίδα του Φεστιβάλ υπάρχει λινκ για το Τεύχος 10, το Τεύχος 11 που εχει ήδη κυκλοφορήσει πότε λέτε να το ανεβάσετε??
Δημοσίευση σχολίου