14/7/09

Αφιέρωμα στην Πίνα Μπάους: Σαν μια σκιά με μουσική



Από το Γιώργο Λούκο

Όταν νέος ακόμα έψαχνα επαγγελματική και δημιουργική στέγη σε κάποια αξιοσημείωτη κοινότητα καλλιτεχνών, μια μέρα έκανα οντισιόν στον Μορίς Μπεζάρ. Ένας φίλος μου, ο Ντομινίκ Μερσί, αποδείχθηκε πιο έξυπνος από μένα και πήγε στην Πίνα Μπάους.
Την Πίνα Μπάους, προσωπικά, τη γνώρισα πριν 32 χρόνια. Ήμουν σε τουρνέ στη Γερμανία με το μπαλέτο Ρολάν Πετί, στο Ντίσελντορφ. Είχε έρθει να δει την παράσταση και μετά βρεθήκαμε με διάφορους γνωστούς για φαγητό. Αυτή τη συνεχή σχέση με το παριζιάνικο κοινό, που δεν βρίσκει κανείς ποτέ με τη μία θέση στο θέατρο και που όλοι κάνουν τα πάντα
για να μπουν σε μια παράσταση, δεν τη συναντά κανείς αλλού – και η Πίνα την επιδίωξε.
Αστειευόμαστε, θυμάμαι. Λέγαμε ότι αν προηγουμένως δεν έλθει η Πίνα στο Παρίσι δεν θα έφταναν η άνοιξη και το καλοκαίρι. Στο Παρίσι, λοιπόν, είχε έρθει 35 φορές, ερχόταν τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, κάθε χρόνο, τα τελευταία τριάντα χρόνια. Ερχόταν βεβαίως και σε εμάς, στην Όπερα της Λυών, στο Theatre National Populaire.
Η Πίνα Μπάους είχε κλασική παιδεία όσον αφορά την τεχνική. Βλέπετε, είχε φύγει κοριτσάκι και πήγε στην Αμερική στο Juilliard School. Κι έπειτα άρχισε να δουλεύει με τον Άντονι Τιούντορ, που ήταν μεγάλος νεοκλασικός χορογράφος. Αμέσως μετά, όμως, πήγε στον Χοσέ Λιμόν που ήταν μοντέρνος και στον Πολ Τέιλορ. Κυρίως, όμως, διατηρούσε τις επιρροές του Κουρτ Γιος, επιρροές που είχαν εμπεδωθεί ήδη από το σχολείο στο Έσεν, επιρροές που συμπύκνωναν όλη την παράδοση του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Έτσι λοιπόν, αν και επί της ουσίας δεν ξέραμε ακόμα ποια πραγματικά είναι η Πίνα Μπάους, ορισμένοι άνθρωποι του χορού είχαμε καταλάβει ότι αποτελούσε ένα συνδετικό στοιχείο μεταξύ του κλασικού και του
μοντέρνου.

ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΕΝΩΣΕ ΤΟ ΠΑΖΛ
Από τη δεκαετία του 1970 ήδη σοβούσε μια μάχη μεταξύ των μοντέρνων και των κλασικών, μια μάχη που κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1980. Ειδικά σε μια χώρα όπως η Γαλλία, με μεγάλη παράδοση κλασικού μπαλέτου, εμείς, οι κλασικοί, αυτούς που έρχονταν από την Αμερική τους βλέπαμε σαν μετανάστες. Με την Πίνα, όμως, που πλέον τη μαθαίναμε καλά, τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι. Παρακολουθώντας ακόμα και μια χορογραφία της εύκολα καταλάβαινε κανείς ότι έφερε όλη την ευρωπαϊκή παράδοση, μια παράδοση στην οποία εκείνα τα χρόνια ήταν εντελώς επιφυλακτικός ο αγγλοσαξονικός κόσμος. Γι’ αυτό, άλλωστε, χρειάστηκε πολύς καιρός για να την καταλάβουν οι Αγγλοσάξονες, έτσι εξηγείται μάλιστα ότι
τις χειρότερες κριτικές τις είχε πάρει στην Αγγλία και στην Αμερική.
Τι να κάνουμε; Οι άνθρωποι με τις παραδοσιακά παγιωμένες ιδέες δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα κορίτσια που έβγαιναν στη σκηνή με το κομπινεζόν. Αυτό δεν ήταν ούτε μεταμοντέρνο, δεν ήταν όμως ούτε η Λίμνη των Κύκνων, πώς λοιπόν να το κατατάξουν; Οι άνθρωποι του χορού, όμως, και οι μεταμοντέρνοι και οι κλασικοί, κατάλαβαν αμέσως ότι ήταν αυτή που θα ενώσει το παζλ. Κι αυτό έγινε.
Η Πίνα Μπάους ήταν η πρώτη στην Ευρώπη που ενσωμάτωσε τη σύγχρονη με την κλασική τεχνική. Είχε καταπληκτικούς χορευτές, γιατί έκαναν μαθήματα Λιμόν, release –τα πάντα– και συγχρόνως ήταν καλοί κλασικοί χορευτές. Μαζί με αυτούς έκανε και η ίδια πρόοδο. Έλεγε συχνά ότι έμαθε τη δουλειά της βλέποντας τους χορευτές της και δουλεύοντας μαζί τους.
Η Πίνα λατρεύτηκε απ’ όλους. Ολόκληρη η Ευρώπη, δεν έμενε ανεπηρέαστη από τη θριαμβική υποδοχή που της επεφύλασσε κάθε χρόνο το Παρίσι. Λίγο λίγο άρχισαν να την καταλαβαίνουν και στην Αμερική. Βεβαίως, επειδή έκανε world dance (όπως λέμε world music), την κατάλαβαν αμέσως στην Ινδία, την Κίνα και την Ιαπωνία – όπου ήταν δημοφιλής
από την πρώτη χορογραφία της κι απ’ όπου της έκαναν πολλές παραγγελίες για νέες παραγωγές.

H ΠINA ME TO KOMΠINEZON
Πριν την εμφάνιση της Πίνα Μπάους στο κλασικό μπαλέτο βλέπαμε πράγματα πολύ απλά, δηλαδή κύκνους και κυκνάκια. Στον μοντέρνο χορό, πάλι, κυριαρχούσαν φιγούρες, σαν αριθμοί ή σαν νότες, χωρίς τίποτε το ανθρώπινο. Και ξαφνικά έρχεται η Πίνα, βγαίνει με το κομπινεζόν, λέει μια κουβεντούλα, τρώει ένα χαστούκι, κάνει δυο βηματάκια, κι όλος ο κόσμος βλέπει τον εαυτό του πάνω στη σκηνή. Δεν νομίζω ότι μπορώ να περιγράψω με ακρίβεια ποια είναι η αλήθεια του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Στις παραστάσεις της Πίνα, όμως, η αλήθεια είναι σ’ αυτές τις ανεπαίσθητες, τις απολύτως ανθρώπινες, αισθησιακές και συγκινητικές σκηνές, τις τόσο καθημερινές και τις τόσο απροσδόκητες… Ίσως αυτός είναι ο λόγος που την κάνει εξίσου σημαντική και επιδραστική όχι μόνο στον χορό: είναι ο
άνθρωπος που, ξαφνικά, χωρίς κείμενο, ένωσε το παγκόσμιο θέατρο.
Ήταν από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Έχει επηρεάσει το χορό, το θέατρο, τη φωτογραφία, το σινεμά. Οι τρεις μεγαλύτερες ευρωπαίες χορογράφοι, η Αν Τερέζα ντε Κεερσμάακερ, η Μαγκί Μαρέν και η Σάσα Βαλτς, κατάγονται κατευθείαν από την Πίνα Μπάους, δεν θα υπήρχαν χωρίς την Πίνα Μπάους. Και οι τρεις έκαναν πρόοδο στη δουλειά τους προσπαθώντας να μάθουν από αυτήν. Η Αν Τερέζα ντε Κεερσμάακερ και η Μαγκί Μαρέν ξεκίνησαν στο σχολείο του Μπεζάρ, η Γερμανίδα Σάσα Βαλτς ήταν πιο εξπρεσιονίστρια από την αρχή, τελικά όμως η Πίνα Μπάους τις έφερε κοντά και τους έδωσε την αληθινή τους προσωπικότητα: τη θεατρικότητα και την απλότητα. Και οι τρεις είναι διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά έχουν πάρει από την Πίνα Μπάους αυτό που χρειάζονταν.
Έχει επηρεάσει περισσότερο από κάθε σκηνοθέτη ή χορογράφο τις αναπαραστατικές τέχνες. Ο Φεντερίκο Φελίνι, όταν γύριζε το φιλμ στο οποίο συνεργάστηκαν Και το πλοίο φεύγει, πήγαινε στις παραστάσεις της κάθε βράδυ. Το ίδιο έκανε κι ο Πέδρο Αλμοδόβαρ. Θυμάμαι, όταν πηγαίναμε για παραστάσεις στη Μαδρίτη, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ ήταν κάθε βράδυ στο θέατρο. Αν έκανε δέκα παραστάσεις, ήταν και στις δέκα. Απορούσαμε πώς δεν ερχόταν και στις πρόβες. Όταν εκείνη έκανε τις χορογραφίες για την ταινία Μίλα της, για να την ευχαριστήσει, στο Φεστιβάλ που διοργανωνόταν στην έδρα της Πίνα Μπάους, στο Βούπερταλ και στο Έσεν, έφερε νέους καλλιτέχνες από την Ισπανία που δεν τους ξέραμε και το οργάνωσε εκείνος.
Δεν είναι τυχαίο που κάθε χρόνο στο Βούπερταλ βλέπαμε μεγάλα ονόματα από διάφορες τέχνες. Δεν έχω δει άλλο καλλιτέχνη που να ενώνει όλο τον κόσμο ασχέτως εθνικοτήτων και παραδόσεων. Όλοι έκαναν παρέα με την Πίνα. Εκτός από τη βαθιά της συγκρότηση, είχε βρει κάτι ουσιαστικό στην ανθρώπινη φύση και το έδειχνε.
Έχω ακούσει ότι τη λάτρευε κι ο Βιμ Βέντερς, επρόκειτο άλλωστε να συνεργαστούν. Αντιθέτως, τη ζήλευαν ορισμένοι από τους σκηνοθέτες του θεάτρου. Kάποιοι απ’ αυτούς δεν μπορούσαν να καταλάβουν την προσαρμοστικότητά της. Διότι για την Πίνα Μπάους δεν υπήρχαν σύνορα. Πήγαινε στην Ινδία, έκανε μια δουλειά και ήταν σαν να είχε γεννηθεί στο Ρατζαστάν κι όχι στη Γερμανία...
Κάπως έτσι κατέκτησε μια απήχηση μοναδική. Η ομάδα της δεν προλάβαινε να αρνείται προτάσεις. Θυμάμαι, σχετικώς πρόσφατα, ενώ είχε αρχίσει να κάνει αφιερώματα σε διάφορες πόλεις, της ζήτησα κι εγώ να κάνει κάτι για την Αθήνα. Μου έδειξε τότε μια λίστα με 37
πόλεις που περίμεναν.

ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ
Ήταν παραγωγική και αξιοθαύμαστη, επινοητική και συγκινητική συνεχώς. Mιλώντας για τις δουλειές της, δεν πρέπει κανείς να παραλείψει τα δυο πιο σημαντικά έργα της.
Το ένα είναι το Cafe Muller. Στην ουσία, εδώ, χορογραφεί μια παιδική μνήμη• όπως έχει πει η ίδια όταν ήταν μικρή στο Ζόλινγκεν κι άκουγε βομβαρδισμούς κρυβόταν κάτω από τα τραπέζια. Αυτά τα τραπέζια έβαλε στη σκηνή, κι ανάμεσά τους έβαλε ανθρώπους να περπατούν, ανθρώπους που δεν ξέρεις πού πάνε, που έχουν χάσει τον μπούσουλα, που δεν ξέρουν αν θα βγουν απ’ την πόρτα. Όλη αυτή η αταξία τελικά έχει μια οργάνωση. Είναι η ανθρώπινη φύση: είμαστε χαμένοι, δεν ξέρουμε πού πάμε, αλλά την ίδια στιγμή είναι σαν να το έχουμε κάνει πρόβα. Αυτοί που δούλεψαν το 1978, την πρώτη φορά δηλαδή, στο Cafe Muller με την Πίνα Μπάους, δεν έφυγαν ποτέ, είναι 30 χρόνια μαζί. Αλλά κι αυτό έχει μεγάλη σημασία. Μετά την Πίνα Μπάους, η ηλικία του χορευτή δεν παίζει πια ρόλο. Άνθρωποι που είναι 55 χρόνων, ακόμα κι αν δεν μπορούν να χορέψουν όπως πριν, κάνουν κάτι άλλο. Κάθονται, π.χ., σε μια καρέκλα και ίσως αυτή η καρέκλα να είναι το πιο σημαντικό στοιχείο της παράστασης. Οι άλλοι χορευτές γυρίζουν σαν τρελοί γύρω γύρω, πηδάνε, ακροβατούν – και τα βλέμματα των θεατών να είναι πάνω σε αυτούς που κάθονται. Άλλαξε όλες τις προσεγγίσεις και στο θέατρο και στον χορό.
Η Ιεροτελεστία της άνοιξης είναι ένα πολύ σπουδαίο έργο, από τα σημαντικότερα του 20ού αιώνα. Ήδη το 1913 όταν το χορογράφησε ο Νιζίνσκι καταλάβαμε ότι ήταν ιδιοφυΐα, επειδή με αυτό το έργο και με το Απόγευμα ενός Φαύνου άλλαξε τελείως το κλασικό μπαλέτο, ενώ ο ίδιος ήταν κλασικός. Τότε έβρισαν και τον Στραβίνσκι, που είχε γράψει τη μουσική, και τον Νιζίνσκι. Έκτοτε έγιναν άλλες δύο χορογραφίες, μία από τον Μορίς Μπεζάρ και μία από την Πίνα Μπάους. Δύο διαφορετικές σχολές: η χορογραφία του Μπεζάρ είναι νεοκλασική, ωραιοποιημένη, εξιδανικευμένη, με απλή ενδυματολογία να φαίνονται τα κορμιά… Αντίθετα, στη χορογραφία της Πίνα Μπάους δεν θυμάμαι κορμιά, μόνο τη λάσπη θυμάμαι. Όλοι οι χορευτές έτρεχαν μες στα χώματα, σαν δυο αγέλες ζώων. Η δύναμη της χορογραφίας της Πίνα Μπάους είναι εξίσου σημαντική με τη δύναμη της μουσικής.


ΜΙΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΗΛΙΟ

Είχε μια τεράστια δύναμη, αλλά ήταν και εξαιρετικά εύθραυστη – συχνά ένιωθες ότι ήταν σαν πεταλουδίτσα, που λίγο ακόμα θα πετάξει και μετά θα πάψει να πετάει.
Ξαφνιαστήκαμε όταν πληροφορηθήκαμε το θάνατό της, αλλά πάλι ήταν και η φυσική έξοδος της Πίνα Μπάους – δεν θα μπορούσα να το φανταστώ διαφορετικά. Πέρσι, 19 Ιουλίου, στην Επίδαυρο, το Μπαλέτο της Εθνικής Όπερας του Παρισιού ανέβασε τη χορογραφία της Ορφέας και Ευρυδίκη, κλασικό έργο πλέον που βασίζεται στην όπερα του Γκλουκ. Πριν την παράσταση τη ρώτησα: «Θα ανεβείς για το χειροκρότημα;». «Δεν μπορώ, δεν είναι η ομάδα μου» μου απάντησε. Επέμεινα ότι ο κόσμος είχε έρθει για εκείνη. Και όντως, όταν μπήκε στο θέατρο, το κοινό την αναγνώρισε και τη χειροκρότησε. Τελικά πείστηκε να ανεβεί στη σκηνή, αλλά μου είπε: «Δεν θα αντέξω, είμαι πολύ συγκινημένη».
Ήταν μεγάλη έμπνευση για όλο τον κόσμο. Ήταν σαν φιγούρα από θέατρο σκιών. Την αποκαλούσαν το «θλιμμένο σώμα». Ήταν Ευρωπαία. Είχε χιούμορ, αγάπη, της άρεσε να ανακαλύπτει καινούργια μέρη, της άρεσαν το κρασί και το τσιγαράκι, επιδίωκε να δοκιμάζει νέες γεύσεις. Ήταν απλή και ανθρώπινη, έξυπνη και μορφωμένη. Ήταν σαν μια σκιά με μουσική, σαν πεταλούδα.
Την πρώτη χρονιά που την κάλεσα στο Φεστιβάλ δεν έβρισκε ημερομηνίες και είχα πει ότι θα αρνηθώ τη θέση αν δεν μπορέσει να έρθει. Άλλαξε τις ημερομηνίες τότε στο Παρίσι, πήρε τους χορευτές και ήρθε και παρουσίασε το Cafe Muller. Η σχέση μας ήταν φιλική, δεν την έβλεπα ποτέ επαγγελματικά. Βλέπαμε τις παραστάσεις, πίναμε ένα ποτήρι κρασί και ήμασταν στον παράδεισο.

Αφήγηση του Γιώργου Λούκου στον Ηλία Κανέλλη

Δεν υπάρχουν σχόλια: