14/7/09
Νίκος Ξυδάκης: «Δεν είμαι έθνικ»
Ήρθε από το Κάιρο, έπαιξε δυτική μουσική, αλλά στην πορεία επανανακάλυψε τις μουσικές που άκουγε παιδί. Στη μουσική παράσταση που ετοιμάζει αναμιγνύει ήχους και πολιτισμικά ιδιώματα καταφέρνοντας να εμπλέξει δημιουργικά στο τελικό σύνολο τον Καβάφη, τον Δημήτρη Μαρωνίτη, τον ποιητή Διονύση Καψάλη. Πόσο μακριά είναι ο σημερινός Νίκος Ξυδάκης από τον σουξεδοποιό της Εκδίκησης της γυφτιάς;
Από την Κατερίνα Κόμητα
Φωτογραφίες: Βασίλης Μαθιουδάκης
Δώσαμε ραντεβού στο σπίτι του στην οδό Σίνα, έφτασα κάθιδρη ακριβώς στην ώρα μου. Μπαίνοντας, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να βγω στο μπαλκόνι για να χαζέψω τη φοβερή θέα: Η Αθήνα καιγόταν μέσα στο μεσημέρι κι ο Λυκαβηττός από τούτη την πλευρά του που δεν είχα ξαναδεί φαινόταν κάπως πιο μικρός, πιο αγαπησιάρης. Όταν συνήλθα κάπως καθίσαμε για να κάνουμε τη συνέντευξη. Η αλήθεια είναι πως ο χρόνος κυλά γρήγορα όταν μιλάς για τη μουσική, τον Καβάφη, την Αίγυπτο... Δίπλα μας το πιάνο και τριγύρω παλιά οικογενειακά κειμήλια, μπακίρια και εκατοντάδες (λίγα λέω) βιβλία. Αυτός ο ψηλός άντρας που κάθεται απέναντί μου μιλάει ήρεμα και γελάει εύκολα.
Με την πρώτη ματιά που θα ρίξει κανείς στο πρόγραμμα καταλαβαίνει ότι αυτό που ετοιμάζετε δεν είναι μια απλή συναυλία. Τι είναι λοιπόν;
Έχετε δίκιο. Δεν είναι ακριβώς συναυλία. Από την άλλη μεριά όμως δεν μπορώ και να το εντάξω εύκολα σε κάποιο είδος. Είναι ένα μουσικό έργο που χρησιμοποιεί κάποια θεατρικά στοιχεία, μια μουσική σκηνοθεσία που αφηγείται τη ζωή του Καβάφη.
Περιγράψτε μας τι περίπου θα δούμε επί σκηνής
Στο ορχηστικό μέρος συμμετέχουν επτά βιολοντσελίστες από την Όπερα του Καΐρου και ένα ελληνικό συγκρότημα, οι Αl Μαhabba (σ.σ.: αγάπη στα αραβικά). Οι αιγύπτιοι μουσικοί παίζουν μουσική με δυτικά στοιχεία, σε αντίθεση με τους Έλληνες που παίζουν αραβική κλασική μουσική. Βεβαίως, κάποια στιγμή αυτά τα δύο μουσικά σχήματα συμπράττουν. Τα κείμενα της παράστασης, εκτός από ένα αποκηρυγμένο ποίημα του Καβάφη, έγραψε ο Διονύσης Καψάλης που φώτισε διακριτικά την ιστορία της ζωής του ποιητή μέσα από περιστατικά λιγότερο ή περισσότερο γνωστά. Κι αυτός ο έμμεσος τρόπος του Καψάλη ήταν που μου έδωσε τη δυνατότητα να δημιουργήσω την τελική φόρμα.
Μάλιστα ο ίδιος ο Καψάλης αφηγείται επί σκηνής ένα πολύ κρίσιμο σημείο του έργου, και συγκεκριμένα τη στιγμή που ο Καβάφης επιστρέφει από την Ελλάδα στην Αίγυπτο για τελευταία φορά. Στο τελευταίο μέρος της παράστασης, που αφορά τις τελευταίες στιγμές της ζωής του ποιητή, αφηγητής είναι ο Δημήτρης Μαρωνίτης. Ακόμα, τα τραγούδια της παράστασης ερμηνεύει ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος, εκτός από δύο που τα λέω εγώ, ενώ τη σκηνοθεσία ανέλαβε η Μάρθα Φριντζήλα.
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ
Στη μουσική ποιο ρόλο επιφυλάξατε;
Όλη η παράσταση μοιάζει με ένα μεγάλο τραγούδι. Ξεκινάει σαν μια μεγάλη γιορτή, γεμάτη με αραβική μουσική. Τούτο το πρώτο μέρος το λέμε «Πόλη», ακριβώς γιατί θέλουμε να μοιάζει με αυτό που προσλαμβάνει κανείς όταν βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια ή στο Κάιρο. Καθώς ξετυλίγεται η «ιστορία», αρχίζει και το κόστος των μεταμορφώσεων. Η γιορτή φεύγει κι ακολουθεί κάτι πιο εσωτερικό που στη συνέχεια γίνεται κρίσιμο και δραματικό. Και η μουσική που αρχικά ήταν κυρίαρχη ολοένα και φυραίνει ώσπου στο τέλος εκλείπει. Στο τέλος της ζωής δυστυχώς δεν έχουμε την παρηγοριά της μουσικής. Έχουμε όμως τη μνήμη της, το σώμα της που έχει προηγηθεί.
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης πώς προέκυψε;
Κάποια στιγμή τον είδα σε μια εκπομπή (σ.σ.: στο Παρασκήνιο, σε ένα αφιέρωμα στον ίδιο που σκηνοθέτησε η Κατερίνα Ευαγγελάκου) να διαβάζει μια δική του μετάφραση του Αίαντα, και ειδικότερα ένα κομμάτι που αναφερόταν στο τέλος της ζωής. Ήταν συγκλονιστικός. Τότε ήταν που σκέφτηκα να του προτείνω να πάρει μέρος στην παράσταση. Ένιωσα ότι ήταν ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να μιλήσει για το σκληρό τέλος χωρίς περιττούς θρήνους.
Τι επίδραση θα θέλατε να έχει η παράστασή σας στο κοινό;
Θα ήθελα η παράσταση αυτή να μοιάζει με μια μικρή τελετή, ένα μικρό μυστήριο, το οποίο δεν αφορά μόνο τον Καβάφη αλλά την ίδια την ζωή. Όπως περνάει κάποιος έξω από μια εκκλησία κι αντιλαμβάνεται πως μέσα τελείται μια λειτουργία και εισέρχεται διακριτικά, έτσι ακριβώς θα μου άρεσε την ώρα της παράστασης να μπει μέσα, σχεδόν κρυφά, ένας κόσμος, έστω και συμπτωματικά. Γι’ αυτό και ήθελα πολύ το έργο να παιχτεί στο Σχολείον όπου το φυσικό περιβάλλον βοηθάει πολύ σε κάτι τέτοιο.
Το έργο ακούγεται «δύσκολο». Έχετε σκεφτεί μήπως ζορίσετε το κοινό;
Ασφαλώς και με απασχόλησε αυτή η πιθανότητα. Όντως, πρόκειται για μια δύσκολη φόρμα, ακριβώς γιατί βασίζεται στον λόγο, που δυστυχώς στις μέρες μας δεν είναι και στο φόρτε του. Από την άλλη όμως το «δύσκολο» είναι κάτι σχετικό. Πιστεύω ότι το αποτέλεσμα μπορεί να είναι πολύ συγκινητικό, αρκεί να δέσουν όλα τα επιμέρους στοιχεία, κυρίως η μουσική και ο λόγος, και να μπουν σε ένα ρυθμό. Πάντως, για να είμαι ειλικρινής, αυτός είναι ο μόνος τρόπος που θα μπορούσα να διηγηθώ τούτη την ιστορία.
ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΑ ΣΟΥΞΕ
Θα μπορούσατε να κάνετε μια συναυλία με εξασφαλισμένη επιτυχία παίζοντας τα γνωστά σας τραγούδια, μερικά από τα οποία είναι και σουξέ. Γιατί δεν παίζετε στα σίγουρα;
Με γοητεύει πολύ το γεγονός ότι το έργο περιέχει ένα στοιχείο άγνωστο και ριψοκίνδυνο. Ξέρετε, κάποια στιγμή ο καλλιτέχνης έρχεται αντιμέτωπος με τον φόβο των δεδομένων του. Θέλω να πω ότι ξέρω καλά πως υπάρχουν πέντε-έξι τραγούδια μου που θα αρέσουν σίγουρα. Αυτό ακριβώς το γεγονός κάποιες στιγμές δεν μου αρέσει και θέλω να απαλλαγώ από αυτή τη δέσμευση.
Κάποιοι καλλιτέχνες θέλουν να κάνουν τον ήχο τους να ακούγεται πιο σύγχρονος. Εσείς;
Δεν αισθάνομαι ότι χρειάζεται να πιέσω τον εαυτό μου να προσαρμοστεί σε κάποιες νέες συνθήκες. Αν όμως η ίδια μου η δουλειά μού υπαγορεύσει τέτοια στοιχεία ασφαλώς και είμαι έτοιμος να τα ενσωματώσω. Αυτό που πραγματικά με ενδιαφέρει είναι να εμπλουτίσω και να εκσυγχρονίσω την ίδια μου τη δουλειά. Να ξέρω ότι κάθε φορά περιέχει κάτι καινούργιο.
Στη δισκογραφία σας έχετε κάποιους σταθερούς συνεργάτες, τόσο στιχουργούς όσο και ερμηνευτές. Γιατί αυτό;
Θεωρώ κάποια πρόσωπα ως «σημαντικές συναντήσεις». Και τελικά αυτός ο κόσμος είναι η «φωνή» μιας δουλειάς και καμιά φορά και ο λόγος. Δοκιμάζω μια νέα συνάντηση όταν αισθάνομαι ότι μπορεί να μου αποκαλύψει έναν ολοκαίνουργιο κόσμο. Αλλά κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο, κι όχι μόνο για μένα. Το ίδιο έχει συμβεί και σε άλλες περιπτώσεις δημιουργών. Ξέρετε, σήμερα μας δημιουργείται η εντύπωση ότι μπορούμε να τα κάνουμε όλα. Στην πραγματικότητα όμως αυτού του είδους οι δημιουργικές συναντήσεις μοιάζουν λίγο-πολύ με τις ερωτικές σχέσεις: δυο-τρία είναι τα σημαντικά πράγματα που θα σου συμβούν.
Πότε επιλέγετε να τραγουδήσετε εσείς ένα τραγούδι σας;
Όταν με συγκινούν αρκετά η μουσική μου, τα μοτίβα και τα λόγια στο στόμα. Τότε νιώθω όπως ο σκηνοθέτης που κάνει τη σωστή διανομή και δίνει τον σωστό ρόλο στο σωστό άτομο. Κάποτε είχαν ρωτήσει τον Τσιτσάνη γιατί δεν δίνει τραγούδια του και τα λέει αυτός. «Γιατί δεν θα ’θελα αυτά τα συγκεκριμένα λόγια να τα ακούσω από άλλο στόμα» ήταν η απάντησή του. Γιατί συμβαίνει καμιά φορά μια μέτρια φωνή να σε αντιπροσωπεύσει πάρα πολύ καλά και να σου δίνει εκείνο το ιδιαίτερο στοιχείο που ψάχνεις.
Πόσο καθοριστικό ρόλο μπορεί να έχει ο στίχος ή το ποίημα στη δημιουργία ενός τραγουδιού;
Υπάρχουν φορές που μπορείς να ακούσεις τη μουσική της γλώσσας. Πολύ σιγά μεν, αλλά την ακούς. Στις περιπτώσεις αυτές ο ρόλος του μουσικού είναι να δυναμώσει την ένταση. Νιώθω μεγάλη ευχαρίστηση όταν μπαίνω μέσα στον κόσμο του ποιητή ή του στιχουργού και προσπαθώ να ακούσω τον ήχο του, τη φωνή του.
Άραγε, μπορεί να συμβεί και το αντίστροφο, δηλαδή η μουσική να καθορίσει τον λόγο;
Τώρα που το λέτε, στον Καβάφη υπάρχει το παράδοξο ότι δεν ξέρουμε τίποτα για τον ρόλο που έπαιξε η μουσική στη ζωή του. Εννοώ αν άκουγε μουσική και τι μουσική ήταν αυτή. Υπάρχει μια σιωπή βαθιά. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ πολλά στοιχεία του περιβάλλοντος, δηλαδή αραβική μουσική, γεγονός που μπορεί να σκανδαλίσει κάποιους. Ωστόσο, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς πως αυτό ήταν το περιβάλλον του. Αυτή ήταν η μουσική που άρπαζαν τα αυτιά του. Εξάλλου και ο ίδιος χρησιμοποιεί πολλές λέξεις που είναι του περιβάλλοντος της Ανατολής, για παράδειγμα τα «σεντέφια», και η μουσικότητα αυτών των λέξεων δίνει ένα ανατολίτικο χρώμα. Σαφώς δεν επιδιώκω τον εξαραβισμό του Καβάφη. Κι έχω επίγνωση ότι κανείς δεν πρέπει να υπερβάλει σε κάποια πράγματα και «το μάτι πρέπει να ξέρει να διαλέγει», όπως έλεγε και ο ίδιος ο ποιητής.
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΘΝΙΚ
Έχετε έναν ήχο ξεχωριστό. Μήπως το γεγονός ότι ζήσατε τα παιδικά σας χρόνια στην Αίγυπτο έχει παίξει ρόλο σε αυτό; Εν τέλει από πού αντλεί τα συστατικά του ο ήχος σας;
Κάποιοι με κατατάσσουν στο έθνικ. Όμως εγώ δεν αισθάνομαι να έχω την παραμικρή σχέση με τη σχολή αυτή. Η μουσική μου δεν είναι ένας εξωτισμός, δεν είναι η «μουσική της Ανατολής». Η μουσική μου είναι απλά μια ζωή. Είναι πράγματα που τα κουβαλάω και κατά καιρούς τα βάζω μέσα της. Κάποτε μου λέγανε ότι δεν είναι δυνατόν να μπλέκω το κανονάκι μαζί με τις δυτικές μουσικές γιατί δεν γίνεται να βάζεις μαζί δυο διαφορετικές μουσικές γλώσσες. Αλλά εμένα δεν με απασχολούσε ποτέ να απαντήσω σε τέτοιου είδους ζητήματα. Άλλοι μπορεί να ψάχνουν τον ήχο με μια πιο εξωτερική πρόθεση. Για μένα όμως αυτή η διαδικασία είναι πιο εσωτερική.
Η μουσική πώς ήρθε στη ζωή σας;
Η μουσική ήρθε στη ζωή μου αργά και σχεδόν συμπτωματικά. Ένα πρωί η ανιψιά μου δυσκολευόταν να μάθει ένα ποίημα που έπρεπε να πει σε μια γιορτή του σχολείου. Κι εγώ, για να τη βοηθήσω να το απομνημονεύσει, της το μελοποίησα. Η αλήθεια είναι πως αιφνιδιάστηκα κι εγώ ο ίδιος ανακαλύπτοντας ότι μπορώ να μελοποιήσω ένα ποίημα, άσχετα βέβαια αν εκείνη η πρώτη σύνθεση ήταν πρωτόλεια.
Η μουσική λοιπόν ήρθε σαν αντίδοτο στη λησμονιά. Και πώς εξελίχθηκε;
Ξεκίνησα να κάνω πιάνο. Μου άρεσαν πολύ κάποιοι συνθέτες που η μουσική τους άγγιζε τα όρια του τραγουδιού, όπως ο Σοπέν που σου δίνει την εντύπωση ότι μιλάει με τα δάχτυλα. Αρχικά λοιπόν, έχοντας αυτά τα κλασικά πρότυπα, φιλοδοξούσα να γράψω μουσική για πιάνο. Έγραφα ατέλειωτες ώρες και μαγνητοφωνούσα στο κασετόφωνο ό,τι μου κατέβαινε. Σταδιακά η επιθυμία μου εξελισσόταν σε νεύρωση, μέχρι που μια μέρα μέσα από αυτόν τον φοβερό κόσμο στον οποίο είχα μπει ξεπήδησε ένα… τσιφτετέλι! Κι έτσι ανακάλυψα επιτέλους ότι μπορώ τελικά να γράψω κάτι, έστω ένα τσιφτετέλι, το οποίο όμως ήταν δικό μου. Ήταν μια αρχή, μια ρίζα. Έτσι προέκυψε η Εκδίκηση της γυφτιάς.
Ακούγεται περισσότερο σαν εκδίκηση της μουσικής…
Θυμάμαι τότε έμενα σε ένα ωραίο ισόγειο σε μια παλιά μονοκατοικία εδώ στη Νεάπολη. Ήταν και η εποχή λίγο ειδυλλιακή τότε κι αφήναμε τα παράθυρα ανοιχτά. Εγώ, όπως σας είπα, είχα μανία με το πιάνο κι όλη την ημέρα πια έπαιζα κι έπαιζα... Είχα κι ένα μακρύ μαλλί τότε άλλο πράγμα. Δίπλα μου έμενε μια ηλικιωμένη κυρία, μια Μικρασιάτισσα, πολύ παραδοσιακή γυναίκα, που κάθε μέρα με άκουγε να ξεβιδώνομαι στο πιάνο. Κάθε φορά λοιπόν που με έβλεπε, χωρίς καμιά διάθεση ειρωνείας, με χαιρετούσε λέγοντας: «Χαίρετε, κύριε Λιστ! Τι κάνετε, κύριε Λιστ...». Φανταστείτε τι πλάκα θα έπαθε κι αυτή όταν μια μέρα από το ανοιχτό παράθυρο σταμάτησαν να βγαίνουν οι κλασικές μουσικές και ξεχύθηκαν τα τσιφτετέλια.
Απ’ ό,τι καταλαβαίνω καταφύγατε στη μουσική όταν φύγατε από το Κάιρο.
Νομίζω πως εκεί υπάρχει το «τραύμα». Ξέρετε, πολλές από τις δουλειές που έχω κάνει, όπως άλλωστε και αυτή για τον Καβάφη, περιέχουν ένα στοιχείο αποχαιρετισμού, ένα στοιχείο αποχώρησης.
ΕΓΩ Ο ΞΕΝΟΣ
Πόσο τραυματική ήταν η αποχώρηση από την Αίγυπτο και πόσο δύσκολη η ενσωμάτωση στη νέα πατρίδα;
Όταν ήρθα στην Ελλάδα το περιβάλλον ήταν για μένα λίγο-πολύ ξένο καθώς είχα συνηθίσει σε άλλους τρόπους, σε άλλη γλώσσα. Τώρα, καθώς σκέφτομαι το παρελθόν, αισθάνομαι πως η μουσική μού πρόσφερε, αρχικά τουλάχιστον, την ευκαιρία να ενσωματωθώ μέσα σε αυτή τη νέα κοινωνία που πολλές φορές μου έδωσε στοιχεία απομόνωσης. Καμιά φορά το να γράφεις μουσική είναι σαν να ψάχνεις για φίλους. Και στην πορεία καταλαβαίνεις ότι υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχει υποστεί την απόρριψη και την αποξένωση όπως εσύ. Κι ανάμεσα σε αυτές τις συγγενικές φύσεις μπορεί να είναι ένας ποιητής, ένας στιχουργός με τον οποίο συνεργάστηκα, μια φωνή ενδεχομένως.
Η τέχνη δηλαδή είναι ένας τόπος συνάντησης, ένα «στέκι» για ανθρώπους που έχουν ζήσει την αποξένωση;
Ναι, μερικές φορές νιώθεις ότι ανήκεις σε μια οικογένεια με συγγενή στοιχεία. Μοιάζει λίγο με συνωμοσία, με συμμαχία. Για παράδειγμα, όταν μελοποίησα στίχους του Μιχάλη Γκανά ήταν πάλι μια συνομιλία με έναν άνθρωπο που, παρότι γεννήθηκε και ζούσε στην Ελλάδα, διέκρινα πάνω του στοιχεία αποξένωσης μέσα στην ίδια του τη χώρα.
Πόσο εύκολα συνθέτετε;
Πολλές φορές κάθομαι στο πιάνο μόνος και λέω: «Ωραία, τώρα θα γράψω ωραίες μουσικές». Ε, τα χειρότερα πράγματα έτσι τα έχω γράψει. Κι άλλες φορές είμαι μέσα στον δρόμο και στη φασαρία και ξαφνικά στα καλά καθούμενα μια μελωδία πετάγεται απ’ το πουθενά, όπως η φωνή στους εγγαστρίμυθους. Όχι, δεν είναι εύκολο να γράψει κανείς τραγούδια. Πιο σωστά, τώρα πια μου φαίνεται πολύ δύσκολο. Ίσως γι’ αυτό και να καταφεύγω σε αυτά τα πιο σύνθετα μέσα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου