Στους Φατμέ τραγουδούσε «Είμαι μετρίως μέτριος». Το περιοδικό «Ντέφι» τον κατέτασσε στους ενδιαφέροντες μουσικούς, πλάι στον Άκη Πάνου και τον Τζίμη Πανούση. Για τους φίλους του μπάσκετ αλλά, κυρίως, για τα αισθήματα των οπαδών της Εθνικής ομάδας (οποιουδήποτε αθλήματος), είναι κάτι σαν συνθέτης εθνικού ύμνου: «Είμαστε πια πρωταθλητές». Για τον σκηνοθέτη Σωτήρη Γκορίτσα είναι από τους σταθερούς συνεργάτες του. Και για τους φίλους της μουσικής του, πάντα, «δεν είναι πανκ ούτε ροκάς, μα ούτε και Ζαγοραίος». Γιατί να ακούσουμε τον Νίκο Πορτοκάλογλου, λοιπόν, στο Ηρώδειο;
Από την Κατερίνα Κόμητα
«Τι έχει μείνει απ’ τη φωτιά;». Αυτός είναι ο γενικός τίτλος των δύο εμφανίσεων του Νίκου Πορτοκάλογλου στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Τι έχει μείνει, αλήθεια, λοιπόν; Η απάντηση, κατά τη γνώμη του μουσικού, θα είναι η ίδια η συναυλία. Πλαισιωμένος από σημαντικούς ερμηνευτές και μουσικούς, έρχεται με σκοπό να γιορτάσει δυο γεγονότα: Φέτος, λέει, έκλεισε τα 50 του. Και εξακολουθεί, λέει, να γράφει μουσικές με το ίδιο φλογερό πάθος που τον διέκρινε στα πρώτα του βήματα. Για να διαβάσουμε, λοιπόν, πώς εκφράζεται αυτό το πάθος.
Με τι προθέσεις κατεβαίνετε στο Ηρώδειο;
Αυτές τις δυο βραδιές τις βλέπω σαν γιορτή. Ίσως είναι που φέτος έκλεισα τα 50 και, γι’ αυτό πιθανόν αισθάνομαι ότι κάτι έκλεισε και κάτι άλλο, καινούργιο αρχίζει. Ίσως πάλι είναι που εξακολουθώ να γράφω τραγούδια με το ίδιο πάθος και τον ίδιο ενθουσιασμό που ένιωθα όταν ήμουν 20. Αυτά είναι πράγματα που θέλω να τα γιορτάσω. Εξάλλου, μια τόσο μεγάλη παραγωγή, σε έναν τέτοιο χώρο, θα μου δώσει την ευκαιρία να παίξω τις μουσικές μου με τρόπο που δεν έχουν ακουστεί ποτέ πριν, τουλάχιστον live.
Πώς διάλεξες τα πρόσωπα με τα οποία θα γιορτάσετε μαζί;
Η Χαρούλα [Αλεξίου] και η Ελευθερία [Αρβανιτάκη] είναι δυο μεγάλες τραγουδίστριες, σημαντικές για μένα, γιατί συναντηθήκαμε πολλές φορές στις πορείες μας· ο [Νίκος] Ζιώγαλας είναι ο πρώτος φίλος που απέκτησα μέσα από τον κόσμο της μουσικής· ο [Οδυσσέας] Τσάκαλος είναι παιδικός μου φίλος και συνεργάτης· η Ανδριάνα [Μπάμπαλη] είναι παιδί που βγήκε από τη συνεργασία μας όπως και η Βασιλική [Καρακώστα]· ο Χάικ [Γιατζιζιάν] είναι η τελευταία μου αγάπη. Η πρόσκληση που μου έκανε να συμμετάσχω φέτος το χειμώνα στις παραστάσεις του οδήγησε σε μια απολαυστική εμπειρία – και τώρα του το ανταποδίδω.
Σχετικά πρόσφατα κυκλοφόρησε ο δίσκος «Η σβούρα και άλλες ιστορίες» με τραγούδια σου που ερμηνεύει η Βασιλική Καρακώστα. Δεν είναι τολμηρό να εμπιστευτείτε τη δουλειά σας σε μια πρωτοεμφανιζόμενη δισκογραφικά ερμηνεύτρια;
Η Βασιλική είναι μια πάρα πολύ καλή τραγουδίστρια. Βέβαια, αν ήμουν μυαλωμένος επαγγελματίας, θα έπρεπε να διαλέξω μια καθιερωμένη τραγουδίστρια, για να έχω εξασφαλισμένη επιτυχία και σίγουρα έσοδα. Αντίθετα, διάλεξα ένα νέο, άγνωστο πρόσωπο, χωρίς συγκεκριμένο image, γιατί αυτό δημιουργεί τις προϋποθέσεις για καλλιτεχνική ελευθερία, για πειραματισμό και για παιχνίδι. Αυτά τα πράγματα δεν θα μπορούσα να τα έχω αν συνεργαζόμουν με μια τραγουδίστρια που θα είχε πίσω της καριέρα και, επομένως, θα έπρεπε να υπηρετήσω το στυλ της. Κρατούσα στα χέρια μου ένα λευκό χαρτί κι αυτό ήταν μεγάλη πρόκληση για μένα.
Για μια ακόμα φορά, δηλαδή, «τη βρήκες με το ρίσκο» - για να θυμηθούμε κι ένα στίχο σας.
Ναι, πάντα προτιμάω το ρίσκο από τη σιγουράντζα. Εξάλλου, αν με ενδιέφεραν η σιγουριά και το χρήμα θα είχα κάνει άλλου είδους καριέρα. Θα είχα παίξει περισσότερο σε μαγαζιά, σε άλλου είδους σχήματα, εκεί όπου είναι τα λεφτά δηλαδή.
Στις εμφανίσεις σας αισθάνεσθε ότι είστε μέρος ενός γκρουπ ή ότι, απλώς, έχετε μια μπάντα που σας συνοδεύει;
Εντάξει, είμαι φυσικά αυτός που έχει γράψει τα τραγούδια και τα τραγουδάει, αλλά ταυτόχρονα είμαι και ο κιθαρίστας του γκρουπ. Παλιότερα αυτοί οι δυο ρόλοι με μπέρδευαν, σήμερα όμως τους ξεχωρίζω. Εγώ θα είμαι αυτός που θα πει τελικά ποιο δρόμο θα ακολουθήσει το τραγούδι, αλλά θα το κάνω αφού έχω ακούσει τις ιδέες των άλλων. Είναι σαν να παίζω σε μια ταινία και, ταυτόχρονα, να είμαι και ο σκηνοθέτης.
Έχετε γράψει μουσική για τον κινηματογράφο, για τα φιλμ κυρίως του Σωτήρη Γκορίτσα, έχετε κάνει και «πέρασμα» ως ηθοποιός σε δυο ταινίες. Τι σημαίνει να γράφεις μουσική για το σινεμά;
Είναι συναρπαστικό· μοιάζει με διάλειμμα από την πραγματική μου δουλειά. Σαν να επιτρέπω στον εαυτό μου να πετάξει την τσάντα του σχολείου και να βγει να παίξει μπάλα. Και παράλληλα είναι ένα κόλπο, που με ξεμπλοκάρει. Ξέρεις, επειδή πάντα τα τραγούδια μου βγαίνουν από τη ζωή μου, δεν είναι λίγες οι φορές που, γράφοντας, νιώθω ότι σκίζω τις σάρκες μου. Έτσι λοιπόν, όταν γράφω μουσικές για έναν άλλο ήρωα, για μια άλλη ζωή, αυτό με ξεκουράζει. Βέβαια στην πραγματικότητα για μένα μιλάω και πάλι, αφού το εργαλείο μας είναι πάντα τα δικά μας αισθήματα, οι προσωπικές μας σκέψεις και αγωνίες.
Λέτε, δηλαδή, ότι όλα τα τραγούδια σας είναι αυτοβιογραφικά;
Τα παλιότερα ήταν όλα αυτοβιογραφικά. Στη συνέχεια άρχισα να κάνω μικρά σενάρια, να πλάθω ιστορίες. Όμως πάντα η πρώτη ύλη μου είναι ο εαυτός μου, οι εμπειρίες μου, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνομαι τον κόσμο.
Γιατί γράφετε;
Όταν ξεκίνησα ήμουν ένα πολύ εσωστρεφές παιδί. Η μεγάλη μου ανακάλυψη ήταν πως, γράφοντας τραγούδια, μπορούσα να εκφράσω ελεύθερα όλα αυτά μου με πνίγανε, που με καίγανε, τα θετικά και τα αρνητικά. Πράγματα που στην πραγματική μου ζωή θα ντρεπόμουν ή θα δίσταζα να πω, στα τραγούδια μου τα έλεγα με φοβερή άνεση. Με το άλλοθι που μου έδινε το τραγούδι, μπορούσα να πω τα πιο βαθιά μου μυστικά, κι αυτό με λύτρωνε. Όταν, μάλιστα, αυτή η εξομολόγηση μπορεί να χορευτεί κιόλας, τότε μιλάμε για την απόλυτη λύτρωση.
Πώς ακριβώς βγαίνει στην επιφάνεια ένα τραγούδι;
Καταρχάς, όταν γράφω δεν σκέφτομαι.
«Υπάρχω εκεί όπου δεν σκέφτομαι» δεν λέει κι ο Λακάν; Συνήθως ξεκινάω, χωρίς να ξέρω τι θέλω να πω, έχοντας μέσα στο κεφάλι μου κάτι σκοτεινό και άναρθρο. Αισθανόμουν πάντα ότι αυτό που έχει αξία δεν είναι να γράφεις με τις γνώσεις και με τις ιδέες σου, αλλά εξερευνώντας το άγνωστο εσωτερικό τοπίο. Ξεκινώ, λοιπόν από ένα στίχο ή από μια κινηματογραφική εικόνα για να φτάσω σε κάτι που είχα μέσα μου, χωρίς να το ξέρω· σε κάτι που το τραγούδι με βοήθησε να το βρω, να το μάθω κι εγώ. Αργά-αργά, με μια διαδικασία επίπονη και καμιά φορά οδυνηρή, γιατί συνήθως ξύνεις τις πληγές σου.
Πετάτε πράγματα για να φτάσετε στην τελική μορφή του στίχου;
Μπορεί να γράφω δυο μέρες και να δω ότι μόνο ένας στίχος είναι αυτός που αξίζει και πως όλα τα άλλα είναι παιχνίδια του μυαλού μου, παραγεμίσματα, πλαστά, κατασκευασμένα πράγματα. Ο καλός στίχος δεν είναι κάτι όμορφο, είναι κάτι που σε βαράει στο στομάχι.
Όταν γράφετε αυτολογοκρίνεσθε;
Το πιο σοβαρό είναι να απαγορεύεις στον εαυτό σου να γράψει πράγματα που δεν ταιριάζουν στο image σου, με άλλα λόγια κοινού σου. Αυτό είναι το πιο άθλιο είδος ανελευθερίας που μπορεί να ζήσει ένας καλλιτέχνης.
Έχετε διασκευάσει λαϊκά τραγούδια και, γενικώς, δίνετε την εντύπωση ότι έχετε πολύ καλή σχέση με το λαϊκό.
Είναι οι ρίζες μου. Ό,τι είναι για τον Ντίλαν και τον Σπρίνγκστιν η fοlk, η country και τα blues, είναι για μας τα λαϊκά και τα δημοτικά. Και νομίζω πως καμιά μουσική δεν μπορεί να φτάσει πολύ μακριά αν δεν στηρίζεται στις ρίζες. Αν γράφεις τραγούδια κι έχεις στο νου σου μόνο τον Νικ Κέιβ και τη βρετανική σκηνή, αναγκαστικά θα είσαι πάντα ένας επαρχιώτης που μιμείται τους πρωτευουσιάνους. Ξέρετε, βγαίνουν γκρουπ που γράφουν τραγούδια σαν Αμερικανοί, κι αυτό το θεωρούν πρόοδο. Εγώ αυτό το θεωρώ οπισθοχώρηση.
Κι όμως, για παράδειγμα στην περίπτωση των Raining Pleasure είναι εντυπωσιακό το γεγονός πως δεν αναγνωρίζεις τίποτα ελληνικό στον ήχο τους .
Γιατί είναι εντυπωσιακό αυτό;
Όταν πρωτοβγήκαν, κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κάποιοι Πατρινοί μπορούν να γράφουν έτσι.
Εμένα θα με εντυπωσίαζε ένα γκρουπ από την Πάτρα που να μοιάζει με γκρουπ από την Πάτρα και όχι από το Μάντσεστερ. Γιατί γκρουπ από το Μάντσεστερ υπάρχουν πολλά και μάλιστα πολύ καλά· και ποτέ στην Ελλάδα δεν θα έχουμε καλύτερα γιατί, απλούστατα, δεν είμαστε Μάντσεστερ.
Τι σας ενδιαφέρει περισσότερο στη μουσική;
Η σύνθεση των αντιθέτων. Αν καθίσεις και σκεφτείς τα πράγματα που σε έχουν σημαδέψει, νομίζω ότι πίσω από όλα θα βρεις να κρύβεται μια τέτοια σύνθεση. Ας πούμε η αξία του Χατζιδάκι είναι ότι συνδύασε την ευρωπαϊκή του κουλτούρα με τις μνήμες από το ρεμπέτικο· αν ήταν μόνο Ευρωπαίος, δεν θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, θα ήταν ένας ακόμα Ευρωπαίος συνθέτης. Ο Τσιτσάνης, πάλι, ήταν ρεμπέτης αλλά ταυτόχρονα και αστός. Ένας επαναστάτης που συνδύασε το ρεμπέτικο με τις αστικές καντάδες και που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά πιάνο. Τέτοιος ήταν κι ο Σαββόπουλος που, όταν τον άκουσα για πρώτη φορά, νόμιζα ότι άκουγα τον Ζάπα να παίζει μαζί με Θρακιώτες δημοτικούς μουσικούς. Αυτά τα χαρμάνια δεν τα είχε διανοηθεί κανείς πριν. Πιστεύω ότι σε αυτή την παράδοση ανήκω και εγώ. Με τους Φατμέ αυτό κάναμε. Ήμασταν ένα new wave συγκρότημα, που, παρότι ανήκε στην ίδια γενιά με τους Talking Heads, τους Police και τους Clash, αγαπούσε και τον Άκη Πάνου και τον Τσιτσάνη. Κι αυτό ήταν που μας ξεχώρισε από τα άλλα ελληνικά γκρουπ της εποχής.
Το τελευταίο ελληνικό πράγμα που ακούσατε και σας άρεσε ποιο ήταν;
Μου άρεσε ο ήχος και το ύφος του Κωστή Μαραβέγια. Κι ακόμα μου αρέσει πολύ μια καινούργια σκηνή με γκρουπ που αποφεύγουν το σκόπελο του στίχου και παίζουν μόνο ορχηστρική μουσική. Τα παιδιά αυτά είναι, κατά κάποιο τρόπο, απόγονοι τον Mode Plagal, ενός από τα αγαπημένα μου γκρουπ Μιλάω για τους Happy Dog Project, για τους Eos, για τους Gojam Group, μια καινούργια φουρνιά μουσικών που παίζουν δικές τους μουσικές κι έχουν έναν ήχο κοσμοπολίτικο, ανθρώπων δηλαδή που ζουν στην παγκόσμια κοινότητα αλλά έχουν και έντονα δική τους ταυτότητα· που έχουν funk, reggae, soul και jazz στοιχεία, αλλά και μελωδίες από τη Μεσόγειο.
Είστε ποπ, ροκ, πού εντάσσετε τελοσπάντων τον εαυτό σας;
Προσπάθησα πρόσφατα να γράψω ένα τραγούδι για να ξανασυστηθώ. Το πρώτο στιχάκι που έγραψα λέει:«Είμαι ευγενής αλήτης, ροκάς Ανατολίτης»
Στα 18 σας είχατε φανταστεί τον εαυτό σας
στα 50; Γίνατε αυτό που φανταζόσαστε;
Σε άλλα πράγματα ναι, σε άλλα όχι. Για παράδειγμα, φανταζόμουν μια ζωή μέσα στη μουσική, κι αυτό έγινε. Από την άλλη, ενώ ήμουν σίγουρος ότι θα κάνω παιδιά, όπως και έκανα, δεν φανταζόμουν ότι θα παντρευόμουν. Σε αυτό η ζωή με διέψευσε. Παντρεύτηκα, και μάλιστα σε ηλικία 25 ετών, τυφλωμένος από έρωτα. Με τη Μαρίνα κλείσαμε φέτος 25 χρόνια γάμου και το γιορτάσαμε με ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη.
Με αφορμή τη νίκη της Εθνικής μπάσκετ το 1987 στο Eurobasket είχατε γράψει το «Είμαστε πια πρωταθλητές». Τώρα, μετά την εμφάνιση της Εθνικής ποδοσφαίρου στο πρόσφατο Euro, τι τραγούδι θα γράφατε;
«Καλά να πάθουμε». Όντως, είναι απαράδεκτο με το που έχουμε μια επιτυχία να βγαίνει στην επιφάνεια όλη αυτή η μεγαλομανία και η έπαρση. Τώρα με το Euro έβγαιναν διάφοροι και λέγανε ότι θα πάμε στον τελικό… Νομίζω ότι καλό είναι να συμβαίνουν κάτι τέτοια. Προσγειωνόμαστε.
Είναι ενοχλητικό, λέτε, όλο αυτό το πλέγμα ιδεών που καταλήγει στην αυτοπεποίθηση του «περιούσιου λαού»…
Να ξεκαθαρίσω ότι, όταν έγραφα τότε για
το μπάσκετ, δεν είχα απολύτως καμιά πρόθεση να πλέξω το εγκώμιο του Έλληνα, να συνθέσω έναν εθνικιστικό ύμνο. Αυτό που με συγκίνησε ήταν ότι κάποιοι άνθρωποι δούλεψαν πραγματικά σαν ομάδα. Κι αυτό είναι κάτι που, αν το εφαρμόζαμε γενικώς, θα μπορούσαμε να κάνουμε θαύματα. Όμως όταν αυτό το πιάνουν στο στόμα τους οι εθνικιστές κι όλα αυτά τα απολιθώματα που μιλάνε για την ανωτερότητα της φυλής και τον περιούσιο λαό, τότε όλα αυτά τα θεωρώ μακριά από μένα. Αρκετά από τα τραγούδια μου περιέχουν αναφορές στον τόπο μου, αλλά δεν έχουν καμία σχέση με αυτή τη γελοία ιδεολογία του εθνικισμού. Από την άλλη, βέβαια, βρίσκω εξίσου γελοίο και τον αριστερό διεθνισμό, ότι δηλαδή δεν έχουμε πατρίδα. Έχουμε γεννηθεί σε έναν τόπο όπου ο ήλιος λάμπει με συγκεκριμένο τρόπο, ο αέρας φέρνει συγκεκριμένες μυρωδιές, η θάλασσα έχει συγκεκριμένο χρώμα. Αυτός είναι ο τόπος μας. Το ότι τον αγαπάμε, βέβαια, δεν σημαίνει ότι είναι ανώτερος από τους άλλους τόπους.
Η σχέση σας με την Αθήνα ποια είναι;
Την αγαπάω πολύ και με ενοχλούν πολύ κλισέ του τύπου: η ζωή στην πόλη είναι απάνθρωπη και άθλια. Αγαπάω τη φύση, αλλά λατρεύω την πόλη. Είμαι παιδί της. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, ταξιδεύοντας στην Ευρώπη, έχω συνειδητοποιήσει ότι η Αθήνα είναι από τις πιο ζωντανές πόλεις της Ευρώπης.
Πώς βλέπετε αυτό το μπέρδεμα των φυλών που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην πόλη;
Μου αρέσει πολύ. Φυσικά και πρέπει να υπάρχει κάποιο μέτρο και κάποιος έλεγχος, αλλά το να ανοίξει η γκάμα και να ζήσουμε με όλους αυτούς τους ανθρώπους που κουβαλάνε όλους αυτούς τους πολιτισμούς είναι πλούτος.
Μιλώντας για άνοιγμα της γκάμας, αλήθεια, σας ενοχλεί όταν τα τραγούδια σας ακούγονται σε σκυλάδικα;
Με γοητεύει η ιδέα ότι ένα τραγούδι μου μπαίνει σε αυτό το χώρο. Ίσως, όμως, αν το ακούσω με τα αυτιά μου να αλλάξω γνώμη (γελάει).
Θυμάστε τον πιο περίεργο τρόπο που ακούσατε ποτέ τραγούδι σας;
Μετά από συναυλία στην Ξάνθη συνεχίσαμε σε ένα καλοκαιρινό κλαμπ. Αργά τη νύχτα βγήκαν τα κορίτσια να κάνουν στριπτίζ υπό τον ήχο του «Να με προσέχεις». Ήταν πολύ δυνατή στιγμή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου