16/7/09

Εθνικό Θέατρο-Θωμάς Μοσχόπουλος: Όλα τα κανα για σένα





Συνεντεύξεις στη Νίκη Ορφανού

Πέρυσι ήταν οι Βάκχες, το τελευταίο έργο του Ευριπίδη. Φέτος, ο Θωμάς Μοσχόπουλος και οι συνήθεις ύποπτοι, ανάμεσα στους οποίους ο Αργύρης Ξάφης, ο Χρήστος Λούλης και η Μαρία Σκουλά, καταπιάνονται με το πρώτο σωζόμενο έργο του μεγάλου τραγικού και θέτουν καθαρά και ξάστερα ένα εκ πρώτης όψεως αθώο ερώτημα: Τι θα έκανες αν είχες τη δυνατότητα να αφήσεις να πεθάνει κάποιος άλλος στη θέση σου;
Στην Άλκηστη η ομώνυμη ηρωίδα δέχεται το παιχνίδι του θεού, να ανταλλάξει δηλαδή τη ζωή της με αυτήν του άνδρα της Άδμητου. Ο ίδιος, μουδιασμένος, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Αναζητά τη λύση απευθυνόμενος στη γονεϊκή αγάπη, για να πάρει την απάντηση ότι η ζωή είναι γλυκιά, ακόμη κι αν είναι η ζωή όλη κι όλη μια μέρα μοναχά.
Οι τρεις γνωστοί ηθοποιοί σηκώνουν το γάντι και μας δίνουν τις δικές τους απαντήσεις και ερμηνείες, αποκαλύπτοντας, ηθελημένα ή αθέλητα, τις κρυφές τους σκέψεις για τα μεγάλα θέματα της ζωής.

Χρήστος Λούλης

Κρατάς τον ρόλο του Άδμητου, έτσι δεν είναι;
Ναι, υποδύομαι τον Άδμητο, τον ήρωα της τραγωδίας, τον βασιλιά, που είναι ο ήρωας σε κάθε τραγωδία. Του δίνεται η ευκαιρία να μην πεθάνει στην ώρα του, αρκεί να βρεθεί άλλος πρόθυμος να πεθάνει στη θέση του. Καταπληκτική ευκαιρία και αυτός την αρπάζει. Κατ’ άλλους ευθέως, κατ’ άλλους ύπουλα, μουλωχτά. Πάντως, σίγουρα δεν την αφήνει να πάει χαμένη. Κι ας θα πεθάνει στη θέση του η αγαπημένη του γυναίκα, η Άλκηστη. Έτσι ο θεός τού τη φέρνει του Άδμητου. Τον γλιτώνει, αλλά και τον βυθίζει στην απόγνωση. Παρακολουθούμε, στην εξέλιξη του έργου, την πορεία αφύπνισης του Άδμητου: στο τέλος «ξυπνά», αλλά μόνο και μόνο για να «ξανακοιμηθεί»… όπως συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους. Είναι ένα πολύ συγκινητικό έργο, πολύ ανθρώπινο. Μιλά για ένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό που συναντάμε καθημερινά. Όχι τη θυσία, αλλά τον εγωισμό. Καταλήγουμε να σκεφτόμαστε πρώτον απ’ όλους τον εαυτό μας, ενώ δεν θέλουμε να το κάνουμε.

Είναι η αδυναμία του που τον κάνει συμπαθή στα μάτια σου; Ή πιστεύεις ότι στη θέση του θα έπραττες αναλόγως;

Έχω ένα θέμα μ’ αυτό. Κάθε φορά, δουλεύοντας ένα ρόλο, επηρεάζομαι με έναν πολύ υποδόριο τρόπο. Είμαι μάλλον κοντά σε όλους τους χαρακτήρες, όπως όλοι μας, και το αντίστοιχο κομμάτι, αυτό που ερμηνεύω κάθε φορά, βγαίνει στην επιφάνεια. Νομίζω ότι είμαι λίγο σχιζοφρενής σ’ αυτό. Κάποια στιγμή πρέπει να βρω ποιος είμαι!

Το να είσαι ηθοποιός τελικά το κάνει δύσκολο;
Μπορεί και να σε βοηθήσει, υπό την προϋπόθεση ότι έχεις χιούμορ και ότι δεν παίρνεις πολύ σοβαρά τα πράγματα. Και να καταλάβεις ότι όταν δεν είσαι τίποτα μπορείς ταυτόχρονα να είσαι τα πάντα. Από κει και πέρα ξυπνάει κάποια στιγμή το ερώτημα ποιος τελικά θέλεις να είσαι. Δεν μπορείς να είσαι αυτό που θέλεις πάντα, αλλά το να ξέρεις τι θέλεις σημαίνει πολλά.

Ποια είναι η προσέγγιση του Μοσχόπουλου στο κείμενο;
Ο Μοσχόπουλος θέλει να ανεβάσει μια παράσταση κοντά στις αρχαίες, σύμφωνα βέβαια με όσα ξέρουμε. Δουλεύουμε πάνω σε μια απεικόνιση γραμμική, σχεδόν γεωμετρική. Παίζουμε με την αρχιτεκτονική του χώρου, τη γεωμετρία των στοιχείων της παράστασης, τη μουσική. Τα χρησιμοποιούμε, τα ανατρέπουμε. Επίσης κάνουμε σαφείς αναφορές στην αρχαία τέχνη, τη ζωγραφική και τη γλυπτική δηλαδή, κυρίως τις επιτύμβιες στήλες που βλέπουμε στα μνήματα. Προσπαθούμε να μην είμαστε «παλιοί», χωρίς όμως καμία αγωνία να πρωτοτυπήσουμε. Γιατί, καλώς ή κακώς, η Επίδαυρος θέτει πάντα τις δικές της απαιτήσεις. Δεν μπορείς να πρωτοτυπήσεις χωρίς να χάσεις κάτι από την ουσία. Με τις Βάκχες που κάναμε πέρυσι στο Γκαράζ της Πειραιώς τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Κυνηγήσαμε τη μεγαλύτερη ελευθερία, και αυτό ήταν κάτι που επέτρεπε ο χώρος, που ήταν βιομηχανικός, ασχέτως αν λειτούργησε. Στην Επίδαυρο όμως πρέπει να ακολουθήσεις τους κανόνες αν δεν θες να χάσεις την μπάλα.

Ποιοι είναι οι κανόνες;
Στο θέατρο, γενικά, το θέμα είναι να αφηγηθείς μια ιστορία, να την επικοινωνήσεις στο κοινό. Στην Επίδαυρο πρέπει να το κάνεις αυτό σκεπτόμενος τον χώρο. Δεν μπορείς να ερμηνεύεις βασιζόμενος στο… ημιτόνιο και την απόκρουση της φωνής, όταν η φωνή πρέπει να φτάσει πενήντα μέτρα πάνω από σένα. Η καθαρότητα της αφήγησης σε κλειστό χώρο μπορεί να μειωθεί χάριν της πρωτοτυπίας, αλλά στην Επίδαυρο δεν γίνεται αυτό. Θα ήταν σαν να μας καλεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στο Προεδρικό Μέγαρο κι εμείς να σκάσουμε μύτη φορώντας βερμούδες!

Μπορώ να σκεφτώ ξένους σκηνοθέτες που δεν θα είχαν πρόβλημα να ανεβάσουν αρχαίο δράμα με βερμούδες.
Βέβαια, γιατί οι ξένοι ασχολούνται με πιο υπαρξιακό τρόπο με την τραγωδία. Γι’ αυτούς η τραγωδία είναι «ο άνθρωπος και το χάος», ενώ για μας είναι «ο άνθρωπος και οι άλλοι». Είναι στο DNA μας η τραγωδία, γι’ αυτό και διάγουμε τον βίο μας με δημόσιο τρόπο. Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί στον Κορυδαλλό που τσακώνονταν οι άνθρωποι στα μπαλκόνια, που επεδίωκαν να γίνονται δημόσιο θέαμα, να φέρνουν τα εν οίκω εν δήμω. Δεν είναι κακό να έχουμε και τους ξένους και τους Έλληνες να προσεγγίζουν το θέμα όπως νομίζουν. Δεν είναι ανάγκη να ζηλεύει κανείς κανένα.

Σε αντίθεση με άλλους ηθοποιούς της γενιάς σου έχεις παραμείνει έξω από τον χώρο της σκηνοθεσίας. Πώς κι έτσι;

Δεν το ’χω. Πολλοί φίλοι μου έχουν κάνει δειλά βήματα στη σκηνοθεσία και, όπως είναι φυσικό, μου μπήκε και μένα η περιέργεια κάνα-δυο φορές να το δοκιμάσω. Αλλά γρήγορα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι για την ώρα τουλάχιστον δεν το ’χω, αλλιώς θα το ήξερα. Θα ξύπναγα ένα πρωί και θα έλεγα: «Αυτό το κείμενο το διαβάζω έτσι». Δεν έχω άποψη για το συνολικό, έχω μόνο προσωπική αγωνία για όσα με αφορούν πάνω στο θέατρο. Οπότε είμαι καταδικασμένος να είμαι ηθοποιός. Αν πιστεύεις βέβαια ότι έχεις να πεις κάτι, είσαι υποχρεωμένος να το κυνηγήσεις.

Γι’ αυτό δεν έκανες κάτι και στην παράσταση του Φάουστ του Εθνικού τον περασμένο χειμώνα;
Ναι. Πρώτα απ’ όλα δεν μου ζητήθηκε. Ο Χουβαρδάς διάλεξε τους συγκεκριμένους ανθρώπους για το πρότζεκτ. Κατά τη γνώμη μου, ήταν πολύ πετυχημένο. Ήταν ενδιαφέρον να έχεις πέντε σκηνοθέτες και αυτοί να συνεργάζονται όμορφα και να μπορούν να βγάλουν μια παράσταση ενιαία, έστω κι αν διακρινόταν σ’ αυτήν η γραφή του καθενός. Σίγουρα δεν άρεσε σε όλους, κι έτσι πρέπει να γίνεται. Ωστόσο γεμίσαμε το θέατρο. Και σ’ αυτούς που ήταν αρνητικοί θα έλεγα: «Γιατί, εσείς ξέρετε καλύτερα τον Φάουστ; Ποιος λέει ότι τον έχετε καταλάβει καλύτερα;». Δυστυχώς όλοι θέλουν να έχουν άποψη, δεν πάνε με μάτια ανοιχτά να δουν μια παράσταση.

Έχεις δει κάποια παράσταση του φετινού φεστιβάλ;

Το μόνο που κατάφερα να δω φέτος ήταν το Καθαρτήριο του Καστελούτσι. Μου άρεσε πάρα πολύ. Βέβαια, καταλαβαίνω ότι τέτοιες παραστάσεις είναι το τέλος του ηθοποιού, το τέλος του ερμηνευτή. Το μόνο που μέτραγε ήταν ο σκηνοθέτης και το εικαστικό κομμάτι. Δεν με συμφέρει αυτό, να καταργείται ο ηθοποιός. Ωστόσο μου άρεσε πάρα πολύ. Έπαθα πλάκα.

Κι η επόμενη δουλειά σου θα είναι…

Σαίξπηρ, Δωδέκατη νύχτα, σε σκηνοθεσία του Μοσχόπουλου. Εγώ θα παίζω τον Ορσίνο.

Μαρία Σκουλά

Κατά τη γνώμη σου, τι είναι αυτό που κάνει την Άλκηστη να πάρει την απόφαση να πεθάνει στη θέση του άντρα της;
Είναι ο έρωτας ή καλύτερα η απώλεια του έρωτα που την κινεί. Η Άλκηστη προτιμά να χάσει τη ζωή της παρά να συνεχίσει να ζει χωρίς τον σύντροφό της. Φαντάζει σαν ένα παραμύθι να αγαπάς χωρίς όρια.

Η απόφασή της, λοιπόν, έχει να κάνει αποκλειστικά με τις προσταγές της καρδιάς;
Όχι, οπωσδήποτε υπάρχουν εδώ και άλλα πράγματα πέρα από τον έρωτα. Η θέση της γυναίκας δεν ήταν ισότιμη με αυτή του άντρα, αυτό είναι βέβαιο. Μάλιστα, όταν ξεκινήσαμε να διαβάζουμε το έργο στις πρόβες, θεωρούσαμε φυσιολογικό να θυσιαστεί εκείνη και να πεθάνει στη θέση του. Λόγω του κοινωνικού της ρόλου, αλλά και της φύσης της, ως γυναίκα. Δεν είναι εύκολο να ανιχνεύσεις το τι ακριβώς υπάρχει πίσω από τη στάση της. Με τον καιρό, μετά από όλες αυτές τις πρόβες που κάναμε και τις συζητήσεις, εγώ κράτησα αυτό: η Άλκηστη είναι μια γυναίκα που δεν θέλει να ζήσει χωρίς τον Άδμητο. Το να συνεχίσει τη ζωή της χωρίς αυτόν το θεωρεί χειρότερο απ’ τον ίδιο τον θάνατο.

Του ζητά ωστόσο αντάλλαγμα: να μην πάρει άλλη γυναίκα, να στερηθεί ουσιαστικά τη χαρά της ζωής.
Δεν νομίζω ότι η ίδια το βλέπει αυτό. Δεν βλέπει το τι συνέπειες θα έχει αυτό που ζητά, το τι θα σημαίνει για τον αγαπημένο της. Πραγματικά, μέσα στη θυσία της βλέπει κυρίως τον εαυτό της. Είναι η εγωιστική πλευρά της ίδιας σκέψης. Πώς να ζήσω χωρίς εσένα. Εσύ να ζήσεις χωρίς εμένα – και χωρίς καμία άλλη. Του ζητά να μην παντρευτεί άλλη γυναίκα, όχι για εκδίκηση αλλά εκφράζοντας απόλυτα το δικό της αίσθημα: ότι καμιά γυναίκα δεν θα είναι ισάξιά της. Η ίδια καταφέρνει να αποδειχθεί η καλύτερη, αυτή που καμία άλλη δεν μπορεί να συναγωνιστεί. Ποια αρετή θα μπορούσε να φτάσει τη δική της πράξη; Στα μάτια της, μέσα από την αυτοθυσία της κατακτά το απόλυτο. Γίνεται μύθος. Η σημασία της θυσίας της τονίζεται από το γεγονός ότι είναι νέα, άφθαρτη, ότι πεθαίνει τη στιγμή της απόλυτης ακμής της. Αλλά στην πραγματικότητα η ίδια, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, σαμποτάρει τον «μύθο» της.

Πώς το κάνει αυτό;
Από τη στιγμή που του ζητάει να μην παντρευτεί άλλη φανερώνει την αδυναμία της. Αν θυσιαζόταν χωρίς να ζητά θα αποτελούσε ιδανικό, με την έννοια ότι θα ξέφευγε από τα ανθρώπινα όρια. Αυτή όμως θέλει ανταπόδοση από τον Άδμητο. Έτσι πεθαίνει σαν άνθρωπος. Με αδυναμίες. Πεθαίνει σαν άνθρωπος που δεν θέλει να πεθάνει και ταυτόχρονα φοβούμενος τον θάνατο.

Εσύ η ίδια πώς το βλέπεις όλο αυτό; Γιατί εύκολα μπορώ να φανταστώ ένα μικρό, κυνικό μειδίαμα από μέρους του θεατή, ένα «ναι, καλά τώρα…».

Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να το δεις, να το κρίνεις. Ναι, φαντάζομαι μια κυνική αντίδραση απέναντι στην στάση της Άλκηστης από τον σύγχρονο θεατή, αλλά δεν νομίζω ότι μόνο σήμερα θα την έβλεπαν «παράξενη». Το να πράττεις όπως η Άλκηστη θα ήταν παράξενο και τότε και σε κάθε εποχή. Δεν είναι τυχαίο που στο κείμενο του Ευριπίδη φιλοξενούνται και πιο… σύγχρονες στάσεις απέναντι στο θέμα. Ο χορός λέει γι’ αυτήν ότι είναι μια ανόητη. Νομίζω ότι δεν μπορούμε να δούμε την ιστορία της Άλκηστης ξεχωριστά, αλλά μόνο σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες, δηλαδή του Άδμητου, του Ηρακλή, του πατέρα του Άδμητου, Φέρη, του χορού. Το θέμα του έργου είναι ο θάνατος, το πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τον θάνατο. Η Άλκηστη δεν είναι μια ρεαλιστική ιστορία. Πρέπει να δούμε το σύνολο του μύθου. Άλλοι ενδιαφέρονται για το εδώ και το τώρα, άλλοι για την υστεροφημία τους. Ο καθένας εκφράζει και μια άλλη φιλοσοφία απέναντι στον θάνατο. Το έργο, σαν δράση, αρχίζει μετά τον θάνατο της Άλκηστης. Είναι κάτι σαν «υπόθεση εργασίας»: Αν βρισκόταν ένας άνθρωπος να πεθάνει στη θέση σου τι θα έκανες; Δεν μπορούμε να την κρίνουμε, πρέπει να τη δεχτούμε όπως είναι. Έχω καταφέρει να μην την κρίνω.

Αν η Άλκηστη θυσιαζόμενη ακολουθεί εν μέρει τη γυναικεία της φύση, ο Άδμητος εκφράζει μια τυπική ανδρική συμπεριφορά;
Ναι, ίσως! Η αλήθεια είναι ότι μερικές φορές παίρνει χρόνο να σκεφτείς τι θέλεις και τι δεν θέλεις, να αποφασίσεις. Ο Άδμητος δεν παίρνει θέση απέναντι στον θάνατο, στέκει αναποφάσιστος. Κάνει στην μπάντα και αφήνει τους άλλους να μπουν μπροστά, να αναλάβουν την ευθύνη, να πάρουν αποφάσεις. Κατόπιν εορτής μοιάζει να μην του αρέσει η εξέλιξη, σαν να μην έπρεπε να το αφήσει να συμβεί, να μην το δεχθεί. Δεν είναι δύσκολο να δούμε γιατί η Άλκηστη παίρνει την απόφαση: φέρεται όχι τόσο σαν σύζυγος τελικά, όσο σαν μάνα. Και ποια γυναίκα δεν νταντεύει τον άνδρα της σαν να ήταν ταυτόχρονα παιδί της;

Σε έχει βάλει το κείμενο σε πειρασμό να σκεφτείς τι θα έκανες σε ανάλογη περίπτωση;

Εγώ αντιμετωπίζω τα πράγματα όπως έρχονται. Τη στιγμή που έρχονται. Ούτε πριν ούτε μετά.

Με ποια κριτήρια αποφασίζεις αν θα ερμηνεύσεις ένα ρόλο;
Ευτυχώς για μένα μέχρι στιγμής στη ζωή μου έχουν γίνει όλα με τρόπο φυσικό, χωρίς διλήμματα, χωρίς την ανάγκη να πάρω δύσκολες αποφάσεις. Απλώς βρίσκομαι με τους ανθρώπους με τους οποίους θέλω να δουλεύω. Για μένα το βασικό δεν είναι τα κείμενα ή ο ρόλος, αλλά οι συνεργάτες. Μ’ αρέσει να δουλεύω στο όραμα κάποιου, και αυτό προϋποθέτει να δουλεύεις σε συνθήκη εμπιστοσύνης. Έτσι δουλεύω πάνω-κάτω με τους ίδιους ανθρώπους και το απολαμβάνω. Χαίρομαι που τα πράγματα λειτουργούν έτσι, απλά. Νομίζω ότι είναι αποτέλεσμα του… πρότερου επαγγελματικού μας βίου. Έχουμε φροντίσει τον εαυτό μας με τις επιλογές που κάναμε τα πρώτα χρόνια.

Έχεις βρεθεί και στο παρελθόν στο θέατρο της Επιδαύρου, το οποίο πολλές φορές τρομάζει και αυτούς που έχουν παίξει εκεί και αυτούς που δεν το έχουν ακόμα δοκιμάσει.
Δεν με τρομάζει καθόλου, ίσα ίσα που είμαι πολύ χαρούμενη που θα ξαναβρεθώ εκεί. Μου συμβαίνει ανά πενταετία! Η αίσθηση του να παίζεις σε ανοιχτό χώρο είναι εκπληκτική. Νιώθεις ελεύθερος να… δοκιμαστείς με τα στοιχεία της φύσης. Νομίζω ότι αυτοί που φοβούνται την Επίδαυρο είναι γιατί τη βλέπουν σαν ένα χώρο με τεράστιες απαιτήσεις, φορτωμένο από την ιστορία. Για μένα όμως η Επίδαυρος δεν είναι το παρελθόν, η παράδοση, η κληρονομιά… Αντιθέτως, είναι ένας χώρος που δείχνει προς το μέλλον.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου;
Είναι ήδη αποφασισμένα, για την επόμενη σεζόν τουλάχιστον. Θα παίξω Τσέχοφ, στον Θείο Βάνια, στο Εθνικό Θέατρο. Θα το σκηνοθετήσει ο Γιάννης Χουβαρδάς, και θα ξεκινήσουμε τις παραστάσεις τον Δεκέμβριο.


Αργύρης Ξάφης

Μέσα από τους ήρωες του έργου αναδεικνύονται διαφορετικές στάσεις απέναντι στο θέμα του θανάτου. Ποια σε αντιπροσωπεύει περισσότερο;
Εμένα μ’ αρέσει πολύ μια φράση που λέει ο Θάνατος στον πρόλογο του έργου: «Δεν μπορείς να τα έχεις όλα δικά σου». Κανένας δεν το ξέρει αυτό. Κανένας άνθρωπος, ποτέ στην ιστορία, δεν το έχει συνειδητοποιήσει.

Εννοείς ότι οι άνθρωποι επιθυμούν διακαώς να τα έχουν όλα;
Όλα! Δεν τους είναι αρκετό τίποτα λιγότερο. Και επειδή ξέρουν ότι κανείς δεν γλιτώνει από τον θάνατο, προσπαθούν να χρυσώσουν το χάπι, να διαμορφώσουν μια στάση ζωής που θα τους επιτρέψει να «κουκουλώσουν» το ζήτημα όσο μπορούν. Ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί για να μην το σκέφτεται, γιατί δεν μπορεί να δεχτεί μέσα του ότι δεν γίνεται να τα έχει όλα.

Αν έπρεπε να ταχθείς με μια από τις στάσεις που παρουσιάζει ο Ευριπίδης, ποια θα ήταν;
Μου αρέσει να ζω τη ζωή, είμαι χαρούμενος που τη ζω και την εκμεταλλεύομαι. Αυτή είναι η στάση μου. Δεν είμαι βλάκας, έχω συναίσθηση της δυσκολίας της ζωής, απλώς δεν μ’ αρέσει να χάνω χρόνο σκεπτόμενος τι δεν έχω καταφέρει, πού δεν είμαι καλός και άλλα παρόμοια. Δεν βρίσκω καμία ευχαρίστηση σ’ αυτό. Προτιμώ να κάνω αυτά που μπορώ. Απλά τα πράγματα, όπως είναι και στο αρχαίο δράμα, που δεν υπάρχει η πολυπλοκότητα που βιώνουμε σήμερα και που μας έχει ακινητοποιήσει όλους. Καθεμία, βέβαια, από τις αντιδράσεις που παραθέτει ο Ευριπίδης θέτοντας το ερώτημα του θανάτου από μόνη της είναι απλοϊκή για έναν σύγχρονο άνθρωπο. Θα συνδύαζα και τις τρεις στάσεις. Και αυτό προτείνει τελικά και το έργο. Καμία από τις τρεις στάσεις δεν αποθεώνεται, καμία δεν εμφανίζεται σαν συνταγή «να, έτσι πρέπει να κάνετε τα πράγματα και θα σωθείτε». Όχι. Ίσα ίσα όλες φαίνονται σωστές, αλλά καμία μόνη της. Πάντως, νομίζω ότι ανάλογα με ποιον έχουμε απέναντί μας διαλέγουμε μια στάση. Δεν είναι μια απόλυτη πραγματικότητα, είναι σχετική. Και αν το ξέρεις αυτό είσαι εντάξει.

Στην παράσταση ερμηνεύεις…
Τον Θάνατο. Και τον Ηρακλή.

Κάποιοι βλέπουν στον Ηρακλή έναν ρηχό, άχαρα κωμικό τύπο, που βρίσκεται εκεί για να κάνει τους θεατές να ξεσκάσουν από το δράμα.
Ούτε κατά διάνοια. Καταρχάς, το έργο δεν χρειάζεται ένα ρηχό τύπο για να γίνει κωμωδία. Οι άνθρωποι με το που φοβούνται γίνονται κωμικοί. Δεύτερον, ο Ηρακλής είναι σπουδαίος τύπος, γιατί έχει τη μεγαλύτερη συνείδηση του θανάτου απ’ όλους. Είναι ο μόνος που ρίχνεται με τα μούτρα κάθε μέρα και τον αντιμετωπίζει και είναι ο μόνος που έχει αίσθηση του φευγαλέου της ανθρώπινης ύπαρξης. Κάθε μέρα είναι γι’ αυτόν ένα στοίχημα: μπορεί να ζήσει κι άλλη μια μέρα ή μπορεί και να είναι η τελευταία του. Επίσης, πιστεύει πολύ στη φιλία και ανιδιοτελώς. Για να ευχαριστήσει τον Άδμητο για τη φιλοξενία του θα τρέξει να πιάσει τον ταύρο απ’ τα κέρατα. Και το αποφασίζει μόνος του να αντιμετωπίσει τον θάνατο, χωρίς μάρτυρες, χωρίς θεατές. Αυτό που δεν έχει είναι μέτρο, συνείδηση των μεγεθών. Είναι επίσης ο μόνος που αντιμετωπίζει τον θάνατο σαν άνθρωπο. Τον πολεμάει σαν φυσικό πρόσωπο.

Τι να περιμένουμε λοιπόν να δούμε;

Μια παράσταση που διαθέτει όλες τις… σύγχρονες ανέσεις. Έχει φως, έχει βιντεοπροβολές, έχει οτιδήποτε χρησιμοποιεί το παγκόσμιο θέατρο ως μέσο. Δεν είναι μια κλασική παράσταση, αλλά ούτε και μοντέρνα ή μεταμοντέρνα. Είναι μια παράσταση που χρησιμοποιεί γνωστές φόρμες – μάλιστα με τον χορό στην ορχήστρα και τους ηθοποιούς στη σκηνή, όπως γινόταν στην αρχαιότητα. Σε γενικές γραμμές, δοκιμάζουμε μια φόρμα που δεν είναι σωματικά ξένη σε μας. Αλλά δεν έχει δοκιμαστεί άλλοτε με τόση καθαρότητα. Από πλευράς κίνησης, έκφρασης, μουσικής, όλα παρουσιάζονται ξεκάθαρα και ταυτόχρονα ζωντανά.

Πού στέκεται αυτή η δουλειά σε σχέση με την περσινή σας, τις Βάκχες;

Αυτό που κάνουμε εδώ είναι η συνέχεια εκείνης της δουλειάς – και έχει ενδιαφέρον που είναι το πρώτο και το τελευταίο κείμενο του Ευριπίδη, η Άλκηστη και οι Βάκχες. Πάνω στα όσα χτίσαμε εκεί συνεχίζουμε, γιατί στις Βάκχες υπήρχε πολύ ζουμί, και για μας και για τους θεατές. Είναι, με δυο λόγια, η συνέχεια της ίδιας δουλειάς.

Μόνο που ο χώρος είναι διαφορετικός.
Ναι. Η Επίδαυρος είναι ο ιδανικός χώρος για το θέατρο. Δεν υπάρχει τίποτα κρυφό, δεν έχει τοίχους και σκεπή. Το κέντρο είσαι εσύ, ο ηθοποιός. Η Επίδαυρος είναι ο πιο ανθρωποκεντρικός χώρος, εκφράζει μια απίστευτη αγάπη για τον άνθρωπο. Η ιταλική σκηνή, από την άλλη, δηλώνει την αγάπη για το θέαμα, και είναι στην πραγματικότητα τηλεοπτικής λογικής. Αλλά κάποιοι δεν θέλουν να σ’ αφήσουν να χαρείς την Επίδαυρο, την έχουν κάνει θρησκευτικό άβατο. Δεν μπορεί όμως εκ των πραγμάτων να είναι άβατο ένας ανοιχτός χώρος. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν φοβάται τον χώρο, αλλά τους «χωρικούς». Κάνουν την Επίδαυρο εκφοβιστική, για όσους τους υπολογίζουν. Αλλά η Επίδαυρος είναι πολύ ζεστός χώρος, εκεί νιώθεις σαν να είσαι στο σπίτι σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: