10/7/09

Νίκολας Χάιτνερ: Η Έλεν Μίρεν με οδήγησε στη Φαίδρα





Συνέντευξη στην Ιφιγένεια Ταξοπούλου



Ομολογεί ότι στον Ρακίνα τον οδήγησε η Έλεν Μίρεν. Περιγράφει τη μέθοδο μέσω της οποίας προσέγγισε το θέμα του, τον έρωτα που σκοτώνει. Αλλά κυρίως περιγράφει την πραγματικότητα του βρετανικού θεάτρου και πώς ο ίδιος, από τη στιγμή που βρέθηκε να διευθύνει την πρώτη κρατική σκηνή στο Λονδίνο, έκανε τα πάντα ώστε το θέατρο να πιάσει το σφυγμό της κοινωνίας. Τα κατάφερε; Αν οι αριθμοί λένε κάποια αλήθεια, το ότι κάθε χρόνο το Εθνικό Θέατρο της Βρετανίας κόβει πάνω από ένα εκατομμύριο εισιτήρια μάλλον αποτελεί πειστική απάντηση.

------------------------------------

Ο Νίκολας Χάιτνερ απολαμβάνει το κύρος του επιτυχημένου. 53 χρόνων σήμερα, όλοι του αναγνωρίζουν το ρόλο του αναμορφωτή του Εθνικού Θεάτρου της Βρετανίας, στο οποίο είναι καλλιτεχνικός διευθυντής από το 2003. Από τότε ως σήμερα έφερε, με μερικές απλές κινήσεις, ακόμα περισσότερο κόσμο σε μια τέχνη που ούτως ή άλλως έχει φανατικούς θαυμαστές στο Λονδίνο. Ποιες κινήσεις; Μερικές είναι αναμενόμενες, όπως π.χ. σπουδαία έργα με μεγάλους ηθοποιούς στον κεντρικό ρόλο. Ορισμένες άλλες προϋποθέτουν διακινδύνευση. Είναι ριψοκίνδυνο, λ.χ., να ανοίγεις σε νέα έργα και σε νέους σκηνοθέτες ακόμα και τις μεγάλες σκηνές ενός εθνικού θεάτρου. Εξίσου ριψοκίνδυνο είναι, εκμεταλλευόμενος τις νέες τεχνολογίες, να καθιερώνεις ημέρα που η παράστασή σου θα μεταδοθεί απευθείας, χάρη στην ψηφιακή τεχνολογία, στο κοινό μιας πληθώρας κινηματογραφικών αιθουσών. Ριψοκίνδυνη θεώρησαν μερικοί σνομπ και τη θεαματική μείωση των τιμών των εισιτηρίων, ωστόσο και αυτή η κίνηση είχε επιτυχία, αφού έτσι όλες οι παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου της Βρετανίας έχουν πληρότητα της τάξεως του 90%.
Αν διακινδυνεύει το άνοιγμα του θεάτρου σε ένα καινούργιο μεγάλο κοινό, ο Χάιτνερ δεν κάνει το ίδιο με τις παραστάσεις που ο ίδιος σκηνοθετεί. Τουλάχιστον δεν έκανε το ίδιο με τη Φαίδρα του Ρακίνα. Έχρισε Φαίδρα την οσκαρική Έλεν Μίρεν, επέλεξε μια μετάφραση ελεύθερη από την τυραννία του μέτρου, που φέρει την υπογραφή του μεγάλου βρετανού ποιητή Τεντ Χιουζ, και βάδισε στην παράδοση του βρετανικού θεάτρου, που δίνει πάντα έμφαση στο κείμενο και τη σκηνική απόδοσή του παρά στις αποδομητικές εικονογραφήσεις της ευρωπαϊκής contemporary σκηνής. Τα κατάφερε;
Οι βρετανικές κριτικές στην πλειονότητά τους ήταν ενθουσιώδεις. Ο ίδιος παρ’ όλα αυτά δεν τις επικαλείται. Γνωρίζει ότι το θέατρο είναι μια ανοιχτή σχέση: τα δρώμενα επί σκηνής και το κοινό. Γνωρίζει ότι η παρουσία του στην Επίδαυρο είναι διττή πρόκληση. Παίζει σε ένα κοινό περισσότερο «καχύποπτο», πιο ανυπόμονο για καινοτομίες από το βρετανικό. Επιπλέον, ανεβάζει σε ένα ανοιχτό θέατρο μια παράσταση σχεδιασμένη για κλειστό χώρο.
Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε εξηγεί πώς απαντά στις προκλήσεις, δηλώνει έτοιμος για την Επίδαυρο, ελπίζει ότι οι προσαρμογές για τον χώρο θα αποβούν λειτουργικές, και εκθέτει με σαφήνεια και τόλμη τη σχέση του βρετανικού θεάτρου με την πολιτεία, τους πολίτες, τις αισθητικές, τους σταρ, τους καλλιτέχνες, τα χρήματα, την κοινωνία και τη ζωή. Απολαύστε έναν καλλιτέχνη που μιλάει με σαφήνεια για πράγματα που όταν τα ξέρεις βαθιά είναι απολύτως σαφή. Σχεδόν προφανή.


Τι σας οδήγησε στη Φαίδρα; Τα έργα του Ρακίνα δεν παρουσιάζονται συχνά στις βρετανικές σκηνές.

Η Έλεν Μίρεν με οδήγησε στη Φαίδρα, όταν μου είπε κάποια στιγμή ότι θα ήθελε να παίξει τον συγκεκριμένο ρόλο στο Εθνικό Θέατρο – έχει άλλωστε την ιδιότητα του συνεργαζόμενου καλλιτέχνη εδώ. Άρχισα λοιπόν να διαβάζω όλες τις διαθέσιμες αγγλικές μεταφράσεις του έργου και στην πορεία διαπίστωσα ότι θα με ενδιέφερε να το σκηνοθετήσω. Στην Αγγλία, είναι αλήθεια, δεν έχουμε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τον Ρακίνα – είναι η τρίτη μόλις φορά που ανεβαίνει έργο του στο Εθνικό Θέατρο. Αυτό λειτούργησε ως πρόκληση: ήθελα να καταλάβω το γιατί.

Δεδομένου ότι αυτά τα κείμενα υπακούουν εν πολλοίς στους αυστηρούς αισθητικούς κανόνες της εποχής τους, εσείς βρήκατε το κλειδί που ανοίγει τον ορίζοντα του έργου για έναν σύγχρονο καλλιτέχνη, για το σύγχρονο κοινό;

Το κεντρικό θέμα του έργου είναι επίκαιρο πάντοτε και για όλους. Ποιος δεν έχει πέσει θύμα ενός αδιέξοδου έρωτα; Ποιος δεν έχει ζήσει μια καταστροφική ερωτική εμμονή; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό είναι το διαρκές θέμα στο έργο του Ρακίνα: love kills, ο έρωτας σκοτώνει. Υπάρχει όμως μια ενδιαφέρουσα μορφολογική διαφορά ανάμεσα στην πρώιμη Ανδρομάχη και τη Φαίδρα. Τα διαλογικά μέρη στη Φαίδρα συγκριτικά είναι ελάχιστα. Το έργο περνάει από τον έναν μακροσκελή λόγο στον άλλο. Όλοι οι ήρωες, ιδιαίτερα η ίδια η Φαίδρα, έχουν εισχωρήσει τόσο βαθιά στον χώρο του μη λογικού που δυσκολεύονται να δουν πέρα από τον εαυτό τους. Προσπαθώντας απεγνωσμένα να αντιμετωπίσουν την προσωπική τους αγωνία απομονώνονται από τον υπόλοιπο κόσμο. Μιλούν ακατάπαυστα. Άραγε, αυτό καθιστά το έργο επαρκώς σύγχρονο; Ή επαρκώς οικουμενικό;

ΣΑΙΞΠΗΡ VS ΡΑΚΙΝΑΣ

Ανεβάζοντας ένα κλασικό κείμενο μιας άλλης θεατρικής παράδοσης σε ποιο βαθμό μπορείτε να απαλλαγείτε από τα σαιξπηρικά σας αντανακλαστικά; Μήπως μπαίνετε στον πειρασμό να «βρετανοποιήσετε» κάπως τον Ρακίνα;
Η διαφορά των δύο «παραδόσεων» είναι τεράστια. Τα κείμενα του Σαίξπηρ προορίζονταν για ένα θέατρο λαϊκό, του οποίου η ύπαρξη εξαρτιόταν απολύτως από την ταμειακή του επιτυχία. Ένα θέατρο πολυσυλλεκτικό, τόσο ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο, αλλά και ως προς το κοινό του. Επειδή και ο ίδιος αλλά και οι σύγχρονοί του ενδιαφέρονταν για τα πάντα δημιούργησαν ένα είδος θεάτρου στου οποίου τη σκηνή μπορούσε να χωρέσει ο κόσμος τους όλος. Ο Ρακίνας, από την άλλη, ήταν ένας συγγραφέας της Αυλής που υιοθέτησε έναν αυστηρό κλασικισμό, διότι τον απασχολούσε κάθε φορά η ενδελεχής ανάλυση ενός και μόνο θέματος. Εξόριζε από τα κείμενά του όλα τα υλικά που δεν είχαν άμεση σχέση με το αντικείμενό του. Τα έργα του είναι επεξεργασμένα στη λεπτομέρεια και συγκροτημένα με έναν τρόπο που είναι ανοίκειος για την αγγλική παράδοση.
Να σας δώσω ένα παράδειγμα, ο κεραυνοβόλος έρωτας. Για τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα συμβαίνει σε μια γιορτή, με ένα τρόπο εντελώς ρεαλιστικό, όπως θα συνέβαινε στην κανονική ζωή. Τον Σαίξπηρ τον ενδιαφέρει κάθε λεπτομέρεια αυτής της γιορτής – η λίστα των καλεσμένων, ο αναλφάβητος υπηρέτης που μοιράζει τις προσκλήσεις, τα αγόρια των Μοντέγων που μπουκάρουν ακάλεστα στο πάρτι (όπως κάνουν μερικές φορές τα αγόρια), οι νεαροί Καπουλέτοι που προσπαθούν να πετάξουν έξω τους νεαρούς Μοντέγους, οι χοροί… και στο τέλος έρχεται και ο έρωτας. Όλες αυτές οι άσχετες, περιφερειακές λεπτομέρειες της καθημερινότητας είναι για τον Σαίξπηρ το «ψαχνό» του έργου του. Για τον Ρακίνα, όμως, μόνον οι σπαρακτικές ψυχολογικές συνέπειες της συνάντησης Φαίδρας-Ιππόλυτου έχουν σημασία. Η συνάντηση αυτή καθαυτή συνοψίζεται σε μια περιγραφή τεσσάρων αράδων.
Επομένως είναι μάταιο να προσπαθήσει κανείς να φέρει τον Ρακίνα στα μέτρα της βρετανικής παράδοσης. Πρέπει βέβαια να παραδεχτώ ότι ίσως εμείς επιμένουμε να αναζητούμε στα έργα του κάποια συναισθηματική και ψυχολογική βάση, με μεγαλύτερο ζήλο απ’ ό,τι αρκετοί από τους Ευρωπαίους συναδέλφους μας – αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.

Επιλέξατε τη μετάφραση του Τεντ Χιουζ, η οποία κουβαλά αναγκαστικά το βάρος αυτού του πολύ σημαντικού ποιητή. Σε ποιο βαθμό η επιλογή αυτή επηρέασε τη σκηνοθετική σας άποψη;
Δεν υπάρχει στην αγγλική παράδοση κάτι αντίστοιχο με τον αλεξανδρινό στίχο του Ρακίνα. Το κοντινότερο που διαθέτουμε είναι ο ιαμβικός πεντάμετρος. Ο Σαίξπηρ τον χρησιμοποιεί μερικές φορές στο κλείσιμο μιας σκηνής, συχνά ως κωμικό εφέ, διότι η ομοιοκαταληξία στα αγγλικά ακούγεται αφύσικη και δημιουργεί έναν αναπόφευκτα ειρωνικό απόηχο. Η χάρη και η αυστηρότητα του γαλλικού στίχου, που γίνεται όχημα τέτοιου ακραίου πάθους, δεν μπορεί να αποδοθεί στα αγγλικά, γι’ αυτό και πρέπει να βρούμε έναν άλλον τρόπο για να προσεγγίσουμε αυτή την αυστηρή του λιτότητα.
Η απόδοση του Tεντ Χιουζ σε ελεύθερο στίχο έχει μια σωματική σχεδόν δύναμη, που χαρακτηρίζει ολόκληρο το ποιητικό του έργο αλλά και την αγγλική γλώσσα. Ο Χιουζ φτιάχνει δικούς του στίχους χρησιμοποιώντας το υλικό που περιέχεται στους στίχους του Ρακίνα∙ κατά μίαν έννοια γράφει ένα δικό του κείμενο: το μετατρέπει σε ένα έργο «γυμνό», το κάνει ίσως πιο ελληνικό απ’ ό,τι μπορεί να είναι στα γαλλικά. Η απόδοση του Χιουζ απελευθερώνει τον ηθοποιό, που διαφορετικά είναι υποχρεωμένος να περιορίσει όλο αυτό το άγριο πάθος μέσα στον κομψό ζουρλομανδύα του αλεξανδρινού στίχου.

ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΝΟΗΜΑ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ

Αρκετοί συνάδελφοί σας στην Ευρώπη δεν θα ανέβαζαν ένα κλασικό κείμενο παρά μόνο για να το αποδομήσουν, να το εφεύρουν εκ νέου ή και να ανατρέψουν εκ βάθρων τα δεδομένα του πρωτότυπου κειμένου. Πώς τοποθετείστε εσείς σε σχέση με αυτές τις τάσεις του σύγχρονου θεάτρου; Μήπως η δική σας εκδοχή είναι τελικά συντηρητική ή έστω υπερβολικά πιστή στο πρωτότυπο;

Είμαι κάθετα αντίθετος σε οποιοδήποτε δόγμα ως προς την ερμηνεία των κλασικών κειμένων. Υπάρχουν πάντοτε περισσότεροι από ένας τρόποι για να τα διαβάσει κανείς. Η αγγλική φιλοσοφία χαρακτηρίζεται από σκεπτικισμό και πραγματισμό, το ίδιο και το θέατρό μας. Η γερμανική φιλοσοφία, η γαλλική φιλοσοφία… μπορείτε να ολοκληρώσετε και μόνη σας τη σύγκριση!
Η αλήθεια είναι ότι σε σχέση με κάποια άλλα ευρωπαϊκά θέατρα στη Βρετανία αποφεύγουμε τα βαθιά ερμηνευτικά νερά σε ό,τι αφορά τα κλασικά κείμενα. Υπάρχουν, πάντως, καλές παραστάσεις και κακές παραστάσεις, σε όλα τα είδη θεάτρου. Οι συνάδελφοί μου στο Εθνικό Θέατρο και εγώ έχουμε, θέλω να πιστεύω, μια κοινή γραμμή ως προς την εντιμότητα των προθέσεών μας, όχι όμως σε ό,τι αφορά την αισθητική μας.
Όσο για μένα προσωπικά, με ενδιαφέρει κυρίως ο τρόπος με τον οποίο ένας σπουδαίος ηθοποιός, εν προκειμένω η Έλεν Μίρεν, μπορεί να προσδώσει καινούργιο νόημα, στιγμή τη στιγμή σε μια παράσταση, στα μεγάλα κλασικά κείμενα. Ο βασικός επικοινωνιακός άξονας στο θέατρο είναι ανάμεσα στον ηθοποιό και το κοινό, γι’ αυτό και μερικές φορές –όχι πάντοτε– αντιμετωπίζω με επιφύλαξη ορισμένες απόπειρες αποδόμησης, όταν μετατρέπουν τους ηθοποιούς σε απλά διακοσμητικά στοιχεία μιας σκηνοθετικής άποψης.

ΕΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ ΤΟ ΧΡΟΝΟ!

Όταν αναλάβατε το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, το 2003, η επιλογή σας για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή δημιούργησε ένα κλίμα ευφορίας, ιδιαίτερα μάλιστα μετά τη μεγάλη επιτυχία της πρώτης σας σεζόν. Η θητεία σας έχει τώρα ανανεωθεί μέχρι το 2013. Αισθάνεστε ότι έχετε ανταποκριθεί στις όποιες προσδοκίες;
Δεν έχω ιδέα! Είμαι περήφανος για ορισμένα πράγματα που καταφέραμε. Υπήρξε ένα εντυπωσιακό κύμα προώθησης της σύγχρονης θεατρικής δημιουργίας στις σκηνές μας. Ανεβάσαμε μεγάλης κλίμακας παραγωγές καινούργιων έργων με τεράστια επιτυχία και καταφέραμε να βάλουμε τη σύγχρονη δραματουργία στην καρδιά του δημόσιου πολιτικού λόγου στη χώρα μας – αυτό, προφανώς, δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι είμαστε κάπως απρόθυμοι να τοποθετήσουμε τον σκηνοθέτη ανάμεσα στο έργο και το κοινό! Μια καινούργια γενιά συγγραφέων και σκηνοθετών βρήκε χώρο έκφρασης στο Εθνικό Θέατρο. Κατεβάσαμε δραστικά τις τιμές των εισιτηρίων και τώρα παίζουμε με μέση πληρότητα περίπου 90%, έχοντας περισσότερους από 1 εκατομμύριο θεατές τον χρόνο. Και έχουμε, βέβαια, και πολλά ακόμη να κάνουμε.

Πώς θα ορίζατε σήμερα τον ρόλο ενός εθνικού θεάτρου; Το αντιλαμβάνεστε με όρους αμιγώς καλλιτεχνικούς ή θεωρείτε ότι υπάρχει και κάποιου τύπου κοινωνική αποστολή;
Πιστεύω ακράδαντα ότι πρέπει να συμμετέχουμε στη δημόσια συζήτηση και ότι θα προδίδαμε τους στόχους μας εάν ασχολούμασταν μόνο με την τέχνη.
Καταρχάς θέτουμε το ερώτημα: «Τι σημαίνει ο όρος Εθνικό;». Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα ερώτηση, ιδιαίτερα όταν διατυπώνεται στην πιο κοσμοπολίτικη πόλη της Ευρώπης. Και, κατόπιν, τι σημαίνει «θέατρο»: μια ολοένα και πιο προκλητική ερώτηση στο πλαίσιο της δικής μας παράδοσης, η οποία ήταν ανέκαθεν περισσότερο λογοτεχνική, αλλά τώρα πλέον ανοίγεται και στους πιο εναλλακτικούς δρόμους της θεατρικής δημιουργίας.
Με αυτό το σκεπτικό, όπως καταλαβαίνετε, θα συνεργαστούμε αρμονικά με σκηνοθέτες όπως ο Φέλιξ Μπάρετ, που δημιουργεί μεγάλης κλίμακας αινιγματικές περφόρμανς, οι οποίες δεν βασίζονται σε κείμενο. Εξίσου εύκολα θα συνεργαστούμε με ηθοποιούς και σκηνοθέτες που τους ενδιαφέρει πρωτίστως να κρατήσουν ζωντανά τα σημαντικά κλασικά κείμενα της αγγλικής δραματουργίας και να τους δώσουν νέα πνοή. Κι ακόμη με συγγραφείς που θεωρούν χρέος τους, όπως ο Άμλετ, «να σηκώνουν ψηλά έναν καθρέφτη για να κοιτάζεται η φύση».

Πώς το εννοείτε αυτό;
Για παράδειγμα, πριν από τρεις μήνες ζήτησα από τον Ντέιβιντ Χέαρ να γράψει ένα καινούργιο έργο (που θα κάνει πρεμιέρα τον Σεπτέμβριο), το οποίο να αναλύει και να ερμηνεύει την παγκόσμια οικονομική κρίση. Θεώρησα ότι ήταν υποχρέωσή μας να ασχοληθούμε με αυτή την καταστροφή που θα αλλάξει τις ζωές όλων μας προς το χειρότερο μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια. Δεν θα μπορούμε να χτίσουμε σχολεία, να αναπτύξουμε νέες θεραπείες, να επενδύσουμε στην καθαρή ενέργεια… Τα χρήματα τελείωσαν. Πώς συνέβη αυτό; Ποιος φταίει; Πώς πρέπει να αλλάξουν οι κοινωνίες μας προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτή την πραγματικότητα; Κατά τη γνώμη μου είναι ζωτικής σημασίας για ένα Εθνικό Θέατρο το να ανταποκρίνεται άμεσα στα ζητήματα των καιρών, αυτά που απασχολούν τον κόσμο τον οποίο καλείται να υπηρετήσει – και, με την ευκαιρία, η προπώληση για το έργο του Ντέιβιντ Χέαρ έχει αρχίσει και έχουμε ήδη πουλήσει χιλιάδες εισιτήρια.

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΠΟΧΗ

Θέσατε πρόσφατα σε εφαρμογή ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο ψηφιακής μετάδοσης θεατρικών παραστάσεων σε πραγματικό χρόνο. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται κάτι τέτοια σε αυτή την κλίμακα...
Στις 25 Ιουνίου μεταδώσαμε ζωντανά την παράσταση της Φαίδρας σε 270 ψηφιακούς κινηματογράφους σε όλον τον κόσμο. Η ανταπόκριση μας εξέπληξε. Στη Βρετανία όλα τα εισιτήρια πουλήθηκαν. Η παράσταση προβλήθηκε ζωντανή ή με μια μικρή χρονοκαθυστέρηση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, στις ΗΠΑ, τον Καναδά, τη Νότια Αφρική και την Αυστραλία. Η τεχνολογία αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια με τεράστιες ταχύτητες. Βίντεο υψηλής ευκρίνειας, multi-camera filming, {ΝΑ ΡΩΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗ ΛΕΝΑ}, δορυφορικές μεταδόσεις – όλα αυτά σημαίνουν ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα υβριδικό είδος, που δεν είναι κινηματογράφος ούτε και θέατρο, αλλά που μας δίνει τη δυνατότητα να μεταδώσουμε τη θεατρική εμπειρία σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό απ’ ό,τι τρία χρόνια νωρίτερα. Μέσω της ψηφιακής μετάδοσης, σε ένα και μόνο βράδυ είδαν την παράσταση περίπου 30.000-40.000 θεατές.
Σκοπεύουμε να το καθιερώσουμε και να το επαναλαμβάνουμε, ίσως και πέντε φορές κάθε χρόνο. Και θα διευρύνουμε το δίκτυο των αιθουσών. Εισπράττουμε το 35% του προϋπολογισμού μας από το κράτος, από τον βρετανό φορολογούμενο (λιγότερο από άλλα ευρωπαϊκά θέατρα, αλλά πάντως καθόλου λίγα: 19 εκατομμύρια λίρες). Έχουμε υποχρέωση να δώσουμε σε όσο περισσότερους ανθρώπους μπορούμε τη δυνατότητα να δουν αυτό που κάνουμε.
Στην ίδια λογική, θα έλεγα ότι όλοι μας πια έχουμε καλές ιστοσελίδες. Κανένας μας όμως δεν φτάνει την Tate Gallery, το Μουσείο Πράδο ή το Βρετανικό Μουσείο. Δεν είμαστε αρκετά καλοί! Πρέπει να βελτιωθούμε, διαφορετικά θα μείνουμε πίσω.

Η οικονομική κρίση δεν σας έχει επηρεάσει καθόλου;
Όχι ακόμη, αλλά θα μας επηρεάσει σύντομα. Σχεδόν όλες οι δυτικές οικονομίες είναι σε κακό χάλι. Θα μειωθεί η επιχορήγησή μας, καθώς και τα έσοδα από τις χορηγίες και θα έχουμε ένα κοινό που θα ξοδεύει λιγότερα. Δεν θα είναι εύκολο.

ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΚΛΗΣΗ

Το βρετανικό θέατρο θεωρείται κάπως «απομονωμένο» από τον υπόλοιπο κόσμο. Εσείς αισθάνεστε επαρκώς διεθνείς; Εφαρμόζετε κάποια πολιτική που μπορεί να ανατρέψει αυτή την άποψη που επικρατεί στο εξωτερικό για εσάς;

Χμμ… Αυτό είναι αλήθεια, σε σχέση με την Ευρώπη. Για τολμήστε όμως να πείτε σε έναν Αμερικανό ή έναν Αυστραλό ότι το βρετανικό θέατρο είναι απομονωμένο! Μας μισούν γιατί θεωρούν ότι είμαστε μονίμως μέσα στα πόδια τους. Και ότι έχουμε ασκήσει υπερβολική επιρροή στο δικό τους θέατρο.
Δυστυχώς, όμως, πράγματι είμαστε αρκετά απομονωμένοι από την υπόλοιπη Ευρώπη κι αυτό είναι κάτι που θέλω να αλλάξω με κάθε τρόπο. Πρόσφατα δημιουργήσαμε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ευρωπαϊκό θεατρικό δίκτυο, που ονομάζεται Mitos21 και στο οποίο συμμετέχουν καλλιτεχνικοί διευθυντές μεγάλων θεατρικών οργανισμών και άνθρωποι του ευρωπαϊκού θεάτρου. Ήδη η συνεργασία μας έχει αρχίσει να αποδίδει καρπούς. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν κοινές δράσεις του δικτύου, αλλά και του θεάτρου μας με το Βασιλικό Δραματικό Θέατρο της Στοκχόλμης και το Σάουσπιλ της Φρανκφούρτης. Ελπίζω ότι θα συνεχίσουμε και θα πολλαπλασιάσουμε τις συνεργασίες μας. Κι ακόμη, θα ήθελα να αρχίσουμε να περιοδεύουμε περισσότερο στην Ευρώπη.


«ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ ΜΕ ΕΝΑ ΣΤΡΑΤΟ ΦΙΛΟΥΣ»

Πώς αντιμετωπίζετε την πρόκληση της Επιδαύρου; Ξέρετε, για τους έλληνες καλλιτέχνες μια εμφάνιση σε αυτό το θέατρο έχει ξεχωριστή βαρύτητα.
Θέλω να με πιστέψετε, το αντιμετωπίζουμε όλοι μας ως μία από τις σημαντικότερες και πιο συγκινητικές εμπειρίες της ζωής μας. Έχουμε ξαναστήσει την παράσταση ειδικά για την Επίδαυρο, έχουμε κατασκευάσει ένα καινούργιο σκηνικό και ερχόμαστε στην Ελλάδα με έναν στρατό από φίλους, συναδέλφους και συγγενείς! Ανυπομονούμε!

Δεν υπάρχουν σχόλια: