Αισθάνεστε ήδη δέος; Ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, ο ζωντανός θρύλος του χορού, ένα από τα πιο εκθαμβωτικά ταλέντα του καιρού μας, θα
βρίσκεται για πέντε νύχτες στην Αθήνα. Πριν τον απολαύσουμε να χορεύει λίγα μέτρα μακριά μας, ακούμε τη φωνή του από την άλλη
άκρη της τηλεφωνικής γραμμής.
Συνέντευξη στην Ευγενία Τζιρτζιλάκη
Ο «Μίσα», όπως τον αποκαλούν χαϊδευτικά οι φίλοι, οι συνεργάτες του, αλλά και ο αμερικανικός Τύπος, είναι ένας ζωντανός μύθος, ένα ιερό τέρας, που στα εξήντα του χρόνια συνεχίζει να χορεύει. Είναι πολύ απλά «ο σπουδαιότερος εν ζωή χορευτής», σύμφωνα με το περιοδικό «Time». Τα εύσημα που του αναλογούν, όμως, δεν αφορούν μονάχα τις πρωτοφανείς του επιδόσεις στην τέχνη του, αλλά και το ιδιαιτέρως ελεύθερο και ανεξάρτητο πνεύμα του. Έχοντας διανύσει πάνω από 40 χρόνια επί σκηνής, ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ εξακολουθεί να πειραματίζεται και να αναζητά νέες συνεργασίες. Από τις 5 ως τις 10 Ιουλίου θα έχουμε την ευκαιρία να τον απολαύσουμε στην παράσταση «Three Duets» (Τρία Ντουέτα), όπου συνεργάζεται με δυο ακόμη σπουδαίες μορφές του σύγχρονου χορού: τον Σουηδό χορογράφο Ματς Εκ που με την θεατρικότητα και την τόλμη της δουλειάς του έχει επεκτείνει τα όρια της εκφραστικότητας στην χορευτική κίνηση, και την εξαιρετική Άνα Λαγκούνα, μούσα του Εκ επί σειρά ετών. Μαζί τους ο Αμερικανός χορευτής και χορογράφος Ντέιβιντ Νιούμαν.
Λίγο πριν από αυτήν τη συνάντηση κορυφής, μιλήσαμε με τον κορυφαίο χορευτή του καιρού μας.
Κύριε Μπαρίσνικοφ, είστε ένας από τους σπουδαιότερους χορευτές του αιώνα αλλά και ένας πολύ επιτυχημένος ηθοποιός στη σκηνή, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Πώς θα περιγράφατε την σχέση μεταξύ χορού και υποκριτικής; Με ποιόν τρόπο συνδέονται ή αλληλοτροφοδοτούνται οι δυο αυτές τέχνες;
Χμμ… η υποκριτική και ο χορός είναι δύο εντελώς διαφορετικοί τομείς, κι ο καθένας προφανώς απαιτεί μια σειρά από μοναδικές, ειδικές δεξιότητες. Είναι αλήθεια ότι μερικές φορές οι χορευτές καλούνται να ερμηνεύσουν υποκριτικά, αλλά το αντίστροφο δεν είναι απαραιτήτως αλήθεια. Η πρώτη μου επαφή με την υποκριτική ήταν, φυσικά, μέσω του μπαλέτου, αλλά αυτό το είδος της παντομίμας συνήθως δεν δουλεύει έξω από αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο. Για εμένα σήμερα, η υποκριτική είναι ένα παράλληλο και δευτερεύον ενδιαφέρον και σίγουρα δεν είναι η βασική μου ασχολία, παραμένει όμως μια μορφή τέχνης την οποία αντιμετωπίζω πολύ σοβαρά. Η δυσκολία στο να ακολουθεί κανείς μια καριέρα στην υποκριτική, αλλά και στο χορό, συχνά έγκειται στο πρόγραμμα – δηλαδή στο να βρεις έναν τρόπο να αφοσιώνεσαι στο ένα, διατηρώντας ταυτόχρονα το κορμί και το μυαλό που απαιτείται για το άλλο.
Όταν χορεύετε, σε τι κατάσταση βρίσκεστε εσωτερικά; Πώς προετοιμάζεστε πριν βγείτε στη σκηνή και τι συμβαίνει τη στιγμή που εμφανίζεστε;
Αυτό που ελπίζω να συμβαίνει είναι να είμαι παρών. (Παύση.) Για να είμαι ειλικρινής, έχω πολύ άγχος και τρακ, και μου δημιουργεί νευρικότητα ακόμη και η σκέψη ότι θα βγω στη σκηνή ενώ προσπαθώ να απαντήσω αυτή την ερώτηση!
Γιατί χορεύετε; Τι σας κινεί; Όταν τα πράγματα είναι δύσκολα, τι είναι αυτό που σας κρατάει;
Μερικές φορές ρωτάω κι εγώ τον εαυτό μου ακριβώς αυτή την ερώτηση. Μήπως είναι η αρρωστημένη απόλαυση που αντλώ από το ότι συνεχίζω να χορεύω μετά από τόσα χρόνια; Σοβαρά τώρα, είναι πολλοί οι λόγοι για τους οποίους συνεχίζω να χορεύω. Ένας πολύ σημαντικός λόγος είναι ότι συνεχίζω να συνάπτω νέες καλλιτεχνικές σχέσεις και εξακολουθώ να ανακαλύπτω καινούργιες ευκαιρίες. Και επειδή προσπαθώ να δουλεύω σε διαφορετικές καταστάσεις με διαφορετικούς καλλιτέχνες, με ενδιαφέρει πάντα το πώς θα δουν οι θεατές αυτή τη δουλειά, με εμένα ως το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς από το ένα κομμάτι στο άλλο. Φυσικά, αισθάνομαι πολύ τυχερός που έχω την δυνατότητα να δουλεύω κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Ποια είναι για σας η σχέση μεταξύ χορού και πνευματικότητας; Πάνε μαζί αυτές οι δύο λέξεις; Αν ναι γιατί, κι αν όχι, γιατί όχι;
Αυτή είναι μια πραγματικά δύσκολη ερώτηση. Συνήθως, η λέξη πνευματικότητα κουβαλά κάποιου είδους θρησκευτικό συνειρμό, και φυσικά η τέχνη και η θρησκεία ήταν, για αιώνες, δύο έννοιες συνυφασμένες. Και είναι γεγονός ότι ο χορός ειδικά έχει χρησιμοποιηθεί ως μέσο θρησκευτικής έκφρασης. Αλλά εσείς ίσως μιλάτε για αυτή την πλευρά της εσωτερικής ύπαρξης του καθένα – ακόμη κι ενός άθεου – που μπορεί να ονομαστεί «πνευματική». Φυσικά και θέλω να ζήσω τη ζωή μου βιώνοντας πνευματική πληρότητα, και παρόλο που δεν συμβαίνει πάντοτε, αγωνίζομαι να την γεύομαι κάθε φορά που χορεύω.
....Αναλογίζομαι το τίμημα και σκέφτομαι τις άπειρες φωτογραφίες του με μπαταρισμένα πόδια και αστραγάλους, τις πολλαπλές εγχειρήσεις στα γόνατά του. Μοιάζει να μη λυπάται τον εαυτό του, όπως και τόσοι άλλοι χορευτές, που όμως «καίγονται» δεκαετίες πριν από αυτόν, ενώ εκείνος συνεχίζει να χορεύει…
Πόσο πόνο εμπεριέχει η δουλειά σας και πώς κατορθώνετε να τον διαχειρίζεστε;
Πολύ πιο εύκολα διαχειρίζεται κανείς τον σωματικό πόνο παρά τον συναισθηματικό, κι εγώ τον έχω πια συνηθίσει.
Η εθνικότητά σας ποια θεωρείτε ότι είναι; Πού αισθάνεστε να ανήκετε;
Θεωρώ τον εαυτό μου Αμερικανό, και αισθάνομαι ότι ανήκω στις Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με την οικογένειά μου. Αλλά θα πω επίσης και ότι είμαι ευτυχής σε κάθε γωνιά του πλανήτη, και ελπίζω πως κάποιοι ίσως με θεωρούν πολίτη του κόσμου.
Ποιοι είναι οι στόχοι σας για το μέλλον;
Πραγματικά προσπαθώ να μην θέτω πάρα πολλούς στόχους για το μακρινό μέλλον, τουλάχιστον όχι για τον εαυτό μου, παρόλο που θα σας πω το εξής: προτίθεμαι να δουλέψω πολύ σκληρά για να διασφαλίσω ότι το Κέντρο Χορού Μπαρίσνικοφ θα συνεχίσει να ανθίζει και να εξελίσσεται. Ελπίζω το Κέντρο στην Νέα Υόρκη να μπορέσει να παίξει τουλάχιστον έναν μικρό ρόλο στο εξής: να εξασφαλίσει ότι οι καλλιτέχνες θα εξακολουθούν να θέτουν στους εαυτούς τους και στο κοινό τους προκλήσεις μέσω του αληθινού πειραματισμού και της συνεργασίας. Και αν θέλετε μπορείτε να επισκεφτείτε την ιστοσελίδα www.bacnyc.org για να δείτε και άλλες φιλοδοξίες μου!
Ο φυγάς του Βορρά, βασιλιάς στη Δύση
Κατά τη διαδρομή του από τη Ρίγα της Λετονίας, όπου γεννήθηκε, στα Μπαλέτα Κίροφ του Λένινγκραντ και από εκεί στη μεγάλη έξοδο προς τη Δύση, η ζωή του Μπαρίσνικοφ έχει όλα τα συστατικά ενός κινηματογραφικού μπλοκμπάστερ. Αυτή είναι η ιστορία ενός ελεύθερου ανθρώπου. Ο Μπαρίσνικοφ γεννήθηκε στις ακτές της Βαλτικής, στην ειδυλλιακή Ρίγα, πρωτεύουσα της Λετονίας (τότε ΕΣΣΔ). Στην καταπράσινη Ρίγα, όμως, διάσημη για τα πανέμορφα αρ νουβό κτίριά της, η πρώτη του αίσθηση ταυτότητας ήταν αυτή του εξόριστου, καθώς και οι δυο του γονείς ήταν Ρώσοι. Ξεκίνησε σπουδές μπαλέτου σε ηλικία εννέα ετών, ύστερα από παρότρυνση της μητέρας του – η οποία αυτοκτόνησε όταν ο Μίσα ήταν δώδεκα ετών. Στα 15 του μετεγράφηκε στην σχολή μπαλέτου Βαγκάνοβα, μετακομίζοντας στο Λένινγκραντ, όπου μαθήτευσε δίπλα στον θρυλικό δάσκαλο Αλεξάντερ Πούσκιν, μέντορα πολλών αστέρων των Μπαλέτων Κίροφ. Ο μεγάλος δάσκαλος και η γυναίκα του πήραν τον Μπαρίσνικοφ υπό την προστασία τους, φιλοξενώντας τον μάλιστα στο σπίτι τους, όπως είχαν κάνει νωρίτερα και για τον νεαρό Νουρέγεφ. Σύντομα η προτίμηση του Πούσκιν αποδείχτηκε εύλογη. Ο Μπαρίσνικοφ διακρίθηκε αμέσως και τα πρώτα κιόλας χρόνια του στη σχολή κέρδισε το πρώτο βραβείο στον διεθνή διαγωνισμό Varna. Τα νέα για το σπάνιο ταλέντο του νεαρού χορευτή, με την άκρα καθαρότητα στην τεχνική και την εξαίσια σκηνική παρουσία ταξίδεψαν γρήγορα. Ένας κριτικός των «New York Times» ταξιδεύει ώς το Λένινγκραντ, παρακολουθεί ένα μάθημα του Πούσκιν και ανακηρύσσει τον Μπαρίσνικοφ «τον τελειότερο χορευτή που είδα ποτέ».
Η εξαφάνιση...
Το ταλέντο, η πειθαρχία αλλά και η σπάνια μυϊκή δύναμη των ποδιών του του χάρισαν γρήγορα μια θέση στα περίφημα Μπαλέτα Κίροφ – ήταν μόλις 18 χρονών όταν ανέλαβε τον πρώτο του ρόλο. Οι εμφανίσεις του, σε ολοένα και σημαντικότερους ρόλους, η ακονισμένη τεχνική του, που έμοιαζε να βγάζει γλώσσα στο νόμο της βαρύτητας, και οι δραματικές του ερμηνείες τον έκαναν γρήγορα διάσημο και εξαιρετικά δημοφιλή σε ολόκληρη την Σοβιετική Ένωση. Αργότερα, πάντως, θα γράψει για την άψογη τεχνική του στο βιβλίο του «Baryshnikov at work» (Ο Μπαρίσνικοφ εν ώρα εργασίας): «Δεν έχει σημασία πόσο ψηλά σηκώνεις το πόδι σου. Η τεχνική αφορά τη διαφάνεια, την απλότητα και την ειλικρίνεια της προσπάθειας». Το άστρο του μεσουρανούσε στην τότε ΕΣΣΔ ώς το 1974, όπου, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας στον Καναδά, ο εικοσιεξάχρονος Μπαρίσνικοφ εξαφανίζεται.
...Κι η επανεμφάνιση
Λίγες μέρες αργότερα επανεμφανίζεται, αλλά στις καναδικές αρχές, για να ζητήσει πολιτικό άσυλο – μια απόφαση με κίνητρα τόσο καλλιτεχνικά όσο και πρακτικά. Στη Ρωσία, ένας χορευτής του κλασικού μπαλέτου έπρεπε να κινείται εντός ενός συγκεκριμένου κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου – εξαιρέσεις δεν επιτρέπονταν. Ακόμη, ενώ ο νεαρός Μπαρίσνικοφ επιθυμούσε διακαώς να έρθει σε επαφή και διάλογο με τα νέα κύματα της εποχής του, να συμμετάσχει σε πειραματισμούς και να γνωρίσει τα ίδια του τα όρια, ήταν απίθανο να καταφέρει να ερμηνεύσει μια χορογραφία που να ξεπερνά τις κλασικές φόρμες, μιας και η προσκόλληση στις μπαλετικές παραδόσεις του 19ου αιώνα και στα έργα «σοσιαλιστικής» θεματολογίας ήταν απόλυτη στην ΕΣΣΔ. Επιπλέον, καθότι είναι μετρίου αναστήματος, δεν μπορούσε να σταθεί δίπλα σε μια μπαλαρίνα στις πουέντ της (διότι θα έδειχνε πιο κοντός απ’ αυτήν), και κατά συνέπεια συχνά περιοριζόταν σε δευτερεύοντες ρόλους. Έτσι, η ανάγκη του να εισέλθει στον κόσμο του σύγχρονου χορού και της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, έναν κόσμο από τον οποίο ήταν αποκλεισμένος στο Λένινγκραντ, ήταν επιτακτική από κάθε άποψη.
Η εποχή της Αμερικής
Από τον Καναδά, ο Μπαρίσνικοφ πέρασε σύντομα στις ΗΠΑ. Εκεί, αρχικά εντάχθηκε στο δυναμικό του American Ballet, λίγα χρόνια αργότερα, όμως, αποφάσισε να χορέψει για τον Ζορζ Μπαλανσίν και να ενταχθεί στην ομάδα του New York City Ballet. Ο Μπαλανσίν, που είχε κι ο ίδιος εγκαταλείψει τη Γεωργία 50 χρόνια νωρίτερα για να ηγηθεί της αμερικανικής χορευτικής πρωτοπορίας, είχε αρνηθεί να δουλέψει με τους άλλους «φυγάδες προς τη Δύση», δηλαδή με τον Νουρέγιεφ και τη Μακάροβα που είχαν φτάσει στις ΗΠΑ πριν από τον Μπαρίσνικοφ. Όμως ο Μπαλανσίν είχε ισχυρούς δεσμούς με το μουσικό θέατρο και δη τα κωμικά μιούζικαλ, και ξεχώρισε τον Μπαρίσνικοφ, που πάντοτε αγαπούσε το είδος. Και παρόλο που δεν δημιούργησε ποτέ ένα νέο ρόλο γι’ αυτόν, του δίδαξε όσα ήξερε. Η επιλογή του νεαρού Μπαρίσνικοφ αργότερα δικαιώνεται, καθώς οι εμφανίσεις του στο Μπρόντγουεϊ αφήνουν εποχή, οι ταινίες στις οποίες συμμετέχει σπάνε ταμεία – μάλιστα «Η κρίσιμη καμπή» του χαρίζει ένα Όσκαρ. Και ποιος δεν θυμάται τις περίφημες έντεκα πιρουέτες του στις «Λευκές Νύχτες» (όπου σχεδόν έπαιζε τον εαυτό του) ή την πιο πρόσφατη εμφάνισή του στο «Sex and the City», όπου ήταν ο μνηστήρας της Κάρι;
Χορός κι Ελευθερία
Το σινεμά κι η τηλεόραση ίσως έκαναν ευρέως γνωστό τον Μπαρίσνικοφ, η σκηνή όμως ήταν που τον έκανε αυτόν που είναι. Ενώ σκηνοθέτησε και ο ίδιος ορισμένες σημαντικές παραγωγές, όπως ο «Καρυοθραύστης» και ο «Δον Κιχώτης», έχει πρωταγωνιστήσει σε πάνω από 100 χορευτικά έργα, κλασικού αλλά και σύγχρονου ρεπερτορίου, πολλά από τα οποία δημιουργήθηκαν ειδικά γι’ αυτόν. Με αυθεντικό ενδιαφέρον για το καινούργιο και το ρηξικέλευθο, και δίχως να φοβάται τα ρίσκα, χόρεψε για κάποιους από τους σημαντικότερους χορογράφους της αμερικανικής πρωτοπορίας, όπως η Τουάιλα Θαρπ, ο Πολ Τέιλορ, ο Τζερόμ Ρόμπινς, η Μάρθα Γκράχαμ, ο Άλβιν Έιλι, ο Μερς Κάνινγκχαμ… Μόνο κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων χρόνων στην Αμερική, ο Μπαρίσνικοφ χόρεψε για 13 διαφορετικούς χορογράφους! «Δεν έχει σημασία αν το κάθε μπαλέτο είναι επιτυχία,» έλεγε σε συνέντευξή του στους «New York Times» το 1976, «κάθε καινούργια εμπειρία μου δίνει πολλά». Και το 1978 συμπληρώνει στο βιβλίο του: «Ήμουν εξαιρετικά τυχερός που δούλεψα σε τόσα πολλά καινούργια μπαλέτα, αλλά αυτή είναι η δουλειά του χορευτή». Γράφει ακόμη, ότι το να χορεύει κανείς διαφορετικές χορογραφίες και στυλ είναι σαν να μαθαίνει ξένες γλώσσες, και ομολογεί ότι όσες κι αν δοκιμάσει «ποτέ δεν είναι αρκετές», καταλήγοντας: «Κάθε μπαλέτο, είτε είναι επιτυχημένο καλλιτεχνικά ή εμπορικά είτε όχι, μου έχει δώσει κάτι σημαντικό. Όλα όσα έχω κάνει μου έχουν δώσει περισσότερη ελευθερία.»
Το 1980 επέστρεψε στο American Ballet Theatre, του οποίου διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής ώς το 1989. Την ίδια χρονιά απέσπασε ένα βραβείο Tony και ένα Drama Critics Award για τη θεατρική του ερμηνεία στην παράσταση «Metamorphosis», στο Μπρόντγουεϊ. Την επόμενη χρονιά, μαζί με τον Μαρκ Μόρις, ίδρυσε την ομάδα White Oak Dance Project, με την οποία περιόδευε
έως το 2002. Από τότε, τα βήματά του εξακολουθούν να τον οδηγούν σε νέες διερευνήσεις και πειραματισμούς…
Θυελλώδεις έρωτες
Στο μεταξύ, η προσωπική του ζωή δεν υπήρξε λιγότερο θυελλώδης από την καλλιτεχνική του πορεία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 γνωρίστηκε με την ηθοποιό Τζέσικα Λανγκ με την οποία το 1981 απέκτησε μια κόρη, την Αλεξάνδρα. Όταν ο Μπαρίσνικοφ πρωτογνώρισε τη Λανγκ μιλούσε ελάχιστα αγγλικά, πράγμα που δεν τον πτόησε – απλώς ήταν αναγκασμένοι να επικοινωνούν στα γαλλικά! Ακολούθησε η σχέση του με την Αμερικανίδα μπαλαρίνα Τσέλσι Κίρκλαντ και, τελικά, η τωρινή μακροχρόνια σχέση του με τη χορεύτρια Λίσα Ράινχαρτ, με την οποία έχει τρία παιδιά – τη Σοφία, την Άννα και τον Πίτερ. Δεν παντρεύτηκε, όμως, ποτέ. Σε συνέντευξή του στον Λάρι Κίνγκ ξεκαθάρισε γιατί: «Δεν πιστεύω στο γάμο επειδή η δέσμευση και η αφοσίωση που αποφασίζουν δύο άνθρωποι να χαρίσουν ο ένας στον άλλο δεν έχει καμία σχέση με νομικές διαδικασίες. Εξάλλου, είμαι άθεος - κι έτσι το να σταθώ μπρος στο ιερό δεν θα σήμαινε τίποτε για μένα».
Ίδρυμα Μπαρίσνικοφ
Ο Μπαρίσνικοφ έχει αφήσει εποχή χορεύοντας από Τσαϊκόφσκι, Σοστακόβιτς και Φίλιπ Γκλας, μέχρι Ντιούκ Έλινγκτον και Φρανκ Σινάτρα. Έχει χορέψει σε σιωπή ή με τη συνοδεία του χτύπου της καρδιάς του. Έχει υπάρξει ηγετική μορφή του κλασικού μπαλέτου, του χορού τζαζ, του μοντέρνου και του μεταμοντέρνου χορού, ως ερμηνευτής, χορογράφος, δάσκαλος και καλλιτεχνικός διευθυντής. Στο θέατρο, έπαιξε Μπέκετ και Κάφκα υπό την καθοδήγηση πρωτοπορία κών σκηνοθετών. Όποιο «κοστούμι» κι αν διαλέγει να φορά, πάντα κινείται εντός του με άνεση, ειλικρίνεια και απόλυτη επιτυχία. Το 2005 εγκαινίασε το Κέντρο Τεχνών Μπαρίσνικοφ (BAC) στην πόλη της Νέας Υόρκης, την επίσημη στέγη του μη-κερδοσκοπικού Ιδρύματος Χορού Μπαρίσνικοφ που ίδρυσε το 1979. Αποστολή του οργανισμού είναι η ενίσχυση του γενικότερου ενδιαφέροντος για την τέχνη του χορού, καθώς και η ενθάρρυνση της εξέλιξης ερμηνευτών, χορογράφων, σκηνοθετών, συγγραφέων, συνθετών και σχεδιαστών, καθώς και της συνεργασίας ανάμεσά τους. Το Κέντρο, χρησιμεύει στο Ίδρυμα ως δημιουργικό εργαστήριο, τόπος συνάντησης και χώρος παραστάσεων για μια διεθνή κοινότητα καλλιτεχνών, ενώ προσφέρονται υποτροφίες, αναθέσεις για νέα έργα κ.α. Ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ στηρίζει ξεκάθαρα τον σύγχρονο χορό με κάθε δυνατό τρόπο, ενώ στα άμεσα πλάνα του είναι και η δημιουργία ενός δικού του θεάτρου. Μέσω του Ιδρύματός του, αλλά και της πορείας του ως καλλιτέχνη – με το εύρος της γκάμας του, τη φυσική και άμεση υποκριτική του και το απαράμιλλο χορευτικό του χάρισμα, ο Μπαρίσνικοφ επηρέασε καταλυτικά την πορεία του σύγχρονου χορού. «Για μένα, να δουλεύω σημαίνει να ζω», έχει πει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου